«Η ιστορία της επανάστασης είναι για μας πριν απ’ όλα
η εξιστόρηση της βίαιης εισβολής των μαζών
στην περιοχή όπου ρυθμίζονται τα δικά τους πεπρωμένα»
Λ. Τρότσκι
Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα πιο πάνω λόγια – και πρέπει να τα πάρουμε, γιατί αυτή είναι η ιστορία από την πλευρά των καταπιεσμένων, σε μεγάλη αντίθεση απ’ αυτή των κυρίαρχων και των «ειδικών», τότε η επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 μοιάζει σα να βγήκε από κάποιο εργαστήριο.
Το λέω αυτό με την έννοια ότι στις 23 του Φλεβάρη του 1917 οι μάζες εισέβαλαν πράγματι βίαια στη σκηνή και χωρίς καμιά άμεση καθοδήγηση κατάφεραν να πετύχουν μέσα σε λίγες μέρες αυτό που λίγο πριν φαινόταν ακατόρθωτο: Όχι απλώς να ανατρέψουν το τσαρικό καθεστώς (ένα επίτευγμα που κι από μόνο του κάθε άλλο παρά «απλό» ήταν), αλλά το κυριότερο να θέσουν τις βάσεις – ασυνείδητα εκείνη τη στιγμή – για ένα καινούριο κοινωνικό σύστημα.
Φυσικά δεν είναι δυνατό να εξετάσουμε εδώ με λεπτομέρεια όλες τις συνθήκες που χρειάστηκε να συγκλίνουν για να φτάσουμε σ’ αυτό το αποτέλεσμα, είναι όμως απαραίτητο να δώσουμε τουλάχιστον το γενικό περίγραμμα.
Η Ρωσία πριν το 1917
«…Η κοινωνία δεν αλλάζει τους θεσμούς της ανάλογα με τις ανάγκες της, όπως ένας τεχνίτης αλλάζει τα εργαλεία του. Το αντίθετο: πρακτικά, η κοινωνία θεωρεί τους θεσμούς που βαραίνουν πάνω της σαν κάτι θεμελιωμένο για πάντα…. Χρειάζονται περιστάσεις ολότελα εξαιρετικές, ανεξάρτητες από τη θέληση των ατόμων και των κομμάτων, για ν’ απαλλαγούν οι δυσαρεστημένοι απ’ τα δεσμά του συντηρητικού πνεύματος και να οδηγηθούν οι μάζες στην εξέγερση.
…Οι γοργές μεταβολές στη γνώμη και στο θυμικό των μαζών σε καιρό επανάστασης δεν προέρχονται από την ευλυγισία και την ευκινησία της ανθρώπινης ψυχής, μα απ’ τον βαθύ συντηρητισμό της….
…Οι μάζες δεν ρίχνονται στην επανάσταση μ’ ένα πανέτοιμο σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, μα με το στυφό αίσθημα πως δεν μπορούν πια να υποφέρουν το παλιό καθεστώς. Μόνο ο διευθυντικός κύκλος της τάξης τους κατέχει ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα, που χρειάζεται ωστόσο να επαληθευτεί από τα γεγονότα και να επιδοκιμαστεί από τις ίδιες τις μάζες…
Χωρίς διευθυντική οργάνωση, η ενέργεια των μαζών θα διασκορπιζόταν όπως ο ατμός που δεν είναι κλεισμένος μέσα σ’ έναν κύλινδρο με έμβολο. Ωστόσο, η κίνηση δεν προέρχεται ούτε από τον κύλινδρο ούτε από το έμβολο. Προέρχεται από τον ατμό.»
Ποιες είναι όμως αυτές οι «ολότελα εξαιρετικές περιστάσεις» που έθεσαν τον ατμό σε κίνηση; Για την αστική ιστοριογραφία η απάντηση είναι εύκολη: Ένας αδύναμος και βάναυσος τσάρος. Μια αυτοκρατορική αυλή μισητή στο λαό. Ήττες στο μέτωπο και πείνα στα μετόπισθεν. Όλα τα παραπάνω ήταν βέβαια αληθινά και ήταν αρκετά και με το παραπάνω για να προκαλέσουν ταραχές και εξεγέρσεις. Για να ανέλθουν όμως οι εξεγέρσεις στο ύψος της επανάστασης, χρειάστηκε να συγκλίνουν αιτίες πολύ βαθύτερες.
«Το ουσιαστικό και πιο σταθερό γνώρισμα στην ιστορία της Ρωσίας είναι ο αργός ρυθμός στην εξέλιξη της χώρας, που είχε για επακόλουθα καθυστερημένη οικονομία, πρωτόγονη κοινωνική διάρθρωση και κατώτερο επίπεδο πολιτισμού»
Ωστόσο, η σύγχρονη ιστορία δεν προχωράει σε κύκλους, επαναλαμβάνοντας δηλαδή μηχανικά σε κάθε χώρα τα διάφορα στάδια της εξέλιξης.
«Ο καπιταλισμός… προετοίμασε και, με μιαν ορισμένη έννοια, πραγματοποίησε την καθολικότητα και τη διάρκεια στην εξέλιξη της ανθρωπότητας… Αναγκασμένη να σέρνεται πίσω απ’ τις προοδευμένες χώρες, μια χώρα καθυστερημένη… εξαναγκάζεται ν’ αφομοιώσει το έτοιμο πριν από τις καθορισμένες προθεσμίες, πηδώντας μια σειρά από ενδιάμεσους σταθμούς».
«Απ’ αυτόν τον καθολικό νόμο, της ανισομέρειας στους ρυθμούς, απορρέει ένας άλλος νόμος, που, μη βρίσκοντας πιο κατάλληλη ονομασία, μπορούμε να τον ονομάσουμε νόμο της συνδυασμένης ανάπτυξης, με την έννοια της συνύπαρξης των διάφορων σταθμών της εξέλιξης, …του αμαλγάματος πιο παλιών μορφών με νεότερες».
Η Ρωσία δεν γνώρισε την βιομηχανική επανάσταση, όπως αυτή διαδραματίστηκε στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης ούτε βέβαια τις αστικές επαναστάσεις. Η πρώτη εμφάνιση της βιομηχανίας συνδυαζόταν ακόμα με την δουλοπαροικία, που στη Δύση είχε καταργηθεί αιώνες πριν. Η μοναρχία εξακολουθούσε να είναι απολυταρχική και ελέω Θεού. Όλοι οι θεσμοί, απ’ αυτούς που αφορούσαν στην αντιπροσώπευση του λαού στην κοσμική διακυβέρνηση μέχρι την πνευματική του σωτηρία στην άλλη ζωή, (δηλαδή την εκκλησία) παρουσίαζαν μια τεράστια καθυστέρηση.
Αντίστοιχη καθυστέρηση εμφάνιζαν φυσικά και οι οικονομικοί δείκτες. Στις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ρωσίας ήταν 8 με 10 φορές χαμηλότερο απ’ αυτό των ΗΠΑ, πράγμα απολύτως λογικό αν αναλογιστούμε ότι ενώ στη Ρωσία τα 4/5 του εργατικού δυναμικού απασχολούνταν στη γεωργία, στις ΗΠΑ αντιστοιχούσε ένας καλλιεργητής για κάθε 2,5 βιομηχανικούς εργάτες. Την ίδια εποχή, στο ρωσικό έδαφος είχαν εγκατασταθεί 30 φορές λιγότερες σιδηροτροχιές απ’ ότι στη Γερμανία.
«Μα ίσα ίσα, ο νόμος της συνδυασμένης ανάπτυξης εκδηλώνεται με τη μεγαλύτερη δύναμη στον τομέα της οικονομίας… Ενώ η αγροκαλλιέργεια έμενε σχεδόν στο επίπεδο του 17ου αιώνα, η ρωσική βιομηχανία, με την τεχνική της και την καπιταλιστική της διάρθρωση, βρισκόταν στο επίπεδο των προοδευμένων χωρών και απ’ ορισμένες απόψεις τις ξεπερνούσε… οι γιγάντιες επιχειρήσεις με περισσότερους από χίλιους εργάτες, δεν χρησιμοποιούσαν στις ΗΠΑ παρά το 17,8% του συνολικού εργατικού δυναμικού, ενώ στη Ρωσία η αναλογία ήταν 41,4%!… Αυτό το γεγονός… δεν ανασκευάζει καθόλου τον καθυστερημένο χαρακτήρα της ρωσικής οικονομίας, δίνει μόνο το διαλεκτικό της συμπλήρωμα.»
Αυτό το μοντέλο βιομηχανικής ανάπτυξης είχε δυο πολύ σημαντικές παρενέργειες. Η πρώτη ήταν ότι η έλλειψη μιας οργανικά ισχυρής εγχώριας αστικής τάξης σήμαινε ότι η συγκεντροποιημένη βαριά βιομηχανία που δημιουργήθηκε βρισκόταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στα χέρια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Η δεύτερη, πιθανόν πιο σημαντική, ήταν πως, καθώς η αστική ανάπτυξη στη Ρωσία δεν πήρε ποτέ τις διαστάσεις που είχε πάρει στη Δύση, το εργατικό δυναμικό που κάλυπτε τις τεράστιες ανάγκες της βιομηχανίας προερχόταν σχεδόν αποκλειστικά κατευθείαν από το χωριό.
«Το ρωσικό προλεταριάτο δε σχηματίστηκε σιγά σιγά, μέσα σε αιώνες, σέρνοντας πίσω του το βάρος του παρελθόντος, όπως στην Αγγλία, μα προχωρούσε με πηδήματα… μέσα από απότομες συγκρούσεις με κάθε τι το χτεσινό. …Έτσι, οι Ρώσοι εργάτες έγιναν ευαίσθητοι στα πιο τολμηρά πορίσματα της επαναστατικής σκέψης, το ίδιο όπως η καθυστερημένη ρωσική βιομηχανία ήταν σε θέση ν’ αρπάξει την τελευταία λέξη της καπιταλιστικής οργάνωσης.»
Το εργατικό κίνημα, η αγροτιά και ο πόλεμος
Τα παραπάνω βρήκαν την πρακτική τους απόδειξη ήδη από το 1905. Στις 9 του Γενάρη εκείνης της χρονιάς, μια ειρηνική διαδήλωση εργατών προς τα χειμερινά ανάκτορα χτυπήθηκε άγρια από την αστυνομία και τον στρατό. Η «ματωμένη Κυριακή» έδωσε το σύνθημα για την γενίκευση της πάλης.
Στα μέσα του Οκτώβρη ξέσπασε η πρώτη σ’ ολόκληρο τον κόσμο γενική απεργία με πολιτικά αιτήματα και δημιουργήθηκαν τα πρώτα Σοβιέτ, αντιπροσωπευτικά επαναστατικά όργανα των εργατών. Τα Σοβιέτ αποτέλεσαν την πρώτη εμβρυακή μορφή εργατικής εξουσίας και αποτέλεσαν την μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε πίσω της η επανάσταση του 1905. Πράγματι, κατά την δεύτερη ρωσική επανάσταση, τον Φλεβάρη του 1917, τα Σοβιέτ ξεπήδησαν μ’ έναν απόλυτα φυσικό τρόπο, σαν η συνέχεια του 1905, δείχνοντας την θέληση των Ρώσων εργατών κι αγροτών να τελειώσουν εκείνο που είχαν αρχίσει 12 χρόνια πριν.
Η ζωή της πρώτης αυτής επανάστασης αποδείχτηκε πολύ σύντομη. Παρ’ ότι είχε επικρατήσει στην πρωτεύουσα, δεν κατάφερε να πάρει ολοκληρωτικά με το μέρος της την μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών και του στρατού. Πολλά συμπεράσματα ακόμη έπρεπε να βγουν μέχρι την τελική νίκη. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης, μετά από ζωή 52 ημερών περικυκλώθηκε από τον στρατό και αναγκάστηκε να παραδοθεί.
Η επανάσταση του 1905 αποτέλεσε ωστόσο την «πρόβα τζενεράλε» για το 1917. Ξεκινώντας απ’ αυτή την εμπειρία, ο Λέων Τρότσκι υπέδειξε ότι τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα, (αναδιανομή της γης, δημοκρατικές ελευθερίες) που όλοι συμφωνούσαν ότι είχε μπροστά της η επερχόμενη επανάσταση, δεν ήταν δυνατό να λυθούν από την αστική τάξη της Ρωσίας που, όπως είδαμε, γεννήθηκε καθυστερημένα και γέρασε πρόωρα. Ο μόνος δρόμος για τους εργάτες και τους αγρότες της χώρας ήταν να συνεχίσουν την πορεία τους, μετά την πτώση του Τσάρου, μετατρέποντας την επανάσταση σε σοσιαλιστική.
Η περίοδος της αντεπανάστασης που ακολούθησε δεν κράτησε πολύ. Η οικονομική άνθηση που ξεκίνησε μετά το 1910 έφερε ξανά την εργατική τάξη στο προσκήνιο:
«Εργοστάσια που δυο τρία χρόνια πρωτύτερα απεργούσαν ομόφωνα με αφορμή μιαν οποιαδήποτε πράξη αστυνομικής αυθαιρεσίας, έχασαν κάθε σημάδι επαναστατικού πνεύματος και άφηναν να περάσουν αδιαμαρτύρητα τα πιο φοβερά εγκλήματα των αρχών. …Όμως οι μοριακές διεργασίες μέσα στις μάζες θεραπεύουν τα τραύματα που προξένησαν οι ήττες. Μια καινούρια στροφή στα γεγονότα, μια βουβή οικονομική ώθηση, εγκαινιάζουν έναν καινούριο πολιτικό κύκλο. Τα επαναστατικά στοιχεία ξαναβρίσκουν το ακροατήριό τους. Η πάλη ξαναρχίζει σε ανώτερη βαθμίδα».
Το 1912 οι μεταλλωρύχοι στα ορυχεία χρυσού στον ποταμό Λένα, στη Σιβηρία, κατέβηκαν σε απεργία. Σαν απάντηση, η κυβέρνηση έστειλε στρατεύματα που άνοιξαν πυρ και σκότωσαν δεκάδες εργάτες. Αυτό ήταν το σύνθημα για να ξανανοίξει μια περίοδος πολύ έντονων εργατικών αγώνων. Το πρώτο εξάμηνο του 1914 οι απεργίες είχαν ξεπεράσει σε αριθμό ακόμα και το 1905. Όλα έδειχναν ότι τα πράγματα οδηγούνταν και πάλι σε σύγκρουση, καθώς μάλιστα μέσα στους βιομηχανικούς εργάτες η κυριαρχία των μπολσεβίκων ήταν συντριπτική. Όμως στις 1 Αυγούστου ξέσπασε ο Α’ παγκόσμιος πόλεμος.
«Με τα πρώτα τύμπανα του πολέμου, το επαναστατικό κίνημα έμεινε μετέωρο. Τα πιο δραστήρια εργατικά στρώματα βρέθηκαν επιστρατευμένα… Ο πόλεμος, μαζί με την κατάρρευση της Διεθνούς, έκανε τις μάζες να χάσουν ολότελα τον πολιτικό τους προσανατολισμό… Κείνο τον καιρό, κανένας δεν αποτολμούσε μέσα στο εργοστάσιο να πει πως ήταν μπολσεβίκος, από το φόβο ότι θα συλληφθεί ή και θα κακοποιηθεί από καθυστερημένους εργάτες».
Ωστόσο, η «ενότητα του Έθνους» που εμφανίζεται στην αρχή ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, δεν είναι παρά ένα προσωπείο. Καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, αποκαλύπτει κάθε τι το σάπιο μέσα σε μια κοινωνία και οξύνει τις ταξικές αντιθέσεις. Στην τσαρική Ρωσία, με την ήδη σαπισμένη κοινωνική διάρθρωση, το φαινόμενο πήρε εκρηκτικές διαστάσεις:
«Η κάθε λογής κερδοσκοπία και το παιχνίδι στο Χρηματιστήριο έφτασαν στον παροξυσμό τους. Τεράστιες περιουσίες υψώνονταν πάνω σ’ ένα αιμάτινο κύμα. Το ψωμί και τα καύσιμα έλειπαν απ΄ την πρωτεύουσα, όμως αυτό δεν εμπόδισε τον κοσμηματοπώλη Φαμπερζέ να καυχηθεί πως ποτέ του δεν είχε κάνει τόσο καλές δουλειές. …Ατέλειωτη βροχή το χρυσάφι έπεφτε από ψηλά… Όλοι τους έτρεχαν ν’ αρπάξουν ό,τι μπορούσαν, απ’ το φόβο μήπως και σταματήσει η χρυσή βροχή, η τόσο ευλογημένη, κι όλοι τους αποκρούανε μ’ αγανάκτηση κάθε ιδέα για μια πρόωρη ειρήνη.»
Έτσι, ο πόλεμος ανέβαλλε για λίγο τις ταξικές διεργασίες, βαθαίνοντας όμως τις αναπόφευκτες επαναστατικές συγκρούσεις και εμπλέκοντας σ’ αυτές και τα στρώματα που μέχρι τότε βρισκόντουσαν σε καθυστέρηση.
15 εκ. άνθρωποι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αγρότες, οδηγήθηκαν στα χαρακώματα. Πάνω από 1 εκ. δούλευαν στην πολεμική βιομηχανία, μόνο στην Πετρούπολη και τη Μόσχα. Ο πόλεμος κατάφερε να δημιουργήσει αυτό που έλειπε από τους προηγούμενους αγώνες στην Ρωσία: την ενότητα μεταξύ πόλης και χωριού στην απόφασή τους να ξεμπερδεύουν με τον Τσάρο και το παλιό καθεστώς.
Είναι προφανές ότι το «χωριό» είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίο για τη νίκη της επανάστασης σε μια χώρα που όπως είδαμε ήταν κατά 80% αγροτική.
Η «απελευθέρωση» των δουλοπάροικων χωρικών το 1861 έγινε με τον πιο τσιγγούνικο τρόπο. Η γη που παραχωρήθηκε στους κοινοτικούς κλήρους ήταν ελάχιστη και μάλιστα ακριβοπληρώθηκε με μακροχρόνιο δανεισμό των χωρικών. Παραμονές της επανάστασης, 30.000 μεγαλοϊδιοκτήτες κατείχαν γη ίση μ’ αυτή που καλλιεργούσαν 10 εκατομμύρια αγροτικές οικογένειες. Αυτή η αγροτική στατιστική αντιπροσώπευε ένα πανέτοιμο πρόγραμμα για έναν πόλεμο των χωρικών.
«Η αγροτική τάξη ένιωθε τόσο περισσότερο παγιδευμένη, όσο η διαδικασία αυτή ξετυλιγόταν όχι τον 17ο μα τον 19ο και τον 20ο αιώνα, δηλαδή κάτω από συνθήκες όπου ο ρόλος του χρήματος στην οικονομία ήταν κιόλας πολύ προχωρημένος, επιβάλλοντας στο ξύλινο άροτρο απαιτήσεις που μόνο το τρακτέρ μπορούσε να σηκώσει. Διαπιστώνουμε και πάλι εδώ τη σύμπτωση άνισων βαθμίδων στην εξέλιξη – που οδηγούν σε οξύτατες αντιφάσεις.»
Πέντε μέρες
Στις 23 του Φλεβάρη, (8 Μάρτη με το καινούριο ημερολόγιο, η διεθνής μέρα της Γυναίκας) ενάντια στις επιθυμίες όλων των εργατικών κομμάτων, ξέσπασε μια αυθόρμητη διαδήλωση γυναικών.
Πράγματι, τις παραμονές εκείνης της μέρας, όλες οι εργατικές οργανώσεις, όλες οι συνοικιακές επιτροπές, ακόμα και των Μπολσεβίκων, συνιστούσαν «αυτοσυγκράτηση». Ευτυχώς, δεν εισακούστηκαν. Γυναίκες που ούτως ή άλλως βρισκόντουσαν συγκεντρωμένες καθημερινά, περιμένοντας ατέλειωτες ώρες στις ουρές για λίγο ψωμί και εργάτριες της κλωστοϋφαντουργίας κατευθύνθηκαν στα μεγάλα εργοστάσια και ξεσήκωσαν τους εργάτες. Γρήγορα, 90.000 απεργοί βρίσκονταν στο δρόμο και ξεκίνησαν οι πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία, τους μισητούς «φαραώ» όπως τους έλεγαν κοροϊδευτικά, εξαιτίας των στολών που φορούσαν.
Να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση. Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιτυχία της επανάστασης του Φλεβάρη δεν οφείλεται καθόλου σε τυχαία γεγονότα, στην ανικανότητα του Τσάρου ή στον «αιφνιδιασμό» της άρχουσας τάξης. Ίσα ίσα, η κυβέρνηση εξαιρετικά μεθοδικά δούλευε από το φθινόπωρο του 1916 πάνω σ’ ένα σχέδιο για το τσάκισμα της επερχόμενης εξέγερσης. Η πρωτεύουσα είχε χωριστεί σε 6 τομείς και κάθε τομέας σε 4 τμήματα με ξεχωριστή διοίκηση και δυνάμεις χωροφυλακής, στρατού και ιππικού. Ο δε στρατιωτικός διοικητής της Πετρούπολης είχε – όπως το φαντάζεστε – δικτατορικές εξουσίες. Το σχέδιο αυτό μπήκε σε εφαρμογή μόλις ξέσπασαν τα γεγονότα, αλλά μάταια, μια και σκόνταψε σε μια ανυπέρβλητη δυσκολία, το ανθρώπινο υλικό. Στην πραγματικότητα, εκείνες τις μέρες δε βρέθηκε ούτε ένα σύνταγμα στο οποίο να μπορεί να βασιστεί η κυβέρνηση. Όπως συνέβηκε πολλές φορές από τότε, αποδείχτηκε ότι κανένας κρατικός μηχανισμός, όσο σκληρός και να ‘ναι, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις στοιχειακές δυνάμεις που απελευθερώνει η επανάσταση.
Την επομένη, αντί να κοπάσει, το κίνημα φούντωσε ακόμα περισσότερο. Τα συνθήματα γρήγορα μετατρέπονται σε πολιτικά, η έλλειψη ψωμιού δεν είναι πλέον το βασικό αίτημα των διαδηλωτών. Τα συνθήματα «Ειρήνη», «Κάτω ο πόλεμος» και «Κάτω ο Τσάρος» κυριαρχούν. Η κυβέρνηση έριξε στη μάχη σώματα Κοζάκων, ακόμα όμως οπλισμένων όχι με όπλα αλλά με σπαθιά και μαστίγια. Αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι Κοζάκοι, το πιο καθυστερημένο κι αντιδραστικό κομμάτι του στρατού, δείχνει ότι έχει φτάσει κι αυτό στα όριά του, αρνείται σε πολλές περιπτώσεις να εφορμήσει κατά των διαδηλωτών και καταγράφονται μάλιστα και περιπτώσεις που επιτίθεται κατά της αστυνομίας. Αυτές οι διηγήσεις οπλίζουν μ’ ακόμα περισσότερο θάρρος το πλήθος.
Στις 25 η απεργία είναι πια σχεδόν γενική και οι ένοπλες συγκρούσεις απλώνονται σ’ ολόκληρη την πρωτεύουσα. Επί ένα τριήμερο δηλαδή, το κίνημα συνεχώς δυναμώνει και κατακτά εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Και μόνο έτσι μπορεί να γίνει. Εξέγερση που δεν προχωράει αποφασιστικά κάθε μέρα, ακόμα και κάθε ώρα, είναι καταδικασμένη στην υποχώρηση. Ωστόσο, εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, το οποίο πολλές φορές έχει αποδειχτεί μοιραίο. Χωρίς τη διεύθυνση ενός επαναστατικού κόμματος, το κίνημα είναι εύκολο να μην διαθέτει επίγνωση της ίδιας του της δύναμης.
Είπα στην αρχή πως η επανάσταση του Φλεβάρη μοιάζει σα να σχεδιάστηκε σε εργαστήριο, ακριβώς γιατί προχώρησε κι αναπτύχθηκε μ’ έναν σχεδόν «ιδανικό” τρόπο, ακόμα και χωρίς μια κεντρική διεύθυνση.
«Μα τότε» θ’ αναρωτηθεί κανείς, ειδικά αν έχει μια έφεση προς τον αναρχισμό, «σε τι χρειάζεται το Κόμμα»; Σ’ αυτό το ερώτημα θα απαντήσουμε παρακάτω.
Η 26 του Φλεβάρη ήταν Κυριακή κι αρχικά φάνηκε μια προσωρινή ηρεμία στην Πετρούπολη. Ήταν εκείνη η μέρα που η τσαρίνα τηλεγράφησε στον Τσάρο «Ηρεμία βασιλεύει στην πόλη». Αυτός ο αντικατοπτρισμός δεν κράτησε πολύ. Παρ’ ότι τα εργοστάσια είναι κλειστά, παρ’ ότι το προηγούμενο βράδυ σε μια τελευταία πράξη επίθεσης, το καθεστώς είχε συλλάβει πάνω από 100 ηγετικά στελέχη της εξέγερσης, μεταξύ των οποίων και 5 μέλη της επιτροπής Πετρούπολης των Μπολσεβίκων, τα πλήθη άρχισαν να συρρέουν προς το κέντρο της πόλης. Η διεύθυνση περνάει τώρα στις συνοικιακές επιτροπές των εργατικών προαστίων και είναι καλύτερα έτσι. Συντάγματα στρατιωτών με διαταγές να σταματήσουν τους διαδηλωτές με κάθε τρόπο, αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές, παθητικά στην αρχή. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που δόκιμοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των συνταγμάτων ρίχνουν ενάντια στο πλήθος. Αυτό ξεσήκωσε αγανάκτηση στους απλούς στρατιώτες που αρχίζουν τις λιποταξίες και την ένωση με τους διαδηλωτές, από το απόγευμα εκείνης της μέρας.
Η 27η ήταν η καθοριστική μέρα. Τα στρατεύματα που είχαν εγκαταλείψει τους στρατώνες τους την προηγούμενη δεν έκατσαν φυσικά άπραγα. Καταλάβαιναν ότι μόνο η συνέχεια της εξέγερσης μπορούσε πια να τους σώσει. Απευθύνθηκαν στους συναδέλφους τους και σύντομα οι ανταρσίες μέσα στα συντάγματα πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας. Μάταια ο ανώτατος διοικητής απηύθυνε ερωτήσεις προς τους επιτελάρχες του για το ποια ήταν τα στρατεύματα τα οποία είχαν στη διάθεσή τους. Η απάντηση ήταν σταθερά 0.
Είναι εκπληκτικό πάντως, ότι όπως η τσαρίνα τηλεγραφούσε πως «ηρεμία βασιλεύει στην πόλη» μια μέρα πριν, το ίδιο συνέβαινε και με τους εργατικούς ηγέτες που συναντιόντουσαν κρυφά για ν’ αποφασίσουν τη συνέχεια και αναρωτιόντουσαν αν δεν ήταν ώρα να σταματήσουν πια οι κινητοποιήσεις, ένα μόλις βήμα πριν την τελική νίκη.
Αξίζει εδώ μια μικρή παρένθεση ακόμα, για το πώς παρουσιάζονται τα γεγονότα απ’ την πλευρά της επίσημης ιστορίας, που αντιπαραθέτει τον «ειρηνικό» Φλεβάρη στον «ματωμένο και άγριο Οκτώβρη»: Στα γεγονότα του Φλεβάρη καταγράφηκαν επισήμως πάνω από 1400 νεκροί – που ήταν σίγουρα περισσότεροι μέσα στο χάος εκείνων των ημερών, αριθμός πολλές φορές μεγαλύτερος απ’ τα θύματα του Οκτώβρη. Αυτή και πολλές άλλες ανακρίβειες είναι πολύ εύκολο να τις εντοπίσει κανείς κάνοντας ένα ψάξιμο στο Ίντερνετ.
Κάπως έτσι λοιπόν, πέντε μόλις μέρες μετά, ο τσαρισμός είχε καταρρεύσει οριστικά. Ποιος «έκανε» την επανάσταση;
Αυτοί που ζημιώθηκαν από την επανάσταση, σπατάλησαν στη συνέχεια όλο τους το μελάνι για να αποδείξουν ότι τον Φλεβάρη είχαμε ουσιαστικά μια οχλαγωγία γυναικών, ενισχυμένη από μια στάση στρατιωτών. Ο Λουδοβίκος ο 16ος στον καιρό του ήθελε κι αυτός να φαντάζεται ότι η κατάληψη της Βαστίλης ήταν το αποτέλεσμα μιας ανταρσίας, του εξήγησαν όμως με σεβασμό ότι πρόκειται για επανάσταση.
Μιλήσαμε πιο πάνω για τις τεράστιες, απρόσωπες δυνάμεις που έσπρωχναν προς τα κει τη ρωσική κοινωνία. Όμως η ύπαρξη των αντικειμενικών συνθηκών δεν είναι αρκετή για ν’ αποφασίσει την πορεία των επαναστατικών γεγονότων και πολύ περισσότερο την κατάληξή τους. Ο ιστορικός υλισμός δεν έχει τίποτα κοινό με τον φαταλισμό ή τον μηχανιστικό ντετερμινισμό. Ούτε η «άπειρη διάνοια» του Λαπλάς δεν μπορεί να προκαθορίσει την εξέλιξη των κοινωνικών φαινομένων, όταν αυτά φτάνουν στο κρίσιμο σημείο τους. Εδώ, το απρόσωπο δίνει τη θέση του στον υποκειμενικό παράγοντα, που με τις πράξεις, τις εμπνεύσεις, τα λάθη ή τις παραλείψεις του μετατρέπει το σύστημα σε μη γραμμικό. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την άφταστη πένα του Τρότσκι:
«Η ψυχολογική στιγμή όπου οι στρατιώτες περνούν στην επανάσταση προετοιμάζεται από μια μακριά μοριακή διαδικασία που, όπως κάθε φυσική διαδικασία, φτάνει κάποια στιγμή στο κρίσιμο σημείο της. Μα πώς να το προσδιορίσεις αυτό με ακρίβεια; …Η κρίσιμη ώρα της επαφής ανάμεσα στην επιτιθέμενη μάζα και τους στρατιώτες που της φράζουν το δρόμο φτάνει στο κρίσιμό της λεπτό, όταν το φράγμα από γκρίζες χλαίνες δεν έχει ακόμα διαλυθεί, όταν οι στρατιώτες κρατούνται ακόμα πλάτη με πλάτη, μα διστάζουν κιόλας, ενώ ο αξιωματικός, επιστρατεύοντας όσο θάρρος του έχει απομείνει, διατάζει “πυρ”. Τα τουφέκια μένουν μετέωρα, το πλήθος στριμώχνεται. Τότε ο αξιωματικός γυρίζει το πιστόλι του πάνω στον πιο ύποπτο απ’ τους στρατιώτες. Μέσα στο αποφασιστικό λεπτό, να το αποφασιστικό δευτερόλεπτο. Ο θάνατος του πιο θαρραλέου στρατιώτη προς τον οποίο στρέφονται αυτόματα οι άλλοι, η τουφεκιά πάνω στο πλήθος από έναν υπαξιωματικό που μάζεψε το όπλο του νεκρού – και να που το φράγμα σφίγγει, οι τουφεκιές φεύγουν σαν από μόνες τους σαρώνοντας το πλήθος. Μα τα πράγματα μπορεί να γίνουν και διαφορετικά! Την κρίσιμη στιγμή, όταν ο αξιωματικός πάει να πιέσει τη σκανδάλη, τον προλαβαίνει ένας πυροβολισμός ριγμένος από το πλήθος που έχει κι αυτό τους ηγέτες του. Αυτό αποφασίζει όχι μόνο για την έκβαση μιας οδομαχίας, μα ίσως και για το αποτέλεσμα ολόκληρης της μέρας ή ακόμα κι ολόκληρης της εξέγερσης».
Έγινε μεγάλη προσπάθεια από τους υποστηριχτές της «αυτονομίας» και του «αυθορμητισμού» των κινημάτων για να αποδειχθεί ότι η επανάσταση του Φλεβάρη ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα των «στοιχειακών» ή «μοριακών» δυνάμεων της κοινωνίας. Αυτό όμως είναι μόνο η μισή αλήθεια. Σε αντίθεση με τα χαοτικά φυσικά φαινόμενα, τα κοινωνικά φαινόμενα συντελούνται από συνειδητά υποκείμενα, που δεν γεννήθηκαν χθες αλλά κουβαλάνε πίσω τους μια ιστορία, δηλαδή εμπειρία και εκπαίδευση. Όταν αυτά τα στοιχεία λείπουν, είναι αναπόφευκτο «η ενέργεια των μαζών να διασκορπιστεί όπως ο ατμός που δεν είναι κλεισμένος μέσα σ’ έναν κύλινδρο με έμβολο». Οι «χρωματιστές» επαναστάσεις και η «Άνοιξη» των αραβικών χωρών μας πρόσφεραν δυστυχώς μια ακόμα απόδειξη επ’ αυτού τα τελευταία χρόνια: επειδή έλειπε ο «υποκειμενικός παράγοντας» δηλαδή πολιτικοί και συνδικαλιστικοί φορείς των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων που να δώσουν συνέχεια και να ολοκληρώσουν μια επαναστατική διαδικασία, η εξέγερση των λαϊκών στρωμάτων είτε έμεινε στη μέση του δρόμου είτε οδήγησε σε τραγωδίες, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις το τα παραδείγματα της Λιβύης και της Συρίας.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι κανένα κόμμα δεν «διεύθυνε» άμεσα τα γεγονότα του Φλεβάρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα κι οι μπολσεβίκοι κάλεσαν σε γενική απεργία στις 25, όταν ήδη η εξέγερση είχε μετατραπεί σε ένοπλη επανάσταση. Όμως «η εργατική σκέψη είχε γονιμοποιηθεί σε πλατιά κλίμακα από τις μεθόδους του μαρξισμού και τρεφόταν με τη ζωντανή εμπειρία των μαζών», κυρίως με την παράδοση του 1905.
«Στους φαντασμένους πολιτικούς του φιλελευθερισμού και του εξημερωμένου σοσιαλισμού, κάθε τι που γίνεται στις μάζες παρουσιάζεται συνήθως σαν κάτι το ενστικτώδες, λες κι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια μυρμηγκοφωλιά ή σε κυψέλη. Στην πραγματικότητα, η σκέψη που κυρίευε την εργατική μάζα ήταν πολύ πιο τολμηρή, διαπεραστική και συνειδητή απ’ τις ιδεούλες με τις οποίες περνούσαν τον καιρό τους οι “μορφωμένες” τάξεις».
«Έτσι, στο ερώτημα ποιος λοιπόν κατεύθυνε την Επανάσταση του Φλεβάρη; μπορούμε να απαντήσουμε μ’ όλη την ποθητή καθαρότητα: εργάτες συνειδητοί και ψυχωμένοι, που διαπαιδαγωγήθηκαν στο κομματικό σχολείο του Λένιν. Μα πρέπει να προσθέσουμε πως εκείνη η διεύθυνση, όσο κι αν έφτανε για να εξασφαλίσει τη νίκη της εξέγερσης, δεν ήταν σε θέση απ’ την αρχή να αποθέσει τη νίκη της στα χέρια της εργατικής πρωτοπορίας».
Έτσι, φτάνουμε στο βασικό παράδοξο της επανάστασης του Φλεβάρη: Τη δυαδική εξουσία.
Η δυαδική εξουσία
Στις 28 του Φλεβάρη όλα είχαν τελειώσει. Ο Τσάρος δεν είχε συλληφθεί ακόμη, αλλά βρισκόταν ουσιαστικά υπό περιορισμό, με την έννοια ότι του ήταν αδύνατο να προσεγγίσει την πρωτεύουσα. Οι δυνάμεις της επανάστασης είχαν συγκροτηθεί στο Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων, που στις 9 το βράδυ της προηγούμενης μέρας ξεκίνησε την παρθενική του συνεδρίαση. Ο πρόεδρος της Δούμας, Ροντζιάνκο, στο άκουσμα της είδησης ότι η προηγούμενη κυβέρνηση δεν υπήρχε πια «έπεσε βαρύς στην πολυθρόνα του και σκέπασε το πρόσωπό του και με τα δυο του χέρια …Θεέ μου, τι φρίκη! Δεν έχουμε πια εξουσία!… Η αναρχία! Το αίμα!… Κι άρχισε να σιγοκλαίει. Καθώς διαλυόταν το γέρικο φάντασμα της τσαρικής εξουσίας, ο Ροντζιάνκο ένιωθε δυστυχισμένος, εγκαταλειμμένος, ορφανός. Πόσο μακριά ήταν ‘κείνη την ώρα από τη σκέψη πως την άλλη μέρα θα ‘πρεπε να τεθεί επικεφαλής της επανάστασης!»
Μια νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε σύντομα, αλλά στα μάτια και τα μυαλά των εξεγερμένων δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος είχε πραγματικά την εξουσία:
«Ο λαός έχει εμπιστοσύνη στο Σοβιέτ και ο λαός είναι οπλισμένος, που πάει να πει ότι το Σοβιέτ είναι κυβέρνηση. Έτσι το ‘βλεπαν οι άνθρωποι – και δεν είχαν μήπως δίκιο;»
Ποιοι όμως αποτέλεσαν το Σοβιέτ; Όσο τα γεγονότα εξελίσσονται στο δρόμο, κάτω από τα πυρά του εχθρού, κυριαρχεί η πιο δραστήρια και μαχητική μειοψηφία, που αντλεί τη δύναμή της από την υποστήριξη ή έστω τη συμπάθεια της πλειοψηφίας. Μα τα πράγματα αλλάζουν με τη νίκη.
Είναι χαρακτηριστικές οι διηγήσεις που αναφέρουν ότι, το βράδυ της 27, τα μαχόμενα τμήματα δεν έδειξαν καμιά βιασύνη να σπεύσουν στο ανάκτορο της Ταυρίδας όπου άρχισε να μορφοποιείται η σοβιετική εξουσία και να διεκδικήσουν έτσι θέσεις κλπ. Εξακολουθούσαν να παραμένουν στους δρόμους, στις συνοικίες, να αφοπλίζουν αστυνομικούς και να οργανώνουν το πλήθος.
Οι επαναστάσεις, όσο μαζικές κι αποφασιστικές κι αν είναι, γίνονται πάντα από μια μειοψηφία, σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού. Όμως στις εκλογές για τα όργανα και τους θεσμούς της νικηφόρας επανάστασης συρρέουν άπειρα πιο πλατιές μάζες, που δεν καταλάβαιναν σε τι διαφέρουν οι μπολσεβίκοι από τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα. Αυτό είναι αλήθεια τόσο για τους εργάτες, όσο, κυρίως, για τους στρατιώτες που δίνανε την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτούς που στα λόγια τάσσονταν ενάντια στους μοναρχικούς αξιωματικούς και την αστική τάξη και ξέρανε να το διαλαλούν καλύτερα. Στην ΕΕ του Σοβιέτ που δημιουργήθηκε, συμμετείχαν μόλις δυο μπολσεβίκοι, όπως κι από δύο εκπρόσωποι των άλλων σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά τα τελευταία είχαν τη συντριπτική πλειοψηφία, αφού όλοι τους οι εκπρόσωποι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν τοποθετηθεί σ’ αυτή.
Από την πρώτη στιγμή όμως,
«Ωστόσο η μόνη έγνοια των σοσιαλιστών που βρέθηκαν τόσο εύκολα επικεφαλής των Σοβιέτ ήταν να μάθουν αν η αστική τάξη, πολιτικά απομονωμένη, μισητή στις μάζες, ολότελα εχθρική προς την επανάσταση, θα στέρξει να παραλάβει την εξουσία από τα χέρια τους. Μα καθώς οι αστοί δεν πρόκειται ν’ απαρνηθούν το πρόγραμμά τους, πρέπει εμείς, οι “σοσιαλιστές”, να παραιτηθούμε απ’ το δικό μας: να μη μιλάμε για τη μοναρχία, τον πόλεμο, το αγροτικό ζήτημα. …Πώς εξηγούσαν οι συμφιλιωτές τη στάση τους; Είχαν πρώτα πρώτα ένα δογματικό επιχείρημα: μια και η επανάσταση είναι αστική, οι σοσιαλιστές δεν πρέπει να εκτεθούν παίρνοντας την εξουσία – ας αναλάβουν οι αστοί τις ευθύνες τους! Αυτό φαινόταν πολύ αδιάλλακτο, μα στην πραγματικότητα κάτω απ’ αυτή την “αδιαλλαξία” κρυβόταν η υποταγή τους απέναντι στη δύναμη του πλούτου, της μόρφωσης, της υπεροπτικής συμπεριφοράς. Οι μικροαστοί αναγνωρίζανε στην Αστική Τάξη κάτι σαν πρωταρχικό δικαίωμα στην εξουσία, ανεξάρτητα από τις σχέσεις των δυνάμεων.»
«Και η δύναμη της ιδιοκτησίας; αντιλέγανε. Όμως η ιδιοκτησία είναι μια σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους. Αντιπροσωπεύει μια τεράστια δύναμη όσο έχει μαζί της τη γενική αναγνώριση που στηρίζεται πάνω σ’ ένα σύστημα καταναγκασμού που ονομάζεται Δίκαιο και Κράτος. Μα ίσα ίσα τα πράγματα βρισκόντουσαν σε τούτο, ότι το παλιό κράτος είχε καταρρεύσει και σ’ ολόκληρο το παλιό δίκαιο οι μάζες είχαν βάλει ένα μεγάλο ερωτηματικό.»
Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί μια πιο εξοργιστική εξέλιξη. Ενώ η κυριαρχία του Σοβιέτ ήταν απόλυτη, αυτό επέμενε με μανία να αποποιηθεί την εξουσία του. Ο Ροντζιάνκο δεν τολμούσε να πάει στο τηλεγραφείο και ζητούσε συνοδεία και γραπτή άδεια απ’ το Σοβιέτ. Κι οι ηγέτες του Σοβιέτ τον εκλιπαρούσαν να πάρει την εξουσία, με μόνο αντάλλαγμα να μη τους συλλάβει για προπαγανδιστική δράση!
Αυτό το απόλυτα κυρίαρχο Σοβιέτ, έδωσε την έγκρισή του λοιπόν στη δημιουργία μιας κυβέρνησης που μόνο σαν ιστορική φάρσα μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε, αν αναλογιστούμε πως ήρθε να δρέψει τους καρπούς της επανάστασης που είχε μόλις θριαμβεύσει.
Αρχηγός της και πρωθυπουργός ορίστηκε ο Πρίγκιπας Λβοφ. Και μόνο ο τίτλος του, σε μια κυβέρνηση που ήρθε ν’ αντικαταστήσει τη Μοναρχία, είναι νομίζω αρκετός…
Πρώτο βιολί της και Υπ. Εξωτερικών ανέλαβε ο Πάβελ Μιλιούκοφ, ο οποίος ήταν, ας πούμε, ο Μητσοτάκης της εποχής (όχι ο Κυριάκος). Υπουργοί ως επί το πλείστον μεγαλογαιοκτήμονες και βιομήχανοι. Αυτοί επρόκειτο ν’ ασχοληθούν με τις διεκδικήσεις της νικηφόρας επανάστασης, την αναδιανομή της γης, τις εργατικές ελευθερίες κλπ…. Κι ανάμεσά τους ο Κερένσκι, ο μόνος «σοσιαλιστής» υπουργός, τόσο σοσιαλιστής που κατάφερε να συνδέσει το όνομά του με την αντεπανάσταση στους μήνες που ακολούθησαν.
Όμως, μήπως αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι οι μάζες έκαναν μεν την επανάσταση, έδιωξαν τον Τσάρο, αλλά από δω και πέρα το μόνο που ζητούσαν ήταν κάποιες στοιχειώδεις ελευθερίες και τίποτα άλλο;
Την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα τη δίνει η πρώτη επίσημη κίνηση του Σοβιέτ, το περίφημο «Διάταγμα νο 1».
Αξίζει να το δούμε αναλυτικά, καθώς με τα λόγια του Τρότσκι, έστω με μια μικρή δόση υπερβολής, ήταν το μόνο άξιο λόγου ντοκουμέντο του Φλεβάρη:
- Να εκλεγούν αμέσως επιτροπές σε κάθε στρατιωτική και ναυτική μονάδα
- Ένας αντιπρόσωπος από κάθε λόχο θα εκλεγεί στο Σοβιέτ της Πετρούπολης
- Οι στρατιωτικές δυνάμεις υποτάσσονται στο Σοβιέτ της Πετρούπολης για κάθε πολιτική τους δράση
- Οι διαταγές του στρατιωτικού τμήματος της Δούμας θα ακολουθούνται ΜΟΝΟ εφ’ όσον δεν αντικρούονται από τις διαταγές του Σοβιέτ.
- Όλα τα όπλα περνάνε κάτω απ’ τον έλεγχο των στρατιωτικών επιτροπών των μονάδων και δεν παραδίδονται στους αξιωματικούς για κανένα λόγο.
- Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, οι στρατιώτες οφείλουν να δέχονται τη στρατιωτική πειθαρχία. Εκτός υπηρεσίας, έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους πολίτες και ο στρατιωτικός χαιρετισμός εκτός υπηρεσίας καταργείται.
- Οι τίτλοι των αξιωματικών καταργούνται.
- Απαγορεύεται η προσβλητική προσφώνηση προς τους στρατιώτες απ’ τους αξιωματικούς.
Πόσο «μετριοπαθείς» μοιάζουν όλες οι παραπάνω αποφάσεις, σε μια χώρα που βρίσκεται – μην το ξεχνάμε – σε πόλεμο και εχθρικά στρατεύματα προελαύνουν στο έδαφός της;
Ένα περιστατικό που επίσης απαντάει στο πιο πάνω ερώτημα, συνέβη λίγες μόνο μέρες μετά την επικράτηση της επανάστασης. Οι εργάτες, σαν πρώτο και μη συζητήσιμο μέτρο, απαιτούσαν το 8ωρο. Οι ηγέτες του Σοβιέτ δεν ήθελαν ν ακούσουν κάτι τέτοιο, «δεν ήταν ακόμα καιρός για τόσο ακραίες διεκδικήσεις».
Όμως οι εργοστασιακές επιτροπές δεν καθόντουσαν με σταυρωμένα χέρια και το απαιτούσαν απ’ τους βιομήχανους, το επέβαλαν μάλιστα, απλώς παρατώντας τη δουλειά τους μόλις συμπλήρωναν τις 8 ώρες εργασίας. Τη μέρα που η εφημερίδα του Σοβιέτ εξηγούσε γιατί δεν έπρεπε να ζητούν τέτοια πράγματα κι ότι αυτό θα διατάρασσε τις σχέσεις με τους αστούς και θα έβαζε σε κίνδυνο την επανάσταση, οι ίδιοι οι Αστοί – που ήταν λιγότερο τυφλοί μπροστά στην καινούρια κατάσταση – αναγκάζονταν να το παραχωρήσουν επίσημα…
Η παραχώρηση της «επίσημης» εξουσίας στους αστούς δεν ήταν -εννοείται- απόλυτη. Αλλιώς δεν θα υπήρχε καμιά διαρχία. Ανεξάρτητα από τα εξωτερικά σύμβολα, η εξουσία είναι αποτέλεσμα της σχέσης των δυνάμεων και αυτή η σχέση είχε ριζικά ανατραπεί με την επανάσταση.
