Ο κινέζικος δράκος και η σκιά του

Δημοσιεύουμε μετάφραση άρθρου του Λούκα Σκάτσι που κυκλοφόρησε αρχικά στο ιταλικό περιοδικό ControVento, τον Οκτώβριο του 2023.

Ο κινεζικός καπιταλισμός και οι αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές τάσεις του

Οι περισσότεροι από τους 2.000 αντιπροσώπους που συμμετείχαν στο 20ο Συνέδριο (16-22 Οκτωβρίου 2022) του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ) συνέβαλαν με τον τρόπο τους στο να γραφτεί ιστορία.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ασχολήθηκαν πολύ με ένα παράπλευρο περιστατικό -διασκεδαστικό ή δραματικό ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας συνεδρίασης, λίγο πριν την ψηφοφορία, ο ογδοντάχρονος ΧουΤζιντάο (Γενικός Γραμματέας το διάστημα 2002-2012) σηκώθηκε και βγήκε έξω υποβασταζόμενος. Ο συντάκτης του περιοδικού Foreign Policy ερμήνευσε πολιτικά το γεγονός ως σκόπιμη προσπάθεια ταπείνωσης, αποδυνάμωσης και παραγκωνισμού της προηγούμενης ηγεσίας. Η εφημερίδα Economist θεώρησε πιο πιθανό ότι ο ΧουΤζιντάο είχε ένα επεισόδιο διανοητικής σύγχυσης λόγω της ηλικίας του.

Αλλά αυτό που σημάδεψε το συνέδριο ήταν η τροποποίηση του Καταστατικού του Κόμματος, που περιλάμβανε περίπου πενήντα άρθρα για το πρόγραμμα, την οργάνωση, την πειθαρχία και τα σύμβολα. Πιο συγκεκριμένα, η τροποποίηση ενσωμάτωσε τους λεγόμενους «Δύο Σταθεροποιητές» και τις «Δύο Εγγυήσεις», που περιγράφονται στο ψήφισμα «Κύρια Επιτεύγματα και Ιστορικές Εμπειρίες του Κόμματος τον τελευταίο αιώνα» (σύσκεψη Κεντρικής Επιτροπής, 8-11 Νοεμβρίου 2021).Οι αρχές αυτές καθιερώνουν την αδιαμφισβήτητη υπεροχή του Σι Τζινπίνγκ ως ηγέτη. Κατοχυρώνουν την ιδιότητα του ως πυρήνα της Κεντρικής Επιτροπής και ολόκληρου του Κόμματος, επιβεβαιώνοντας τον ηγετικό ρόλο της πολιτικής του. Διασφαλίζουν τόσο την θέση του ως Γενικού Γραμματέα (ΓΓ), όσο και την κεντρική εξουσία του ΚΚΚ. Αυτή η υπεροχή εκφράστηκε στις εκλογές της επόμενης ημέρας για την ανάδειξη του Πολιτικού Γραφείου, του Προεδρείου του και του ΓΓ.

Ο Σι Τζινπινγκ πράγματι εξασφάλισε την τρίτη πενταετή θητεία του, κατά παρέκκλιση των πρακτικών που είχε καθιερώσει ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ τη δεκαετία του 1980 για να αποτρέψει την επανάληψη των υπερβολών του Μάο και για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του συστήματος μετά τη διαδοχή του. Τον Μάρτιο του 2018 το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο (σ.σ. η κινεζική βουλή) είχε ήδη καταργήσει τον μοναδικό τυπικό περιορισμό των δύο θητειών για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το 20ο Συνέδριο έκανε ένα ακόμη βήμα, υπονομεύοντας την αρχή της αναλογικότητας στην «εσωκομματική δημοκρατία» που διέπει τη συλλογική ηγεσία τα τελευταία σαράντα χρόνια και εξασφάλιζε την εκπροσώπηση των σημαντικότερων άτυπων ρευμάτων του Κόμματος στα ηγετικά όργανα. Στην Έκθεση που εγκρίθηκε, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική, η αρχή αυτή μπήκε συνοπτικά μόνο προς το τέλος του κειμένου. Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι από το νέο Προεδρείο το Πολιτικού Γραφείου (του ανώτατου οργάνου το Κόμματος) αποκλείστηκαν τέσσερα από τα προηγούμενα εφτά μέλη: ο Λι Κετσιάνγκ, απερχόμενος πρωθυπουργός και προστατευόμενος του Χου Τζιντάο, που ηγούνταν του ρεύματος Τουανπάι (σ.σ. αποτελούμενο από παλιά στελέχη της Ένωσης Νεολαίας), ο Χαν Ζενγκ, που συνδέεται με τη λεγόμενη κλίκα της Σαγκάης, της οποίας ηγείτο κάποτε ο πρώην ΓΓ του ΚΚΚ, Ζιάνγκ Ζεμίν, ο Γουανγκ Γιανγκ, νεοφιλελεύθερος υποστηρικτής της αγοράς, που κάποτε θεωρούνταν πιθανός διάδοχος του Σι Τζινπινγκ, και ο Λι Ζάνσου, σύμμαχος του Σι Τζινπινγκ, που όμως είναι 72 χρονών σήμερα.

Στη θέση τους, τέσσερα μέλη της κλίκας του Σι Τζινπινγκ (σ.σ. της λεγόμενης «Zhijiang New Army») μπήκαν στην ομάδα που ουσιαστικά κυβερνάει την Κίνα. Ο Λι Τσιανγκ, σημερινός πρωθυπουργός -στενός συνεργάτης του Σι Τζινπινγκ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και πρώην ΓΓ του Κόμματος στην Σαγκάη-, ο Τσάϊ Κι, ο Ντιν Σουεσιάνγκ και ο Λι Σι. Αυτοί προστέθηκαν στα υπάρχοντα μέλη πέραν του Σι Τζινπινγκ: τον Ζάο Λεϊ, που είναι επικεφαλής της εκστρατείας κατά της διαφθοράς και καθοριστικός παράγοντας όταν οργανώνονται κομματικές εκκαθαρίσεις και τον Ουάνγκ Χάνινγκ, τον πολιτικό θεωρητικό που πιστώνεται τη διαμόρφωση των ιδεολογικών αφηγημάτων τριών πρώην ΓΓ. Την θεωρία των «Τριών Εκπροσωπήσεων» του Γιάνγκ Ζεμίν, την «Επιστημονική Προοπτική για την Ανάπτυξη» του Χου Τζιντάο και το «Κινέζικο Όνειρο» του Σι Τζινπινγκ. Με άλλα λόγια, όλα τα μέλη του 7μελούς Προεδρείου του Πολιτικού Γραφείου ανήκουν πλέον στην παράταξη του Σι Τζινπινγκ. Αυτό βέβαια δεν απέτρεψε καινούριες εκκαθαρίσεις, τόσο στην κυβέρνηση, όπως των υπουργών εξωτερικών και άμυνας Κιν Γκάνγκ και Λι Σάνγκφου, όσο και στον στρατό, όπως του στρατηγού Λι Γιουτσάο και του αναπληρωτή του και υπεύθυνου των πυραυλικών δυνάμεων Λϊού Γκουάνγκμπιν.

Μια νέα αυταρχική ηγεσία παίρνει τα ηνία μετά την παρατεταμένη ισορροπία της περιόδου του Ντενγκ Σιαοπινγκ, κατά τη διάρκεια της οποίας επιβλήθηκαν κανόνες και πρακτικές εξασφάλισης μιας ελεγχόμενης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Τα τελευταία χρόνια με το πρόσχημα της εκστρατείας κατά της διαφθοράς πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Λι και Μάνιον, συγγραφέων του «Η Παρακμή των Φραξιών» (The Decline of Factions), περίπου ενάμισι εκατομμύριο αξιωματούχοι στοχοποιήθηκαν από το 2012 και μετά. Ανάμεσά τους είναι εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλόβαθμοι αξιωματούχοι αλλά και προσωπικότητες υψηλού κύρους, όπως ο Μπο Σιλάι, που κάποτε θεωρούνταν πιθανή εναλλακτική λύση για τον Σι Τζινπινγκ, ο Ζου Γιονγκανγκ, υπεύθυνος για την ασφάλεια, ο Σαν Λιγιουν, αναπληρωτής υπουργός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστολή της θρησκευτικής οργάνωσης Φάλουν Γκόγνκ, ο στρατηγός Χου Καϊχου που συμμετείχε στην Κεντρική Στρατιωτική Επιτροπή, κα.

Αυτή η αυταρχική ηγεσία καλλιεργεί ένα διακριτό εθνικιστικό προφίλ, που συνδυάζει πολιτικές επανεξοπλισμού του στρατού και μια επεκτατική ατζέντα. Όσον αφορά στις στρατιωτικές εξελίξεις, η έμφαση του στρατού έχει μετατοπιστεί στην ενίσχυση της δυνατότητας επέμβασης, όπως αποδεικνύεται από την αναβάθμιση των αεροπορικών και των πυραυλικών δυνάμεων και τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη του ναυτικού στόλου με τρία αεροπλανοφόρα και μιας δύναμης πάνω από εξήντα υποβρυχίων -συμπεριλαμβανομένου του νέου πυρηνικού υποβρυχίου 095, που θα καθελκυστεί το 2024. Στο οικονομικό μέτωπο, η πρωτοβουλία «Μια Ζώνη Ένας Δρόμος» (Belt and Road Initiative), έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη εμπορικών ζωνών Κινέζικης επιρροής και στην αύξηση των εξαγωγών κεφαλαίων από την Κίνα. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτές οι ενέργειες προκύπτουν από τις υποκειμενικές επιλογές της συγκεκριμένης ηγεσίας. Ή πως αποτελούν άμεση απάντηση στην κλιμακούμενη επιθετικότητα των ΗΠΑ, όπως αυτή εκφράζεται από την επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, από εμπορικές-στρατιωτικές συμμαχίες όπως η Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (TPP) και η τριμερής συμφωνία AUKUS, που συμβαίνει παράλληλα με τη σταδιακή διάβρωση της υπερδύναμης τους (σ.σ. οικονομική κρίση 2008, ήττες στους πολέμους της Μέσης Ανατολής, απώλεια ελέγχου στη Λατινική Αμερική κλπ).

Αλλά ο κόσμος μας δεν καθορίζεται μόνο από ατομικές προθέσεις ή γεωπολιτικές δυναμικές. Είναι ζωτικής σημασίας να σημειωθεί ότι τα αυταρχικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος Σι Τζινπινγκ δεν είναι αποκομμένα και δεν αποτελούν εξαίρεση. Αντίθετα, συγκεκριμένες διαρθρωτικές αλλαγές υποκινούν τις επιλογές του καθεστώτος. Πρόκειται για την εγγενή δομική τάση της ανάπτυξης του Κινέζικου ιμπεριαλισμού.

Τι εννοούμε ιμπεριαλισμό; Για να υποστηρίξουμε αυτή τη θέση, πρέπει πρώτα να εμβαθύνουμε στην έννοια του όρου αυτού. Η συζήτηση που εκτυλίχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900 -μεταξύ των Πάρβους, Χόμπσον, Χιλφέρντινγκ, Λούξεμπουργκ, Κάουτσκι, Μπουχάριν, Λένιν και Τρότσκι- τόνιζε ότι ο ιμπεριαλισμός δεν είναι απλώς μια πολιτική της εξουσίας. Η επέκταση μιας χώρας δεν προωθείται αποκλειστικά από τις αποφάσεις της κυρίαρχης τάξης της ή ως αντίδραση σε άλλες δυνάμεις. Στην πραγματικότητα, ο ιμπεριαλισμός δεν είναι η πολιτική μιας μεμονωμένης χώρας, αλλά το αποτέλεσμα της δομής της παγκόσμιας αγοράς όπως διαμορφώνεται από την άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ως αποτέλεσμα αναδιαμορφώνονται συνεχώς οι ιεραρχίες στον παγκόσμιο καταμερισμό κεφαλαίου και εργασίας.

Όπως συνόψισε ο Λένιν στο θεμελιώδες έργο του, του 1916, «Ιμπεριαλισμός: Το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (κεφάλαιο VII), ο ορισμός της έννοιας του ιμπεριαλισμού εξαρτάται από πέντε βασικά χαρακτηριστικά:

1. τη συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που φτάνει σε τόσο υψηλό στάδιο ώστε να δημιουργούνται μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.

2. τη συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό κεφάλαιο και τη δημιουργία, στη βάση αυτού του «χρηματιστικού κεφαλαίου», μιας χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.

3. την εξαγωγή κεφαλαίου, που σε διάκριση με την εξαγωγή εμπορευμάτων αποκτά εξαιρετική σημασία.

4. το σχηματισμό διεθνών μονοπωλιακών καπιταλιστικών ενώσεων που μοιράζονται τον κόσμο μεταξύ τους.

5. την ολοκλήρωσητης εδαφικής διαίρεσης ολόκληρου του κόσμου ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις.

