Το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο που κατατέθηκε και υπερψηφίστηκε αποκλειστικά από τους βουλευτές της ΝΔ στη Βουλή, αποτελεί μια ακόμα ωμή επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και στη συνδικαλιστική ελευθερία των δημοσίων υπαλλήλων. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που δεν στοχεύει στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης, αλλά στην εδραίωση ενός κλίματος φόβου και πειθάρχησης στους χώρους δουλειάς. Στην πραγματικότητα, επιχειρείται να μετατραπεί η εργασιακή καθημερινότητα σε ένα καθεστώς διαρκούς επιτήρησης και τιμωρίας.
Εξοντωτικές ποινές και ποινικοποίηση της άρνησης αξιολόγησης
Με τις νέες ρυθμίσεις, διευρύνεται το φάσμα των πειθαρχικών ποινών και αυστηροποιούνται οι κυρώσεις. Τα πρόστιμα που προβλέπονται κυμαίνονται από 10.000 έως 100.000 ευρώ, ποσά που οδηγούν στην οικονομική εξόντωση των εργαζομένων. Η άρνηση συμμετοχής στη διαδικασία της αξιολόγησης, είτε ως αξιολογητής είτε ως αξιολογούμενος, χαρακτηρίζεται πειθαρχικό παράπτωμα και τιμωρείται με πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές δύο μηνών. Επίσης, η άρνηση αξιολόγησης για δύο συνεχόμενες περιόδους οδηγεί αυτόματα σε απόλυση.
Πειθαρχικά συμβούλια χωρίς καμία εκπροσώπηση εργαζομένων
Μέχρι σήμερα, τα πειθαρχικά συμβούλια είχαν (έστω και τυπικά) τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων, γεγονός που έδινε μια στοιχειώδη ισορροπία. Με το νέο πλαίσιο, αυτό καταργείται. Τα συμβούλια θα απαρτίζονται αποκλειστικά από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μετατρέποντας τη διαδικασία σε ελεγχόμενο μηχανισμό επιβολής κυρώσεων χωρίς καμία δυνατότητα υπεράσπισης των εργαζομένων από τα συλλογικά τους όργανα.
Κατάργηση του δικαιώματος στην ένσταση
Ένα άλλο σημαντικό σημείο του νόμου είναι η κατάργηση της δυνατότητας ένστασης κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων. Μέχρι σήμερα, οι εργαζόμενοι μπορούσαν να προσφύγουν σε δευτεροβάθμιο όργανο. Πλέον, η μόνη διέξοδος είναι η δικαστική προσφυγή, μια διαδικασία δαπανηρή, χρονοβόρα και ψυχοφθόρα για την πλειοψηφία των εργαζομένων.
«Πειθαρχική συνδιαλλαγή»
Για πρώτη φορά θεσπίζεται η «πειθαρχική συνδιαλλαγή». Ο υπάλληλος μπορεί να ομολογήσει την «ενοχή» του και να δεχθεί μια ηπιότερη ποινή. Πρόκειται για έναν ωμό εκβιασμό που μετατρέπει την πειθαρχική διαδικασία σε παγίδα αυτοενοχοποίησης.
Αόριστες κατηγορίες και αυθαιρεσία
Εξίσου επικίνδυνη είναι η διατύπωση ασαφών και γενικόλογων κατηγοριών, όπως «αναξιοπρεπής συμπεριφορά», «παράβαση υποχρέωσης εχεμύθειας», «απείθεια» ή «κριτική της προϊσταμένης αρχής». Τέτοιες κατηγορίες μπορούν να ερμηνευτούν αυθαίρετα και να χρησιμοποιηθούν ως όπλα δίωξης εναντίον συνδικαλιστών ή υπαλλήλων που καταγγέλλουν φαινόμενα διαφθοράς. Ενδεικτική είναι η πειθαρχική δίωξη και ποινή στη μάρτυρα – κλειδί στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, για τα παραπτώματα της «παράβασης της υποχρέωσης εχεμύθειας και της ανάξιας για υπάλληλο συμπεριφοράς».
Οι αγωνιζόμενοι εργαζόμενοι στο στόχαστρο
Όλα τα παραπάνω δείχνουν πως η πραγματική στόχευση δεν είναι η «βελτίωση της δημόσιας διοίκησης» ούτε η «αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων». Ο στόχος είναι οι εργαζόμενοι που διεκδικούν και αντιστέκονται στις πολιτικές ιδιωτικοποίησης, στις περικοπές, στους καθηλωμένους μισθούς και στην εξαθλίωση.
Η εφαρμογή του νέου Πειθαρχικού Δικαίου δεν αφορά μόνο τους δημόσιους υπαλλήλους. Πρόκειται για μέτρα που μπορούν εφαρμοστούν μελλοντικά και στον ιδιωτικό τομέα.
Η προστασία του δικαιώματος στην απεργία, στην ελευθερία του λόγου και στην ασφάλεια εργασίας είναι υπόθεση όλων των εργαζομένων που υπερασπίζονται το δημόσιο συμφέρον χωρίς φόβο.