Άρθρο του Vincent Kolo
από το κινέζικο site της CWI, www.chinaworker.info (21-01-2017)
Μετάφραση – επιμέλεια Γιάννης Πιστιόλης
Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ σηματοδοτεί μια καινούργια στροφή στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Με τον Τραμπ στην εξουσία, φαίνεται πως η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ έχει χάσει ως ένα βαθμό τον έλεγχο της στο πολιτικό σύστημα και στην κυβέρνηση. Δημιουργείται αβεβαιότητα, όχι μόνο ανάμεσα στις κυβερνήσεις των ασιατικών ακτών του Ειρηνικού, αλλά και στο κατεστημένο των ΗΠΑ για το κατά πόσο θα μπορέσει να ελέγξει τον 45ο Πρόεδρο. Θα αποτελέσουν τμήμα της πολιτικής του οι μεταμεσονύκτιες, γεμάτες αλαζονικό παραλήρημα, δημοσιεύσεις του στο Twitter ή θα μείνει απλά στα λόγια;
Πολλές διακηρύξεις του, πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η προεκλογική εκστρατεία, έχουν ήδη ανεπίσημα εγκαταλειφθεί. Για παράδειγμα η δημαγωγική του επίθεση στη Wall Street, σημείο κλειδί για την εκλογική του νίκη. Διόρισε στο υπουργικό του συμβούλιο περισσότερους δισεκατομμυριούχους από κάθε άλλο Πρόεδρο, με συνολική περιουσία 14 δισ. $. Όχι λιγότερα από 4 μέλη της ομάδας του, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργού Οικονομικών Στίβεν Μνοσίν, προέρχονται από την επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, τη «συμμορία των βαμπίρ». Την ίδια στιγμή, ενώ η Wall Street φαίνεται ικανοποιημένη από τις υποσχέσεις του για μείωση της φορολογίας και τα παχυλά συμβόλαια για υποδομές, η εξωτερική του πολιτική και οι απειλές του για μια ατζέντα, στηριγμένη στην επιθετική πολιτική της ρητορείας «η Αμερική πρώτα», έχουν αυξήσει τις εντάσεις στο διεθνές επίπεδο.
«Αντικινεζικό» προφίλ
Μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου, το δικτατορικό καθεστώς του λεγόμενου «Κομμουνιστικού Κόμματος» Κίνας, ήταν νευρικό απέναντι σε τρεις παράγοντες: την εκλογή Τραμπ, το παγκόσμιο εμπόριο και το καθεστώς της Ταϊβάν.
H σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου του Τραμπ και το προφίλ πολλών από τους κύριους συμβούλους του, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας «αντικινεζικής προοπτικής» γενικότερα. Αυτό φαίνεται ιδιαίτερα αληθές αν δούμε την σύνθεση της ηγεσίας του Υπουργείου Εμπορίου, το οποίο περιλαμβάνει τους Γουίλμπουρ Ρος, Πίτερ Ναβάρο και Ρόμπερτ Λαϊτίζερ. Ο Ναβάρο ιδιαίτερα είναι γνωστός για το αντικινεζικό προφίλ του, λόγω του βιβλίου του, που έγινε ταινία, με τίτλο «Θάνατος από την Κίνα».
Οι πρόσφατες δηλώσεις του Τραμπ για το καθεστώς της Ταϊβάν και της επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας για «μια πολιτική για την Κίνα»[1] έχουν θέσει το καθεστώς της Κίνας σε κόκκινο συναγερμό. Ενώ δημόσια το καθεστώς της Κίνας υποβαθμίζει τις δημόσιες εκφράσεις του Τραμπ, στο παρασκήνιο εξετάζει όλα τα σενάρια σε διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο, όσον αφορά τις επιδιώξεις του στη θάλασσα της Νότιας Κίνας απέναντι στην Ταϊβάν.