Ο ιμπεριαλισμός είναι λοιπόν ο καπιταλισμός σε εκείνο το στάδιο ανάπτυξης όπου έχει εδραιωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, όπου η εξαγωγή κεφαλαίου έχει αποκτήσει τεράστια σημασία, όπου έχει αρχίσει η διαίρεση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ κι έχει ολοκληρωθεί η διαίρεση όλων των εδαφών του πλανήτη μεταξύ των μεγαλύτερων καπιταλιστικών δυνάμεων. Αυτή η ανάλυση του Λένιν σηματοδότησε μια καμπή στην πολιτική και θεωρητική του πορεία, γιατί τον οδήγησε στη διατύπωση των εκπληκτικών «Θέσεων του Απρίλη» το 1917.  Οι θέσεις αυτές, ως γνωστόν, υποστήριζαν την ανάγκη μιας σοσιαλιστικής επανάστασης βασισμένης στα εργατικά συμβούλια/σοβιέτ, σπάζοντας από την προηγούμενη φόρμουλα των Μπολσεβίκων για μια «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς».

Αυτή την ιδεολογική πορεία την είχε ξεκινήσει ο Μπουχάριν (βιβλίο «Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια Οικονομία», 1915), ο οποίος υπογράμμισε τον ρόλο του κράτους στη διαδικασία του ανταγωνισμού των τάξεων και την επιτακτική ανάγκη για την ανατροπή του στην ιμπεριαλιστική φάση του καπιταλισμού, καθώς οι προλεταριακές πολιτικές δεν θα μπορούσα να εφαρμοστούν σε ένα καπιταλιστικό κράτος, με διαμορφωμένους μηχανισμούς που υπακούν στην μονοπωλιακή ανάπτυξη του συστήματος. Αρχικά ο Λένιν κατηγόρησε τον Μπουχάριν για αναρχισμό, αλλά καθώς προχωρούσε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος υιοθέτησε μια νέα προοπτική. Πιστεύω ότι αυτά τα πέντε σημεία δεν είναι απλώς μια φόρμουλα, περισσότερο σκιαγραφούν την κίνηση της εξέλιξης του καπιταλισμού, που επηρεάζει όχι μόνο τις πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων, αλλά διαμορφώνει τις ίδιες τις θεμελιώδεις δομές των κρατών. Μια ιμπεριαλιστική χώρα, επομένως, είναι μια χώρα στην οποία η άνιση και συνδυασμένη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς, δηλαδή το πλεονέκτημα της καθυστέρησης σε συνδυασμό με το μαστίγιο της εξωτερικής ανάγκης, τελικά ωριμάζει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τα μονοπώλια και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, οδηγώντας σε σημαντικές εξαγωγές κεφαλαίου, σε συνθήκες σύγκρουσης με άλλους ιμπεριαλισμούς.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό απεικονίζει την πραγματικότητα της Κίνας; Για να απαντήσουμε, είναι απαραίτητο να κάνουμε ένα βήμα πίσω. Για την ανάπτυξη των ιμπεριαλιστικών τάσεων μιας χώρας, η πρωταρχική προϋπόθεση είναι η συσσώρευση κεφαλαίου σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργηθούν μονοπώλια με αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή της χώρας. Ισχύει κάτι τέτοιο στην περίπτωση της σύγχρονης Κίνας;

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ιδρύθηκε την 1η Οκτωβρίου 1949, κατά τη διάρκεια της άνθισης του σταλινισμού. Ο Μάο οριοθέτησε την πρώτη φάση, ως το στάδιο της «Νέας Δημοκρατίας», με κύριο σκοπό την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από ένα μπλοκ τεσσάρων τάξεων -εργάτες, αγρότες, μικροαστική τάξη και προοδευτικά-εθνικιστικά τμήματα της αστικής τάξης-, υπό την ηγεσία του ΚΚΚ. Παρά την ύπαρξη «Κόκκινων Ζωνών» κατά τη διάρκεια του παρατεταμένου εμφυλίου και της αντι-ιαπωνικής αντίστασης, το ΚΚΚ δεν έβαζε ως στόχο την πλήρη εξάλειψη των καπιταλιστικών μορφών παραγωγής. Περισσότερο επιδίωκε τη ρύθμισή τους στο πλαίσιο μιας ευρείας διαταξικής συμμαχίας, ώστε να εξυπηρετείται η αντιαποικιακή και η αντιιμπεριαλιστική εκστρατεία του.

Το σημείο καμπής ήρθε τα επόμενα χρόνια. Οι πολιτικές της κολεκτιβοποίησης εισήχθησαν σταδιακά τη δεκαετία του 1950, ξεκινώντας αρχικά με την αγροτική μεταρρύθμιση, το λεγόμενο «Μικρό Άλμα προς τα Εμπρός». Η «Εκστρατεία των Εκατό Λουλουδιών» (1956), που ξεκίνησε από τον Μάο για να προκαλέσει την πολιτιστική, πολιτική, οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση, ακολουθήθηκε από την «Αντι-δεξιά Εκστρατεία» (1957), με στόχο την καταστολή των υποστηρικτών του καπιταλισμού. Ακολούθησε το «Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός» (1958-1961), που χαρακτηρίστηκε από την καταναγκαστική και εκτεταμένη κολεκτιβοποίηση σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτές οι πολιτικές συνεχίστηκαν και καθ’ όλη τη διάρκεια της «Πολιτιστικής Επανάστασης», που αποτέλεσε την προσπάθεια του Μάο να ανακτήσει τον έλεγχο και τον επιτελικό του ρόλο που απειλούνταν από τη δεξιά παράταξη των Λιού Σαοκί και Ντενγκ Σιαοπίνγκ.

Η εκτεταμένη καταστολή στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και η έντονη φραξιονιστική διαμάχη κορυφώθηκαν με την οριστική περιθωριοποίηση της λεγόμενης «Συμμορίας των Τεσσάρων» και τον θάνατο του Μάο το 1976. Η επιστροφή του Ντενγκ Σιαοπίνγκ στην ηγεσία σήμανε την έναρξη της διαδικασίας από-κολεκτιβοποίησης και διάλυσης των αγροτικών συνεταιρισμών, που διήρκεσε όλη τη δεκαετία του 1980, για να ακολουθήσει η δεκαετία του 1990 με την επέκταση των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών σε ολόκληρη τη χώρα και την υιοθέτηση σε όλους τους τομείς της οικονομίας πολιτικών προσανατολισμένων στην καπιταλιστική αγορά.

