Από το σάιτ της GreenAttack
Τον τελευταίο καιρό η κοινωνία παρακολουθεί αμήχανη από την τηλεόραση και τις εφημερίδες, ρεπορτάζ και αναλύσεις από τα εκπάγλου καλλονής γεγονότα που διαδραματίζονται στην Κερατέα. Γεγονότα που προκαλεί η έναρξη των εργασιών για την επείγουσα διαμόρφωση της νέας «χάι-τεκ» σκουπιδότρυπας του περιφερειακού σχεδιασμού απόκρυψης των σκουπιδιών ώστε να αποφευχθούν πολλά εκατομμύρια ευρά πρόστιμο τον χρόνο που θα μας ρίξουν οι κουτόφραγκοι γιατί… είναι πολλά τα λεφτά μάγκες. Βέβαια, από τον τρόπο της παρουσίασης στα ΜΜΕ των αντεπιχειρημάτων των εμπλεκομένων και συμπλεκομένων, το μόνο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα σκουπίδια(!!!) που δημιουργεί κοινωνικές εντάσεις. Εντάσεις που στην χαρωπά ελλειποβαρή δημοκρατία μας, παρουσιάζονται ακόμα ως ένα ντέρμπι φωταδιστών – σκοταδιστών σημειώσατε Χ (Εκ του χεστήκαμε για την ουσία του προβλήματος το παραπέμπον σε προγνωστικά ποδοσφαίρου σημείον).
Έτσι, ανάμεσα σε πλάνα με ένθεν κακείθεν εκτοξεύσεις λίθων, μολότοφ, βομβίδων κρότου – λάμψης, αγιασμού, ροπάλων, μπινελικίων και κλήσεων της τροχαίας, υψώνονται στεντόρεια τα επιχειρήματα. «Δεν μας απαλλοτριώσατε. Θα χαλάσουν τα χωράφια. Θα καταστραφούν αρχαία. Θα κόψετε το κύμα επιστροφής των νέων στην γεωργοκτηνοτροφία. Θα κάνετε ΧΥΤΑ» ωρύονται οι μεν (αντιδρώντες). «Λάθος κάνετε, θα κάνουμε ΧΥΤΥ (χώρο υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων) που θα είναι κομψός, λειτουργικός και κομιλφό, σκέτο μπιζουδάκι» απαντούν οι δε (εκπρόσωποι της διοίκησης).
Και όλοι εμείς να βλέπουμε την μασκαράτα στους δέκτες μας χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι παρακολουθούμε μια σύγκρουση μεταξύ πονηρών, καπάτσων, προμάχων ακριβών φαραωνικών εφαρμογών, εργοληπτών, εργολάβων που κοινωνούν την ανάπτυξη της μεζονέτας, πανούργων διακινητών «χάι-τεκ» σκουπιδοεργοστασίων και ανεπαρκών πολιτικάντηδων που συμπαρασύρουν θιγόμενους δυστυχείς κατοίκους, κρετίνους γραφειοκράτες και μπαχαλόμυαλους συμπολίτες προκειμένου να διασφαλίσουν ένα πράγμα: μια επίφαση λύσης για τα σκουπίδια υπό συνθήκες κοινωνικού υπερθεάματος που διασφαλίζει το ίδιον όφελος των εμπνευστών της, υπηρετώντας ταυτόχρονα τον διαχρονικό στόχο των επαγγελματιών απαξιωτών του πολιτεύματος και της ζωής μας. Την σταδιακή μετατροπή όλων ημών από λαό (εκ του λας, εξού και λίθος – λατομείο, στούρνος δηλαδή η λέξις), σε κοινή γνώμη, μία κοινή μία πόρνη δηλαδή (κατά Τζιμάκον) ώστε οι σαλαγητές μας να αποφύγουν τον κίνδυνο να γίνουμε πολίτες. Διότι οι πολίτες συγκροτούν πολιτείες που είναι επικίνδυνα πράγματα, ως γνωστόν.