Η ανησυχία του καθεστώτος του Πεκίνου κλιμακώθηκε περαιτέρω όταν ο Ρεξ Τίλερσον, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, παρομοίασε τα τεχνητά και ακατοίκητα νησιά της θάλασσας της Νότιας Κίνας, με την κατάσταση που δημιούργησε η «κατάκτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία». Παράλληλα προειδοποίησε την κυβέρνηση της Κίνας ότι δεν θα επιτρέψει την πρόσβαση κινεζικών δυνάμεων σε αυτά τα νησιά. Ο Τίλερσον δεν επεξεργάστηκε το πώς θα εφαρμοστεί μια τέτοια πολιτική (ακόμα και για το αμερικανικό ναυτικό αυτό θα απαιτούσε τεράστιους πόρους και έναν αποτελεσματικό ναυτικό κλοιό στην περιοχή της θάλασσας της Νότιας Κίνας) και προκάλεσε μια διαμάχη με την εφημερίδα Global Times, φερέφωνο του KK Κίνας, που υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ένα «πόλεμο ευρείας κλίμακας».
Οι Global Times είναι μια διαβόητη για τις φανατικές της θέσεις εφημερίδα, που αποτελεί όργανο του κινεζικού καθεστώτος. Την ίδια στιγμή το καθεστώς διακήρυξε πως θα κρατήσει μια σκληρή γραμμή ενάντια σε οποιαδήποτε εθνικιστική διαδήλωση την επόμενη περίοδο. Παρόλο που δεν κατονομάζει καμία χώρα, «πίσω από τις γραμμές» μπορεί να αναγνωρίσει κανείς τις πιθανές αντιαμερικανικές διαδηλώσεις. Το καθεστώς προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει τον έλεγχο στη δημόσια ζωή, φοβούμενο προβοκάτσιες, όπως στην περίπτωση των διαδηλώσεων ενάντια στην Ιαπωνία το 2012. Τέτοια γεγονότα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από αντιπολιτευτικές ομάδες μέσα στο ΚΚ, στην εσωτερική διαμάχη για την εξουσία.
Οι οδηγίες για την λογοκρισία, που διέρρευσαν, αποκαλύπτουν ότι η υπηρεσία προπαγάνδας του καθεστώτος, εξέδωσε στις 13 Γενάρη οδηγίες που αφορούν τη λογοκρισία:
«Οποιαδήποτε είδηση για τον Τραμπ πρέπει να χειρίζεται προσεκτικά, οποιαδήποτε ανεπίσημη κριτική σε δηλώσεις ή πράξεις του Τραμπ δεν θα επιτρέπεται».
Αυτή η κίνηση δείχνει την νευρικότητα του καθεστώτος. Στο πλαίσιο της ανακατανομής εξουσίας που θα γίνει στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΚ αργότερα μέσα στη χρονιά, ο πρωθυπουργός Ξι Τζινπίνγκ προσβλέπει στο να ενδυναμώσει τον έλεγχό του στο κόμμα και δεν θα ήθελε να χαρίσει στους αντιπάλους του την ευκαιρία να τον ξεπεράσουν στην κούρσα της εξουσίας με βάση το ζήτημα του εθνικισμού και της διαφύλαξης των συμφερόντων της Κίνας.
Άλλοι αστοί αναλυτές προειδοποιούν επίσης για μια ένοπλη διαμάχη μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ, βασιζόμενοι στον επιθετικό τόνο του Τραμπ. Όπως πχ ο Γυδεών Ραχμάν στους Financial Times στις 16 Γενάρη 2017.
Από-παγκοσμιοποίηση
Καπιταλιστικές κυβερνήσεις και αστοί αναλυτές μοιράζονται την αίσθηση του κινδύνου με βάση τις επιπλοκές ενός σοβαρού «παγώματος» στις σχέσεις ΗΠΑ- Κίνας, οι οποίες ήταν ήδη αρκετά τεταμένες υπό την κυβέρνηση του Ομπάμα.