Η δεκαετία του 1980 σηματοδότησε την έναρξη μιας εποχής οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας, άνευ προηγουμένου σε μέγεθος και ταχύτητά. Το κινεζικό ΑΕΠ βρισκόταν συνεχώς σε πορεία ανάπτυξης, χωρίς καμία ύφεση, ενώ συχνά κατέγραφε ρυθμούς που ξεπερνούσαν το 10%. Μόνο δύο φορές έπεσε κάτω από το 5%, το διάστημα 1989-1990 λόγω της εξέγερσης της Τιεναμέν και το 2021-2022 λόγω της πανδημίας του covid-19. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το 1980 το ΑΕΠ της Κίνας ανερχόταν σε περίπου 300 δισεκατομμύρια δολάρια, καταλαμβάνοντας την 7η θέση παγκοσμίως, πίσω από τα 480 δισεκατομμύρια δολάρια της Ιταλίας, τα 850 δισεκατομμύρια δολάρια της τότε Δυτικής Γερμανίας, το 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια της Ιαπωνίας και τα 2,85 τρισεκατομμύρια δολάρια των ΗΠΑ. Το 2023 το εκτιμώμενο ΑΕΠ της Κίνας φτάνει στα 19,37 τρισεκατομμύρια δολάρια, καταλαμβάνοντας τη 2η θέση παγκοσμίως μετά τα 26,85 τρισεκατομμύρια δολάρια των ΗΠΑ και ξεπερνώντας τα 17,82 τρισεκατομμύρια δολάρια της ΕΕ. Και φυσικά το ΑΕΠ της απέχει σημαντικά από τα 4,41 τρισεκατομμύρια δολάρια της Ιαπωνίας, τα 4,3 τρισεκατομμύρια της Γερμανίας, τα 3,74 τρισεκατομμύρια της Ινδίας, τα 3,17 τρισεκατομμύρια του Ηνωμένου Βασιλείου και τα 2,17 τρισεκατομμύρια της Ιταλίας.

Η Κίνα σήμερα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παγκοσμίως, αντιπροσωπεύοντας το 14,7% των παγκόσμιων εξαγωγών, ξεπερνώντας το 8,1% των ΗΠΑ και το 7,8% της Γερμανίας. Κατέχει τη θέση της πρώτης βιομηχανικής δύναμης, με το μερίδιό της στην παγκόσμια παραγωγή να είναι σχεδόν διπλάσιο από εκείνο των ΗΠΑ, 28% έναντι 16%. Το 2022, παρήγαγε το 52% της παγκόσμιας παραγωγής χάλυβα (1 δισεκατομμύριο τόνους), το 47% των πλοίων (55% των νέων παραγγελιών, πάνω από 36 εκατομμύρια τόνους, ξεπερνώντας τα 23 εκατομμύρια τόνους της Ν. Κορέας και τα 15 εκατομμύρια τόνους της Ιαπωνίας), το 54,5% των ηλεκτρονικών υπολογιστών, πάνω από το 30% της ηλεκτρικής ενέργειας (8,8 τεραβάτ ανά ώρα, έναντι 4,5 τεραβάτ ανά ώρα στις ΗΠΑ) και το 34% των αυτοκινήτων (σ.σ. αν και η κορυφαία κινέζικη αυτοκινητοβιομηχανία, Changan, κατατάσσεται στη 10η θέση με 2,3 εκατομμύρια οχήματα). Στην ουσία, η Κίνα είναι χωρίς αμφιβολία το μεγαλύτερο εργοστάσιο του κόσμου.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι, παρά την αναμφισβήτητη παρουσία ιδιωτικού κεφαλαίου και τη σημαντική ενσωμάτωση της Κινέζικης οικονομίας στην παγκόσμια αγορά, αυτή η αξιοσημείωτη ανάπτυξη εξακολουθεί να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Κατά την άποψή μου, είναι ζωτικής σημασίας να βλέπουμε την πραγματικότητα όπως είναι. Η παραγωγή αγαθών, η εκμετάλλευση της εργασίας και η συσσώρευση κεφαλαίου έχουν πια καταστεί επικυρίαρχες. Ναι, το κράτος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε ορισμένους τομείς, όπως άλλωστε και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες (πχ Ιαπωνία, Γερμανία, ακόμη και Ιταλία, κλπ). Παρ’ όλα αυτά, όλες οι επιχειρήσεις -ανεξάρτητα από το αν είναι δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας- λειτουργούν με τα κριτήρια της αγοράς και με πρωταρχικό στόχο τη δημιουργία κερδών μέσω της απόσπασης της απόλυτης και της σχετικής υπεραξίας της εργασίας.

Η πιο άμεση απόδειξη της επικυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, έγκειται στην εμφάνιση της ταξικής πάλης στο πλαίσιο των υπαρκτών παραγωγικών σχέσεων. Έτσι αναπτύσσονται συγκρούσεις και αγώνες για τους μισθούς, τις ώρες εργασίας και τα εργατικά δικαιώματα, που απέχουν βέβαια ακόμα από την κορύφωση της εξέγερσης στην Τιεναμέν το 1989, όταν επηρεάστηκε ολόκληρη η χώρα. Οι εργατικοί αγώνες εντάθηκαν σταδιακά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ιδίως στους τομείς των κατασκευών και της μεταποίησης. Σε αυτούς συχνά παίζει πρωτοπόρο ρόλο το μεταναστευτικό προλεταριάτο, οι ονομαζόμενοι Mingong, δηλαδή οι Κινέζοι εργάτες που μετακινούνται από τις αγροτικές περιοχές προς τις μεγάλες πόλεις που είναι συγκεντρωμένες κατά μήκος των ακτών. Οι μορφές της εργατικής διαμαρτυρίας είναι ποικίλες και περιλαμβάνουν απεργίες, καθιστικές διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και οδοφράγματα. Σύμφωνα με την ανάλυση του καθηγητή Σέο Νάνταν Πάντεϋ, «Εργατική Αναταραχή στην Κίνα και Προβλέψεις» (Center for Security Studies, 4.10.2010), οι βιομηχανικές συγκρούσεις κλιμακώθηκαν και από 10.000 τέτοια περιστατικά το 1993, έφτασαντα 317.000 το 2009, ενώ ο αριθμός των συμμετεχόντων αυξήθηκε από 700.000 σε πάνω από 5,4 εκατομμύρια. Μια σημαντική καμπή ήταν το 2010, που σημαδεύτηκε από ένα κύμα αυτοκτονιών στους κοιτώνες των εργατών της εταιρείας Foxconn και μια απεργία 19 ημερών στο εργοστάσιο της Honda στην πόλη Φοσάν. Και τα δύο περιστατικά αποδόθηκαν στους εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας και στους χαμηλούς μισθούς.

Αν επιδιώξουμε να προσδιορίσουμε μια κομβική χρονολογία για την επικράτηση της καπιταλιστικής μεταμόρφωσης της Κίνας, αυτή είναι αναμφίβολα το 2001, όταν η χώρα προσχώρησε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), σηματοδοτώντας την πλήρη ενσωμάτωσή της στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Η επιρροή των κρατικών επιχειρήσεων μειώθηκε σημαντικά, καθώς το μερίδιο τους στην οικονομία έπεσε από 50% στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο 25% μέχρι το 2008. Το 2011, περίπου 253 εκατομμύρια Κινέζοι εργαζόμενοι απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα, αποτελώντας το 70% του αστικού εργατικού δυναμικού. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προέκυψε η θεωρία των «Τριών Εκπροσωπήσεων» (σ.σ. που αναφέραμε πιο πάνω). Η θεωρία αυτή ανέθεσε στο ΚΚΚ το καθήκον να διασφαλίζει την αναπτυξιακή πορεία των προηγμένων παραγωγικών δυνάμεων της Κίνας, την προαγωγή του πολιτισμού και την προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων της συντριπτικής πλειοψηφίας του κινεζικού λαού. Ουσιαστικά, το ΚΚΚ ανέλαβε ρητά το ρόλο της εκπροσώπησης όλων των παραγωγικών δυνάμεων μέσα στο νέο τοπίο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Η μετάβαση στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην Κίνα έγινε χωρίς καμία σημαντική πολιτική ή θεσμική ρήξη. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της Διεθνιστικής Συνδιάσκεψης στο Μιλάνο τον Ιούλη του 2023 που συμμετείχαμε ως ControVento, τονίσαμε την αμηχανία που αισθάνονται όσοι προέρχονται από μια τροτσκιστική παράδοση, διερωτώμενοι πώς συνέβη αυτή η μετατροπή. Συγκεκριμένα πώς ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος κατάφερε μια στιβαρή καπιταλιστική ανάπτυξη χωρίς καμιά αντεπαναστατική ανατροπή, όπως συνέβη στην πρώην Σοβιετική Ένωση το 1991. Πριν από μερικά χρόνια, υπογράμμισα στην ανάλυση μου «ΗΠΑ και ΚΙΝΑ: Ευθυγραμμίσεις και Ανταγωνισμοί», (σ.σ. στα ιταλικά) πώς ορισμένοι ιστορικοί, όπως οι Γκρέυ, Άλισον, Ανιέβας και οι υποστηρικτές της Σχολής της Ανισομερής και Συνδυασμένης Ανάπτυξης, θεωρούν ότι ο Κινέζικος γραφειοκρατικός μηχανισμός, αξιοποιώντας τη σχετική αυτονομία του, ανέλαβε την ευθύνη της υποστήριξης του αναδυόμενου εθνικού Κινεζικού κεφαλαίου στην παγκόσμια αρένα. Αυτό περιλάμβανε τον έλεγχο της εργατικής τάξης και τη διαμεσολάβηση μεταξύ των διαφόρων πτερύγων του κεφαλαίου. Ουσιαστικά, το ΚΚΚ ανέλαβε το καθήκον της ενορχήστρωσης μιας παθητικής επανάστασης και υιοθέτησε ένα βοναπαρτιστικό ρόλο απέναντι και στους δύο τρόπους παραγωγής στην οικονομία (κρατικός και ιδιωτικός τομέας). Ένας ρόλος παρόμοιος με εκείνον που έπαιξαν άλλες ανεξάρτητες κοινωνικές ομάδες και τάξεις, διαφορετικές από την αστική τάξη, σε ορισμένες ιστορικές μεταβάσεις: όπως για παράδειγμα, οι γαιοκτήμονες αριστοκράτες Γιούνκερς στη Γερμανία ή η Συμμαχία Σάτσο στην Ιαπωνία, ένας στρατιωτικός συνασπισμός μεταξύ των φεουδαρχών στις περιοχές Σατσούμα και Τσόσου στο νότο της χώρας. Πρόκειται για μια σημαντική συζήτηση που σίγουρα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης, αν και δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενο του προβληματισμού της σημερινής εποχής.

Από την άλλη, η καπιταλιστική ανάπτυξη σε μια τεράστια χώρα όπως η Κίνα δεν συνεπάγεται αυτόματα και στροφή προς μια ιμπεριαλιστική πολιτική. Οι σημαντικές ανισότητες και το χαμηλό εισόδημα θα μπορούσαν να κατηγοριοποιήσουν την Κίνα στο φάσμα των χωρών μέτριας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εξακολουθεί να κυμαίνεται γύρω στα 13.700 δολάρια, απέχοντας σημαντικά από τα 80.000 δολάρια των ΗΠΑ ή τα 36.000 δολάρια της Ιταλίας, τοποθετώντας την σταθερά στο φάσμα των χωρών μέσου εισοδήματος. Η κινεζική οικονομία εξακολουθεί να διακρίνεται από σημαντικές αντιφάσεις μεταξύ των κοινωνικοποιημένων τομέων και της εύθραυστης κινεζικής αστικής τάξης που λειτουργεί κομπραδόρικα, δηλαδή υποτάσσεται στα ξένα κεφάλαια που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Αυτά τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να καταστήσουν την Κίνα μια νέα αναπτυσσόμενη χώρα, ευάλωτη στην επιρροή ή την υποταγή στους άλλους παγκόσμιους ιμπεριαλιστές. Αυτή η υποταγή θα μπορούσε να διευκολυνθεί από το ρόλο της ως το μεγαλύτερο εργοστάσιο του κόσμου, που συνεπάγεται βαθιά ενσωμάτωση στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής υπό ξένο έλεγχο. Κάτι τέτοιο βλέπουμε για παράδειγμα με την Apple, όπου ο τελικός προορισμός του πιο σημαντικού μέρους των κερδών της είναι στις ΗΠΑ, παρότι προέρχονται από την ασιατική παραγωγή της.

Είναι για αυτό το λόγο που διάφορες διεθνιστικές επαναστατικές οργανώσεις αντιλαμβάνονται την Κίνα ως μια χώρα σε μετάβαση, χωρίς σταθερή καπιταλιστική δομή, λόγω της απουσίας μιας ξεκάθαρης αντεπανάστασης. Ως μια χώρα που εξακολουθεί να επηρεάζεται από τις διαιρέσεις των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους.

Ο Στήβεν Ρολφ, συγγραφέας του «Ανισομερή και Συνδυασμένη ανάπτυξη στην Κίνα» (Palgrave, 2021) αναγνωρίζει ότι κατά την αρχική φάση της Κινεζικής ανάπτυξης, την εποχή των πρώτων μεταρρυθμίσεων και ανοιγμάτων στην αγορά, τα περιφερειακά και τοπικά κομματικά στελέχη διαδραμάτισαν θεμελιώδη ρόλο στη συνεργασία με τους διεθνείς επενδυτές. Στόχος τους ήταν να κατακτήσουν μερίδια αγοράς μέσω ανταγωνιστικών τιμών. Στην πράξη, στις παράκτιες επαρχίες επινοήθηκε μια στρατηγική που έδινε έμφαση στη συσσώρευση με γνώμονα τις εξαγωγές, ένα μοντέλο εκτεταμένης οικονομικής ανάπτυξης που βασιζόταν στους χαμηλούς μισθούς και στην επέκταση των ωρών εργασίας. Η στρατηγική αυτή συνδυάστηκε με τη νεοφιλελεύθερη φάση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της εντατικοποιημένης εκμετάλλευσης υπό την ομπρέλα της λεγόμενης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Αυτό το εξωτερικό μαστίγιο τόνωσε το Κινέζικο δίκτυο παραγωγής και ταυτόχρονα, διευκόλυνε την ταχεία προώθησή του.

Κατά συνέπεια, το 1994, οι Κινέζικες εξαγωγές συνέβαλαν στο 18% του τότε ΑΕΠ και τα ξένα κεφάλαια αποτελούσαν το 17% των πάγιων επενδύσεων στην Κίνα (σ.σ. και το 87% στις παράκτιες πόλεις), εδραιώνοντας την εξάρτησή από την παραγωγή με εξαγωγικό προσανατολισμό. Μέχρι το 2000, το 33% του ΑΕΠ προερχόταν από άμεσες ξένες επενδύσεις, φτάνοντας στο ανώτατο σημείο κοντά στο 40% το 2006. Ως εκ τούτου, ορισμένα τμήματα της επαρχιακής γραφειοκρατίας, αξιοποιώντας ένα γενικότερο πλαίσιο αυτονομίας, ουσιαστικά ανέλαβαν το ρόλο μιας κομπραδόρικης αστικής τάξης. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον Στήβεν Ρολφ, μια διαφορετική ισορροπία προέκυψε σε κεντρικό επίπεδο στο πλαίσιο της εσωκομματικής δημοκρατίας, ενσωματώνοντας επιρροές από τις εσωτερικές και βόρειες επαρχίες, τις μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, το στρατό και τις κεντρικές δομές του ΚΚΚ. Στην πράξη, το ΚΚΚ διατήρησε τον εθνικό και βοναπαρτιστικό του ρόλο.

Η ένταξη στον ΠΟΕ ήταν το αποφασιστικό βήμα προς την ενσωμάτωση στις παγκόσμιες αγορές, αφού λειτούργησε ως το νέο εξωτερικό μαστίγιο που υποκίνησε μια νέα και βαθιά παραγωγική αναδιάρθρωση της κινεζικής οικονομίας. Αυτή περιλάμβανε την εφαρμογή νέων πολιτικών προστατευτισμού (π.χ. στην αυτοκινητοβιομηχανία) και σημαντικές αναδιαρθρώσεις των κρατικών επιχειρήσεων με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μεταξύ τους. Αυτή η κατάσταση ευθυγραμμίστηκε με τη θεωρία της «Επιστημονικής Προοπτικής για την Ανάπτυξη» του τότε ΓΓ, Χου Τζιντάο, που περιέγραφε ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης με στόχο τη δημιουργία μιας αρμονικής κοινωνίας, που θα μείωνε το χάσμα μεταξύ των διαφορετικών Κινεζικών επαρχιών. Η κυβέρνηση και το ΚΚΚ έδωσαν έμφαση στο συνολικό σχεδιασμό και το συντονισμό των εσωτερικών κρατικών σχέσεων από μια πανεθνική σκοπιά. Όπως αναφέρει ο Ρολφ, τα χρόνια αυτά πραγματοποιήθηκε ένα πραγματικό οικονομικό άλματ, όπου το κεντρικό κράτος ανέκτησε τον έλεγχο των κυρίαρχων και στρατηγικών οικονομικών και βιομηχανικών κλάδων. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου αναδύθηκαν δύο διαφορετικές στρατηγικές συσσώρευσης: η μία στις παράκτιες επαρχίες και η άλλη με κεντρικό προσανατολισμό, η πρώτη προσανατολισμένη στις εξαγωγές και η δεύτερη επικεντρωμένη στην ανάπτυξη του εθνικού κεφαλαίου. Αυτές οι δύο στρατηγικές εναρμονίστηκαν, εν μέσω εντάσεων και αντιφάσεων, σε μια ενιαία εθνική πολιτική, κατευθύνοντας τη μεταποίηση προς τους τομείς της υψηλής τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Το νέο σημείο καμπής ήταν η Μεγάλη Ύφεση του ’07-‘09. Η παγκόσμια ύφεση, που επηρέασε κυρίως τις αγορές σε ΗΠΑ και ΕΕ, έπληξε και την Κίνα. Μεταξύ 2007 και 2012 το εμπορικό πλεόνασμα έπεσε από το 10% στο 2% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να μείνουν άνεργοι περίπου 30 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Αν και η Κίνα κατάφερε να αποφύγει την ύφεση, ξεκίνησε μια διαφορετική πορεία ανάπτυξης, που κυμαινόταν μεταξύ 6% και 8% τον χρόνο και αυτό έγινε ο νέος κανόνας. Η συζήτηση στο εσωτερικό της Κίνας παρέμεινε εστιασμένη στον αναπροσανατολισμό των στρατηγικών συσσώρευσης με έμφαση την τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Η υπόθεση αποσκοπούσε στο να οδηγήσει στην εφαρμογή του νεοκεϋνσιανού μοντέλου στην Κίνα, με ενίσχυση των μισθών και τη δημιουργία ενός κοινωνικού συστήματος που θα μπορούσε να αντισταθμίζει τη μείωση των εξαγωγών με την τόνωση της εσωτερικής δημόσιας και ιδιωτικής ζήτησης. Παρά όμως τις αυξήσεις των μισθών και τη βελτίωση της κοινωνικής προστασίας, η μετάβαση αυτή παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό θεωρητική.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, κυριάρχησε η διαχείριση της κρίσης με τις γνωστές πολιτικές, που περιλάμβαναν τα χαμηλά επιτόκια, την ψηλή ρευστότητα και την στήριξη των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τα μέτρα αυτά υποστηρίχθηκαν με μαζικές δημόσιες παρεμβάσεις από τις κεντρικές τράπεζες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μισθοί υπέστησαν πίεση για να διατηρηθούν υψηλά τα επίπεδα κερδοφορίας, σε ένα περιβάλλον όμως που η παραγωγή είτε ήταν στάσιμη, είτε σε πτώση. Έτσι, η στρατηγική που επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη της εγχώριας Κινέζικης αγοράς βρέθηκε αντιμέτωπη με τον βαθύτερο διεθνή ανταγωνισμό. Για άλλη μια φορά, το μαστίγιο της εξωτερικής ανάγκης προκάλεσε μια νέα στροφή, με επίκεντρο τις αυξημένες δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, μια κεϋνσιανή προσέγγιση των δημόσιων δαπανών που εξυπηρετούσε καλύτερα την συσσώρευση κεφαλαίου.

Για να αντιμετωπίσει το ΚΚΚ την οικονομική ύφεση, έριξε στην οικονομία μια έκτακτη οικονομική τόνωση πάνω από 700 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα περισσότερα από αυτά τα κεφάλαια κατευθύνθηκαν σε πάγιες επενδύσεις και σε έναν σημαντικό γεωγραφικό αναπροσανατολισμό, εστιάζοντας στην επέκταση της οικονομίας στην ενδοχώρα. Οι πάγιες επενδύσεις έφτασαν στο ανώτατο σημείο του 48% του ΑΕΠ το 2011 και παρέμειναν σταθερά πάνω από το 45% για μια παρατεταμένη περίοδο, μια χτυπητή αντίθεση σε σχέση με τον μέσο όρο του 20% των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Αυτή η σημαντική εισροή πόρων στήριξε την ανάπτυξη σημαντικών βιομηχανιών, όπως η παραγωγή χάλυβα και πλοίων, η κατασκευή πόλεων και λιμανιών και η δημιουργία ενός εκτεταμένου σιδηροδρομικού δικτύου υψηλής ταχύτητας. Η Κίνα διαθέτει σήμερα ένα σιδηροδρομικό δίκτυο υψηλών ταχυτήτων που καλύπτει 42.000 χιλιόμετρα, ενώ επιπλέον 28.000 χιλιόμετρα βρίσκονται υπό κατασκευή, ξεπερνώντας τον συνδυασμένο σύνολο των λίγο πάνω από 20.000 χιλιομέτρων σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Κατά συνέπεια, η συμβολή των εξαγωγών στο ΑΕΠ μειώθηκε σε περίπου 20%, ενώ το επίκεντρο μετατοπίστηκε προς τις πάγιες επενδύσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, μια εύρωστη χρηματοπιστωτική αγορά άνθισε τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η χρηματιστηριακή αγορά, με έδρα τη Σαγκάη, τη Σενζέν και το Χονγκ Κονγκ, γνώρισε σημαντική ανάπτυξη. Το παγκόσμιο χρέος της Κίνας αυξήθηκε κι αυτό, από 150% του ΑΕΠ το 2005 σε 250% το 2019. Το 2020 η Κίνα γνώρισε περαιτέρω αύξηση των επιπέδων χρέους της, καθώς η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στη σοβαρή οικονομική επιβράδυνση που προκάλεσε η πανδημία του covid-19. Η επέκταση αυτή οφειλόταν στην αύξηση του εταιρικού χρέους και κυρίως, τα τελευταία χρόνια, στην αύξηση του χρέους των νοικοκυριών. Καθ’ όλη τη φάση της ταχείας αστικοποίησης της Κίνας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, η εν λόγω χρηματοπιστωτική αγορά άνθισε λόγω της εκτεταμένης κερδοσκοπίας στη γη και στα ακίνητα. Ως αποτέλεσμα, η κινεζική εγχώρια αγορά ομολόγων εκτιμάται σήμερα σε περίπου 13 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, καταλαμβάνοντας την 3η θέση παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία (CNBC, 2019). Ειδικότερα, περιλαμβάνει ομόλογα χρηματοδότησης των υποδομών από την Τοπική Αυτοδιοίκηση (Urban Construction Investment Bonds/UCIB) και τα ομόλογα Τσενγκτού (Chengtou Bonds) που εκδίδονται από τον ιδιωτικό τομέα με την εγγύηση τοπικής και κεντρικής κυβέρνησης, συνολικού ύψους 1,14 τρισεκατομμύριων δολαρίων (Wind, 2018).

Σύμφωνα με τον Ρόλφ, αυτή η νέα κανονικότητα ορίζεται από μια στρατηγική μονοπωλιακής συσσώρευσης, που δίνει έμφαση στην ανάδυση σημαντικών ηπειρωτικών εταιρειών που υποστηρίζονται από τον κρατικά καθοδηγούμενο καπιταλισμό. Ουσιαστικά, μετά τη Μεγάλη Ύφεση (’07-’09), η στρατηγική αυτή κατέστη κρισιμότερη για τη διαμόρφωση του Κινεζικού μοντέλου εν μέσω του αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού. Ως αποτέλεσμα προέκυψε μια ανανεωμένη δημόσια ώθηση για την οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας γύρω από την πρωτοβουλία «Made in China 2025».

Κατά την τελευταία δεκαετία αναδείχθηκαν σημαντικά κινεζικά μονοπώλια, γεγονός που αποδεικνύει την ικανότητά τους να συμμετέχουν σε ένα έντονα ανταγωνιστικό παγκόσμιο περιβάλλον. Ο παγκόσμιος κατάλογος Fortune 500 του 2023, που κατατάσσει τις ισχυρότερες εταιρείες με βάση τα έσοδα τους, περιλαμβάνει 142 κινεζικές επιχειρήσεις, ξεπερνώντας τις 136 αμερικανικές στην ίδια λίστα.

Η Κίνα διαθέτει τρεις εταιρείες στην πρώτη δεκάδα: τη State Grid (3η, με έσοδα 530 δισ. δολάρια), την China National Petroleum (5η, με 483 δισ. δολάρια) και τη Sinopec (6η, πετροχημική εταιρεία με 471 δισ. δολάρια). Επιπλέον, 17 κινεζικές εταιρείες εμφανίζονται στην πρώτη 50άδα, μεταξύ των οποίων η China State Construction Engineering (13η, 305 δισ. δολάρια), η Industrial and Commercial Bank of China (28η, 214 δισ. δολάρια), η China Construction Bank (29η, 202 δισ. δολάρια), η Agricultural Bank of China (32η, 187 δισ. δολάρια), η Ping An Insurance (33η, 181 δισ. δολάρια), η Sinochem (38η, 173 δισ. δολάρια), η China Railway Engineering Group (39η, 171 δισ. δολάρια), η China National Offshore Oil (42η, 164 δισ. δολάρια), η China Railway Construction (43η, 163 δισ. δολάρια), η China Baowu Steel Group (43η, 161 δισ. δολάρια) και η Bank of China (49η, 159 δισ. δολάρια). Επιπλέον, η Hon Hai Precision Industry, ευρέως γνωστή ως Foxconn (27η θέση, 222 δισ. δολάρια, Ταϊβανέζικη) θα μπορούσε να περιλαμβάνεται σε αυτή τη λίστα. Κάποιες εταιρείες μάλιστα έχουν διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στις πρόσφατες εμπορικές διαμάχες, όπως η Huawei (111η θέση, 95 δισ. δολάρια), η οποία εξέπληξε τις αγορές παρουσιάζοντας το νέο της smart phone Mate Pro 60, εξοπλισμένο με μικροεπεξεργαστή Kirin 9000s που διαθέτει τεχνολογία 7 νανομέτρων, ένα επίτευγμα που θεωρούνταν αδύνατο στις ΗΠΑ λόγω του εμπάργκο τους.

Κινεζικές εξαγωγές σε GPD (ΔΝΤ, 2018)

Κατά συνέπεια, αυτό το τμήμα του Κινεζικού κεφαλαίου έχει επεκτείνει την επιρροή του πέρα από τα εθνικά σύνορα. Αυτό δεν είναι απλώς μια παρατήρηση, υπάρχουν συγκεκριμένα παραδείγματα που τεκμηριώνουν αυτή την τάση, όπως η εξαγορά του λιμανιού του Πειραιά από την Cosco, η εξαγορά της Pirelli από την Sinochem -από τις κύριες εταιρείες χημικών στην Ιταλία και σημαντικός παγκόσμιος κατασκευαστής ελαστικών- και η αξιοσημείωτη συμμετοχή της ηλεκτροπαραγωγικής State Grid στο Ιταλικό δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Οι Κινεζικές άμεσες ξένες επενδύσεις στο εξωτερικό αυξήθηκαν μετά το 2008 και εκτινάχθηκαν στα ύψη μετά το 2011, ξεπερνώντας το 2016 τις ξένες επενδύσεις στο εσωτερικό της Κίνας.

Ωστόσο, σύμφωνα με το ISPI (Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Μελετών), η φύση αυτών των επενδύσεων έχει εξελιχθεί. Ενώ οι δεσμεύσεις της πρωτοβουλίας «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» παραμένουν σταθερές, υπήρξε μείωση των εξαγορών ανταγωνιστικών εταιρειών. Αντ’ αυτού, οι νέες επιχειρήσεις (σ.σ. οι λεγόμενες επενδύσεις πράσινου πεδίου/green field investments, που είναι ένας τύπος άμεσων ξένων επενδύσεων που η μητρική εταιρεία δημιουργεί θυγατρική σε μια διαφορετική χώρα ξεκινώντας από το μηδέν) έχουν αποκτήσει εξέχουσα θέση γιατί αντιμετωπίζουν λιγότερη γραφειοκρατία και ελέγχους. Το Κινεζικό κεφάλαιο, το οποίο προσανατολίζεται κυρίως στις υποδομές και τη χρηματοδότηση, επιδιώκει τώρα μεγαλύτερη παγκόσμια επέκταση, υποστηριζόμενο πολιτικά και οικονομικά από το κινεζικό κράτος, εν μέσω αυξημένου ανταγωνισμού των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών.

(ΟΟΣΑ 2019)

Αυτό αποτελεί τη θεμελιώδη δομή που στηρίζει την κινεζική ιμπεριαλιστική επέκταση. Όταν εξετάζουμε τις πέντε προϋποθέσεις που όρισε ο Λένιν, όλα ευθυγραμμίζονται στην περίπτωση της Κίνας. Το κίνητρο πίσω από τη στροφή του Σι Τζινπίνγκ προς τον εθνικισμό και τον αυταρχισμό, προέρχεται από την ανταγωνιστική επέκταση του κινεζικού κεφαλαίου, μέσα από επενδύσεις στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, και φυσικά μέσα από την πρωτοβουλία «Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος». Αυτή ήταν η δύναμη που ώθησε στην ίδρυση της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων και Υποδομών (AIIB) το 2014, στη δημιουργία της Ολοκληρωμένης Περιφερειακής Οικονομικής Εταιρικής Σχέσης (RCEP) με 15 χώρες του Ειρηνικού ως αντίβαρο στην Αμερικανική Εταιρική Σχέση του Ειρηνικού (TPP) το 2020, στην σταδιακή ανάπτυξη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (SCO), μιας στρατιωτικής συμμαχίας για την ασφάλεια στην Ασία, το 2001, και πιο πρόσφατα, στην επέκταση των BRICS για να συμπεριλάβει αραβικά, αφρικανικά και νοτιοαμερικανικά κράτη. Πάνω σε όλες αυτές τις εξελίξεις προβάλλει η σκιά του κινεζικού δράκου και η εκκολαπτόμενη ιμπεριαλιστική επιρροή του στην παγκόσμια σκηνή.

Ωστόσο, αυτή η ανάπτυξη θα είναι γεμάτη ανισορροπίες και αντιφάσεις, όντας στο πλαίσιο της παρατεταμένης υφεσιακής φάσης του καπιταλισμού διεθνώς μετά τη Μεγάλη Ύφεση του ’07-‘09, αλλά και με συγκεκριμένα τρωτά σημεία, όπως οι ανισορροπίες των διαφορετικών κινεζικών επαρχιών, η πρόσφατη κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και η συνεχιζόμενη γήρανση του πληθυσμού. Η αβεβαιότητα θα παραμένει για την πορεία αυτών των αντιφάσεων, αλλά και για την πιθανότητα της εμφάνισης μιας κατακόρυφης και δυνητικά καταστροφικής κινεζικής ύφεσης. Ωστόσο, η ιστορία δείχνει ότι η παρατεταμένη αμερικανική ύφεση στη δεκαετία του 1930 δεν εμπόδισε την ιμπεριαλιστική της άνοδο με το τέλος του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Σε αυτή τη νέα εποχή, που την χαρακτηρίζει η φθορά του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η Κίνα ήδη ξεχωρίζει ως ένας από τους εξέχοντες παράγοντες που θα καθορίσει τις εξελίξεις.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,249ΥποστηρικτέςΚάντε Like
1,003ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
425ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα