Άρθρο της Ηλέκτρας Κλείτσα. Από το blog της GreenAttack.
Με βασικό στόχο να περιοριστούν όσο περισσότερο γίνεται οι «χρονοβόρες» και «γραφειοκρατικές» διαδικασίες που ίσχυαν μέχρι σήμερα σε σχέση με την περιβαλλοντική αδειοδότηση έργων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ο υπουργός Περιβάλλοντος κατέθεσε ένα νέο θαυματουργό νομοσχέδιο, το οποίο ψηφίστηκε από τη βουλή στις 13/9 και δημοσιεύτηκε στις 21/9/2011.
Στόχος του ΥΠΕΚΑ, είναι να σταματήσει η «ταλαιπωρία» που υφίσταντο μέχρι σήμερα οι επενδυτές που θα αναλάβουν να κατασκευάσουν τα μελλοντικά «μεγάλα έργα», τα οποία υποτίθεται ότι θα αναζωογονήσουν την ελληνική οικονομία. Και όλα αυτά, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις του υπουργού, χωρίς καμία έκπτωση στην προστασία του περιβάλλοντος. Ο ίδιος ο νόμος ωστόσο, τον διαψεύδει…
Κατηγορίες έργων
Από δω και στο εξής λοιπόν, σύμφωνα με το νέο νόμο,
«Τα έργα και οι δραστηριότητες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, των οποίων η κατασκευή και λειτουργία δύναται να έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον, κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες (Α και Β) ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον».
Ανάλογα με την κατηγορία στην οποία κατατάσσεται κάθε έργο, θα ακολουθείται διαφορετική διαδικασία σε σχέση με την περιβαλλοντική αδειοδότηση.
«Η πρώτη κατηγορία (Α) περιλαμβάνει τα έργα και τις δραστηριότητες τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και για τα οποία απαιτείται η διεξαγωγή Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) προκειμένου να επιβάλλονται ειδικοί όροι και περιορισμοί για την προστασία του περιβάλλοντος…
…Η δεύτερη κατηγορία (Β) περιλαμβάνει έργα και δραστηριότητες τα οποία χαρακτηρίζονται από τοπικές και μη σημαντικές μόνο επιπτώσεις στο περιβάλλον και υπόκεινται σε γενικές προδιαγραφές, όρους και περιορισμούς που τίθενται για την προστασία του περιβάλλοντος…»
Ποια ακριβώς είναι τα έργα που ενδέχεται να προκαλέσουν «σημαντικές» επιπτώσεις στο περιβάλλον, και ποια χαρακτηρίζονται από «τοπικές και μη σημαντικές» επιπτώσεις; Αυτό, δεν μπορούμε να το ξέρουμε ακόμη. Θα το αποφασίσει όμως σύντομα ο υπουργός και θα μας το ανακοινώσει:
«Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που εκδίδεται εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, τα δημόσια και ιδιωτικά έργα και δραστηριότητες που υπόκεινται στις ρυθμίσεις του νόμου, κατατάσσονται στις κατηγορίες και υποκατηγορίες του άρθρου 1…»
Η διαδικασία
Αφού λοιπόν ο υπουργός αποφασίσει ποια έργα μπορεί να έχουν τοπικές μόνο επιπτώσεις στο περιβάλλον και ποια σημαντικές, η διαδικασία που θα ακολουθείται για την κάθε κατηγορία θα είναι διαφορετική. Στη δεύτερη περίπτωση, (κατηγορία Α):
«… απαιτείται διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης με τη διεξαγωγή ΜΠΕ και έκδοση Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ)».
Όσο για την πρώτη περίπτωση (κατηγορία Β), η διαδικασία απλουστεύεται ακόμη περισσότερο:
«Τα έργα ή δραστηριότητες κατηγορίας Β δεν ακολουθούν τη διαδικασία εκπόνησης ΜΠΕ αλλά υπόκεινται σε Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις (ΠΠΔ)».
