Tου Κυριάκου Χάλαρη
Για τις εκλογές που έρχονται δεν υπάρχουν πολλά διλήμματα. Η ενίσχυση της Αριστεράς είναι μονόδρομος για όλους αυτούς που χτυπήθηκαν από τις πολιτικές της Τρόικας και των μνημονίων. Για τους εργαζόμενους και τη νεολαία που απέργησαν, που κατέβηκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας, γι’ αυτούς που έχασαν μισθούς, συντάξεις και δικαιώματα, τα κόμματα της αριστεράς είναι η μόνη λύση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ ήταν οι μόνες πολιτικές δυνάμεις που κράτησαν από την αρχή καθαρή θέση, που δεν συνθηκολόγησαν με την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, συμμετείχαν και στήριξαν τις απεργιακές κινητοποιήσεις και έπαιξαν το ρόλο τους στις αντιδράσεις ενάντια στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης.
Σήμερα, μετά από αλλεπάλληλους γύρους αγώνων χωρίς αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι βλέπουν τις εκλογές σαν την ευκαιρία για να τιμωρήσουν τα κόμματα της συγκυβέρνησης και όσους τους υποστήριξαν. Και είναι σημαντικό να καταγραφεί και στις κάλπες αυτό που ήδη καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Η στροφή της κοινωνίας προς τα αριστερά, η καταδίκη των μνημονιακών κομμάτων, η ενίσχυση των κομμάτων της Αριστεράς.
Συνεργασία της Αριστεράς η μόνη λύση
Όλα δείχνουν ότι την επόμενη μέρα των εκλογών η ατζέντα της άρχουσας τάξης περιλαμβάνει άλλο ένα κύμα επιθέσεων ενάντια στους εργαζόμενους. Η διάλυση του ασφαλιστικού, η οριστική κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού θα είναι ενδεικτικά μόνο, οι άμεσες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης.
Ακόμα όμως και αν τα κόμματα της Αριστεράς καταγράψουν καλά ποσοστά, από μόνα τους δεν θα είναι ικανά να σταθούν εμπόδιο στα νέα σχέδια της Τρόικας. Ήδη, ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας το καταλαβαίνει αυτό και ελπίζει, προσδοκά και βλέπει ως απαραίτητη λύση τη συνεργασία της αριστεράς ώστε να βοηθηθεί το κίνημα να ανακάμψει. Και πραγματικά η συνεργασία της αριστεράς είναι εντελώς απαραίτητη!. Μόνο μια ενωμένη αριστερά, στη βάση ενός ριζοσπαστικού – σοσιαλιστικού προγράμματος μπορεί να ενώσει τα διαφορετικά κομμάτια της εργατικής τάξης που αγωνίζονται ενάντια στις πολιτικές του ΔΝΤ και να καταφέρει νίκες.
Πρέπει να πούμε βέβαια ότι καλέσματα για ενότητα ή και για συνεργασία γίνονται συχνά τόσο από το ΣΥΡΙΖΑ όσο και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, δεν έχουν καταφέρει να έχουν ουσιαστικά αποτελέσματα.
ΚΚΕ
Το ΚΚΕ αποτελεί το βασικό εμπόδιο σε μια τέτοια συνεργασία. Για την άρνησή του επικαλείται ουσιαστικά το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο θεωρεί –και σωστά– πρόγραμμα «διαχείρισης» του συστήματος και όχι ανατροπής του. Το ίδιο το ΚΚΕ έχει διατυπώσει ένα σαφώς πιο προχωρημένο πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης: Μιλά για άρνηση πληρωμής του χρέους, εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των βασικών τομέων της οικονομίας στα πλαίσια της «εργατικής–λαϊκής εξουσίας» όπως την ονομάζει.
Παρόλα αυτά ένα σωστό πρόγραμμα έχει σημασία αν μπαίνει κανείς στη μάχη για να το εφαρμόσει. Το ΚΚΕ αυτό δεν το κάνει!
