Η σχολική χρονιά 2018-2019 σημαδεύτηκε από τις μαζικές συγκεντρώσεις και αποχές από τα σχολεία που οργανώθηκαν από τη νεολαία ενάντια στη κλιματική αλλαγή. Οι κινητοποιήσεις αυτές «ταρακούνησαν» τον πλανήτη.
Το κίνημα ξεκίνησε όταν η Greta Thunberg, μία 15χρονη μαθήτρια από τη Σουηδία, σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο και ξεκίνησε διαμαρτυρίες έξω από το Κοινοβούλιο, απαιτώντας από την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή ως κρίση και να πάρει ανάλογα μέτρα. Αυτό που είχε προηγηθεί στη Σουηδία, ήταν το θερμότερο καλοκαίρι που έχει καταγραφεί στην ιστορία της χώρας και περισσότερες από 60 δασικές πυρκαγιές.[1] Η αποχή της Greta από το σχολείο ενέπνευσε εκατοντάδες χιλιάδες μαθητές σε όλο τον κόσμο.
Είδαμε να οργανώνονται σε εβδομαδιαία βάση αποχές και πορείες, από την Αυστραλία και τον Καναδά μέχρι τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία κα. Η αποκορύφωση του κινήματος ήταν οι δύο παγκόσμιες ημέρες αποχής από τα μαθήματα το Μάρτιο και το Μάιο, όπου 1,4 – 1,6 εκατομμύρια μαθητές και νέοι συμμετείχαν σε πορείες για το κλίμα σε 128 χώρες σε όλο τον κόσμο.
Ήδη έχουν προγραμματιστεί νέες αποχές και κινητοποιήσεις για τον ερχόμενο Σεπτέμβρη και το ερώτημα που γεννιέται είναι πώς αυτό το κίνημα μπορεί να προχωρήσει, να αναπτυχθεί και να πετύχει τους στόχους του.
Με ποιά πλευρά είναι;
Κάτω από την πίεση του κινήματος για το κλίμα, οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας, του Καναδά και της Ιρλανδίας κήρυξαν επείγουσα κατάσταση για το κλίμα. Παρόλα αυτά, δεν πήραν κανένα συγκεκριμένο μέτρο για να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις αλλαγές στο κλίμα που προκύπτουν από αυτή. Αντιθέτως συνεχίζουν να δίνουν 27,5 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων τους, μέσω επιδοτήσεων, φορολογικών ελαφρύνσεων κλπ. [3]
Κάποια μεγάλα διευθυντικά στελέχη επιχειρήσεων, που έχουν δημιουργήσει μία ομάδα που ονομάζεται «Η Ομάδα Β», ισχυρίζονται επίσης ότι στηρίζουν τις κινητοποιήσεις για το κλίμα και επεξεργάζονται βιώσιμες λύσεις και πολιτικές στις εταιρίες τους. Όμως, μία πιο προσεκτική ματιά στις «βιώσιμες» προτάσεις και πολιτικές που προτείνουν, αποκαλύπτει πως είτε δεν αποτελούν στην πραγματικότητα λύσεις, είτε ότι αποτελούν «πράσινο ξέπλυμα», προσπάθεια δηλαδή διάφορων επιχειρήσεων να παρουσιαστούν ως φιλικές προς το περιβάλλον για να κρύψουν το καταστροφικό τους πρόσωπο.
Ο Richard Branson για παράδειγμα, συνιδρυτής της «Ομάδας Β» και στέλεχος της «Virgin Group» δήλωνε ότι οι αερογραμμές της Virgin χρησιμοποιούν βιοκαύσιμα σε πολλές από τις πτήσεις τους. Τα βιοκαύσιμα όμως, δεν είναι ούτε πράσινη ούτε βιώσιμη λύση [4,5]. Πριν από ένα χρόνο, ο Branson εγκαινίασε τη χρήση μιας άλλης κατηγορίας δήθεν «βιώσιμου καυσίμου» σε μια εμπορική πτήση. Για μία ακόμα φορά, το καύσιμο δεν προήλθε από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τεχνολογία υδρογόνου ή οποιαδήποτε άλλη πράσινη τεχνολογία. Προήλθε από «ανακυκλωμένα βιομηχανικά αέρια πλούσια σε άνθρακα». [6] Η Virgin ισχυρίζεται ότι το καύσιμο που παράγεται από ανακυκλωμένα βιομηχανικά αέρια εκπέμπει σημαντικά λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου. Και ενώ αυτό είναι κάτι που μένει να αποδειχτεί (από επιστήμονες που δε δουλεύουν για τη Virgin), το καύσιμο παραμένει ορυκτό και η διαδικασία της «ανακύκλωσης» δεν το μετατρέπει σε πράσινη λύση.