Τι είδους έργα μπορεί να έχουν τόσο «ασήμαντες» περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ώστε να μη χρειάζεται καν να κατατεθεί μελέτη πριν πάρουν άδεια λειτουργίας, αλλά αρκεί η δέσμευση του επενδυτή ότι θα τηρήσει τις ΠΠΔ; Και από τη στιγμή που η κατάταξη θα γίνει «με απόφαση του υπουργού», ποια θα είναι τα κριτήρια;
Σε σχέση με το τελευταίο, το «παράρτημα 1» του νόμου, επιχειρεί να δώσει κάποιες απαντήσεις. Πρόκειται όμως για κριτήρια τόσο ασαφή, που ουσιαστικά επιτρέπουν στον υπουργό να κατατάξει όποιο έργο θέλει, σε όποια κατηγορία θέλει:
«ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ
1) Τα χαρακτηριστικά του έργου ή της δραστηριότητας και ιδιαίτερα:
α) το είδος και το μέγεθος του έργου ή της δραστηριότητας
β) η συσσώρευση και αλληλεπίδραση με άλλα έργα
γ) η χρήση των φυσικών πόρων
δ) η παραγωγή αποβλήτων
ε) η ρύπανση και οι οχλήσεις
στ) ο κίνδυνος σοβαρού ατυχήματος, ιδίως ως προς χρησιμοποιούμενες ουσίες ή τεχνολογίες…»
Και ενώ το παράρτημα συνεχίζει να κάνει αναφορά σε επιπλέον κριτήρια (με την ίδια πάντα ασάφεια), προκύπτει ένα ακόμη ερώτημα: Από τη στιγμή που υπάρχουν ελάχιστα έργα που να μην προκαλούν «ρύπανση και οχλήσεις», να μην «παράγουν απόβλητα» κλπ, ποιο είναι το όριο πάνω από το οποίο οι οχλήσεις, οι ρύποι και τα απόβλητα θα θεωρούνται αρκετά ώστε να κατατάσσεται ένα έργο στην κατηγορία Α, και να απαιτείται έστω και αυτή η τυπική διαδικασία εκπόνησης ΜΠΕ που περιγράφεται στο νόμο; Ποιο «είδος» και ποιο «μέγεθος» κατατάσσει ένα έργο στην κατηγορία των «σημαντικών επιπτώσεων στο περιβάλλον»;
Όλα αυτά θα τα μάθουμε σχετικά σύντομα, όταν ο υπουργός θα αρχίσει να παίρνει τις αποφάσεις περί «κατηγοριοποίησης». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ίδιου του υπουργείου, περίπου τα δύο τρίτα των έργων που θα εγκριθούν από εδώ και στο εξής, θα έχουν εξαιρεθεί από την υποχρέωση κατάθεσης ΜΠΕ.
Ωστόσο, ακόμη και για την κατηγορία Α, των έργων δηλαδή με τις σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, η διαδικασία αδειοδότησης που περιγράφει ο νέος νόμος προκαλεί τουλάχιστον σοβαρές ανησυχίες, παρά τις διαβεβαιώσεις του υπουργείου για «καμία έκπτωση» στην προστασία του περιβάλλοντος.
Ποιος θα αξιολογεί τις μελέτες;
«Για τις ανάγκες αξιολόγησης των ΜΠΕ και σύνταξης των ΑΕΠΟ … συνιστάται Μητρώο Πιστοποιημένων Αξιολογητών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Η πιστοποίηση των αξιολογητών διενεργείται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, το οποίο τηρεί σχετικό μητρώο, στο οποίο εγγράφονται αξιολογητές με ικανή εμπειρία σε όλους τους τομείς εξειδίκευσης ΜΠΕ».
Το υπουργείο λοιπόν καταρτίζει μια λίστα ιδιωτών που θα ελέγχουν τις περιβαλλοντικές μελέτες των έργων και θα συντάσσουν τις αποφάσεις έγκρισης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα περίφημα πιστοποιημένα ιδιωτικά γραφεία μελετών θα αναλάβουν ολόκληρη τη διαδικασία αδειοδότησης από την αρχή μέχρι το τέλος (από τον έλεγχο της μελέτης μέχρι τη σύνταξη της άδειας).
«Ειδικότερα, οι Πιστοποιημένοι Αξιολογητές προβαίνουν σε κάθε περίπτωση που τους ζητείται από τις αρμόδιες προς τούτο υπηρεσίες, σε ενδελεχή έλεγχο της ΜΠΕ … συντάσσουν το σχέδιο ΑΕΠΟ, το οποίο εν συνεχεία υποβάλουν στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ή της αποκεντρωμένης διοίκησης».
Και μπορεί σύμφωνα με το νόμο, οι «αρμόδιες υπηρεσίες» να διατηρούν το δικαίωμα αποδοχής ή μη αποδοχής της ΑΕΠΟ που συντάσσει ο αξιολογητής, όπως και το δικαίωμα αλλαγών, συμπληρώσεων κλπ, ωστόσο, η ουσιαστική δουλειά από δω και στο εξής (αν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει κάτι ουσιαστικό σε αυτή τη διαδικασία) θα γίνεται εξ ολοκλήρου από ιδιώτες για ιδιώτες. Όσο για τις ίδιες τις μελέτες που θα έχουν ελεγχθεί από τους πιστοποιημένους αξιολογητές, οι αρμόδιες αρχές θα αρκεστούν σε «δειγματοληπτικούς ελέγχους» και αν διαπιστωθεί σοβαρό λάθος ή παράλειψη, το θέμα θα επανεξετάζεται…
Οι επιστημονικοί φορείς, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι τοπικές κοινωνίες, θα μπορούν (τυπικά τουλάχιστον) να συμμετέχουν στη δημόσια διαβούλευση (βλέπε παρακάτω), αλλά οι αποφάσεις θα παίρνονται από «πιστοποιημένους αξιολογητές», με «ικανή εμπειρία». Πραγματικά μπορεί οι αξιολογητές αυτοί να είναι ικανοί και έμπειροι «σε όλους τους τομείς εξειδίκευσης ΜΠΕ». Μόνο που έχουν ένα μικρό μειονέκτημα: θα «ελέγχουν», αλλά ουσιαστικά δε θα ελέγχονται από κανέναν.
Το (ρητορικό) ερώτημα είναι αν οι πιστοποιημένοι αξιολογητές θα εκφράσουν έστω και τυπικά ενδοιασμούς, πριν υποκύψουν στις πιέσεις, ή ακόμη και στα μικρά συμβολικά δωράκια του επενδυτή που μπορεί επιτέλους να δει το έργο του να υλοποιείται, αφού απαλλάχτηκε από τη «χρονοβόρα», «γραφειοκρατική» διαδικασία που επικρατούσε μέχρι σήμερα…
Γνωμοδοτήσεις Φορέων και δημόσια διαβούλευση
Στην προσπάθεια να «καλλωπιστεί» ο νέος νόμος για την αδειοδότηση, προβλέπεται διαβούλευση για κάθε έγκριση περιβαλλοντικών όρων, που δίνει τη δυνατότητα κατάθεσης άποψης στο «κοινό» και το «ενδιαφερόμενο κοινό», (φυσικά ή νομικά πρόσωπα, «οργανώσεις», «φορείς», όσοι «θίγονται», ή «ενδέχεται να θιγούν», όσων «διακυβεύονται έννομα συμφέροντα», «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις», κλπ).
Ωστόσο, ο χρόνος που δίνεται στη διαβούλευση, ουσιαστικά την εξαφανίζει. Ακόμη κι αν οι απόψεις του «κοινού» λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη, κάτι που (φυσικά) δεν προβλέπεται πουθενά στο νόμο, για πολλούς από τους ενδιαφερόμενους είναι πρακτικά αδύνατο να ανταποκριθούν στα ασφυκτικά χρονικά όρια που προβλέπονται. Σε σχέση με τα έργα της κατηγορίας Α, για τη συλλογή τόσο των γνωμοδοτήσεων των αρμόδιων υπηρεσιών και των φορέων της διοίκησης, όσο και των απόψεων του κοινού, δίνεται διάστημα από τριάντα πέντε έως σαράντα πέντε εργάσιμων ημερών!
Έτσι π.χ., αν υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι μιας περιοχής αποφασίσουν να παρέμβουν στη διαδικασία αδειοδότησης ενός μεγάλου έργου που πρόκειται να επηρεάσει σοβαρά το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής τους, έχουν κάτι παραπάνω από ένα μήνα για να συλλέξουν τα επιστημονικά και νομικά επιχειρήματα που απαιτούνται! Τώρα, το πόσες ελπίδες θα έχει η δική τους παρέμβαση απέναντι στα σχέδια των εργολάβων, ή αν απλά η άποψή τους θα καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων, είναι ακόμα ένα καθαρά ρητορικό ερώτημα.
Το γεγονός βέβαια ότι προκειμένου να «τρέξουν» τα μεγάλα έργα, το υπουργείο θα γράψει το «ενδιαφερόμενο κοινό» στα παλαιότερα των υποδημάτων του δεν προκαλεί καμιά έκπληξη. Το εντυπωσιακό ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στις «αρμόδιες υπηρεσίες» που τυπικά οφείλουν να καταθέσουν γνωμοδότηση για μελέτες έργων, υπάρχουν κάποιες που θα δυσκολευτούν ιδιαίτερα να ανταποκριθούν σε αυτό το καθήκον σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Δασική Υπηρεσία. Κι αν κάποιος αναρωτιέται τι σχέση έχει με τα «έργα και τις δραστηριότητες κατηγορίας Α» η δασική υπηρεσία, αφού είναι τουλάχιστον παρανοϊκό να συζητάμε για την κατασκευή έργων (και μάλιστα αυτών που προκαλούν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον) μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς της, καλύτερα να το ξανασκεφτεί:
«Γνώμη της δασικής υπηρεσίας απαιτείται μόνο για έργα τα οποία χωροθετούνται σε δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, άλση και πάρκα…»
Δηλαδή, «έργα» θα γίνονται και «σε δάση, δασικές και αναδασωτέες εκτάσεις, άλση και πάρκα»! Και τότε η δασική υπηρεσία, αυτή η αποστελεχωμένη, διαλυμένη στην ουσία υπηρεσία, θα έχει λίγο πάνω από 1 μήνα για να εκφράσει «γνώμη» (η οποία γνώμη βέβαια, θα έχει την τύχη που όλοι φανταζόμαστε). Αυτό που ουσιαστικά λέει ο νόμος είναι το εξής:
Θα χτίσουμε, θα τσιμεντώσουμε και θα ρυπάνουμε τα πάντα! Αν η Δασική Υπηρεσία δεν προλάβει να δώσει αρνητική γνωμοδότηση (αφού μέχρι σήμερα δεν συνηθίζει να λέει «περάστε να χτίσετε στα καμένα») αυτό είναι δικό της πρόβλημα! Κι αν παρ’ ελπίδα προλάβει ε, τότε θα την πετάξουμε στα σκουπίδια.
Μεγάλα έργα λοιπόν, από αυτά που κατά το υπουργείο ενδέχεται να προκαλέσουν σημαντικές συνέπειες στο περιβάλλον, μέσα σε δασικές ή αναδασωτέες περιοχές και με τη Δασική Υπηρεσία να είναι υποχρεωμένη να συντάξει γνωμοδότηση σχετικά με τις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων που θα κατατεθούν, μέσα σε ενάμιση μήνα το πολύ! Μια Δασική Υπηρεσία, που τα τελευταία χρόνια υπολειτουργεί, με πάνω από 30% κενές θέσεις δασολόγων. Όσοι από αυτούς που τη στελεχώνουν σήμερα καταφέρουν να γλιτώσουν από την εργασιακή εφεδρεία τους επόμενους μήνες, μάλλον θα δυσκολευτούν αρκετά να προλάβουν τα χρονοδιαγράμματα του ΥΠΕΚΑ.
Περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις
Σύμφωνα με το νόμο, περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις θα διενεργούνται «κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης» αλλά και στη συνέχεια «είτε κατά το στάδιο κατασκευής του έργου είτε κατά το στάδιο λειτουργίας του έργου ή της δραστηριότητας».
Οι αρχές που θα αναλάβουν τους ελέγχους, πέρα από ειδικές υπηρεσίες του υπουργείου, των αποκεντρωμένων διοικήσεων και των περιφερειών, θα είναι επίσης οι «Περιβαλλοντικοί Ελεγκτές», κατά το πρότυπο των «Πιστοποιημένων Αξιολογητών».
Συγκεκριμένα ο νόμος προβλέπει:
«Για την κάλυψη των αναγκών ελέγχου των υποκείμενων σε επιθεώρηση έργων και δραστηριοτήτων συνιστάται Μητρώο Περιβαλλοντικών Ελεγκτών, που τηρείται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής … Η ιδιότητα του Περιβαλλοντικού Ελεγκτή αποκτάται με χορήγηση σχετικής άδειας από το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος … Οι Περιβαλλοντικοί Ελεγκτές έχουν ως αντικείμενο τη διενέργεια περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων, σε κάθε περίπτωση που τους ζητείται από τις αρμόδιες προς τούτο υπηρεσίες».
Και στο επίπεδο των ελέγχων, προκειμένου να «καλυφθούν οι ανάγκες», και δεδομένου ότι οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να συνεχίσουν να συρρικνώνονται, θα έχουμε ιδιώτες ελεγκτές, που θα επιθεωρούν τα έργα και θα καταλήγουν σε πόρισμα σχετικά με το αν τηρούνται τα προβλεπόμενα της Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων, ή των Πρότυπων Περιβαλλοντικών Δεσμεύσεων.
Και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή, πρακτικά το ΥΠΕΚΑ βάζει το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, δεδομένου ότι μεταξύ του ιδιώτη – ιδιοκτήτη του έργου και του ιδιώτη – ελεγκτή, μπορεί να υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη «κατανόηση», από αυτή που έδειχναν μέχρι σήμερα οι αρμόδιες αρχές περιβαλλοντικών ελέγχων…
Σε περιοχές natura
Δεν είναι μόνο τα δάση και οι αναδασωτέες περιοχές που κινδυνεύουν από το νέο νόμο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση. Στο στόχαστρο της «ανάπτυξης» μπαίνουν πλέον και οι περιοχές natura, στις οποίες από τώρα και στο εξής επιτρέπονται όλα τα έργα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται ιδιαίτερα επιβαρυντικά για το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, για έργα που πρόκειται να χωροθετηθούν μέσα σε περιοχές natura, ο νόμος προβλέπει:
«για έργα κατηγορίας Β υποβάλλεται ειδική οικολογική αξιολόγηση στην αρμόδια υπηρεσία Περιβάλλοντος της Περιφέρειας…», ενώ «για έργα κατηγορίας Α υποβάλλεται ως τμήμα της ΜΠΕ, ειδική οικολογική αξιολόγηση στην αρμόδια κατά περίπτωση υπηρεσία…».
Μια «ειδική οικολογική αξιολόγηση» είναι αρκετή για να εγκατασταθούν έργα ακόμη και της κατηγορίας Α στις πιο ευαίσθητες από περιβαλλοντική άποψη περιοχές της χώρας. Και βέβαια, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο νόμος συνεχίζει να μιλάει με ασάφειες και παραπομπές στο μέλλον:
«Οι προδιαγραφές της ειδικής οικολογικής αξιολόγησης και η διαδικασία δημοσιοποίησης ανάλογα με την κατηγορία ή υποκατηγορία του έργου ή της δραστηριότητας καθορίζεται με Απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, εντός τριών μηνών».
Όλα αυτά, λίγους μόνο μήνες μετά το νόμο του ΥΠΕΚΑ για τη βιοποικιλότητα, που απαγόρευε την «εγκατάσταση ιδιαιτέρως οχλουσών και επικίνδυνων βιομηχανικών εγκαταστάσεων» στις περιοχές natura.
Όσο για τους περιβαλλοντικούς ελέγχους των έργων που θα εγκατασταθούν σε προστατευόμενες περιοχές, αυτό που προβλέπει ο νόμος είναι ένα ακόμη σύντομο ανέκδοτο:
«Τα έργα και οι δραστηριότητες που πρόκειται να πραγματοποιηθούν εν μέρει ή στο σύνολό τους σε περιοχές του εθνικού καταλόγου του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου NATURA 2000 … υπόκεινται κατά τη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης τους υποχρεωτικά σε περιβαλλοντική επιθεώρηση με αυτοψία, η οποία διενεργείται από το φορέα διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής, εφόσον υφίσταται, άλλως από τον περιβαλλοντικό ελεγκτή της παραγράφου 5».
