Προκαλώντας ντόρο με το καλημέρα
Αν κάποιος ψάχνει να βρει τo κινηματογραφικό γεγονός της περιόδου, την ταινία που διέγειρε τα πολιτικά πάθη, την ταινία που απέκτησε άσπονδους εχθρούς ανάμεσα στους Έλληνες νεοφιλελεύθερους, δεν έχει παρά να δει τους «Ενήλικες στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά.
Έγινε viral πριν καν βγει στους κινηματογράφους. Και αυτό είναι λογικό. Καταρχάς, η ταινία του 86χρονου, πλέον, σκηνοθέτη σηματοδοτεί την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη μετά το εμβληματικό «Ζ» του 1969, την ταινία για τη δολοφονία του Λαμπράκη.
Έπειτα, είναι η πρώτη ταινία -και μάλιστα διεθνής παραγωγή- που μιλάει για την καυτή περίοδο των «διαπραγματεύσεων», της σύγκρουσης με τους δανειστές, της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, της γιγάντωσης της ελπίδας, του μεγάλου ΟΧΙ στο δημοψήφισμα και εν τέλει της υποταγής της ηγετικής ομάδας του κόμματος στο κατεστημένο της ΕΕ.
Και αν ακόμα δεν έχετε πειστεί, φρόντισαν για εσάς τα πρωτοπαλίκαρα της ελληνικής δεξιάς. Το τελευταίο διάστημα δεκάδες δεξιά troll κατέκλυσαν το διαδίκτυο εξαπολύοντας χυδαίες ύβρεις απέναντι στην ταινία (χωρίς καν να τη δουν!!!), τον Γαβρά και τον Βαρουφάκη. Συνέχισαν το ίδιο τροπάριο για τα «εκατοντάδες δις που μας κόστισε ο Γιάνης», φοβούμενοι επί της ουσίας την επαναφορά στη μνήμη των ημερών του δημοψηφίσματος και της ιστορικής εκείνης μάχης. Μάλλον όλοι αυτοί που πίνουν νερό στο όνομα της ελεύθερης αγοράς δεν έχουν και περί πολλού την καλλιτεχνική δημιουργία και την ελευθερία του λόγου. Μόνο και μόνο για την επίθεση που δέχτηκε, αξίζει να δει κάποιος την ταινία.
Ο Γαβράς κορυφαίος πολιτικός κινηματογραφιστής
Πάμε τώρα στα πιο σοβαρά. Ο Κώστας Γαβράς είναι αδιαμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του πολιτικού σινεμά των τελευταίων δεκαετιών. Μαζί με άλλους της γενιάς του επιχείρησε να κάνει πολιτικό σινεμά πλατιάς λαϊκής απεύθυνσης, αφήνοντας μας μερικά διαμάντια («Ζ», «Ο αγνοούμενος», «Κατάσταση πολιορκίας», «Το τσεκούρι», «Παράδεισος στη δύση», κ.α.). Υιοθέτησε κατά κύριο λόγο το είδος του πολιτικού θρίλερ εμπλουτίζοντάς το με γερές δόσεις ειρωνείας και σαρκασμού απέναντι στην αστική τάξη και τις συνήθειες της. Τέτοια στοιχεία μπορείς να εντοπίσεις και στους «Ενήλικες».
Οι «Ενήλικες στην αίθουσα» βγάζουν στην φόρα την αθλιότητα του κατεστημένου της ΕΕ
Το μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας είναι γυρισμένο στους τέσσερις τοίχους του Eurogroup και των συνόδων κορυφής, όπου ο Βαρουφάκης και η Ελληνική αντιπροσωπεία δέχονται ασφυκτικές πιέσεις. Δημιουργείται, έτσι μια αίσθηση πνιγηρή και αποπνικτική. Τα λογικά αιτήματα που παρουσιάζει η τότε ελληνική κυβέρνηση, σχετικά με τον τερματισμό της λιτότητας και την απομείωση του χρέους, προκειμένου να ανασάνει η Ελληνική οικονομία και να αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση, συναντάνε τον τοίχο των Ευρωπαίων γραφειοκρατών. Αυτοί είναι τόσο κυνικοί που τείνουν να μοιάζουν με άψυχα αντικείμενα.