«Την άλλη μέρα απ’ το σχηματισμό της φιλελεύθερης κυβέρνησης, οι αστοί ένιωσαν πως όχι μόνο δεν είχαν κατακτήσει την εξουσία, μα και την είχαν χάσει… ο τσαρισμός εγγυόταν στους ιδιοκτήτες τα εργοστάσια τους, τη γη τους, τις τράπεζές τους, τα ακίνητά τους, τις εφημερίδες τους… Η επανάσταση του Φλεβάρη είχε αλλάξει την κατάσταση σε δυο αντίθετες κατευθύνσεις: εμπιστεύθηκε επίσημα στην αστική τάξη τα εξωτερικά σύμβολα της εξουσίας, μα, ταυτόχρονα, της αφαίρεσε τη μερίδα της πραγματικής δύναμης που διέθετε πριν την επανάσταση.»
Όταν τους επόμενους μήνες αποκαλύφθηκε η πλήρης αδυναμία των αστών να λύσουν οποιοδήποτε ζήτημα, η «αδιαλλαξία» των μετριοπαθών σοσιαλιστών κάμφθηκε και μπήκαν στην κυβέρνηση. Και πάλι όμως, όχι για να προωθήσουν το δικό τους πρόγραμμα, αλλά για να σώσουν την αστική τάξη από την καταστροφή. Οι επόμενοι οχτώ μήνες, μέχρι τον Οκτώβρη, θα κυλούσαν σταθερά πάνω σ’ αυτό το μοτίβο.
Ανακατατάξεις μέσα στις μάζες
Αυτή ήταν με δυο λόγια η «δυαδική εξουσία»:
«Το Σοβιέτ ήταν το όργανο των εργατών και των στρατιωτών, δηλαδή των χωρικών. Η Προσωρινή Κυβέρνηση ήταν το όργανο της αστικής τάξης… Έτσι, στη χώρα υπήρχαν δυο ασυμβίβαστες κρατικές οργανώσεις: μια ιεραρχία από παλιούς και καινούριους κρατικούς λειτουργούς, που διορίζονταν από τα πάνω και είχαν επικεφαλής τους την προσωρινή κυβέρνηση κι ένα σύστημα από εκλεγμένα σοβιέτ που οι διακλαδώσεις τους έφταναν ως τον πιο απομακρυσμένο λόχο του μετώπου. Αυτά τα δυο κυβερνητικά συστήματα στηριζόντουσαν πάνω σε διαφορετικές τάξεις που δεν είχαν λύσει ακόμα τους ιστορικούς τους λογαριασμούς.»
Η ανημποριά της κυβέρνησης και των μετριοπαθών σοσιαλιστών που την στήριζαν προερχόταν από την πλήρη διάσταση ανάμεσα στην ατζέντα τους και τις διαθέσεις των μαζών. Το κομβικό σημείο αυτής της ατζέντας ήταν ο πόλεμος. Οι αστοί εξακολουθούσαν να ελπίζουν στη νίκη, δηλαδή στο μελλοντικό πλιάτσικο, καθώς μάλιστα εκείνες ακριβώς τις μέρες έμπαιναν στον πόλεμο και οι ΗΠΑ. Δοκίμασαν τα πάντα, το σωβινισμό, τις απειλές, ακόμα και την επίσκεψη στα μέτωπα των φωτισμένων σοσιαλιστών της δυτικής Ευρώπης, που έφταναν στη Ρωσία για να ολοκληρώσουν το έργο που είχαν τόσο καλά επιτελέσει στις χώρες τους, να υποστηρίξουν δηλαδή τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με τα εκατομμύρια των θυμάτων. «Ο πρόεδρος της 2ης Διεθνούς κι ο πρώην επιτελάρχης του τσάρου Νικόλαου βρήκαν έτσι μια κοινή γλώσσα στην πάλη για τα φωτεινά ιδεώδη της δημοκρατίας. Ο Ρενωντέλ, ένας από τους ηγέτες του γαλλικού σοσιαλισμού, μπόρεσε ν’ αναφωνήσει με ανακούφιση: Τώρα μπορούμε να μιλάμε για τον πόλεμο του δικαίου χωρίς να κοκκινίζουμε! Με τρίχρονη καθυστέρηση, η ανθρωπότητα μάθαινε πως κείνοι οι άνθρωποι είχαν κάποιο λόγο για να κοκκινίζουν.»
Έτσι, ενώ στις κορυφές της πολιτικής φαινόταν να έχει δημιουργηθεί μια ισορροπία, έστω και αδιέξοδη, στη βάση της κοινωνίας τα ισοζύγια ήταν εντελώς διαφορετικά. Ο Λένιν ήξερε πολύ καλά τι έλεγε, όταν δήλωνε λίγο μετά την άφιξή του, πως «η χώρα βρίσκεται χίλιες φορές πιο αριστερά από την κυβέρνηση κι εκατό φορές πιο αριστερά από εμάς τους ίδιους. Όποιος ζήσει, θα δει.»
«Αυτό μπορεί να φαινόταν τουλάχιστον αβάσιμο. Γιατί, στο τέλος τέλος οι εργάτες κι οι στρατιώτες υποστήριζαν ακόμα τους συμφιλιωτές και στην πλειονότητά τους ήταν επιφυλακτικοί, ακόμα κι εχθρικοί πολλές φορές απέναντι στους μπολσεβίκους. Μα ο Λένιν έσκαβε βαθύτερα. Τα κοινωνικά ενδιαφέροντα των μαζών, το μίσος κι οι ελπίδες τους αναζητούσαν ακόμα την έκφρασή τους. Η συμφιλίωση ήταν ένας πρώτος σταθμός, μα οι μάζες ήταν άπειρα πιο αριστερά απ’ τους Τσερνόφ και τους Τσερετέλι, (τους ηγέτες δηλαδή του Σοβιέτ). Αυτό που τους έλειπε ήταν η επίγνωση του ριζοσπαστισμού τους.»
Όλη η δουλειά των Μπολσεβίκων λοιπόν, δεν ήταν παρά να βοηθήσουν τις μάζες να αποκτήσουν αυτή την επίγνωση. Οι επόμενοι 8 μήνες αφιερώθηκαν σ’ αυτό. Βέβαια, δεν πρέπει να φανταστούμε ότι αυτή ήταν μια εύκολη και αυτόματη διαδικασία, ακόμα και για τους Μπολσεβίκους. Αντίθετα, τον πρώτο καιρό αυτή η προσέγγιση χάθηκε κι ένα σημαντικό κομμάτι του στελεχιακού δυναμικού του κόμματος στράφηκε επίσης στον πιο εύκολο δρόμο, δηλαδή της προάσπισης «όσων κερδήθηκαν ως τώρα».
Αλλά σταματώ εδώ τα σπόιλερ, γιατί αυτό θα είναι το θέμα που θα μας απασχολήσει τον Απρίλιο.