Του Χρήστου Κεφαλή*
Οι αστικές απόψεις
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε όταν μελετάμε οποιοδήποτε φαινόμενο, του φασισμού συμπεριλαμβανόμενου, είναι να καταλάβουμε το περιεχόμενό του. Να δούμε, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τι ήταν ο φασισμός.
Θα ξεκινήσω από μια λαθεμένη άποψη, που υπόκειται γενικά των αστικών, φιλελεύθερων συντηρητικών προσεγγίσεων του φασισμού. Η άποψη αυτή λέει λίγο πολύ ότι ο φασισμός ήταν κάτι συμπτωματικό. Βρέθηκαν τυχαία μερικοί αδίστακτοι τυχοδιώκτες, καιροσκόποι, καθάρματα, αντιδραστικοί, κ.λπ. Εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις επιδέξια για να φανατίσουν τον κόσμο και άρπαξαν την εξουσία, με τα αποτελέσματα που ξέρουμε.
Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές αυτής της θέσης, μια από τις οποίες είναι η οικεία θεωρία των δύο άκρων. Εκτός από τους φασίστες, υποστηρίζουν οι οπαδοί της, υπήρχαν δυστυχώς και μερικοί άλλοι φανατικοί, ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, που έκαναν την Οκτωβριανή Επανάσταση, προκαλώντας και αυτοί αμέτρητες συμφορές. Ενώ αν δεν είχαν υπάρξει αυτά τα «δυο άκρα», θα γλιτώναμε από όλα τα δεινά του 20ού αιώνα.
Η θεωρία ότι ο φασισμός ήταν κάτι τυχαίο, μια υποκειμενική πρωτοβουλία μερικών κακών, είναι λαθεμένη, όχι όμως γι’ αυτό που λέει αλλά κυρίως γι’ αυτό που κρύβει και δεν εξηγεί. Ο φασισμός ήρθε στο προσκήνιο σε συνθήκες κρίσης και αυτές οι συνθήκες ευνοούν πράγματι κάθε λογής τυχοδιώκτες, όπως ήταν όντως και οι ναζί. Η ιστορία γνωρίζει και άλλα ανάλογα παραδείγματα. Ένα τυπικό ήταν οι τριάκοντα τύραννοι στην Αρχαία Αθήνα, που παρουσιάζουν μάλιστα κάποια αναλογία με το φασισμό, ως οι τυχοδιώκτες αντιδραστικοί εκείνης της εποχής.
Ως εδώ λοιπόν η άποψη περί τυχοδιωκτών που εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις στέκει, με την έννοια ότι έχει ένα μέρος αλήθειας και μπορεί να δώσει μια μερική εξήγηση της ανόδου του φασισμού. Αυτό που δεν εξηγεί είναι η σταθερότητα και η αντοχή που επέδειξε στη συνέχεια ο φασισμός. Οι τριάκοντα τύραννοι κατέρρευσαν με πάταγο μέσα σε λίγους μήνες. Αντίθετα, οι ναζί κόντεψαν να καταλάβουν όλη τη γη.
Επιπλέον, το συμπτωματικό είναι αυτό που συμβαίνει μόνο μια φορά και μπορεί να μη συμβεί και καθόλου. Αν δεχτούμε ότι ο φασισμός ήταν κάτι συμπτωματικό, λέμε ουσιαστικά ότι αν δεν είχαν βρεθεί 2-3 μοχθηροί άνθρωποι, ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς, μπορεί ο φασισμός να μην είχε υπάρξει.