Δεν πρέπει να υπάρχει καμία εμπιστοσύνη στα διευθυντικά στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων και τους πολιτικούς των κομμάτων του κατεστημένου που ισχυρίζονται πως είναι με την πλευρά του κινήματος. Οι επιστήμονες προειδοποιούσαν για τις συνέπειες των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από τις αρχές του 1960. Και όμως, η πρώτη σύνοδος κορυφής για το κλίμα πραγματοποιήθηκε σχεδόν 20 χρόνια αργότερα, το 1979 στη Γενεύη. Την ίδια περίπου περίοδο οι μεγάλες επιχειρήσεις πετρελαίου, όπως η Exxon είχαν συνειδητοποιήσει πως η χρήση ορυκτών καυσίμων επηρεάζει το κλίμα της γης και ότι τις επόμενες δεκαετίες η θερμοκρασία θα αυξανόταν κατά 1-2 oC [7]. 40 χρόνια αργότερα οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν αποτύχει να πάρουν ουσιαστικά μέτρα για να σταματήσουν, ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν την υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή.
Αν και αντιμέτωπες με την κλιματική κρίση που απειλεί τη ζωή στη γη όπως τη γνωρίζουμε, οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις αρνούνται ακόμα και σήμερα να πάρουν τα ριζοσπαστικά μέτρα που είναι απαραίτητα για να αντιμετωπιστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη. Ο λόγος είναι ότι δεν είναι διατεθειμένοι να σπάσουν τους δεσμούς με κάποια από τα πιο διακεκριμένα «μέλη» της τάξης της οποίας τα συμφέροντα εκπροσωπούν, δηλαδή των μεγάλων επιχειρήσεων πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα και άλλων μεγάλων βιομηχανικών κλάδων που εξαρτώνται απόλυτα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για τα προϊόντα και τα κέρδη τους, όπως η γιγάντια βιομηχανία πλαστικού.
Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων παράγει το 86% της ενέργειας του πλανήτη (ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση, καύσιμα κλπ) [8] και σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος του ΟΗΕ «Η χρήση ορυκτής ενέργειας είναι υπεύθυνη για το 85% περίπου των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που παράγονται ετησίως» [9]. Άρα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσει η επιπλέον αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και οι αλλαγές που συντελούνται στο κλίμα, από το να τερματιστεί η εξόρυξη και η καύση πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα και να γίνει στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προς άλλες -πραγματικά πράσινες τεχνολογίες.
Ενδυναμώνοντας το νεολαιίστικο κίνημα για το κλίμα
Οι αποχές και οι διαδηλώσεις για το κλίμα πρέπει να συνεχιστούν και να αναπτυχθούν, τόσο σε επίπεδο αριθμού συμμετεχόντων και χωρών στις οποίες οργανώνονται, όσο και σε επίπεδο συμμετοχής των εργαζομένων με απεργίες, ιδιαίτερα με γενικές απεργίες που μπορούν να παραλύσουν την παραγωγή και να απειλήσουν τα κέρδη της αστικής τάξης. Και φυσικά, τέτοιου είδους απεργιακές δράσεις πρέπει να οργανωθούν πιο δημοκρατικά και πιο αποτελεσματικά.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ατομικές πρωτοβουλίες έχουν βοηθήσει πάρα πολύ στο να χτιστεί το κίνημα και να οργανωθούν παγκόσμιες μέρες δράσης. Ταυτόχρονα όμως, άφησαν το περιθώριο να αναπτυχθούν αυτόκλητες ηγεσίες, που συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους, καλούν σε διαμαρτυρίες διαφορετικές μέρες σε διαφορετικά σημεία ή -όπως είδαμε στην περίπτωση του Βελγίου- θέτουν αιτήματα αυθαίρετα, χωρίς επεξεργασία και αφήνουν χώρο για τους εκπροσώπους των μεγάλων επιχειρήσεων και των κομμάτων του κατεστημένου να συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις και να προσποιούνται πως υποστηρίζουν το κίνημα και τους σκοπούς του.