Ο κίνδυνος ενός εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην ήδη αδύναμη παγκόσμια οικονομία. Για αυτό το λόγο ο Ξι Τζινπίνγκ, πήρε μαζί του την μεγαλύτερη μέχρι σήμερα αντιπροσωπεία στο ετήσιο κονκλάβιο των δισεκατομμυριούχων στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός. Μάλιστα στην ομιλία του υπεραμύνθηκε της «οικονομικής παγκοσμιοποίησης», δείχνοντας ότι ζούμε σε μια από τις πιο ειρωνικές εποχές.
Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επίσης ανησυχούν σχετικά με τις απειλές του Tραμπ ενάντια στην Κίνα και τις εμπορικές σχέσεις μ’ αυτή, την ίδια στιγμή που αρκετές απ’ αυτές έχουν τα δικά τους προβλήματα στις σχέσεις τους με την Κίνα.
Στην προεκλογική του εκστρατεία ο Tραμπ απείλησε ότι θα «χτυπήσει» τα κινεζικά αγαθά με σκληρούς δασμούς ενώ την πρώτη μέρα του ως πρόεδρος κατηγόρησε την Κίνα ότι παίζει «παιχνίδια» με την ισοτιμία νομίσματος. Αυτή η κίνηση αποτελεί περισσότερο μια απειλή, μια τακτική διαπραγμάτευσης. Ο Τραμπ είναι πιο πιθανό να ξεκινήσει μια «διερεύνηση» των νομισματικών πολιτικών της Κίνας, παρά να ξεκινήσει μια «ανοιχτή διαμάχη». Κι αυτό εντασσόμενο σε μια προσπάθεια να την χρησιμοποιήσει σαν διαπραγματευτικό χαρτί για να κερδίσει παραχωρήσεις. Ωστόσο στο συγκεκριμένο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, με την υφέρπουσα ύφεση, με τις εθνικιστικές πιέσεις και τις πιέσεις για προστατευτισμό να αυξάνονται κάθε τρίμηνο, μια επιθετική διαπραγματευτική τακτική μπορεί από μόνη της να αποτελέσει ένα παράγοντα κινδύνου που θα εντείνει την αβεβαιότητα στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Όπως προειδοποιεί ο οικονομολόγος Στέφεν Ρόουτς: «Η κυβέρνηση του Τραμπ παίζει με πραγματικά πυρά και αυτό μπορεί να έχει παγκόσμιες επιπτώσεις». Υπάρχουν φόβοι ότι οι εμπορικές διαμάχες μπορεί να προκαλέσουν ένα νέο «κύκλο αντιποίνων», που θα επιτείνει τα προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία. Μάλιστα η ομάδα του Tραμπ απειλεί ότι θα στοχεύσει και άλλες οικονομίες, από το Μεξικό μέχρι τη Γερμανία, την ίδια στιγμή που το 2016 η παγκόσμια οικονομία είχε ρυθμό ανάπτυξης 3,1%, τον χαμηλότερο από το 2008 όταν ξέσπασε η πρόσφατη οικονομική κρίση.
Αστοί αναλυτές σε γενικές γραμμές συμφωνούν πως οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι οι «πιο σημαντικές διμερείς σχέσεις στον κόσμο» και «είναι πολύ σημαντικές για να αποτύχουν». Από κοινού, αυτές οι δυο γιγαντιαίες οικονομίες αποτελούν περισσότερο από το 1/3 της παγκόσμιας οικονομίας. Στις αρχές του 21ου αιώνα, αποτελούσαν τις δυο ατμομηχανές της παγκόσμιας ανάπτυξης. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας του κόσμου και οι ΗΠΑ ο δεύτερος. Συνεπώς μια σοβαρή εμπορική διαμάχη μεταξύ τους θα έχει ξεκάθαρα σοβαρές επιπλοκές για την παγκόσμια οικονομία.
Την ίδια στιγμή όσο η Κίνα αναπτύσσεται ραγδαία, αμφισβητεί την παντοδυναμία των ΗΠΑ παγκόσμια και οι σχέσεις τους γίνονται όλο πιο ανταγωνιστικές και αντιθετικές.