Σε κάθε εργατική κινητοποίηση απομονώνει τις δυνάμεις του αρνούμενο ουσιαστικά να έρθει σε επαφή με τα πλατιά στρώματα της κοινωνίας που δεν στοιχίζονται γύρω από το ΠΑΜΕ. Κινήματα που δεν ελέγχει τα καταγγέλλει ως δημιουργήματα της αστικής τάξης. Το έκανε στο Σύνταγμα πέρυσι το καλοκαίρι το έκανε και πρόσφατα με το λεγόμενο «κίνημα της πατάτας». Και με αυτόν τον τρόπο απομονώνεται από τους χιλιάδες αγωνιστές που συμμετέχουν σε αυτά. Θεωρώντας ότι οποιοσδήποτε αγώνας έχει νόημα μόνο μέσα από τις γραμμές του ΠΑΜΕ, το ΚΚΕ καταλήγει να γίνεται εχθρικό απέναντι σε μια σειρά κινητοποιήσεις που δεν ελέγχει. Σωματεία που δεν ελέγχει τα καταγγέλλει ως εργοδοτικά. Και ως αποτέλεσμα αρνείται να προτείνει το ίδιο το πρόγραμμά του στα πλατιά στρώματα των εργαζομένων και της νεολαίας που δεν κινούνται γύρω από αυτό.
Έτσι εξηγείται η «αδυναμία» του ΚΚΕ να προτείνει συγκεκριμένους τρόπους κλιμάκωσης των αγώνων στις καμπές του κινήματος. Έτσι εξηγείται η απροθυμία του να πάρει πρωτοβουλίες συντονισμού των χώρων που είναι σε κινητοποιήσεις όπως για παράδειγμα στα ΜΜΕ, στο χώρο της Υγείας, στη ΔΕΗ, τις Συγκοινωνίες, τους εργαζόμενους στους Δήμους και αλλού. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί ότι ο στόχος που βάζουν κατ επανάληψη τα στελέχη του ΚΚΕ για τις ερχόμενες εκλογές είναι «η αποδυνάμωση της κυβέρνησης». Το ΚΚΕ με λίγα λόγια δεν θεωρεί ότι είναι εφικτός στόχος η εφαρμογή του προγράμματός του, η ανατροπή του συστήματος, η ανατροπή καν των εφαρμοζόμενων πολιτικών, και γι’ αυτό θέτει σαν στόχο την αποδυνάμωση του αντιπάλου.
Αν το ΚΚΕ είχε εμπιστοσύνη στους εργαζόμενους, όχι μόνο στα μέλη του αλλά και σε όλους αυτούς που έδωσαν ηρωικούς αγώνες όλη την τελευταία διετία, θα μπορούσε να απευθύνει ένα κάλεσμα σε ενότητα όλων των δυνάμεων της Αριστεράς πάνω στη βάση του δικού του πρόγραμματος. Ένα τέτοιο κάλεσμα δεν θα απευθυνόταν ουσιαστικά στις ηγεσίες του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ αλλά στη βάση τους και στους χιλιάδες ανένταχτους αγωνιστές που στρέφονται κάθε μέρα στην αριστερά. Ένα τέτοιο κάλεσμα και με συγκεκριμένες προτάσεις προς το ίδιο το κίνημα για την οργάνωση και κλιμάκωση των αγώνων του είναι σίγουρο ότι θα άνοιγε το δρόμο όχι μόνο για την ανάκαμψη του κινήματος αλλά θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια πραγματική λύση εξουσίας από την πλευρά των συμφερόντων των εργαζομένων.
ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη είναι αλήθεια ότι καλεί με κάθε ευκαιρία σε συνεργασία της Αριστεράς. Ωστόσο μετακινούμενος όλο και πιο δεξιά στις θέσεις του, σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό με τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη, στην πράξη αποκλείει τη συνεργασία με δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την ίδια ώρα δίνει το καλύτερο άλλοθι στο ΚΚΕ να την αρνείται.
Αφήνει έτσι διάπλατα την πόρτα ανοιχτή μόνο για συνεργασία με παλιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, κάποια από τα οποία ψήφισαν μάλιστα το πρώτο μνημόνιο (Κουρουμπλής). Η αλλαγή του ονόματος του σχήματος σε ΣΥΡΙΖΑ – Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο αλλά κυρίως η πολιτική του διακήρυξη δείχνουν ότι στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας η ηγεσία του ΣΥΝ είναι διατεθειμένη να μετακινηθεί όσο χρειάζεται προς τις θέσεις των πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ προκειμένου αυτοί να ενταχθούν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια ματιά στην πολιτική διακήρυξη είναι αποκαλυπτική: ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά «αναστολή πληρωμών» του δημόσιου χρέους ή αλλιώς όπως ο ίδιος ο Τσίπρας έχει εξηγήσει «τριετή αναστολή» στην πληρωμή του. Πρόκειται για μια θέση αποδοχής του χρέους και ουσιαστικά μια δέσμευση για την αποπληρωμή του όχι τώρα αλλά σε τρία χρόνια, με πιο αργούς ίσως ρυθμούς και διεκδικώντας χαμηλότερα επιτόκια!
