του Κυριάκου Χάλαρη
Στις 10 με 14 Ιούλη πραγματοποιείται το 1ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Χιλιάδες αγωνιστές της Αριστεράς και των κινημάτων (3000-4000) θα συμμετέχουν ως αντιπρόσωποι και ήδη ο εσωκομματικός προσυνεδριακός διάλογος που αφορά πάνω από 30,000 μέλη έχει ξεκινήσει. Είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι περιμένουν με αγωνία ένα συνέδριο ουσίας. Ένα συνέδριο που θα καταπιαστεί με τα πιο κεντρικά ζητήματα της περιόδου. Την ιστορική ευκαιρία που έχει η Αριστερά να πάρει την κυβερνητική εξουσία, το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος ενόψει αυτού του ιστορικού καθήκοντος, την κατάσταση του κινήματος και το ρόλο που μπορεί να παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό. Και επίσης με μεγάλη αγωνία και προσδοκία οι περισσότεροι θα περιμένουν να δουν τον τρόπο με τον οποίο θα μετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα πραγματικά δημοκρατικό κόμμα, σε ένα κόμμα όπου το κάθε μέλος θα αισθάνεται ότι παίζει ρόλο στις αποφάσεις, σε ένα κόμμα που τα όργανα, οι πολιτικές θέσεις, οι δημόσιες τοποθετήσεις θα εμπίπτουν στους κανόνες της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Παρόλα αυτά, το πρώτο δείγμα της μάχης που θα δοθεί στο συνέδριο το έδειξε η τελευταία συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής. Σε αυτή δεν ήταν το πρόγραμμα, οι θέσεις, η παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα που κυριάρχησαν, αλλά, με ευθύνη της ηγεσίας και συγκεκριμένα της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα, το ζήτημα των «λιστών», των «τάσεων», και των «συνιστωσών». Ουσιαστικά, αυτή συζήτηση αφορούσε σε ένα και μόνο πράγμα: με ποιο τρόπο θα γίνουν οι εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων. Και για τους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» είναι καθαρό και ξάστερο ότι η μάχη των μηχανισμών, από τους οποίους υποτίθεται ότι θέλησε να αποστασιοποιηθεί ο Αλέξης Τσίπρας, έχει ξεκινήσει.
Τι έγινε στην ΚΕ
Αυτό που με λίγα λόγια έγινε στην τελευταία ΚΕ ήταν αυτό που ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας είχε προαναγγείλει πρόσφατα σε συνεντεύξεις του στα ΜΜΕ. Πρότεινε διάλυση των συνιστωσών και γι’ αυτές που δεν θελήσουν να διαλυθούν δικαίωμα παρατηρητή και όχι μέλους. Επίσης πρότεινε την κατάργηση της πρακτικής των ξεχωριστών λιστών στη διαδικασία για την εκλογή οργάνων.
Αυτή η πρόταση ερμηνεύθηκε όχι μόνο ως ευθεία παρέμβαση στον προσυνεδριακό διάλογο αλλά και ως προσπάθεια της ηγετικής ομάδας να χτυπήσει και να καταργήσει ή να περιορίσει τις αντιπολιτευτικές φωνές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι ερμηνεύθηκε με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο από την «επίσημη» εσωκομματική αντιπολίτευση της Αριστερής Πλατφόρμας αλλά και από πολλά μέλη της ΚΕ που κινούνται στο χώρο της ΑΝΑΣΑ ή που δεν εντάσσουν τον εαυτό τους σε κάποια τάση.
Στην πρόταση αντέδρασαν πέρα από τους πιο πάνω και άλλα γνωστά στελέχη και συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ (όπως ΔΗΚΚΙ, ΚΕΔΑ, κα) με ποιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Μανώλη Γλέζου ο οποίος χαρακτήρισε «πλήγμα για τη δημοκρατία και τον πλουραλισμό της απόψεις Τσίπρα».
Το αποτέλεσμα ήταν η αναδίπλωση του Αλέξη Τσίπρα στο τέλος της διαδικασίας και η παραπομπή του θέματος στο συνέδριο.
Οι μηχανισμοί δεν πρόκειται να καταργηθούν με τις προτάσεις Τσίπρα
Το βασικό επιχείρημα της ηγεσίας για την κατάργηση των λιστών και των συνιστωσών είναι για άλλη μια φορά, το ζήτημα της «ενότητας» του κόμματος και της κατάργησης των μηχανισμών που υποτίθεται ότι συνδέονται με τις λίστες και τις συνιστώσες. Επιχειρηματολογώντας υπέρ της πρότασής του ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι
«η κάθοδος σε ξεχωριστή λίστα χρησιμεύει (…) ως πολιτική δήλωση διαφοροποίησης από τη δημόσια ενιαία εικόνα του κόμματος».
Πρόκειται ουσιαστικά για υποκριτική επιχειρηματολογία από την πλευρά της ηγεσίας. Όχι μόνο επειδή η «διαφοροποίηση από τη δημόσια ενιαία εικόνα του κόμματος» είναι πραγματικότητα ήδη με ευθύνη των ηγετικών στελεχών[1] της ηγετικής ομάδας και του ίδιου του Τσίπρα[2] οι οποίοι αγνοούν ή ερμηνεύουν όπως θέλουν ακόμα και τα επίσημα κείμενα του κόμματος! Αλλά και επειδή η κατάργηση των λιστών και των συνιστωσών δεν πρόκειται να σημάνει αυτόματα και την κατάργηση των μηχανισμών. Το αντίθετο, η κατάργηση λιστών και συνιστωσών θα αποσιωπά τη διαφορετική πολιτική έκφραση που πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζουν και θα αποπολιτικοποιεί τις αντιπαραθέσεις που υπάρχουν στο κόμμα και αντανακλούν πραγματικές διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις. Θα τείνει να μετατρέψει τις εσωκομματικές διαδικασίες σε μάχες μηχανισμών με μειωμένα πολιτικά χαρακτηριστικά και περισσότερα προσωπικά στοιχεία και εκφυλιστικά φαινόμενα.
Αν η ηγετική ομάδα στον ΣΥΡΙΖΑ θέλει μια πραγματική πολιτική συζήτηση και έναν προσυνεδριακό διάλογο χωρίς τη μάχη των μηχανισμών οφείλει να στρέψει τη συζήτηση όχι στην εκλογή των οργάνων αλλά στην πολιτική ουσία. Δηλαδή στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, στη σχέση του με το κίνημα, στην πολιτική του δράση. Και αν έχει όντως εμπιστοσύνη στις απόψεις της οφείλει να κερδίσει την πλειοψηφία του κόμματος πάνω σε αυτά τα ζητήματα μέσα από μια γόνιμη και ουσιαστική πολιτική προσυνεδριακή συζήτηση.