Με αφορμή την επέτειο θανάτου της Νίνα Σιμόν, σαν σήμερα 21 Απρίλη του 2003, θυμόμαστε τη ζωή και το έργο μίας από τις σπουδαιότερες γυναίκες μουσικούς του περασμένου αιώνα.
«Το καθήκον ενός καλλιτέχνη είναι να αντικατοπτρίζει την εποχή του»
Η Γιουνίς Καθλίν Γουέιμον- όπως ήταν το πραγματικό της όνομα- γεννήθηκε στις 21 Φλεβάρη του 1933 στον Νότο της Αμερικής, στην πόλη Τράιον της Νότιας Καρολίνας. Ήταν το έκτο από τα οκτώ παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας, και έζησε από μικρή σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας και ρατσισμού.
Κατάφερε να γίνει μία από τις σημαντικότερες τραγουδίστριες και επιδέξιες πιανίστριες του αιώνα της, χάρη στο μοναδικό της ταλέντο, την ιδιαίτερη φωνή της, και τη δυναμική της παρουσία. Το μουσικό της φάσμα καλύπτει από την τζαζ, τη μπλουζ και τη rhythm & blues, μέχρι τη σόουλ, τη γκόσπελ και τη φολκ, και έχει αποτυπωθεί στους δεκάδες δίσκους και τις αμέτρητες επιτυχίες που ηχογράφησε κατά τη διάρκεια της καριέρας της.
Παράλληλα η Σιμόν υπήρξε μια σπουδαία ακτιβίστρια με δυναμική πολιτική άποψη, που συμμετείχε πολύ ενεργά στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ (Civil Rights Movement) τη δεκαετία του ’60. Το γεγονός αυτό από κάποιο σημείο και μετά αντανακλάστηκε πλήρως στη δουλειά και τη δημόσια παρουσία της, και είχε μεγάλες επιπτώσεις στην καριέρα της.
Μια μικρή κλασική πιανίστρια του Νότου
Η Σιμόν ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε ηλικία μόλις 3 ετών. Η μητέρα της, που ήταν ιεροκήρυκας, άρχισε να την παίρνει μαζί της στην εκκλησία, όπου η μικρή Γιουνίς ξεκίνησε να παίζει μπροστά σε κοινό. Σε ένα ρεσιτάλ της χορωδίας της εκκλησίας- όταν ήταν 7 ετών- την είδε η Αγγλίδα καθηγήτρια πιάνου Μίριελ Μαζανόβιτς, η οποία και ανέλαβε να της κάνει μαθήματα κλασικού πιάνου για τα επόμενα 5 χρόνια. Η ίδια πίστευε ότι η Σιμόν θα γίνει σπουδαία πιανίστρια και είχε, όπως αποδείχτηκε, απόλυτο δίκιο.
Η Σιμόν αγαπούσε πολύ το κλασικό πιάνο και τους κλασικούς συνθέτες, και από μικρή το μεγάλο της όνειρο ήταν να γίνει η πρώτη έγχρωμη κλασική πιανίστρια στην ιστορία. Το όνειρο αυτό τη συντρόφευε μέχρι το τέλος της ζωής της. Μπορεί να μην το πέτυχε, ωστόσο οι σπουδές της στην κλασική μουσική αντανακλάστηκαν στην πειθαρχία και την τεχνική του παιξίματός της. Η ίδια έλεγε: «Οι στιγμές για τις οποίες είμαι πιο περήφανη στη μουσική μου, είναι αυτές στις οποίες επικαλούμαι όσα με δίδαξε η κλασική μουσική».
Η είσοδός της Σιμόν στην μουσική βιομηχανία
Στα 17 της η Σιμόν τελειώνει το σχολείο και μετακομίζει στην Πενσυλβάνια. Φοιτά στη σχολή Juilliard School of Music της Νέας Υόρκης για 1μιση χρόνο, με χρήματα που είχε συλλέξει από ρεσιτάλ της όλο το προηγούμενο διάστημα. Ωστόσο, όταν τελείωσαν τα χρήματα, η Σιμόν αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να αρχίσει να παίζει κάθε βράδυ σε νυχτερινά μαγαζιά του Ατλάντικ Σίτι για να κερδίσει τα προς το ζην. Ξεκίνησε παίζοντας στο πιάνο ό,τι τραγούδια γνώριζε (κλασικά, πιο εμπορικά, σπιρίτσουαλς), και παράλληλα άρχισε και να τραγουδά. Η ίδια έλεγε ότι ήταν κάτι που έκανε από βιοποριστική ανάγκη, και όχι από επιλογή. Θεωρούσε ότι η δουλειά αυτή είναι προσωρινή, μέχρι να μπορέσει να επιστρέψει στις κλασικές της σπουδές, κάτι που τελικά δεν κατάφερε ποτέ. Εκείνη την περίοδο άλλαξε και το όνομά της σε Νίνα Σιμόν, προκειμένου να μην μάθει η μητέρα της ότι παίζει σε κακόφημα μπαρ τη «μουσική του σατανά».