Επίσης η θέση για «τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο» είναι μια θέση πίσω όχι μόνο από το αίτημα για εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος. Στην ουσία είναι μια πρόταση που βγάζει λάδι τις ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες πριμοδοτούνται κάθε τρεις και λίγο από το ελληνικό δημόσιο με εκατοντάδες δις ευρώ! Τα περί «δημόσιου ελέγχου» στις ιδιωτικές τράπεζες μόνο ως αστείο μπορούν να ακουστούν.
Αλλά και οι κατά καιρούς δηλώσεις του Τσίπρα επιβεβαιώνουν τη μετακίνηση προς τα δεξιά των θέσεων του ΣΥΝ και την αδυναμία του να δει λύσεις εκτός συστήματος. Πρόσφατα αποθέωσε τον Χριστόφια σε επίσκεψή του στην Κύπρο γιατί μπορεί ως αριστερός να «διαπραγματεύεται καλύτερα» και πρότεινε δανεισμό από τη Ρωσία αντί του Μηχανισμού Στήριξης της ΕΕ . Λες και το μνημόνιο είναι θέμα κακής διαπραγμάτευσης, λες και το χρέος είναι των εργαζομένων οι οποίοι θα πρέπει να επιλέξουν τους «καλούς δανειστές Ρώσους» από τους «κακούς» ευρωπαίους…
Στην ίδια κατεύθυνση και μια από τις βασικές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, η ΚΟΕ. Σε πρόσφατη συνέντευξη στην Εποχή του επικεφαλής της Ρ. Ρινάλντι όταν ρωτήθηκε για το αν σε ένα «παλλαϊκό» μέτωπο αντίστασης θα έβλεπε και ανθρώπους, φορείς και συλλογικότητες της λαϊκής δεξιάς απάντησε ότι το θεωρεί «αυτονόητο»…
Με ένα τέτοιο πρόγραμμα, και με τέτοιες δηλώσεις, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και ένας πιστός άνθρωπος του κεφαλαίου, ο Πάνος Καμμένος (Ανεξάρτητοι Έλληνες) δήλωσε ότι θα έβλεπε σύγκλιση με το ΣΥΡΙΖΑ σε θέματα οικονομικής πολιτικής…
Έχοντας πει όλα αυτά βέβαια, πρέπει να τονίσουμε ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις και από ανένταχτους αγωνιστές και από συνιστώσες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια όμως είναι ότι είτε αυτές δεν βγαίνουν στην επιφάνεια, είτε δεν μπορούν να επηρεάσουν την κεντρική κατεύθυνση του σχήματος όπως τη βλέπουμε στην πολιτική του διακήρυξη, είτε δεν θέλουν να διαφοροποιηθούν από αυτή.
Ο ρόλος της βάσης
Όπως και να έχει ο απομονωτισμός του ΚΚΕ και η μετακίνηση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά σε σχέση με πριν μερικά χρόνια, δεν είναι θέματα που έχουν κριθεί μια και για πάντα. Στο εσωτερικό των δυο αυτών κομμάτων συνεχίζουν να συσπειρώνονται πλατιά κομμάτια αγωνιστών εργαζομένων και νεολαίων οι οποίοι προβληματίζονται με το τι γίνεται στις κορυφές. Η στάση τους όλο το προηγούμενο διάστημα έχει καταχωρήσει αυτά τα κόμματα στη συνείδηση των εργαζομένων σαν τα κόμματα που αντιστάθηκαν στις πολιτικές των μνημονίων. Οι εκλογές θα τους βάλουν νέα καθήκοντα. Και είναι πια από τη στάση των αγωνιστών της βάσης τους που θα κριθούν οι προοπτικές τους και ο ρόλος που θα παίξουν στην ανατροπή αυτών των πολιτικών.