Το φαινόμενο του φασισμού, όμως, επεκτάθηκε στο Μεσοπόλεμο σε αρκετές χώρες. Αρχικά στην Ιταλία, μετά στη Γερμανία, Ισπανία, ακόμη στη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, ως και τη Βραζιλία και την Αργεντινή, όπου είχαμε επίσης ισχυρό φασιστικό κίνημα, επίσης την Ιαπωνία και τέλος, λιγότερο, στην Αγγλία και τη Γαλλία, όπου οι αστικές δημοκρατικές παραδόσεις ήταν πιο ισχυρές. Και σήμερα επίσης παρατηρούμε ότι ο φασισμός είναι διεθνές φαινόμενο. Ισχυρά νεοφασιστικά κόμματα υπάρχουν σε αρκετές χώρες, ιδιαίτερα ευρωπαϊκές, και αν δεν περιλαμβάνονται μερικές από όσες αναφέρθηκαν, έχουν προστεθεί κάποιες άλλες. Ο φασισμός και γενικότερα η ακροδεξιά από τη δεκαετία του 1990 αναπτύσσεται δυναμικά ιδιαίτερα σε χώρες της Δυτικής όσο και της Ανατολικής Ευρώπης, από την Ιταλία και τη Γαλλία ως το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Νορβηγία, με τελευταίο παράδειγμα το σημαντικό ρόλο των φασιστών στα πρόσφατα γεγονότα στην Ουκρανία.
Κάτι που επαναλαμβάνεται πολλές φορές δεν μπορεί να είναι συμπτωματικό, πρέπει να έχει κάποια κοινωνική αιτιολογία. Πρέπει να υπάρχει δηλαδή κάποιος αντικειμενικός παράγοντας που επέτρεψε και επιτρέπει σε αυτούς τους τυχοδιώκτες να φέρουν ιστορικό αποτέλεσμα, σε αντίθεση με άλλους στο παρελθόν που δεν πέτυχαν κάτι ανάλογο.
Η μαρξιστική άποψη
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το φασισμό που επιχειρούν να απαντήσουν ακριβώς σε αυτό το ερώτημα. Θα αναφερθώ στη μαρξιστική θεωρία, την οποία επεξεργάστηκε κυρίως στην περίοδο της ανόδου του Χίτλερ αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Τρότσκι, και επίσης στη δεκαετία του 1920 ο επιφανής Ιταλός μαρξιστής Γκράμσι, ως την πλέον ολοκληρωμένη.
Ο ορισμός του φασισμού από τον Τρότσκι μπορεί να συνοψιστεί σε δυο προτάσεις.
Πρώτο, ο φασισμός είναι ένα κίνημα των αντιδραστικών μικροαστών που καταστρέφονται μαζικά σε συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης.
Και δεύτερο, ο σκοπός αυτού του κινήματος είναι να καταστρέψει τις εργατικές οργανώσεις και να σώσει την αστική τάξη πραγμάτων από την απειλή της κοινωνικής επανάστασης.
«Ο γερμανικός φασισμός», λέει ο Τρότσκι, «όπως και ο ιταλικός, ανέβηκε στην εξουσία πατώντας στη ράχη της μικρομπουρζουαζίας που τη μεταμόρφωσε σε κριό ενάντια στις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Αλλά ο φασισμός στην εξουσία είναι λιγότερο από κάθε τι άλλο κυβέρνηση της μικρομπουρζουαζίας. Αντίθετα είναι η δικτατορία η πιο αλύπητη του μονοπωλιακού κεφαλαίου»
(Λ. Τρότσκι, «Τι είναι ο εθνικοσοσιαλισμός»).
Ο φασισμός είναι έτσι ένα κίνημα στην υπηρεσία του κεφαλαίου που καταφεύγει σε αυτόν όταν δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση με τα συνηθισμένα κοινοβουλευτικά μέσα, επειδή το καπιταλιστικό σύστημα και οι παραδοσιακοί μηχανισμοί του ελέγχου και πειθάρχησης, κράτος, αστυνομία, κ.λπ., έχουν αποδιοργανωθεί λόγω της κρίσης.