Το 1958 ηχογραφεί τα πρώτα της κομμάτια, κάποια εκ των οποίων την έκαναν γρήγορα ευρέως γνωστή. Σημεία σταθμοί στα πρώτα χρόνια της καριέρας της αποτέλεσαν η συμμετοχή της στο Newport Jazz Festival το 1960, που είχε τεράστια απήχηση, καθώς και η συναυλία της στο Carnegie Hall το 1963, που εκτόξευσε την επιτυχία και την αναγνωρισιμότητά της. To 1960 γνωρίζει τον Άντυ Στρουντ, τον οποίο θα παντρευτεί ένα χρόνο μετά, και θα αποκτήσουν μαζί μια κόρη. Ο Στρουντ εγκαταλείπει τη δουλειά του ως αστυνομικός, γίνεται μάνατζερ της Σιμόν, και αναλαμβάνει τις δημόσιες σχέσεις και τις περιοδείες της, δίνοντας τεράστια ώθηση στην καριέρα της εκείνη την περίοδο.
Το ανεπανάληπτο ταλέντο της στο πιάνο έγινε με τον καιρό αντικείμενο θαυμασμού τόσο από το κοινό, όσο και από άλλους μουσικούς, καθώς μπορούσε με ευκολία να περνάει από τον έναν ήχο στον άλλο, από γκόσπελ σε μπλουζ και τζαζ, και από εκεί σε πιο κλασικά ακούσματα.
Η Σιμόν θύμα ενδοοικογενειακής βίας
Ήδη από την αρχή του γάμου της, η Σιμόν άρχισε να υφίσταται έντονη και συνεχή σωματική και ψυχολογική κακοποίηση από τον Στρουντ. Όσο ήταν έγκυος την είχε χτυπήσει στην κοιλιά, πολλές φορές της χτύπαγε το κεφάλι στον τοίχο, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που αιμορραγούσε από τα χτυπήματά του. Σύμφωνα με μαρτυρία της, σε μια «κρίση ζήλιας» ο Στρουντ την έσυρε μέχρι το σπίτι χτυπώντας τη συνεχόμενα, κι εκεί- υπό την απειλή όπλου- την έδεσε και τη βίασε. Δύο βδομάδες μετά, η Σιμόν δεν μπορούσε ακόμα να ανοίξει τα μάτια της από τα χτυπήματα. Παρότι τον φοβόταν πολύ, θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρει να τον εγκαταλείψει. Την κυρίευε η αγάπη της γι’ αυτόν, καθώς και η ψευδαίσθηση ότι δεν θα την κακοποιήσει ξανά.
Παράλληλα, η Σιμόν άρχισε να αισθάνεται πολύ μεγάλη καταπίεση και ως μουσικός. Ο Στρουντ της ασκούσε συνεχώς πίεση ως προς τις επαγγελματικές της υποχρεώσεις, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το ελεύθερο πνεύμα της. Η συμπεριφορά του της δημιουργούσε την αίσθηση ότι την αντιμετώπιζε κυρίως ως «άλογο κούρσας», και όχι ως άνθρωπο. Όλα τα παραπάνω την οδηγούσαν σταδιακά στην κατάθλιψη και σε απότομα ξεσπάσματα και κυκλοθυμίες, που εκφράζονταν συχνά και στη δουλειά της.