Το εξαιρετικά αντιδημοκρατικό περιβάλλον της ΕΕ περιγράφεται πολύ γλαφυρά. Από τη μια έχουμε τον Σόιμπλε να δηλώνει αδιάφορος για τη βούληση του Ελληνικού λαού («Καλές οι εκλογές και η δημοκρατία, αλλά τα μνημόνια είναι μνημόνια»), από την άλλη τον Γερούν Ντάισελμπλουμ να φέρεται με απίστευτη ειρωνεία και χλευασμό απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Φυσικά, ένα άλλο στοιχείο που κυριαρχεί είναι η υποκρισία, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, ο οποίος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις δήλωνε την αμέριστη συμπαράσταση του στην προσπάθεια της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, στις συνεντεύξεις τύπου όμως καλούσε τους Έλληνες να σοβαρευτούν και να υποταχθούν.
Η ταινία, όπως είναι γνωστό, βασίζεται στο βιβλίο του Γιάνη Βαρουφάκη «Adults in the room», όπου περιγράφονται οι εμπειρίες του από το εξάμηνο της θητείας του ως Υπουργός Οικονομικών. Επομένως, οι πληροφορίες που μεταφέρονται μέσα από τον φακό του Γαβρά αποτελούν μεν προσωπικές μαρτυρίες του Βαρουφάκη, οι οποίες όμως δεν έχουν διαψευστεί από τους παράγοντες του Eurogroup και άρα έχουν αξία ιστορικού ντοκουμέντου. Αυτό από μόνο του είναι πραγματικά ενδιαφέρον.
Στα θετικά, να προσθέσουμε την πολύ καλή ερμηνεία του Χρήστου Λούλη (Γ. Βαρουφάκης), αλλά και την τελευταία σκηνή, όπου η οριστική συνθηκολόγηση του Τσίπρα μεταφέρεται μέσω μιας εμπνευσμένης, θεατρικά παιγμένης, σκηνής. Κάπου εδώ όμως σταματά ο κατάλογος με τα «συν».
Σοβαρές αδυναμίες και αστοχίες
Η ταινία, στο σύνολό της, στερείται ριζοσπαστισμού και φρεσκάδας, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Ως προς τη μορφή συναντάμε πολλά γραφικά κιτς στοιχεία (ας τα πούμε πιο εύσχημα φολκλόρ), τα οποία σε κάνουν να αμφιβάλεις αν τα γύρισε όντως ο Γαβράς. Βουίζει ακόμα στα αυτιά μου η μελωδία από το greek συρτάκι, ενώ εμφανίζονται συχνά πυκνά το greek τζατζίκι, το greek σουβλάκι και το greek κέφι, «που δεν μπορούν να μας στερήσουν οι ξένοι». Μια τουριστικού τύπου προσέγγιση της «ελληνικότητας», σχεδόν προσβλητική για όσους και όσες ζουν, μοχθούν και αγωνίζονται σ’ αυτή τη χώρα.
Οι διάλογοι είναι φτωχοί και επιφανειακοί, ενώ η πολιτική ανάλυση δεν πηγαίνει και πολύ πέρα από το δίπολο καλός Γιάνης-κακός Σόιμπλε, με την εξαίρεση κάποιων μικρών εκλάμψεων όπως η εξήγηση του φαύλου κύκλου χρέους και λιτότητας, στη μέγγενη του οποίου έχει εγκλωβιστεί η ελληνική οικονομία, καθώς και η αναφορά στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Ως εκ τούτου και οι χαρακτήρες είναι μονοδιάστατοι και μοιάζουν με καρικατούρες. Πιο χαρακτηριστική η περίπτωση του Τσίπρα, ο οποίος εμφανίζεται ως αγαθούλης με τρομερά απλοϊκή σκέψη που δυστυχώς βρίσκεται ανάμεσα στους γραφειοκράτες της ΕΕ από τη μια και στους καριερίστες του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη. Πουθενά δε σχολιάζονται οι πολιτικές αδυναμίες και αυταπάτες του Τσίπρα και η άρνηση του να υιοθετήσει ένα πραγματικά ανατρεπτικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, το οποίο αρκετές δυνάμεις πρότειναν εκείνη την περίοδο (μια από αυτές και το «Ξ», διαβάστε π.χ. το άρθρο με τίτλο «4 + 2 βήματα που “έπρεπε να είχαν γίνει χτες”» που δημοσιεύτηκε στις 25/06/2015). Και βέβαια, δεν υπάρχει αναφορά στα όρια και τις ευθύνες του Βαρουφάκη, που δεν πρότεινε στην ουσία μια εναλλακτική πολιτική, αλλά ισχυριζόταν ότι αν «έκανε μπλόφα» ο ΣΥΡΙΖΑ και έδειχνε να μην υποχωρεί, θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει πρώτη η Τρόικα (για μια πιο αναλυτική προσέγγιση στις θέσεις του Γ. Βαρουφάκη και του ΜΕΡΑ25 δείτε εδώ).
Και φτάνω τώρα στην βασική, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία της ταινίας. Υπάρχουν δύο τρόποι να κάνεις πολιτικό σινεμά. Ο πρώτος είναι να προσεγγίσεις την ιστορία μέσα από μια υλιστική, ριζοσπαστική σκοπιά και να πεις τα πράγματα με το όνομά τους. Την ιστορία τη γράφει η ταξική πάλη, η σύγκρουση κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά συμφέροντα και ανάγκες και επομένως η σύγκρουση πολιτικών αντιλήψεων, στρατηγικών και ιδεολογικών ρευμάτων. Σε αυτή την περίπτωση θα εστιάσεις στους από κάτω, στη μαζική είσοδο της κοινωνίας στο πεδίο της πολιτικής, θα ζουμάρεις στο βλέμμα των απλών ανθρώπων (όπως θα έκανε ο Κεν Λόουτς). Ο άλλος είναι να εγκλωβιστείς στη mainstream αστική ανάλυση και να δώσεις προτεραιότητα στις επιδέξιες κινήσεις χαρισματικών ηγετών. Ο Βαρουφάκης ως δεινός ρήτορας, ο Βαρουφάκης ως ο κορυφαίος οικονομολόγος της γενιάς του, ο Γιάνης ο τίμιος, ο λαοφιλής, ο έξυπνος, ο γοητευτικός, ο απλός και συνάμα σύνθετος…
Ο Γαβράς, αποφασίζοντας να μεταφέρει αυτούσιο το βιβλίο του Βαρουφάκη, χωρίς ίχνος κριτικής, επιλέγει τον δεύτερο δρόμο. Υπάρχουν κάποιες σκηνές, που εμφανίζεται ο «λαός» (οι νέοι στην ταβέρνα, οι καθαρίστριες, ο ταξιτζής). Έχουν, όμως, τον ρόλο του κομπάρσου, της άβουλης μάζας, που περιμένει έναν σωτήρα. Οι κοινωνικές δυνάμεις, τα κινήματα, οι αγώνες δεν πρωταγωνιστούν, τους εντοπίζουμε κάπου μακριά στο φόντο, ως συμπλήρωμα του μεγάλου ηγέτη, ο οποίος ξέρει το σωστό και το λάθος.
Ταινία χρήσιμη για συμπεράσματα
Κοντολογίς, «Οι ενήλικοι στην αίθουσα» είναι μια ταινία χρήσιμη αν τη δούμε με κριτική ματιά. Μας βοηθά να αντιληφθούμε την σαπίλα του ευρωπαϊκού κατεστημένου και την ανάγκη ρήξης με αυτό. Από την άλλη είναι απωθητική η εμμονή στην προσωπολατρία, μια συνθήκη που πρέπει να σπάσουμε. Δεν περιμένουμε μεσσίες να μας σώσουν, όσο χαρισματικοί κι αν είναι, αλλά επενδύουμε στο συλλογικό όραμα και στην ανάγκη της μαζικής οργανωμένης δράσης. Εξάλλου και στην ελληνική περίπτωση η κίνηση της κοινωνίας ήταν που κούνησε τις τεκτονικές πλάκες και προκάλεσε κοινωνικούς σεισμούς, άλλοτε μικρότερους και άλλοτε μεγαλύτερους. Και αυτή είναι που μπορεί να μας βγάλει από το αδιέξοδο. Αρκεί, όμως, να διδαχτούμε από τα λάθη και τις ελλείψεις των προηγούμενων μαχών.