Η ισχύς και η αντοχή του φασισμού, καθώς και η μαζική διάδοσή του, εξηγούνται λοιπόν πρώτα και κύρια από την υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου. Βέβαια, το ότι ο φασισμός στηρίζεται σε ένα μαζικό κίνημα των μικροαστών αποτελεί επίσης ουσιαστικό στοιχείο της μαρξιστικής ανάλυσης. Καθεστώτα όπως οι δικτατορίες του Μεταξά και των συνταγματαρχών, παρά τις συνδέσεις και τις σχέσεις τους με το φασισμό, δεν θεωρούνται γενικά στη μαρξιστική φιλολογία φασιστικά, γιατί δεν προήλθαν από ένα τέτοιο κίνημα. Από αυτή την άποψη, οι κλασικές μορφές του φασισμού είναι ο ιταλικός και ο γερμανικός.
Ο ιταλικός φασισμός
Η ιστορική εμπειρία από την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία, επιβεβαιώνει τη στενή σύνδεσή του με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Στην Ιταλία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επικρατεί μεγάλη κοινωνική αναταραχή. Στα 1919-20 έχουμε τη λεγόμενη «Κόκκινη διετία», που φέρνει τη χώρα στα πρόθυρα της κοινωνικής επανάστασης. Δημιουργούνται εργατικά συμβούλια, γίνονται μαζικές απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων, διαδηλώσεις.
Ωστόσο, το κίνημα αρχίζει να υποχωρεί στα 1921 και τότε εμφανίζεται ο ιταλικός φασισμός με επικεφαλής τον Μουσολίνι. Στην αρχή ρίχνει δημαγωγικά συνθήματα, όπως η κατάργηση της βασιλείας και της στρατιωτικής θητείας, ελευθερία του Τύπου, μοίρασμα των κερδών κ.λπ. Μα ο πραγματικός ρόλος των φασιστών είναι να επιτίθενται με τα παραστρατιωτικά σώματά τους, τους μελανοχίτωνες, σε συγκεντρώσεις και γραφεία συνδικάτων, δολοφονώντας εργάτες, ασκώντας τρομοκρατία στην ύπαιθρο, κοκ.
Στις εκλογές του Μάη 1920 οι φασίστες συνεργάζονται με τον φιλελεύθερο Τζιολίτι και ο Μουσολίνι και ένας άλλος φασίστας εκλέγονται βουλευτές. Ενάμιση χρόνο μετά, τον Οκτώβρη του 1922, οργανώνουν την πορεία στη Ρώμη και ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ ο ΙΙΙ απομακρύνει τον τότε πρωθυπουργό Φάκτα και αναθέτει στον Μουσολίνι το σχηματισμό κυβέρνησης. Στη συνέχεια η δημοκρατία καταλύεται βαθμιαία ως το 1925-26, χωρίς οι φασίστες να εκπληρώσουν ούτε μια από τις υποσχέσεις τους.
Είναι σημαντικό ότι η άνοδος του Μουσολίνι στην εξουσία το 1922 και η εδραίωσή του γίνεται με τις ευλογίες του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της Ιταλίας: τον στηρίζουν παλάτι, στρατός, βιομήχανοι, φιλελεύθερες αστικές δυνάμεις που είχαν ως τότε την εξουσία. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το λήμμα για τον Μουσολίνι στη Wikipedia:
«Στις 28 Οκτώβρη [1922] ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ, που είχε την εκτελεστική και στρατιωτική εξουσία, αρνήθηκε το αίτημα του Φάκτα να κηρυχτεί στρατιωτικός νόμος, το οποίο οδήγησε στην παραίτηση του Φάκτα. Ο βασιλιάς παρέδωσε τότε την εξουσία στον Μουσολίνι, καλώντας τον να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση. Ο Μουσολίνι υποστηρίχθηκε από το στρατό, την επιχειρηματική τάξη και τη φιλελεύθερη δεξιά».
Έχουμε έτσι μια επιβεβαίωση της μαρξιστικής άποψης ότι η κύρια ισχύς του φασισμού απορρέει από την υποστήριξή του από το μεγάλο κεφάλαιο και από σημαντικές μερίδες του αστικού κατεστημένου. Υπέρ αυτού του γεγονότος μαρτυρούν και οι εξαιρετικά θετικές κρίσεις που θα εκφράσουν πολλοί αστοί παράγοντες άλλων χωρών στα επόμενα χρόνια για τον Μουσολίνι, ως αναμορφωτή της Ιταλίας κοκ.
Ο ναζισμός
Στη Γερμανία οι ναζί εμφανίζονται ήδη από τα 1920 και το 1924, στο αποκορύφωμα της τότε οικονομικής κρίσης, παίρνουν στις εκλογές 6,5%. Ωστόσο, στη συνέχεια η κρίση υποχωρεί και πέφτουν κάτω από το 3%.
Τα πράγματα αλλάζουν δραματικά όταν ξεσπά η νέα μεγάλη οικονομική κρίση του 1929, οπότε ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται σε 3 εκατομμύρια και το 1932 σε 6 εκατομμύρια. Στις εκλογές του Σεπτέμβρη 1930 οι ναζί εκτινάσσονται στο 18,2% και το 1932-33 ξεπερνούν το 30%. Ο Χίτλερ κερδίζει την υποστήριξη των Γερμανών βιομηχάνων, Κρουπ, κ.ά., που τον χρηματοδοτούν αδρά, ενώ και τα αριστερά κόμματα, οι σοσιαλδημοκράτες και οι κομμουνιστές αρνούνται να συνεργαστούν για να αγωνιστούν εναντίον του. Τελικά, τον Ιανουάριο του 1933, ο Πρόεδρος Χίντεμπουργκ αναθέτει την καγκελαρία στον Χίτλερ και τα άλλα δεξιά αστικά κόμματα, οι εθνικιστές του Χούγκενμπεργκ και το Κέντρο υπό τον Φον Πάπεν, που είχε προηγούμενα αντικαταστήσει τον Μπρίνινγκ ως καγκελάριος για λίγους μήνες το 1932, συνεργάζονται μαζί του, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση. Μετά την προβοκάτσια της πυρπόλησης του Ράιχσταγκ (το γερμανικό κοινοβούλιο) που αποδίδεται στους κομμουνιστές, θα ακολουθήσει η κατάλυση της δημοκρατίας και ο εξοπλισμός της Γερμανίας, που οδηγεί στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και η άνοδος των ναζί στην εξουσία γίνεται με ενεργό υποστήριξη του γερμανικού κατεστημένου, μετά από έκκληση μάλιστα μιας σημαντικής μερίδας εκπροσώπων του στον στρατοκράτη και αντιδραστικό πρόεδρο Χίντεμπουργκ να του παραδοθεί η εξουσία. Να πάλι ένα σχετικό απόσπασμα από το άρθρο για τον Χίτλερ στη Wikipedia:
«Η απουσία σταθερής κυβέρνησης παρακινεί δυο πολιτικούς με επιρροή, τον Φραντς φον Πάπεν και τον Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ, μαζί με αρκετούς άλλους βιομήχανους και επιχειρηματίες, να γράψουν ένα γράμμα στον Χίντενμπουργκ. Οι υπογράφοντες παρακινούν τον Χίντενμπουργκ να ορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης “ανεξάρτητης από τα κοινοβουλευτικά κόμματα”, που θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα κίνημα που θα “γοήτευε εκατομμύρια λαού”».
Και εδώ, λοιπόν, η άνοδος και η εδραίωση του ναζισμού στην εξουσία συνδέεται στενά με την υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου. Αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζεται σήμερα από τους σοβαρούς ερευνητές και πολύ περισσότερα στοιχεία για τις σχέσεις των ναζί με Γερμανούς μεγιστάνες της βιομηχανίας, τραπεζίτες, συγκροτήματα του Τύπου, κ.λπ., θα βρεθούν στη φιλολογία για το φασισμό.