Αυτή η διαδικασία δεν ξεκίνησε με τον Tραμπ, αλλά βρίσκεται ριζωμένη στη φύση του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Ο Ιμπεριαλισμός, όπως αναφέρει και ο Λέων Τρότσκι, «από τη φύση του απεχθάνεται οποιαδήποτε κατανομή της εξουσίας». Ωστόσο υπό τον Tραμπ, αν οι εξαγγελίες γίνουν πολιτική, τότε οι σχέσεις με την Κίνα θα γίνουν ριζικά και ανοιχτά εχθρικές.
Μια πραγματική στρατιωτική μάχη μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δεν είναι το πιο σοβαρό ενδεχόμενο, για πολλούς λόγους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η κατάσταση δεν γεννάει μια σειρά από κινδύνους, ούτε μπορεί να αποκλειστεί μια «έμμεση» διένεξη (όπως με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, που υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές στη Συρία).
Εντάσεις στον άξονα Ασίας – Ειρηνικού
Μια διαδικασία στρατιωτικοποίησης βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη στην περιοχή, με την πιο ραγδαία αύξηση στρατιωτικών δαπανών και με την κλιμάκωση εδαφικών και ναυτικών διαμαχών.
Πεκίνο και Ουάσινγκτον (υποστηριζόμενη από τις σύμμαχους της στην Ασία, με πιο σημαντική την δεξιά κυβέρνηση του Άμπε στην Ιαπωνία) αναζωπυρώνουν τον εθνικισμό και καλλιεργούν τους φόβους για την «ασφάλεια» στην περιοχή. Στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή, χαρακτηρίζουν τον αντίπαλο ως «επιθετικό». Όλες αυτές οι κυβερνήσεις προωθούν τη δική τους εκδοχή της φράσης του Tραμπ, «να κάνουμε το έθνος μας μεγάλο ξανά». Σε κάθε περίπτωση αυτό το εθνικιστικό μήνυμα χρησιμοποιείται για να θεσμοθετήσει περισσότερο καταπιεστικές και αντιδημοκρατικές πολιτικές απέναντι στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.
Η ένταση της διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ακόμα και πριν την ανάληψη της εξουσίας από τον Tραμπ, είχε σαν αποτέλεσμα μια εγκληματική κατανομή πόρων σε όλη την περιοχή. Έξι από τους δέκα μεγαλύτερους εισαγωγείς όπλων βρίσκονται στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένων της Ινδίας, της Κίνας, της Αυστραλίας και του Βιετνάμ). Χώρες όπως οι Φιλιππίνες και το Βιετνάμ ενισχύουν τη ναυτική τους δύναμη, επιζητούν ακόμα και την αύξηση των υποβρύχιων δυνάμεων τους, ενώ την ίδια στιγμή αδυνατούν να προσφέρουν στους κατοίκους τους καθαρό νερό και υπηρεσίες αποχέτευσης. Στο Βιετνάμ, παρά το κυβερνητικό πρόγραμμα, μόνο το 10% των αγροτικών κατοικιών έχουν νερό με αγωγούς. Στις Φιλιππίνες, ένας μέσος όρος 55 ανθρώπων πεθαίνει καθημερινά από ασθένειες που σχετίζονται με την πόση ακατάλληλου νερού. Αυτό θυμίζει την παροιμία «όταν οι ελέφαντες παλεύουν, την πληρώνει το χορτάρι». Για αυτό το λόγο και η χειροτέρευση των διαμαχών μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας, ακόμα και σε μη στρατιωτικό επίπεδο, θα επιδεινώσει τη ζωή των κατοίκων των περιοχών αυτών.