Γιατί πως αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς αυτό το γαϊτανάκι για τα αστικά απορρίμματα που εδώ και πάνω από μια δεκαετία παρακολουθούμε σε αυτόν εδώ τον τόπο; Γιατί η πραγματικότητα είναι αμείλικτη, αν θέλουμε να πάμε σε συμπεράσματα και ερμηνείες:
– Είναι γνωστόν πως μέχρι περίπου το 2000 τα σκουπίδια πήγαιναν σε ανεξέλεγκτες χωματερές που άνοιγαν ή υπήρχαν παντού στην μέση του πουθενά, κοντά σε οικισμούς, ρυπαίνοντας ανεξέλεγκτα την γη, τα νερά, τον αέρα και καταλαμβάνοντας το 1% της συνολικής ή το 2% της ωφέλιμης επιφάνειας της χώρας.
– Είναι γνωστόν ότι από καταβολής ελληνικού κράτους ο κάθε κοτζαμπάσης, κοινοτάρχης ή δήμαρχος κοίταζε να υφαρπάξει την ψήφο των συμπολιτών του βαφτίζοντας «έργο» και «ανάπτυξη» διαρκείς εργασίες οδοποιίας, πλακοστρώσεις, τσιμεντοστρώσεις και φωτισμούς κάθε είδους, ενώ σε ότι αφορά τις υποδομές για την διαχείριση των σκουπιδιών περιορίζονταν στην αποκομιδή και εξαφάνισή τους σε ποτάμια, τρύπες, ρέματα, παλιά νταμάρια, χαράδρες κλπ.
– Είναι γνωστόν ότι η σύνθεση των αστικών απορριμμάτων χωρίζεται κυρίως σε τρία κλάσματα: α) 40%-60% ανακτήσιμα, δηλαδή ανακυκλώσιμα υλικά όπως γυαλί, πλαστικό, μέταλλα κλπ β) 40% – 60% ζυμώσιμα (οργανικά υλικά) όπως χαρτιά, αποφάγια, κλαδιά κλπ. Αυτά, υπό συνθήκες αναερόβιας ζύμωσης βρωμάνε, ενώ υπό συνθήκες αερόβιας ζύμωσης δεν μυρίζουν και χουμοποιούνται, μετατρεπόμενα σε εδαφοβελτιωτικό υλικό που, υπό προϋποθέσεις (αν είναι απαλλαγμένο από τοξικές ουσίες), έχει αξιόλογη χρήση γ) έως 10% περίπου αδρανή υπολείμματα τα οποία αν εξυγιανθούν μπορεί αβλαβώς να χρησιμοποιηθούν είτε σαν 3Α αμμοχάλικο σε έργα οδοποιίας είτε σε επιχωματώσεις για αποκατάσταση παλαιών λατομείων.
Θα έλεγε κανείς πως με αυτά τα δεδομένα της σύνθεσης των σκουπιδιών κάθε δήμος της χώρας θα προχωρούσε σε δημιουργία μικρών πάμφθηνων μονάδων επεξεργασίας των αστικών σκουπιδιών λύνοντας το πρόβλημα με τρόπο που θα παρείχε και την δυνατότητα δημιουργίας εσόδων. Εσόδων που υπό συνθήκες κοινωνικού ελέγχου θα κάλυπταν την μικρή αναγκαία επένδυση όσο και το κόστος των θέσεων εργασίας που θα δημιουργούνταν. Για να αντιληφθεί κανείς πόσο φθηνή και απλή είναι μια τέτοια λύση είναι αναγκαίο να περιγραφεί χονδρικά η διάταξη μιας τέτοιας εγκατάστασης υποδοχής και κατεργασίας αστικών σκουπιδιών δυναμικότητας 100 έως 200 τόνων ημερησίως. Της ποσότητας δηλαδή που παράγεται από 100.000 – 200.000 ανθρώπους.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια τσιμεντοστρωμένη έκταση, λίγων στρεμμάτων, στεγασμένη με υπόστεγο, πλευρικά ανοικτό. Στην κεφαλή της διάταξης, τα σκουπίδια ξεφορτώνονται σε μηχανικό ταινιόδρομο (ταινία). Προχωρώντας στον ταινιόδρομο, εργάτες σκίζουν τις σακούλες απομακρύνουν το νάιλον και κάνουν την πρώτη διαλογή, διαχωρίζοντας ανακτήσιμα υλικά (μέταλλα, μπουκάλια, πλαστικά, λάστιχα κλπ). Φθάνοντας στο τέλος του ταινιόδρομου τα σκουπίδια στοιβάζονται σε επιμήκεις σωρούς