Τα λάθη του ΚΚ Γερμανίας και η κριτική του Τρότσκι
Ενώ ο Χίτλερ είναι προϊόν του καπιταλισμού, σημαντικό ρόλο στην επικράτησή του παίζει η λαθεμένη τακτική του κομμουνιστικού κινήματος, στο εσωτερικό του οποίου στο μεταξύ έχει επικρατήσει ο Στάλιν. Οι σταλινικοί ηγέτες, ο ίδιος ο Στάλιν και ο Τέλμαν στη Γερμανία, ερμηνεύουν την κρίση του 1929 ως απόδειξη ότι η επανάσταση πλησιάζει και προκρίνουν την υπεραριστερή γραμμή του «σοσιαλφασισμού». Σύμφωνα με αυτή οι σοσιαλδημοκράτες είναι δίδυμα αδέλφια των ναζί που ενεργούν ως κύριο εμπόδιο στην επανάσταση και γι’ αυτό το κύριο μέτωπο πρέπει να στραφεί εναντίον τους, ώστε να κατατροπωθούν και να ανοίξει ο δρόμος για την επανάσταση. Αντίθετα, ο Χίτλερ –έλεγε το ΚΚ Γερμανίας– δεν ήταν και τόσο επικίνδυνος, θα χρεοκοπούσε γρήγορα όταν γινόταν κυβέρνηση, και μετά τον Χίτλερ θα έρχονταν οι κομμουνιστές. «Μετά τον Χίτλερ εμείς», ήταν ένα τυπικό σλόγκαν του ΚΚ της Γερμανίας εκείνη την περίοδο.
Όταν όμως ο Χίτλερ θα ανέβει στην εξουσία, οι κομμουνιστές θα βρεθούν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, από τα οποία λίγοι θα βγουν ζωντανοί.
Ο Τρότσκι, σε μια σειρά άρθρα και βιβλία του στα 1930-33, Και Τώρα, Ο Μόνος Δρόμος, κ.λπ., αντικρούει αυτή την πολιτική. Δείχνει ότι η άμεση συνέπεια της κρίσης δεν ήταν η προσέγγιση της επανάστασης, αλλά η ισχυρή επίθεση της αντίδρασης στα δικαιώματα των εργαζομένων, της οποίας κύριο όχημα ήταν ο φασισμός, που αν ερχόταν στην εξουσία θα τα ξεθεμελίωνε πλήρως.
Και δείχνει επίσης ότι ο μόνος δρόμος για να αποφευχθεί η επικράτηση των ναζί ήταν μια συνεργασία, ένα ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο, μεταξύ σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Η δε αποφυγή αυτού του μετώπου και η στροφή των πυρών ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία από το ΚΚ της Γερμανίας δεν ήταν επαναστατική πολιτική, αλλά η άλλη όψη της δειλίας των γραφειοκρατών του ΚΚ να αγωνιστούν πραγματικά ενάντια στον Χίτλερ.
Ωστόσο, οι διορατικές προειδοποιήσεις του Τρότσκι δεν εισακούονται και οι ναζί επικρατούν ουσιαστικά χωρίς μάχη.
Φασισμός και αστική ιδεολογία
Ένα άλλο σημείο που δείχνει το ρόλο του φασισμού στο πλευρό του κεφαλαίου είναι η στενή σχέση της φασιστικής ιδεολογίας με την αντιδραστική αστική ιδεολογία. Ενώ στην εποχή της ανόδου της, όταν πολεμούσε τους φεουδάρχες και τους βασιλιάδες, η αστική τάξη υποστήριζε την πρόοδο, τη δημοκρατία και το διαφωτισμό, από το 1850, όταν εδραιώνεται στην εξουσία οι εκπρόσωποί της στρέφονται σε αντιδραστικές ιδέες. Αυτή η διαδικασία περνά από διάφορα στάδια, με αποφασιστικό σταθμό το έργο του Νίτσε.
Ο Νίτσε εισάγει μια σειρά μοτίβα που θα εγκολπωθούν στη συνέχεια οι ναζί: ο ανορθολογισμός, η αποθέωση της παρακμής και του μηδενισμού, η εξύμνηση του πολέμου και της βίας, η έννοια της φυλετικής υπεροχής, η λυσσασμένη πάλη ενάντια στο σοσιαλισμό και την πρόοδο, που αναγορεύει σε συνώνυμα της ισοπέδωσης και της ασθένειας.