Αν και στις επίσημες δηλώσεις του το Πεκίνο κρατά συγκρατημένους τόνους, εξέφρασε την ενόχληση του με την ανάπτυξη περισσότερων ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή, τις τελευταίες εβδομάδες. Το Δεκέμβριο εντόπισε και κατέστρεψε ένα αμερικανικό υποβρύχιο drone (αποκαλείται UUV) πράγμα που αποτελεί σαφή απάντηση προς την πλευρά του Tραμπ. To Γενάρη το πολεμικό ναυτικό της Κίνας εκτέλεσε ασκήσεις υψηλού πολεμικού προφίλ με ομάδα αεροπλανοφόρων, που περιλάμβανε και προσέγγιση στην Tαϊβάν – για να δώσει ακόμα ένα άμεσο μήνυμα.
Η Κίνα είναι πιθανό να επιταχύνει την στρατιωτική της ανάπτυξη, σε απάντηση στις πολιτικές που θα επιλέξει ο Τραμπ. Αυτό σημαίνει τον εξοπλισμό των τεχνητών νησιών στις διαφιλονικούμενες περιοχές της νότιας θάλασσας της Κίνας (που ήδη είχε ξεκινήσει) και την περαιτέρω ανάπτυξη των ναυτικών της δυνάμεων και του πυραυλικού της προγράμματος.
Παρότι οι αμερικανικές δυνάμεις παραμένουν πιο καλά εξοπλισμένες από τις κινεζικές, την ίδια στιγμή που ο Τραμπ προγραμματίζει την αύξηση των πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ από 272 σε 350, η στρατηγική του Πεκίνου είναι η γεωγραφική εξάπλωση – μια προσπάθεια δηλαδή να φθείρει τις ΗΠΑ και την ικανότητα τους να εκπληρώνουν το ρόλο του «αστυνόμου» στην Ασία και το δυτικό Ειρηνικό. Αν οι εξαγγελίες του Τραμπ γίνουν πραγματικότητα, αυτό θα αποτελέσει την μεγαλύτερη ανάπτυξη του πολεμικού ναυτικού των ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980 και την κυβέρνηση Ρίγκαν.
Η πολιτική του Tραμπ περιλαμβάνει την πίεση προς τους συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή να αυξήσουν τις δικές τους στρατιωτικές δαπάνες και να επωμισθούν το πλήρες κόστος της παρουσίας των αμερικανικών δυνάμεων. Αυτό μπορεί να φαίνεται σαν μια «καλή ιδέα» στα χαρτιά. Όμως η πολιτική πραγματικότητα στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, όπου η παρουσία και το υψηλό κόστος των τεράστιων στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ (με 38.800 και 24.000 στρατιώτες των ΗΠΑ αντίστοιχα) είναι από μόνο του ένα βαθιά διαφιλονικούμενο ζήτημα, κάνει δύσκολο να επιτευχθεί στην πράξη αυτό το σχέδιο.
Το κουτί της Πανδώρας
Αρχικά, το καθεστώς του ΚΚ Κίνας και τα μέσα ενημέρωσης υποβάθμισαν το ιστορικό τηλεφώνημα του Tραμπ με τον πρόεδρο της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ Γουέν το Δεκέμβριο. Αυτό ήταν «μόνο ένα μικρό τέχνασμα από την Ταϊβάν» υποστήριξε ο υπουργός Εξωτερικών του Πεκίνου.
Το γεγονός αυτό δείχνει επίσης ότι η γενική προσέγγιση του ΚΚΚ θα είναι να στριμώξει την Tαϊβάν –τον πιο αδύναμο από τους κοντινότερους στόχους– αντί να προχωρήσει σε άμεση στόχευση προς τις ΗΠΑ. Ο Tραμπ, στην ομάδα του οποίου συμμετέχουν πολλοί υποστηρικτές της Tαϊβάν (συμπεριλαμβανομένου του Ράινς Πράιμπους, του προσωπάρχη του Λευκού Οίκου) φαίνεται να περιλαμβάνει το ζήτημα της Tαϊβάν σε μια ευρύτερη στρατηγική για την αντιπαράθεση με την Κίνα.