Ο περιβαλλοντικός ελεγκτής της παραγράφου 5 (δηλαδή ο «αμερόληπτος» ιδιώτης ελεγκτής που λέγαμε πιο πάνω) θα αναλάβει το βαρύ «φορτίο των επιθεωρήσεων των έργων σε όσες από τις περιοχές natura «δεν υφίσταται» φορέας διαχείρισης. Με βάση τον κατάλογο των περιοχών natura, όπως δημοσιεύτηκε στο νόμο για τη βιοποικιλότητα, πρόκειται για 419 περιοχές, για τις οποίες έχουν συσταθεί 28 φορείς διαχείρισης! Με τόσους «πολλούς» φορείς διαχείρισης για τόσο «λίγες» περιοχές natura είναι αμφίβολο αν θα μένει κάτι και για τον «ελεγκτή της παραγράφου 5». Αλλά αν τύχει να μείνει, ο ελεγκτής μας θα είναι εκεί, άγρυπνος φρουρός του περιβάλλοντος! Και ο «τυχερός» επενδυτής που θα δοκιμάσει την τύχη του σε μια από τις «αδέσποτες» προστατευόμενες περιοχές, θα έχει σίγουρα εξασφαλίσει μια πολύ βολική διαδικασία περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων.
Στην υπηρεσία των εργολάβων
Τις τελευταίες δεκαετίες, έχουμε δει το περιβάλλον και τον φυσικό πλούτο της χώρας να καταπατάται, να τσιμεντώνεται, να πουλιέται και να υποβαθμίζεται. Αυτό όμως που συμβαίνει σήμερα ξεπερνάει κάθε όριο: είναι η χωρίς κανένα πρόσχημα παράδοση των τελευταίων ζωντανών οικολογικά περιοχών στους εργολάβους που θα αναλάβουν τις μεγάλες «σωτήριες για την ελληνική οικονομία» επενδύσεις.
Τα «μεγάλα έργα» και οι «στρατηγικές επενδύσεις» που οραματίζεται για το επόμενο διάστημα και προσπαθεί να διευκολύνει η κυβέρνηση και το ΥΠΕΚΑ, περιλαμβάνουν το πλήρες ξεπούλημα της ενέργειας, τη χρήση «νέων τεχνολογιών» στη διαχείριση των απορριμμάτων (κατά κύριο λόγο την «τεχνολογία» της καύσης) την εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική, την κατασκευή τεράστιας και εντελώς ανεξέλεγκτης Βιομηχανικής Περιοχής στην Εύβοια, νέες μεγάλες τουριστικές μονάδες, αυτοκινητόδρομους, κ.α.
Στον ίδιο νόμο, πέρα από τις αλλαγές στη διαδικασία για την περιβαλλοντική αδειοδότηση περιλαμβάνονται και οι νέες ρυθμίσεις για τα αυθαίρετα, οι οποίες θα λειτουργήσουν απλά σαν ένας νέος εισπρακτικός μηχανισμός για την κυβέρνηση, αφήνοντας παράλληλα τους καταπατητές να αλωνίζουν.
Όλα τα παραπάνω, όσο αποτελούν προτεραιότητα για την κυβέρνηση, άλλο τόσο είναι το «κόκκινο πανί» για το περιβαλλοντικό κίνημα και τις τοπικές κοινωνίες των περιοχών που θα πληγούν από το οικολογικό τσουνάμι που σχεδιάζεται για τους επόμενους μήνες και χρόνια. Και μπορεί ο νόμος για την περιβαλλοντική αδειοδότηση να λύνει σε μεγάλο βαθμό τα χέρια των «επενδυτών», ωστόσο την τελευταία λέξη σε σχέση με το είδος της ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος που χρειαζόμαστε μπορεί και πρέπει να τον έχει η κοινωνία.