κάθετα στην διάταξη (σειράδια). Με μικρά σκαπτικά μηχανήματα, που μπροστά έχουν λεπίδα ώθησης, κάθε ημέρα το σειράδι σπρώχνεται στο πλάι έτσι ο σωρός αναποδογυρίζει, εμποδίζοντας την δημιουργία κρούστας που, αποτρέποντας την κυκλοφορία του αέρα, θα προκαλούσε αναερόβια ζύμωση και δυσοσμία. Παράλληλα, η μετακίνηση του σωρού κάνει χώρο για τον σειράδι της επόμενης ημέρας. Μετά από 20 – 25 αναδεύσεις – μετακινήσεις, η αερόβια ζύμωση έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και ο αρχικός όγκος του σειραδιού έχει προοδευτικά μειωθεί κατά 80-85%, ενώ η όψη του έχει γίνει παρόμοια με αυτή του χώματος. Σε αυτή την κατάσταση ο σωρός περνάει από μηχανικά κόσκινα τα οποία διαχωρίζουν τα αδρανή υλικά και όσα ανακυκλώσιμα μικρού μεγέθους ξέφυγαν από την διαλογή των ταινιόδρομων. Τα ανακυκλώσιμα προστίθενται διαχωρισμένα σε αυτά της πρώτης διαλογής, συμπιέζονται και είναι έτοιμα να αξιοποιηθούν. Τα αδρανή οδηγούνται σε σπαστήρα και στοιβάζονται σε στεγασμένους σωρούς όπου παραμένουν επί ένα δύο μήνες προκειμένου να εξυγιανθούν χωρίς να βρέχονται. Τα σαν χώμα οργανικό υπόλοιπο του σειραδιού, που τώρα έχει το 10 -15% του αρχικού όγκου, λέγεται νεαρό κομπόστ και στοιβάζεται σε σωρούς ωρίμανσης. Μετά την ωρίμανση αποτελεί εδαφοβελτιωτικό υλικό που μπορεί να πουληθεί για φυτόχωμα σε κήπους ή παρτέρια ή να αξιοποιηθεί σε αναδασώσεις ερημοποιημένων εκτάσεων. Με αυτό τον απλό τρόπο τα αστικά απορρίμματα μπορούν να τύχουν φθηνής διαχείρισης με μηδενικά κατάλοιπα και αξιοποίηση του συνολικού όγκου τους, κυριολεκτικά επί τόπου.
Ακόμα και σε αγροτικές περιοχές, με μικρές πληθυσμιακές συγκεντρώσεις κάτω των 100.000 – 200000 κατοίκων τέτοιες εγκαταστάσεις είναι οικονομικά βιώσιμες, καθώς εύκολα μπορούν να υποδεχθούν τα διάφορα στερεά οργανικά κατάλοιπα της γεωργοκτηνοτροφικής δραστηριότητας και της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων. Τέτοια υλικά είναι κοπριές από βουστάσια (σήμερα καταλήγουν κυρίως σε εγκαταλελειμμένα λατομεία ή σε χωράφια των οποίων το χώμα πουλήθηκε σε κεραμοποιίες, μετατρέποντάς τα σε τοξικούς σκατόλακους), βινάσες οινοποιείων (στερεά υπολειμμάτων οινοποίησης που καθιζάνουν) στέμφυλα (τσίπουρα) καλαμιές από σιτάρι, καλαμπόκι και ξηρές βαμβακιές (καίγονται ανεξέλεγκτα) ίνες βαμβακιού και κατάλοιπα εκκόκκισης που κατακρατούνται στους σκονοθαλάμους των εκκοκκιστηρίων (χιλιάδες τόνοι τέτοιων καταλοίπων καίγονται ανεξέλεγκτα κάθε χρόνο), κλαδιά από κλαδεύματα ελαιώνων και οπωρώνων που σήμερα καίγονται. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, τέτοιες εγκαταστάσεις κομποστοποίησης σε αγροτικές περιοχές θα παρήγαγαν υψηλής ποιότητας και αξίας εδαφοβελτιωτικό υλικό. Σε ότι, τέλος, αφορά την όχληση από οσμές, οι εγκαταστάσεις αερόβιας ζύμωσης μπορούν να χωροθετηθούν πολύ κοντά σε κατοικημένες περιοχές, αφού το σύστημα δεν αναδίδει δυσοσμία, μειώνοντας ταυτόχρονα δραστικά και το κόστος μεταφοράς.
Μα, τότε, θα αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν γενικεύεται το αυτονόητο; Γιατί συζητάμε ακόμα σε αυτό τον κωλότοπο για ΧΑΔΑ (χωματερές), ΧΥΤΑ (τάφους σκουπιδιών), ΧΥΤΥ (τάφους αδρανών), εργοστάσια θερμικής επεξεργασίας (καύση), σχεδιασμούς μεγακλίμακας και άλλες τέτοιες φαραωνικές, περιβαλλοντοκτόνες, οικονομικά ασύμφορες και λογικά απαράδεκτες μεθόδους διαχείρισης ενός ζητήματος που επιπρόσθετα δημιουργούν και τρομερές εντάσεις, πέραν όλων των άλλων επιπτώσεων;
Εδώ, για να αντιληφθούμε τι διάβολο συμβαίνει με τα σκουπίδια και τι παιχνίδια παίζονται πρέπει να πάμε πίσω στον χρόνο, τότε που άρχισε να ξετυλίγεται αυτό το απίστευτο γαϊτανάκι του παραλόγου.
Βρισκόμαστε στα 1981 και η χώρα μπαίνει στην ΕΕ, όντας στον αστερισμό της χωματερής. Όλοι οι κουτοπόνηροι ανόητοι πολιτικάντηδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης βολεύονται εξαφανίζοντας τα σκουπίδια σε ρέματα, χαράδρες, ακροποταμιές, ακρογιαλιές, τρύπες και γενικά όπου βρουν. Μόνο μέλημά τους είναι να πάρουν τα σκουπίδια από την πόρτα της τοπικής κοινωνίας και να τα ξεφορτωθούν γιατί «βρωμάνε». Η χώρα αναπτύσσεται και οι πόλεις μεγαλώνουν παράγοντας όλο και περισσότερα σκουπίδια που πετιούνται ανεξέλεγκτα. Είναι η εποχή που αυτή η χώρα ζει το όραμα μίας σαλταδόρικης οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς κανένας να νοιάζεται για την προστασία του περιβάλλοντος, της ποιότητας ζωής, των φυσικών πόρων, την ανάγκη εξοικονόμησης πρώτων υλών και άλλα τέτοια επιστημονικής, για την εποχή, φαντασίας ζητήματα. Οι πολιτικές επιτρέπουν μια άνευ ιστορικού προηγουμένου τσιμεντοποίηση της υπαίθρου, τα δάση καίγονται για να αντικατασταθούν από μεζονετο-δάση, η πρωτογενής παραγωγή και μεταποίηση εγκαταλείπονται, οι νέοι συρρέουν στα αστικά κέντρα προς άγρα ευκαιριών και η ύπαιθρος καταρρέει. Είναι τότε που οι πολιτικοί επιχειρηματολογούν για το όραμα μιας υπερκαταναλωτικής ανάπτυξης, στηριγμένης στην οικοδομή και στον μαζικό τουρισμό των τριών S (sea, sex, sun). Μπήκαμε στην Ε.Ε., ευκαιρία να πουλήσουμε αέρα στους κουτόφραγκους, να τα πάρουμε με λαδώματα και επιδοτούμενες λαμογιές, είναι το περιρρέον πρόταγμα του εκπορνευτικού ευδαιμονισμού της εποχής που καταπλέει πλησίστιος και ισοπεδωτικός. Όσο για τα σκουπίδια; Ποιος να ανοίξει κουβέντα για αυτά που βρωμάνε; Κανείς, και κυρίως, κανείς πολιτικός που εκλαμβάνει ως πολιτική αυτοκτονία οτιδήποτε πλην υποσχέσεων για λαγούς με πετραχήλια. Και έτσι φτάνουμε στην δεκαετία του 1990. Φωνές αρχίζουν να υψώνονται σε όλη την ΕΕ για την κατάσταση που επικρατεί στην Ψωροκώσταινα, τροφοδοτημένες από τα στοιχεία του νεοσύστατου ελληνικού περιβαλλοντικού κινήματος που φωτίζει το θέμα. Ότι και να πιστεύει κανείς για τον πολιτικό δρόμο που νωρίς έχασε το κίνημα αυτό αποτυγχάνοντας να συνδεθεί με την κοινωνία, στον φωτισμό των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων τα πήγε αρκετά καλά. Η ΕΕ, με τις καταγγελίες που άρχισαν να φθάνουν από την Ελλάδα, θορυβήθηκε καθώς συνειδητοποιούσε πως μία χώρα χωρίς βιομηχανία και με καταρρέουσες την πρωτογενή παραγωγή και μεταποίηση κατάφερνε να έχει μείζονα περιβαλλοντικά προβλήματα επειδή κυριολεκτικά κανείς (ταγοί, κοινωνία και κράτος) απλά δεν νοιάζονταν να σκουπίσει. Έτσι, η Ένωση άρχισε να πιέζει με απειλές και έναρξη διαδικασιών επιβολής προστίμων την Ελλάδα για να διαχειριστεί το σκανδαλώδες ζήτημα, αξιοποιώντας τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων για την δημιουργία πολιτικών και υποδομών για την διαχείριση των σκουπιδιών. Βέβαια, ούτε η πολιτική φύση της ΕΕ, αλλά ούτε η λογική των γραφειοκρατών εκεί στην Βρυξέλλα δεν επέτρεψαν τίποτα περισσότερο από την δημιουργία ενός πλαισίου γενναίας χρηματοδότησης για λύσεις που κινούνταν εντός πολύ γενικών ορίων, κανόνων και κατευθύνσεων. Λύσεις δηλαδή με πολλά περιθώρια για όποιον ήθελε να διογκώσει τα κόστη στη χώρα που το δόγμα της ήταν και παραμένει «να απορροφήσουμε τα κονδύλια», αφού οι όποιες επιπτώσεις θεωρούνται ήσσονος σημασίας στην γη της φαιδράς πορτοκαλέας. Και αυτό βέβαια έγινε χωρίς ουδείς βρυξελλιώτης να ενδιαφερθεί για υπόδειξη και υποχρέωση άμεσης στροφής της Ελλάδας στην εκεί και τότε επιτόπια επίλυση του ζητήματος με μικρές εγκαταστάσεις υπό συνθήκες κοινωνικού ελέγχου. Και βέβαια το εγχώριο σύστημα αντιλήφθηκε ακαριαία και την ευκαιρία και το χαοτικό πλαίσιο οικονομικού και πολιτικού τζόγου. Ήταν η εποχή που η πλειοψηφία της κοινωνίας τζογάριζε ματζίρικες ατομικιστικές επιδιώξεις στο πελατειακό σύστημα των κομμάτων εξουσίας. Ήταν τότε που μεγάλα τμήματα μιας «so called» αριστεράς αδιαφορούσαν για το θέμα, αενάως απασχολημένα με συζητήσεις για το φύλο των αγγέλων, ή με άλλα λόγια «με ποιον ντε και καλά να συμμαχήσουμε» χωρίς τον ξενοδόχο (τον λαό) και αν το θέμα είναι μία κατά δήλωσή της «κεντροαριστερά» ή «αριστεροαριστερά» και όχι το φιλολαϊκό κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο που μπορεί να δημιουργήσει βιώσιμες προϋποθέσεις και συνθήκες για την όποια συνεργασία, χωρίς τον κίνδυνο αυτοαναίρεσης της αριστεράς σε αριστερόστροφο άλλοθι του συστήματος. Διότι και εδώ το πρόβλημα, όπως θα δούμε στις επόμενες αράδες, δεν είναι τα σκουπίδια αλλά ο καπιταλισμός και εν προκειμένω, ένας καπιταλισμός των σκουπιδιών που βρωμά και ζέχνει.
Έτσι, μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα «βάσις, φρουρά, εξηκονταρχία Πρεβέζης, την Κυριακή θα ακούσουμε την μπάντα» κατά Καρυωτάκη, την ακούσαμε και την είδαμε την μπάντα. Και ας μην θυμόμαστε σήμερα αν ήταν Κυριακή. Και τι μπάντα! Πόση γκλαμουριά! Μπροστά πηγαίνανε οι υπουργοί ΠΕΧΩΔΕ, οι νομάρχες, οι Περιφερειάρχες και οι πονηρήδηδες εκ των βλαχοδημαρχαίων. Και κορυβαντιώντες εξαγγέλλανε την εξαφάνιση του Κυλώνειου σκουπιδοάγους με μαγικούς τρόπους. Κατά στάδια. Με περιφερειακό σχεδιασμό για σύγχρονους μεγάλους ΧΥΤΑ. Με τάξη. Με κυψέλες. Με μεμβράνες στεγάνωσης. Που για να είναι μακριά τα σκουπίδια από τα σπίτια του κόσμου (του πελάτη που πληρώνει τους φόρους στον βαρκάρη δηλαδή) έπρεπε να πάνε σε μέρη απομακρυσμένα. Σε βουνά δηλαδή. Από πίσω παιάνιζαν οι σάλπιγγες των τεχνοκρατών, των μελετητών που θα εξασφάλιζαν το νομότυπο αντί του νομίμου των λύσεων. Και αν στα βουνά οι κλίσεις είναι μεγάλες και θέλουν πανάκριβα χωματουργικά, και αν οι αποστάσεις είναι τέτοιες ώστε να θέλουμε ατέλειωτα χιλιόμετρα οδοποιίας κυριολεκτικά για τα σκουπίδια, και αν το τράφικ τόσων σκουπιδιών θα είναι τεράστιο; Κανένα πρόβλημα. Στην μπάντα ακαριαία προστέθηκαν όλοι οι «είμαι ένας φτωχός και μόνος μηχανικός, εργολήπτης, εργολάβος, κατασκευαστής σταθμών μεταφόρτωσης» που θα έλυναν το πρόβλημα. Λεφτά ξένα (των κουτόφραγκων και από τους φόρους που πληρώνει ο κοσμάκης), λεφτά πολλά, σχεδόν ατελείωτα υπήρχαν. Και αν κάποιος υστερικός ανησυχούσε που με τα σκουπίδια ψηλά, στα βουνά μιας σεισμογενούς χώρας, με λίγα ριχτεράκια το σκουπιδόζουμο θα κατηφόριζε το τοξικό του φορτίο στους υδροφορείς, κανένα πρόβλημα. Στην μπάντα προστέθηκαν οι εκπονητές περιβαλλοντικών μελετών και από κοντά και οι επαγγελματίες διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Έτσι ώστε, αν μετά την μεμβράνη στεγάνωσης, το πονηρό σκουπιδόζουμο ξεφύγει και από την μελέτη κανείς τουλάχιστον να μην προσέξει ότι πίνει καρκίνο. Και φυσικά, επειδή έχουσι πάντα γνώση οι φύλακες, από την αρχή οι πάντες καταλάβαιναν ότι για λόγους νομικούς, χωροταξικούς και χωρητικότητας των ΧΥΤΑ, το σύστημα που προωθούσε η μπάντα επαρκούσε για περιορισμένο χρόνο μόνο, η ίδια η μπάντα άρχισε να προβάλει με ειλικρίνεια το θέμα του πεπερασμένου της μαγείας. Οι ΧΥΤΑ είναι προσωρινή λύση έλεγαν με στεντόρεια φωνή. Είναι για να κλείσουμε τις κακές χωματερές και να κερδίσουμε τον αναγκαίο χρόνο προκειμένου στους ΧΥΤΑ να κατασκευάσουμε βιομηχανικής μεγακλίμακας πανάκριβες εγκαταστάσεις επεξεργασίας, είπαν. Έτσι, τελικά, οι ΧΥΤΑ μετά την επεξεργασία των σκουπιδιών θα γίνουν ΧΥΤΥ. Και δώσ’ του παραστάσεις (συνέδρια) για να εμπεδωθεί το μεγαλόπνοο του οραματικού εγχειρήματος. Και δώσ’ του στα συνέδρια (παραστάσεις) της μπάντας να συνωστίζονται οι «τεχνοκράτες» πωλητές χάι-τεκ συστημάτων επεξεργασίας σκουπιδιών. Εδώ το σούπερ – ντούπερ ουάου σύστημα πυρόλυσης (καύσης) σκουπιδιών που κάνει μόνο Χ εκατομμύρια ευρώ, φώναζε ο ένας. Πάρτε το καλυτερότερο μεγα-σύστημα μηχανικού διαχωρισμού και κομποστοποίησης με Ψ εκατομμύρια ευρώ φώναζε ο άλλος. Εδώ τα σύστημα παραγωγής ενέργειας από τα σκουπίδια φώναζε ο τρίτος. Από όλα είχε ο μπαξές.
Και έτσι, ή κάπως έτσι, η βρωμίλω ψωροκώσταινα άρχισε να σχεδιάζει και να στήνει εθνικά και περιφερειακά συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων παρά τα λίγα μικρά ατυχήματα, όπως το πανάκριβο εργοστάσιο μηχανικής επεξεργασίας που αγοράσαμε στην Αττική και δεν λειτούργησε ποτέ, αφού με μία κατολίσθηση θάφτηκε κάτω από τόνους σκουπιδιών. Και τι συστήματα είναι στα αλήθεια αυτά. Με εργοστάσια μηχανικής κατεργασίας, με θερμική επεξεργασία, με σταθμούς μεταφόρτωσης και συμπίεσης του όγκου, με δρόμους, με ΧΥΤΑ – ΧΥΤΥ και λοιπά πανάκριβα, αναποτελεσματικά, ρυπογόνα και ενεργοβόρα πλην υψιπετή. Και αν είναι ακριβά και ζημιογόνα τι; Θα εξορθολογήσουμε (αυξήσουμε) τα δημοτικά τέλη. Και αν η θερμική επεξεργασία θα πνίξει στο καυσαέριο τις περιοχές καύσης, τι; Καυσαέριο παράγουν και τα αυτοκίνητα. Και αν ο μηχανικός διαχωρισμός δίνει κακής ποιότητας κομπόστ, τι; Έτσι και αλλιώς, κέρδος θέλουμε από τα σκουπίδια, όταν υπάρχουν φόροι που τροφοδοτούν το σύστημα; Και αν ψηλά στα βουνά που παράγονται τα αδρανή κατάλοιπα είναι ασύμφορο το κοστολόγιο της μεταφοράς τους για χρήση στην οδοποιία, τι; Θα χρηματοδοτήσουμε την μεταφορά τους για ταφή στους ΧΥΤΥ (υγειονομικά προβλεπόμενες μπαζότρυπες) με επιπρόσθετα δημοτικά τέλη. Και το περιβάλλον; Τα δάση; Η ποιότητα ζωής; Η λογική; ΧΕΣΤΗΚΑΜΕ. Εδώ έχουμε μέγα όραμα. Ανάπτυξη. Δις ευρώ. Οικονομική δραστηριότητα. Εταιρείες. Φόρους. Την μπάντα να παιανίζει στο διηνεκές. Κυρίες και κύριοι, λύθηκε το πρόβλημα. Εξαφανίζουμε τελικά τα σκουπίδια. Και ας γίνεται πότε πότε και της ακίνδυνης Κερατέας. Και ας γινόμαστε οι πολλοί ΚΑΙ φτωχοί, ΚΑΙ φουκαράδες, ΚΑΙ κακομοίρηδες, ΚΑΙ δηλητηριασμένοι ραγιάδες χωρίς αξιοπρέπεια, μόνο και μόνο γιατί τους επιτρέπουμε να συνεχίζουν. Έτσι και αλλιώς, ο ιστορικός του μέλλοντος που θα μας αξιολογήσει θα γράψει για μία χώρα που οι πολίτες της ανέχθηκαν ένα τέτοιο σύστημα διαχείρισης σκουπιδιών που απλά είναι λίγο πιο ανέντιμο από το αντίστοιχο ιταλικό. Διότι, ως γνωστόν, στην Ιταλία, ίσως για λόγους βαθύτερης συλλογικής εντιμότητας, η διαχείριση των σκουπιδιών επαφίεται κυρίως στον πατριωτισμό της Μαφίας.