«Η παγίδα του Θουκυδίδη»
Ο Tραμπ αντιπροσωπεύει εκείνο το τμήμα της αστικής τάξης των ΗΠΑ, το οποίο βλέπει την Κίνα σαν τον κύριο αντίπαλο στην παγκόσμια σκακιέρα και στοχεύει σε μια στρατηγική πιο έντονης οικονομικής και γεωπολιτικής αντιπαράθεσης.
Αυτή η στρατηγική (των ΗΠΑ) είναι πλήρως κατανοητή από το Πεκίνο, όπου ο Ξι Τζινπίνγκ και η ηγετική ομάδα του ΚΚ συζητούν τη λεγόμενη «Παγίδα του Θουκυδίδη», η οποία έλκει το όνομα της από τον γνωστό ιστορικό της αρχαιότητας, και υποστηρίζει ότι μια ανερχόμενη δύναμη θα εμπλακεί σε στρατιωτική σύγκρουση με μια καθιερωμένη στρατιωτική δύναμη.
Η στρατηγική του Πεκίνου προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην προβολή αυτοπεποίθησης και ισχύος, μη επιτρέποντας στους εθνικιστές αντιπάλους μέσα το ΚΚ και τον κρατικό μηχανισμό να κατηγορήσουν την ηγεσία για αδυναμία, την ίδια στιγμή που «ελίσσεται» σαν ένας μποξέρ για να αποφύγει μια ανοιχτή διαμάχη με τις ΗΠΑ. Αυτό αποτελεί επίσης απόρροια της πεποίθησης της ηγεσίας ότι η Κίνα αναπόφευκτα σε κάποιο σημείο θα υπερβεί τις ΗΠΑ οικονομικά, αλλάζοντας την ισορροπία των δυνάμεων προς όφελος της.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ήδη έχει συμβεί αυτή η οικονομική υπέρβαση, πράγμα όμως που δεν φαίνεται το πιο πιθανό αυτή τη στιγμή. Είναι σίγουρο, ότι όσον αφορά την οικονομική δύναμη και το ρόλο του ισχυρού δολαρίου στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, η κινεζική οικονομία εξακολουθεί να είναι μακριά από το να χαρακτηριστεί ισότιμη με τις ΗΠΑ.
Αυτά υποδηλώνουν ότι η Κίνα, ενώ είναι βέβαιο ότι θα προβεί σε αντίποινα, αν οι ΗΠΑ προχωρήσουν σε εμπορικά χτυπήματα με δασμούς στις εξαγωγές της ή αν οι ΗΠΑ λάβουν άλλα τιμωρητικά μέτρα, θα προσπαθήσει να προσαρμόσει την απάντηση της έτσι ώστε να αποφύγει την κλιμάκωση σε ένα πλήρως ανεπτυγμένο εμπορικό πόλεμο.
Την ίδια στιγμή, χρησιμοποιώντας τον ΠΟΕ (Παγκόσμιο Οργανισμού Εμπορίου) τους G20 (η ομάδα των 20 ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη) και άλλα οικονομικά φόρουμ, το καθεστώς της Κίνας πλασάρει τον εαυτό του ως ένα «υπεύθυνο παγκόσμιο ηγέτη», απέναντι στις ΗΠΑ που προχωρούν στο σπάσιμο συμφωνιών και στο γκρέμισμα του διεθνούς εμπορικού συστήματος όπως διαμορφώθηκε στην εποχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,.
Το Πεκίνο θα επιδιώξει ενεργά να κερδίσει υποστήριξη για τα δικά του σχέδια «παγκοσμιοποίησης», που φυσικά θέτουν στο επίκεντρο την Κίνα, όπως το σχέδιο «Μια ζώνη, ένας δρόμος» – OBOR (ένα τεράστιο σχέδιο υποδομών με κρατική χρηματοδότηση που περιλαμβάνει 64 χώρες) και την πρόταση της για την οικονομική συμφωνία RCEP (μια εμπορική συμφωνία μεταξύ Κίνας, Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας, Αυστραλίας, Νέας Ζηλανδίας, Ινδίας και τα δέκα κράτη της ASEAN[2] με εξαίρεση τις ΗΠΑ).