Ο Νίτσε ερμηνεύει την ιστορία ως μια σύγκρουση φυλών κυρίων και φυλών δούλων, οι κύριοι όντας οι φύσει ανώτεροι και ισχυροί, που δικαιωματικά κυριαρχούν στην κοινωνία, και οι δούλοι οι φύσει κατώτεροι, προορισμένοι να κυριαρχούνται. Αλλά οι δούλοι διακρίνονται από μοχθηρία, τη μνησικακία των δούλων όπως λέει, και υποβλέπουν την ανωτερότητα των κυρίων, επειδή δε είναι και πιο πονηροί, κατορθώνουν να υπερισχύουν. Η φιλοσοφία του Σωκράτη και του Πλάτωνα, ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο μωαμεθανισμός, ο διαφωτισμός και η δημοκρατία απορρίπτονται από τον Νίτσε ως κινήματα της μνησικακίας των δούλων, που προετοιμάζουν το σύγχρονο σοσιαλισμό. Γι’ αυτό, οι κύριοι θα πρέπει να αντιδράσουν στην αμφισβήτηση της υπεροχής τους, μη διστάζοντας μπροστά σε καμιά σκληρότητα. Ουσιαστικά, οι ιδέες αυτές του Νίτσε εξαγνίζουν την οπτική των παρασιτικών αστών διανοούμενων, που αξιώνουν να είναι «εκ φύσης» ανώτεροι όλων, επειδή ακριβώς δεν έχουν να επιδείξουν τίποτα το θετικό.
Αυτές τις ιδέες, που ο Νίτσε τις ντύνει με διάφορες μυθολογικές κατασκευές, όπως ο υπεράνθρωπος, ο διονυσιασμός και η αιώνια επιστροφή, τις ξεκαθαρίζουν στη συνέχεια οι ιδεολόγοι των ναζί, ο Τσάμπερλεν, ο Ρόζενμπεργκ, κ.ά., και τις αναπτύσσουν σε μια συνεπή φυλετική αντίληψη, τη λεγόμενη Volkische Weltanschauung (λαϊκιστική κοσμοαντίληψη, το Volk, εδώ έχει την έννοια του φυλετικά καθαρού λαού).
Οι ναζί επιδίδονται βέβαια σε σοσιαλιστική δημαγωγία και ονομάζουν το κόμμα τους εργατικό και εθνικοσοσιαλιστικό. Όπως εξηγεί όμως ο Χίτλερ στο Ο Αγών μου, αυτό γίνεται για λόγους προπαγάνδας, ώστε να τραβήξουν την προσοχή και την υποστήριξη των μαζών. Ο Χίτλερ εκφράζει εκεί ρητά την περιφρόνηση των ναζί προς τις μάζες, την προσήλωσή τους στην αρχή της ιεραρχίας και της ιδιοκτησίας και αναγνωρίζει ως κύριο εχθρό τους το μαρξισμό. Το ότι οι ναζί στρέφονται ενάντια στους Εβραίους, επινόηση των οποίων θεωρούν και το «μαρξιστικό δηλητήριο», εξηγείται κυρίως από το σκοπό τους να λεηλατήσουν τις εβραϊκές περιουσίες, αν και παίζουν ρόλο και ιδεολογικοί λόγοι, η δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων, η φανάτιση της μάζας, κοκ.
Βέβαια, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός έχουν κεντρική θέση μόνο στο ναζισμό. Αυτό συνδέεται στενά με το γεγονός ότι βασιζόμενος σε μια πολύ ισχυρή και προηγμένη οικονομία, είχε τους υλικούς όρους για να φανατίσει τις μάζες. Ο ιταλικός φασισμός, αντίθετα, βασίστηκε σε πιο παραδοσιακές αστικές ιδέες, εθνικιστικού και μιλιταριστικού τύπου.
Είναι αλήθεια ότι ο Χίτλερ κριτικάρει σε κάποια σημεία και τους καπιταλιστές και τα παραδοσιακά αστικά κόμματα της εποχής του. Όμως πρόκειται για αποφασιστικά αντιδραστικές κριτικές από τα δεξιά. Αυτό που καταλογίζει ο Χίτλερ στους παραδοσιακούς αστούς είναι ότι ήταν πολύ μαλθακοί και αναποτελεσματικοί στον αγώνα ενάντια στον κομμουνισμό, μια κριτική που με το δικό του φιλοσοφικό τρόπο είχε ασκήσει και ο Νίτσε. Ουσιαστικά λέει, έτσι, στο μεγάλο κεφάλαιο, ότι οι άλλες αστικές δυνάμεις δεν μπορούσαν να κάνουν τη δουλειά του και ότι αν ήθελαν να σώσουν το σύστημά τους έπρεπε να στηριχτούν στους ναζί.
Οι αξιώσεις των φασιστών ότι αποτελούν μια «αντισυστημική» δύναμη και οι αντικαπιταλιστικές ρητορείες τους, στις οποίες επιδίδεται και η Χρυσή Αυγή, είναι έτσι απάτη και δημαγωγία. Αυτό για το οποίο πραγματικά «αγωνίζονται» οι φασίστες, δεν είναι να ανατρέψουν το σύστημα, αλλά να παραμερίσουν τις άλλες αστικές δυνάμεις και να πάρουν τη θέση τους ως υπερασπιστές του συστήματος ενάντια στο εργατικό κίνημα. Είναι άλλωστε αποκαλυπτικό ότι οι λεγόμενοι «αριστεροί ναζί», που πρόβαλαν ορισμένες δήθεν ριζοσπαστικές κοινωνικές διεκδικήσεις και τους ανεχόταν ο Χίτλερ πριν πάρει την εξουσία επειδή βοηθούσαν στο να παραπλανούνται τα εξαθλιωμένα λαϊκά στρώματα, θα εκκαθαριστούν στη λεγόμενη «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», τον Ιούνιο του 1934.
Φασισμός και νεοφασισμός
Στον επίλογο, δυο λόγια για ένα κρίσιμο ερώτημα: ο σύγχρονος φασισμός συμπίπτει με τον φασισμό του παρελθόντος ή είναι κάτι διαφορετικό, που μπορεί να εξελιχθεί αλλιώς και να μην έχει τις ολέθριες συνέπειες που είχε η επικράτηση του φασισμού στο παρελθόν;
Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν βέβαια επιμέρους διαφορές, που συνδέονται με τη διαφορά των ιστορικών συνθηκών. Για παράδειγμα, ενώ οι ναζί στρέφονταν ενάντια στους Εβραίους, ο σύγχρονος φασισμός θέτει κυρίως στο στόχαστρό του τους μετανάστες και το Ισλάμ. Στα κύρια γνωρίσματά του όμως ο νεοφασισμός συμπίπτει πλήρως με τον κλασικό φασισμό και ναζισμό του παρελθόντος. Αναφέρω ενδεικτικά 2-3 βασικά σημεία.
Πρώτο, ο σύγχρονος φασισμός προκαλείται από τις ίδιες αιτίες που προκάλεσαν το φασισμό στο Μεσοπόλεμο. Όπως τότε υπήρχε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, την οποία οι τότε κρατούντες αντιμετώπιζαν με μέτρα λιτότητας –ιδιαίτερα χαρακτηριστική από αυτή την άποψη ήταν η πολιτική της κυβέρνησης του Μπρίνινγκ στη Γερμανία– το ίδιο ακριβώς γίνεται και σήμερα με την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 και τις πολιτικές που εφαρμόζονται.
Δεύτερο, η ιδεολογία του φασισμού σήμερα περιλαμβάνει τα ίδια ακριβώς συστατικά με την κλασική φασιστική ιδεολογία. Δεν πρόκειται μόνο για το ότι οι ηγετικοί παράγοντες της Χρυσής Αυγής έχουν αναφερθεί αναρίθμητες φορές επαινετικά στον Χίτλερ, στην εκκαθάριση των Εβραίων, κ.λπ. Η ιδεολογία τους είναι ένα μείγμα εθνικισμού, ρατσισμού, ανορθολογισμού και σκοταδιστικών προλήψεων μανιχαϊστικού τύπου ακριβώς όπως ήταν και η φασιστική ιδεολογία. Αυτή την ιδεολογία την επεξεργάστηκαν από την περίοδο της ανόδου του Λεπέν στη Γαλλία, διάφοροι αντιδραστικοί ιδεολόγοι, αρκετοί από αυτούς νιτσεϊστές, που αποτελούν το σύγχρονο αντίστοιχο των θεωρητικών του ναζισμού. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι στη Ρωσία ο Ντούγκιν, ο οποίος δεν αλληλογραφεί μόνο με τον Μιχαλολιάκο, αλλά συνδέεται στενά με την τωρινή ελίτ, ιδιαίτερα τον Πούτιν, ενώ τον εκτιμά επίσης πολύ ο ηγέτης του ΚΚ της Ρωσίας, ο Ζιουγκάνοφ, που όπως και ο σταλινισμός στο παρελθόν, επιδίδεται σε σοβινιστικές και εθνικιστικές πρακτικές.
Τρίτο, οι οργανωτικές πρακτικές των νεοναζί, παραστρατιωτικές ομάδες, τραμπουκισμοί, τρομοκρατία, δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων και αθώων, με κλασικό παράδειγμα τον Μπρέιβικ στη Νορβηγία, κ.ά., είναι επίσης ίδιες με το παρελθόν.
Ο κίνδυνος του φασισμού είναι λοιπόν σήμερα πραγματικός όπως στο παρελθόν. Η αστική δημοκρατία έχει υπονομευθεί – είναι χαρακτηριστικό ότι η τακτική που εφαρμόζεται σήμερα στη χώρα μας της διακυβέρνησης με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου είχε εφαρμοστεί στη Γερμανία από την κυβέρνηση του Μπρίνινγκ που κυβερνούσε επίσης μακριά από τη Βουλή με διατάγματα, βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης. Και τα στρώματα που καταστρέφονται, ακριβώς επειδή βρίσκονται σε μια κατάσταση απελπισίας και αναζητούν μια άμεση λύση, υποκύπτουν συχνά εύκολα στη φασιστική δημαγωγία.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν επιτρέπεται καμιά υποτίμηση του νεοφασισμού ούτε αυταπάτες ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα στα πλαίσια της τωρινής κατάστασης, με νομοθετικά μέτρα απαγόρευσης όπως αυτά που παίρνει η κυβέρνηση Σαμαρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στη Γερμανία η κυβέρνηση του Μπρίνινγκ είχε απαγορεύσει προσωρινά τις παραστρατιωτικές ομάδες των ναζί, αλλά αυτό μακροχρόνια δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Όπως δεν έφερε άλλωστε αποτέλεσμα η φυλάκιση του Χίτλερ, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημά του στο Μόναχο το 1923.
Ακριβώς επειδή είναι προϊόν της σήψης του καπιταλισμού, ο φασισμός μπορεί να καταπολεμηθεί πραγματικά μόνο μέσα από μια πολιτική που αμφισβητεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Μια πολιτική που θα προωθεί άμεσα ριζοσπαστικές κοινωνικές αλλαγές, ανοίγοντας τελικά το δρόμο σε μια σοσιαλιστική προοπτική.
_______________
* Το παρόν είναι μια διάλεξη του Χρήστου Κεφαλή στο «Σεμινάριο Ιστορίας για το φαινόμενο του φασισμού-ναζισμού» στις 21/3, Έπαυλη Δροσίνη, Κηφισιά.