Η ενασχόληση της με τον ακτιβισμό και την πολιτική
Παρότι ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1875 υποσχέθηκε στους Αφροαμερικανούς των ΗΠΑ πλήρη και ίση απόλαυση προνομίων με τους λευκούς, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ιδιαίτερα στις πολιτείες του Νότου, την εξουσία ασκούσαν οι περίφημοι «Νόμοι του Τζιμ Κρόου», μια σειρά από ρατσιστικούς κρατικούς και τοπικούς νόμους που ίσχυσαν έως το 1960 και οι οποίοι- μεταξύ άλλων- προέβλεπαν διαχωρισμένες υπηρεσίες, μετακινήσεις και σχολεία για τους Αφροαμερικανούς. Παράλληλα, οι επιθέσεις της Κου Κλουξ Κλαν έσπερναν καθημερινά τον τρόμο, με λιντσαρίσματα, απαγχονισμούς, δολοφονίες ακτιβιστών και τρομοκρατικά χτυπήματα.
Μεγαλωμένη στο σκληρό Νότο, η Σιμόν βίωσε το ρατσισμό από τα γεννοφάσκια της. Δεκαετίες μετά, θυμόταν ακόμα το φόβο που αισθανόταν πιτσιρίκα όταν διέσχιζε καθημερινά τη γραμμή του τρένου (που στο Νότο χώριζε τους μαύρους από τους λευκούς) για να πάει στη λευκή κα Μαζανόβιτς για μάθημα. Η πρώτη φορά που η Σιμόν αισθάνθηκε θύμα φυλετικής διάκρισης ήταν σε ένα ρεσιτάλ πιάνου όταν ήταν 10 χρονών, στο οποίο οι γονείς της υποχρεώθηκαν με τη βία να μετακινηθούν στις 2 τελευταίες θέσεις πίσω, προκειμένου να καθίσουν στην πρώτη σειρά οι λευκοί. Τότε η μικρή Σιμόν δήλωσε ότι αν μετακινηθούν οι γονείς της πίσω δεν θα παίξει, γεγονός που τους επέτρεψε τελικά να καθίσουν στις πρώτες θέσεις.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι βίαιες επιθέσεις εναντίoν Αφροαμερικανών, αλλά και οι δολοφονίες ακτιβιστών του κινήματος, αποτέλεσαν- μεταξύ άλλων- αφορμή για τη Σιμόν για να αρχίσει να εκφράζει δημόσια την πολιτική της άποψη και να ασχολείται ενεργά με το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Μέσα από αυτό ήρθε σε επαφή με σπουδαίους ακτιβιστές όπως ο Μάλκολμ Χ (με τον οποίο διατηρούσε στενή φιλία), ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Τζέιμς Μπόλντουιν, κ.ά., αλλά και με καλλιτέχνες επιφανή μέλη του κινήματος, με τους οποίους πραγματοποίησε σημαντικές συνεργασίες. Η ίδια συμμετείχε σε πορείες (όπως στις 3 ιστορικές πορείες από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα το Μάρτη του 1965), σε συγκεντρώσεις και σε συναυλίες στήριξης του κινήματος. Όπως είχε δηλώσει υποστήριζε την ένοπλη επανάσταση, και δεν ήταν οπαδός της «μη βίας», όπως κήρυττε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Αντιθέτως, η Σιμόν πίστευε ότι έπρεπε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους «by any means necessary», όπως έλεγε και ο Μάλκολμ Χ, δηλαδή με κάθε απαραίτητο μέσο.
Ταυτόχρονα, άρχισε να εκφράζει το θυμό της για όσα συμβαίνουν γύρω της και μέσα από τα τραγούδια της, που αποκτούσαν όλο και περισσότερο πολιτική χροιά, και πολλά εκ των οποίων συνδεθήκαν στενά με το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων (βλ. τέλος του άρθρου). Ένωσε την οργή της με την οργή των καταπιεσμένων- των φτωχών, των έγχρωμων, των γυναικών- και η φωνή της έγινε σύμβολο του αγώνα των Αφροαμερικανών. Όσο το κίνημα δυνάμωνε, η Σιμόν αισθανόταν ότι βρίσκει τον σκοπό της ύπαρξής της ως καλλιτέχνης, και ότι μπορούσε πια να σπάσει της σιωπή της και να εκφραστεί ελεύθερα.
Τα προβλήματα στην καριέρα της και η φυγή της από τις ΗΠΑ
Όσο περνούσε ο καιρός όμως, η πολιτική τοποθέτηση της Σιμόν άρχισε να έχει κόστος στην καριέρα της. Η ίδια ενδιαφερόταν όλο και περισσότερο να παίζει αποκλειστικά πολιτικά τραγούδια, γεγονός που την εμπόδιζε να κλείσει δουλειές, μιας και οι παραγωγοί φοβόντουσαν ότι θα περνούσε μόνο πολιτικά μηνύματα στις συναυλίες της. Παράλληλα, λόγω της φήμης της, δεν την καλούσαν στα τηλεοπτικά σόου όπως άλλες διασημότητες της εποχής, ενώ ο σύζυγός της διαμαρτυρόταν για την πολιτική της δράση γιατί εμπόδιζε την εμπορική της επιτυχία. Η ίδια άρχισε να πιστεύει ότι οι δισκογραφικές την μποϋκοτάρουν και – όπως θα δηλώσει χρόνια αργότερα- να αισθάνεται ότι τα πολιτικά της τραγούδια μάλλον έβλαψαν την καριέρα της.
Την ίδια στιγμή, η ψυχική της κατάσταση χειροτέρευε, με ακόμα πιο έντονα ξεσπάσματα οργής, κρίσεις κατάθλιψης, ακόμη και νευρικούς κλονισμούς. Τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα και ο κακός της γάμος με τον Στρουντ δυσκόλευαν την κατάσταση, ενώ είχε προβλήματα και με ατζέντηδες, δισκογραφικές εταιρίες και τις φορολογικές αρχές, αφού είχε αρνηθεί να καταβάλει φόρους αρκετών ετών ως διαμαρτυρία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν τη Σιμόν στο να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ και τον Στρουντ το 1970. Τα επόμενα χρόνια θα ζήσει σε διάφορες χώρες της Καραϊβικής, της Αφρικής και της Ευρώπης. Αρχικά αισθάνθηκε ευτυχισμένη και ελεύθερη, αλλά στην πορεία κατέληξε ολομόναχη, πληγωμένη και ανά διαστήματα αρκετά φτωχή. Τη δεκαετία του 1980 θα διαγνωστεί με διπολική διαταραχή, γεγονός που εξήγησε σε μεγάλο βαθμό τα ψυχολογικά της προβλήματα, τις εκρήξεις θυμού και την ακραία συμπεριφορά της κατά καιρούς. Παρά τις δυσκολίες, με την επιμονή και τη στήριξη στενών της φίλων θα αρχίσει σταθερή φαρμακευτική αγωγή, καθώς και να δουλεύει ξανά, δίνοντας συναυλίες μέχρι τα 60 της σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Θα πεθάνει από καρκίνο σε ηλικία 70 ετών, στις 21 Απρίλη του 2003 στη Γαλλία, όπου διέμενε τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής της.
Ένα ελεύθερο πνεύμα που παραμένει ακόμα ζωντανό
Η Σιμόν κατάφερε σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους Αφροαμερικανούς, να ξεχωρίσει και να αφήσει το στίγμα της. Η βαθιά φωνή και το πιάνο της μίλησαν με ένα μοναδικό τρόπο για όλα όσα έζησε σε προσωπικό, αλλά και συλλογικό επίπεδο. Για τον έρωτα, το πάθος, τη μοναξιά, την κατάθλιψη, την ανάγκη για ελευθερία, το αδιέξοδο, τον πόνο. Και ταυτόχρονα για κάποια από τα πιο σημαντικά πολιτικά θέματα και γεγονότα που συγκλόνισαν τις ΗΠΑ τη δεκαετία του ‘60. Όπως άλλωστε έλεγε και η ίδια:
«Το καθήκον ενός καλλιτέχνη, κατά τη γνώμη μου, είναι να αντικατοπτρίζει την εποχή του… …Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή στις ζωές μας, όταν υπάρχει τόση απελπισία, όταν η καθημερινότητα είναι θέμα επιβίωσης, νομίζω δεν έχεις άλλη επιλογή από το να εμπλακείς… …Πώς μπορείς να είσαι καλλιτέχνης και να μην αντικατοπτρίζεις την εποχή σου;»
Δεν είναι τυχαίο ότι, δεκαετίες μετά, το έργο της Σιμόν εξακολουθεί να έχει τεράστια απήχηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο πρωτότυπος ήχος της, η ιδιαίτερη φωνή της, η ευαισθησία και ο δυναμισμός της, ο ηλεκτρισμός της σκηνικής της παρουσίας, η μουσική της ιδιοφυία και το ελεύθερο πνεύμα της, την κρατούν ζωντανή στις καρδιές εκατομμυρίων ακροατών, που γνωρίζουν καλά ότι η ανθρωπότητα δε γνωρίζει συχνά τέτοια μοναδικά ταλέντα.
Yστερόγραφο: Η φυλετική καταπίεση και ο αγώνας των Αφροαμερικανών στα τραγούδια της Νίνα Σιμόν
Mississippi Goddam, 1963
«Η Αλαμπάμα με έχει αναστατώσει τόσο, το Τένεσι με έχει κάνει να χάσω τον ύπνο μου, και όλοι ξέρουν για το Μισισίπι διάολε… …Κυνηγόσκυλα στα ίχνη μου, σχολιαρόπαιδα στη φυλακή, μια μαύρη γάτα διασχίζει το μονοπάτι μου, κάθε μέρα νομίζω θα είναι η τελευταία μου.»
Μια Κυριακή του Σεπτέμβρη του 1963 η Κου Κλουξ Κλαν ανατινάζει μία εκκλησία Βαπτιστών στο Μπέρμπινχαμ της Αλαμπάμα γεμάτη Αφροαμερικανούς, σκοτώνοντας 4 μικρά παιδιά και τραυματίζοντας άλλα 20 άτομα. Λίγους μήνες νωρίτερα, στο Τζάκσον του Μισισίπι, δολοφονείται ο Αφροαμερικανός αγωνιστής Μέντγκαρ Έβερς. Με αφορμή τα παραπάνω, η Σιμόν γράφει το «Mississippi Goddam», ένα από τα πρώτα τραγούδια της με έντονη πολιτική χροιά, για να εκφράσει την οργή της για την κατάσταση στο Νότο και να περιγράψει τον τρόμο που αισθάνονται καθημερινά οι Αφροαμερικανοί. Το τραγούδι γράφτηκε σε λιγότερο από μία ώρα «από μανία, μίσος και αποφασιστικότητα», όπως έλεγε η ίδια. Οι ραδιοσταθμοί στο Νότο το απαγόρευσαν, ενώ τα 45άρια της επιστρέφονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς σπασμένα. Από την άλλη, ο κόσμος του κινήματος αισθάνθηκε περήφανος που κάποια με το κύρος της Σιμόν στάθηκε στο πλευρό του, και τόλμησε να πει δημόσια αυτό που ήθελαν να πουν όλοι οι Αφροαμερικανοί αλλά φοβόντουσαν.
Backlash Blues, 1967
«Κύριε Backlash ποια νομίζεις ότι είμαι; Αυξάνεις τους φόρους μας, παγώνεις τους μισθούς μας, στέλνεις το γιο μου στο Βιετνάμ. Μας δίνεις δευτεροκλασάτα σπίτια και δευτεροκλασάτα σχολεία. Νομίζεις ότι όλοι οι έγχρωμοι είναι απλά δευτεροκλασάτοι ηλίθιοι;»
Το 1967 η Σιμόν ηχογραφεί αυτό το υπέροχο μπλουζ κομμάτι, σε στίχους του ακτιβιστή ποιητή και συγγραφέα Λάνγκστον Χιουζ. Απευθύνεται στον «κύριο Backlash», δηλαδή τον πλούσιο, λευκό καταπιεστή. Η έκφραση white backlash (λευκή αντίδραση) έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει την αντίθεση μερίδας των λευκών στην απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων από εθνικές μειονότητες, και συγκεκριμένα από Αφροαμερικανούς. Αυτό στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ‘60 μεταφράστηκε σε ακραίες ρατσιστικές επιθέσεις ενάντια στο κίνημα και δολοφονίες ακτιβιστών.
Why? (The King of Love Is Dead), 1968
«Μια φορά κι έναν καιρό, σε αυτόν τον πλανήτη, ζούσε έναν ταπεινός άνθρωπος, που κήρυττε την αγάπη και την ελευθερία των συνανθρώπων του. Ονειρευόταν ότι μια μέρα η ειρήνη θα έρθει στη γη για να μείνει, και έστειλε αυτό το μήνυμα σε ολόκληρη τη γη…»
Στις 4 Απριλίου του 1968 δολοφονείται ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ηγέτης του Αφροαμερικανικού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Συντετριμμένη η Σιμόν γράφει αμέσως, και παίζει ζωντανά λίγες ημέρες μετά, το τραγούδι «Why? (The King of Love Is Dead)». Με αυτό εκφράζει τη θλίψη της για το θάνατο του «βασιλιά της αγάπης», και ταυτόχρονα την αγωνία της για το μέλλον του κινήματος και το βαρύ τίμημα που πληρώνουν οι αγωνιστές του. Σε μία συναυλία της απευθύνεται στο κοινό λέγοντας: «Συνειδητοποιείτε πόσους έχουμε χάσει; Δεν αντέχουμε άλλες απώλειες. Μας σκοτώνουν έναν προς έναν, μην το ξεχνάτε αυτό».
StrangeFruit, 1965
«Τα δέντρα στο Νότο φέρουν ένα παράξενο φρούτο, αίμα στα φύλλα και αίμα στις ρίζες, μαύρα σώματα που αιωρούνται στο αεράκι του νότου… … είναι μια παράξενη και πικρή σοδειά.»
Το 1965 η Σιμόν ερμηνεύει και ηχογραφεί σε μια συναυλία της το σπουδαίο κομμάτι «Strange Fruit» που πρωτοτραγούδησε μια άλλη μεγάλη Αφροαμερικανίδα της τζαζ, η Μπίλι Χόλιντεϊ. Το «Strange Fruit» ήταν το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο με θέμα τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών. Παρά το φόβο της Χόλιντεϊ για αντίποινα, το τραγουδούσε σε κάθε της παράσταση και τελικά κατάφερε να το ηχογραφήσει το 1939. Σχεδόν έναν αιώνα μετά, προκαλεί ακόμα ανατριχίλα στο άκουσμά του. Οι στίχοι του τραγουδιού προέρχονται από το ποίημα «Bitter Fruit» του Άμπελ Μέροπολ, ενός λευκού καθηγητή γυμνασίου του Μπρονξ. Το ποίημα εκφράζει την φρίκη του Μέροπολ βλέποντας τη φωτογραφία δυο Αφροαμερικανών που είχαν λιντσαριστεί και κατόπιν κρεμαστεί σε ένα δέντρο στο Μάριον της Ιντιάνα.
Ain’t Got No, I Got Life, 1968
«Δεν έχω μητέρα, δεν έχω κουλτούρα, δεν έχω φίλους, δεν έχω εκπαίδευση, δεν έχω αγάπη, δεν έχω όνομα… Τελικά τι έχω; Γιατί είμαι ζωντανή τέλος πάντων;… Έχω τα μαλλιά μου, έχω το κεφάλι μου, έχω το μυαλό μου, έχω τα αυτιά μου, έχω τα μάτια μου, έχω το στόμα μου, έχω το χαμόγελό μου… Έχω ζωή, έχω την ελευθερία μου. Έχω ζωή, έχω τη ζωή και θα την κρατήσω.»
Η Σιμόν πίστευε ότι ανήκει σε μια φυλή «χαμένη» και αποκομμένη από τις ρίζες της, που αισθάνεται μονίμως ντροπή για την καταγωγή της. Για να ενδυναμώσει την υπερηφάνεια των Αφροαμερικανών για τη φυλετική τους ταυτότητα, γράφει το 1968 το «Ain’t Got No, I Got Life», ένα από τα σπουδαιότερα μανιφέστα δύναμης και αισιοδοξίας που έχει γραφτεί ποτέ. Η ίδια είχε δηλώσει γι’ αυτό το κομμάτι: «’Ήθελα να προκαλέσω αυτό το συναίσθημα. Ποιος είμαι; Από πού προέρχομαι; Μου αρέσω; Γιατί μου αρέσω; Είμαι μαύρη και όμορφη, είμαι και το ξέρω. Δε με νοιάζει η γνώμη των άλλων!»
To Be Young, Gifted and Black, 1969
«Να είσαι νέος, ταλαντούχος και μαύρος, τι υπέροχο, πολύτιμο όνειρο… …Σε όλον τον κόσμο υπάρχουν δισεκατομμύρια αγόρια και κορίτσια που είναι νέα, ταλαντούχα και μαύρα, και αυτό είναι γεγονός!»
Το 1969 η Σιμόν ηχογραφεί το κομμάτι «To Be Young, Gifted and Black», σε στίχους του Αφροαμερικανού μουσικού και ποιητή Ουέλντον Έρβαϊν. Το τραγούδι συνδέθηκε στενά με τον αγώνα των Αφροαμερικανών, ενδυνάμωσε μαζικά το ηθικό τους, και θεωρήθηκε ένας από τους ύμνους του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων.