Της Σύνταξης του “Ξ”
Πριν από τρία χρόνια, τον Οκτώβρη του 2020, το αντιφασιστικό κίνημα πέτυχε μια από τις μεγαλύτερες νίκες της πρόσφατης ιστορίας του: έστειλε την ηγεσία της Χρυσής Αυγής στη φυλακή και πέτυχε να αναγνωριστεί και επίσημα από τη Δικαιοσύνη αυτό που ο κόσμος των κινημάτων και της Αριστεράς έλεγε εδώ και δεκαετίες: ότι πρόκειται για μια εγκληματική, ναζιστική συμμορία.
Παρά την ανακούφιση και τη χαρά για το αποτέλεσμα της δίκης, το αντιφασιστικό κίνημα εξηγούσε από την πρώτη στιγμή ότι αυτό δεν θα σημάνει αυτόματα το τέλος της Ακροδεξιάς και του νεοφασισμού, ότι ο αντιφασιστικός αγώνας πρέπει να συνεχιστεί, τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και στις πόλεις και τις γειτονιές μας, στα σχολεία, τις σχολές, τους χώρους εργασίας.
Τρία χρόνια μετά, οι διαρκείς προσπάθειες της Χρυσής Αυγής, αλλά και άλλων νεοναζιστικών οργανώσεων να ανακάμψουν, να ξαναβγούν στον δρόμο, να ξαναφτιάξουν τάγματα εφόδου, δείχνουν καθαρά ότι η εκτίμηση αυτή δεν ήταν καθόλου υπερβολική.
Μια σειρά περιστατικά, από τις επιθέσεις στη Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβρη του 2021, μέχρι την πρόσφατη απόπειρα πανευρωπαϊκής φασιστικής συγκέντρωσης την 1η Νοέμβρη στο Νέο Ηράκλειο στην Αθήνα, δείχνουν ότι κάθε άλλο παρά έχουμε τελειώσει με τον κίνδυνο του νεοφασισμού. Αυτό που μέχρι στιγμής αποτρέπει τις προσπάθειές τους να ανασυνταχθούν και τους κρατάει περιορισμένους και απομονωμένους, είναι η εγρήγορση και η δράση του αντιφασιστικού κινήματος, που απαντάει μαζικά και μαχητικά σε κάθε προσπάθεια επανεμφάνισης των νεοναζί.
Σε αυτή τους την προσπάθεια βέβαια, δεν είναι μόνοι. Άλλοτε φανερά και προκλητικά, άλλοτε υπόγεια και συγκαλυμμένα, έχουν τη στήριξη του συστήματος και των θεσμών του, των μέσων ενημέρωσης, της αστυνομίας, της Δικαιοσύνης, που χωρίς την ασφυκτική πίεση του κινήματος τείνει να αθωώνει, ή να ρίχνει στα μαλακά τους φασίστες παρά την εγκληματική τους δράση.
Από τον περασμένο Αύγουστο η Χρυσή Αυγή, η Propatria, η Ιαχή και άλλες νεοφασιστικές ομάδες, έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να διοργανώσουν πανευρωπαϊκή φασιστική συγκέντρωση με αφορμή το μνημόσυνο δύο μελών της ΧΑ που δολοφονήθηκαν πριν από δέκα χρόνια (άγνωστο από ποιους).
Πέρασαν πάνω από δύο μήνες για να υποχρεωθεί η ΕΛΑΣ να απαγορεύσει τη συγκέντρωση, και αυτό μόνο κάτω από την πίεση του αντιφασιστικού κινήματος που από τον Σεπτέμβρη προειδοποιεί ότι αν επιτραπεί σε Έλληνες και Ευρωπαίους νεοναζί να συγκεντρωθούν στην Αθήνα, το αποτέλεσμα θα είναι νέα πογκρόμ, επιθέσεις, αλλά και περαιτέρω αποθράσυνση των φασιστικών οργανώσεων.
Επιπλέον όμως, η αστυνομία δεν απαγόρευσε μόνο τη συγκέντρωση των φασιστών, αλλά και αυτή του αντιφασιστικού κινήματος, στην οποία καλούσαν εκτός των άλλων τοπικοί φορείς του Νέου Ηρακλείου, σύλλογοι γονέων, σωματεία εργαζομένων, κα.
Με άλλα λόγια, ακόμη και όταν αναγκάζονται να πάρουν μέτρα περιορισμού των νεοναζί, το κάνουν προσπαθώντας να τους εξισώσουν με το αντιφασιστικό κίνημα, προωθώντας –όπως ξέρουν να κάνουν πολύ καλά– τη θεωρία των δύο άκρων. (Για την απαγόρευση των συγκεντρώσεων και την αντιφασιστική συναυλία δείτε αναλυτικό άρθρο στη σελίδα 16).
Η προσπάθεια αυτή δεν πρόκειται να περάσει! Ήδη την 28η Οκτώβρη, μεγάλο πλήθος κόσμου, νεολαία, εργαζόμενοι, κάτοικοι του Νέου Ηρακλείου, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Αντιφασιστικού Συντονισμού Αθήνας-Πειραιά και φορέων της περιοχής, κατακλύζοντας την πλατεία δίπλα στον σταθμό του ΗΣΑΠ Ηρακλείου στη μεγάλη αντιφασιστική συναυλία που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της εκστρατείας ακύρωσης της πανευρωπαϊκής ναζιστικής φιέστας.
Οι φασίστες που πέρασαν από τον χώρο της συναυλίας προσπαθώντας να προκαλέσουν, απειλώντας και βρίζοντας τον συγκεντρωμένο κόσμο, ήταν ελάχιστοι και βέβαια δεν τόλμησαν καν να κατέβουν από τα μηχανάκια τους, αλλά εξαφανίστηκαν το ίδιο γρήγορα όσο εμφανίστηκαν.
Παρά την προσπάθεια του συστήματος να ταυτίσει τον αντιφασισμό με την Ακροδεξιά, παρά την τρομοκρατία και τις απαγορεύσεις, κάθε φορά που οι φασίστες προσπαθούν να εμφανιστούν δημόσια παίρνουν την απάντηση που πρέπει από το αντιφασιστικό κίνημα, που στέκεται σταθερά εμπόδιο στον δρόμο τους. Αυτή η προσπάθεια πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί, ιδιαίτερα καθώς οι συνθήκες που γεννάνε και γιγαντώνουν τον φασισμό, η φτώχεια, η ανισότητα, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, όχι μόνο παραμένουν, αλλά εντείνονται.
Οι συνθήκες αυτές, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ακροδεξιών πολιτικών και ρητορικής από την πλευρά της κυβέρνησης, ευνοούν την επανεμφάνιση φασιστικών ομάδων, που σε επόμενη φάση μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να χτυπήσουν απευθείας το κίνημα, όπως εξάλλου έχει συμβεί ξανά και ξανά στο παρελθόν. Η παρουσία και η μαχητική δράση του αντιφασιστικού κινήματος είναι κρίσιμης σημασίας, αν θέλουμε να κρατήσουμε τις πόλεις μας καθαρές από φασίστες, αν δεν θέλουμε να ξαναδούμε τα τάγματα εφόδου στους δρόμους και τις γειτονιές μας.