Η RCEP επιταχύνθηκε από την εκλογή του Tραμπ και μετά υπό την διαφαινόμενη κατάρρευση της TTP, που βρίσκεται υπό την αιγίδα των ΗΠΑ.
Μια καινούργια συμφωνία Plaza;
Ο Tραμπ υπολογίζει ότι μπορεί να τρομάξει το κινεζικό καθεστώς με την σκληρή ρητορεία για το εμπόριο, την ισοτιμία του κινέζικου νομίσματος και για το καθεστώς της Ταϊβάν και να το πιέσει να δεχτεί μια νέα αναδιάταξη με την οποία η Κίνα θα συμφωνήσει σε σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις για να μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα της με τις ΗΠΑ και να ανοίξει τομείς της κινεζικής οικονομίας που ελέγχονται από το κράτος σε εταιρείες των ΗΠΑ. Αυτή θα είναι μια προσπάθεια να αναπαράγει μια νέα «συμφωνία Plaza», όπως αυτή του 1985, που ανάγκασε την ιαπωνική κυβέρνηση να ανατιμήσει το γιέν και να προχωρήσει σε οικονομικές παραχωρήσεις υπό την πίεση της κυβέρνησης Ρίγκαν.
Το κινεζικό καθεστώς έχει μελετήσει εκτενώς το ιστορικό αυτό κεφάλαιο και έχει πλήρη επίγνωση της πορείας του Ιαπωνικού καπιταλισμού μετά το 1985, που δημιούργησε μια άνευ προηγουμένου οικονομική φούσκα και την μετέπειτα αναπόφευκτη συντριβή, από την οποία ακόμα δεν έχει συνέλθει. Η Κίνα δεν είναι Ιαπωνία και για πολλούς περίπλοκους λόγους οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο προσεγγίζουν το μηδέν.
Η προοπτική μιας ολοένα και πιο ταραχώδους σχέσης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με σοβαρές εμπορικές και οικονομικές αντιπαραθέσεις, από μόνη της γεμίζει τους αστούς αναλυτές διεθνώς με φόβο. Για τους μαρξιστές αυτή η προοπτική επιβεβαιώνει την ανάλυση ότι ο καπιταλισμός οδηγεί την ανθρωπότητα σε ολοένα και πιο μεγάλη κρίση και καταστροφή. Η δική μας αισιοδοξία, σε αντίθεση με τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται, βασίζεται στην άλλη πλευρά της ιστορίας. Στην αυξανόμενη αντίσταση της εργατικής τάξης και της νεολαίας απέναντι στον καπιταλισμό και τους πολιτικούς αντιπροσώπους τους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την μαζική αντίσταση που αναπτύχθηκε ενάντια στον Τραμπ, πριν ακόμα ορκιστεί πρόεδρος. Η απαραίτητη απάντηση στον Tραμπ, στις κυβερνήσεις και στον εθνικισμό σε όλες τις χώρες, είναι η δημιουργία ενός μαζικού εργατικού κόμματος με σαφές σοσιαλιστικό πρόγραμμα.
Σημειώσεις
[1] Πρόκειται για μια διπλωματική φόρμουλα που αποκλείει την αναγνώριση ως χωριστού του κράτους της Ταϊβάν και δεσμεύει τις ΗΠΑ και άλλα μέρη να αναγνωρίσουν επισήμως μόνο το καθεστώς του Πεκίνου
[2] Η Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (Association of Southeast Asian Nations, ASEAN) είναι ένας διεθνής πολιτικός και οικονομικός οργανισμός χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Δημιουργήθηκε στις 8 Αυγούστου 1967 και περιλαμβάνει 10 κράτη-μέλη (την Ινδονησία, τη Σιγκαπούρη, τη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες, την Καμπότζη, το Λάος, τη Μιανμάρ, το Βιετνάμ και το Μπρουνέι).