Αν οργανώνονταν σε όλα τα σχολεία κάθε μία ή δύο εβδομάδες συναντήσεις για το κλίμα και το κάθε σχολείο εξέλεγε μία επιτροπή ή μία ομάδα εκπροσώπων για να συζητήσει, να σχεδιάσει και να συντονίσει τα αιτήματα, τις «συμμαχίες» και τις δράσεις με τις επιτροπές των άλλων σχολείων, αυτό θα ήταν ένα τεράστιο βήμα μπροστά προς ένα δημοκρατικό και αποτελεσματικό τρόπο να οργανωθεί το κίνημα και θα κινητοποιούσε ακόμα περισσότερους μαθητές. Αν οι επιτροπές νεολαίας συντονιζόντουσαν με τον ίδιο τρόπο με αντίστοιχες επιτροπές, εκλεγμένες σε εργασιακούς χώρους ή κοινότητες, τότε θα έβγαινε μπροστά ένα εξαιρετικά ισχυρό κίνημα που θα ένωνε τη νεολαία με την εργατική τάξη.
Οι μαθητές μόνοι τους δεν μπορούν να αναγκάσουν τους καπιταλιστές, που ελέγχουν την οικονομία και όλες τις πολιτικές αποφάσεις, να πάρουν τα απαραίτητα ριζοσπαστικά και συντονισμένα μέτρα σε παγκόσμιο επίπεδο για να σώσουν τον πλανήτη.
Το κίνημα για το κλίμα μπορεί να αναπτυχθεί αριθμητικά και σε δύναμη με το να συνδεθεί με άλλα κινήματα και περιβαλλοντικούς αγώνες σε τοπικό επίπεδο, όπως για παράδειγμα με τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη λιγνίτη στη Γερμανία, με τον αγώνα ενάντια στην καταστροφική εξόρυξη χρυσού σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο, με τον αγώνα ενάντια στο fracking, τις υποθαλάσσιες εξορύξεις, τους νέους αγωγούς ορυκτών καυσίμων σε Καναδά, Αγγλία, ΗΠΑ και αλλού, με τον αγώνα των ιθαγενών στην Αμερική για να διατηρήσουν τη γη και τα υδατικά τους αποθέματα, με τον αγώνα ενάντια στην αποψίλωση των δασών σε Ινδονησία και Βραζιλία, κ.α., και να καλέσουν σε κοινές δράσεις.
Πρέπει επίσης να αναζητηθούν δεσμοί και να οργανωθούν κοινές δράσεις και εκστρατείες με άλλα κινήματα, όπως είναι το παγκόσμιο γυναικείο κίνημα που έχει οργανώσει κάποιες εξαιρετικές κινητοποιήσεις τα τελευταία χρόνια και σημείωσε σημαντικές νίκες, το κίνημα των ΛΟΑΤ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφισεξουαλικά άτομα, Τρανς άτομα) όπως επίσης το αντιρατσιστικό και το αντιφασιστικό κίνημα -ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι τα κόμματα και οι οργανώσεις της ακροδεξιάς είτε αρνούνται την κλιματική αλλαγή είτε στην καλύτερη περίπτωση αρνούνται πως η κλιματική αλλαγή προκαλείται από τις ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι το νεολαιίστικο κίνημα για το κλίμα να συνδεθεί με το εργατικό κίνημα. Οι εργατικές απεργίες έχουν τη δύναμη να ρίξουν κυβερνήσεις, να επιβάλλουν ριζοσπαστικές αλλαγές στην κοινωνία και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να προκαλέσουν επαναστάσεις. Έχουν αυτή τη δύναμη επειδή οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που παράγουν όλα τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες μέσα στην κοινωνία, αυτοί παράγουν όλο τον πλούτο, συμπεριλαμβανομένου του κέρδους των πλουσίων.
Η προσπάθεια να χτιστεί ένα τέτοιο κίνημα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Σε μία εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των συνδικαλιστικών ηγεσιών έχουν φτάσει σε πρωτόγνωρο επίπεδο γραφειοκρατίας και εκφυλισμού και δεν καλούν σε απεργίες ενάντια σε απολύσεις, λουκέτα σε εργασιακούς χώρους, μειώσεις μισθών, κακές συνθήκες εργασίας κλπ, είναι εξαιρετικά απίθανο να καλέσουν σε ουσιαστικές δράσεις για το περιβάλλον. Η πλειοψηφία των επίσημων συνδικάτων αγνοεί το κίνημα για το κλίμα και στις ελάχιστες περιπτώσεις που το στηρίζουν στα λόγια, η στήριξη αυτή δεν μετατρέπεται σε πράξη με το κάλεσμα σε συγκεκριμένες δράσεις. Η Verdi για παράδειγμα, γερμανικό εργατικό συνδικάτο με δύο εκατομμύρια μέλη, στην προσπάθεια του να πείσει ότι αγωνίζεται ενάντια στην κλιματική αλλαγή, κάλεσε τα μέλη του να συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις για το περιβάλλον εάν μπορούν, ξεκαθαρίζοντας όμως πως δε σκοπεύει να καλέσει σε επίσημη απεργία. [10]
Έτσι, όπου τα σωματεία ελέγχονται από γραφειοκρατικοποιημένες και εκφυλισμένες ηγεσίες, οι ακτιβιστές ενάντια στην κλιματική αλλαγή πρέπει να έρθουν σε επαφή με τη βάση των συνδικάτων, τους απλούς εργαζόμενους και τις αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις. Πρέπει να τους πείσουν να ενταχθούν στον αγώνα για το κλίμα και να προσπαθήσουν να χτίσουν απεργιακές επιτροπές στα συνδικάτα. Επιτροπές που όχι μόνο θα μπουν στη μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή, αλλά επίσης θα οργανώσουν πραγματικές αντιστάσεις ενάντια σε όλες τις επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων, τους μισθούς και τις θέσεις εργασίας.
Το περιβαλλοντικό και το εργατικό κίνημα δε βρίσκονται σε αντίθετα άκρα. Αρκεί να αναφέρουμε το παράδειγμα των εργατών στο ναυπηγείο Harland & Wolff, που παλεύουν για να σώσουν τις δουλειές τους, απαιτούν από την κυβέρνηση να εθνικοποιήσει το ναυπηγείο για να το σώσει και εξηγούν πως θα μπορούσαν να παράγουν ανεμογεννήτριες, παίζοντας σημαντικό ρόλο στη μετάβαση της Ιρλανδίας στην πράσινη ενέργεια και οικονομία. [11]
Αγώνας για το μέλλον
Ο ΟΗΕ έχει προειδοποιήσει πως έχουμε μόλις λίγο περισσότερο από μία δεκαετία για να πάρουμε τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συγκρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας σε 1,5oC σε σύγκριση με την προ-βιομηχανική εποχή. Αυτή είναι η αύξηση της θερμοκρασίας που αναμένεται κάποια στιγμή ανάμεσα στο 2030 και το 2052.
Αν μπορέσουμε να συγκρατήσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας στον 1,5oC, τότε η επόμενη γενιά θα έχει μία ευκαιρία να αγωνιστεί για να επιστρέψει στις συνθήκες της Ολόκαινου Περιόδου, ή τουλάχιστον όσο πιο κοντά γίνεται σε αυτές (πρόκειται για την τελευταία γεωλογική περίοδο στην ιστορία της γης, κατά την οποία αναπτύχθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός και σήμερα βρίσκεται κοντά στο τέλος της). Μία ενδεχόμενη αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από 1,5oC, δε σημαίνει το τέλος της ζωής στον πλανήτη. Σημαίνει όμως το τέλος της ζωής στη γη όπως τη γνωρίζουμε. Οι ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ή ακόμα και δισεκατομμυρίων ανθρώπων θα απειληθούν, εκατομμύρια είδη θα εξαφανιστούν και μεγάλες εκτάσεις του πλανήτη μας θα γίνουν μη κατοικήσιμες.
Οι μαθητές και οι νέοι, το περιβαλλοντικό, το γυναικείο, το ΛΟΑΤ, το αντιφασιστικό κίνημα και οι εργαζόμενοι πρέπει να δώσουμε μαζί τη μάχη ενάντια στην υπερθέρμανση του πλανήτη και την κλιματική αλλαγή. Και πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι ο αγώνας αυτός οφείλει να βάζει στο στόχαστρο το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Γιατί οι πολιτικές και τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν για να σωθεί ο πλανήτης είναι ασύμβατες με τον καπιταλισμό και τον τρόπο λειτουργίας του.
Οι αιχμές της μάχης μας
- Η παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα είναι υπεύθυνη για το 85% περίπου των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που εκλύονται ετησίως. Πρέπει να βάλουμε ένα τέλος στην καύση ορυκτών καυσίμων για παραγωγή ενέργειας και πλαστικών τα επόμενα λίγα χρόνια και να στραφούμε δραστικά προς τεχνολογίες που αξιοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (τον άνεμο, τον ήλιο, τα κύματα κλπ) και το υδρογόνο. [12] Η τεχνολογία για να γίνουν αυτά είναι διαθέσιμη. Αυτό που λείπει από το σύστημα είναι η πολιτική βούληση να κάνει αυτή τη μετάβαση.
- Η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και τα προϊόντα της αντιπροσωπεύουν το 91% των παγκόσμιων βιομηχανικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και περίπου το 70% των συνολικών (ανθρωπογενών) εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Το μεγαλύτερο ποσοστό των εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου από τη βιομηχανία σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή το 71%, παράγεται από 100 εταιρείες (ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί περίπου στο μισό των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στον πλανήτη)! [13] Κανένας από τους ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων δε θα εγκαταλείψει πρόθυμα το θεμέλιο πάνω στο οποίο ευδοκιμούν τα κέρδη του. Έτσι, αυτές οι επιχειρήσεις πρέπει να περάσουν στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο της κοινωνίας, να αξιοποιηθεί ο πλούτος τους για να μετατραπεί η παραγωγή τους (χωρίς να χαθούν θέσεις εργασίας) σε παραγωγή ενέργειας και καυσίμων με την τεχνολογία των ΑΠΕ (ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) και υδρογόνου. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή ενέργειας πρέπει να σχεδιαστεί στη βάση των αναγκών της κοινωνίας και όχι των κερδών των καπιταλιστών.
- Ένας πολύ μικρός αριθμός επιχειρήσεων ελέγχει τη συντριπτική πλειοψηφία της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων και εμπορίου. Οι εταιρίες αυτές είναι υπεύθυνες για το 75% της αποψίλωσης των δασών παγκοσμίως (που αντιστοιχεί στο 15-20% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα) την καταστροφή άλλων πολύτιμων οικοσυστημάτων και τη μαζική χρήση αγροχημικών που επηρεάζουν τόσο τη φύση όσο και την υγεία μας. Τα τρόφιμα και η αγροτική βιομηχανία αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εκτός του διοξειδίου του άνθρακα, όπως το μεθάνιο (56%) και ευθύνονται για το 19-29% των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. [14] Είναι αναγκαίο να πάρουμε αυτές τις επιχειρήσεις από τα χέρια των καπιταλιστών, να σταματήσουμε την αποψίλωση των δασών, να οργανώσουμε μαζικά σε παγκόσμιο επίπεδο, προγράμματα αναδασώσεων και να σχεδιάσουμε την παραγωγή τροφίμων με βιώσιμο και φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο. Αυτή η διαδικασία θα πρέπει να περιλαμβάνει την παραγωγή του μεγαλύτερου μέρους των τροφίμων μας τοπικά, χρησιμοποιώντας παραδοσιακές ποικιλίες σπόρων και παραδοσιακές φυλές κτηνοτροφικών ζώων, όπως και την (επαν)εκπαίδευση της κοινωνίας στα ζητήματα υπερκατανάλωσης κρέατος και τις αρνητικές της συνέπειες τόσο στο περιβάλλον όσο και στην ανθρώπινη υγεία.
- Πρέπει να εφαρμόσουμε ένα μαζικό σχέδιο δημόσιων επενδύσεων σε υψηλής ποιότητας και αποτελεσματικότητας, δωρεάν δημόσια Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που να είναι κατασκευασμένα με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον. Το ίδιο πρέπει να γίνει με την αναβάθμιση των σπιτιών, αλλά και την κατασκευή εγκαταστάσεων ανακύκλωσης (αντί να αποτεφρώνουμε τα απορρίμματα ή / και να τα μεταφέρουμε στο εξωτερικό). Όλα αυτά τα μέτρα μπορούν να καλυφθούν οικονομικά και με το παραπάνω, εάν ο πλούτος που όλοι παράγουμε δεν ανήκει σε μια μικρή ελίτ που ελέγχει την οικονομία και το πολιτικό κατεστημένο.
- Όλα τα παραπάνω μέτρα, όπως και τα μέτρα που χρειάζονται για την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών καταστροφών στα οικοσυστήματα, μπορούν να δημιουργήσουν εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας. Οι εργαζόμενοι σε βιομηχανίες και τομείς που θα επηρεαστούν από την απαραίτητη μετάβαση πρέπει να έχουν εγγυημένες νέες θέσεις εργασίας και να εκπαιδευτούν για αυτές χωρίς να μειωθούν οι μισθοί τους. Η επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παρέχει πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας: για κάθε μία θέση εργασίας που εξασφαλίζει επένδυση στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, με τα ίδια χρήματα παράγονται 5-7 «πράσινες» θέσεις εργασίας. [15]
- Χρειαζόμαστε δραστική αύξηση των δημόσιων επενδύσεων για ανεξάρτητες επιστημονικές έρευνες, που θα μας βοηθήσουν στην πιο αποτελεσματική καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, να αναπτύξουμε περισσότερο τεχνολογίες παραγωγής και αποθήκευσης πράσινης ενέργειας, την παραγωγή υλικών φιλικών προς το περιβάλλον (για παράδειγμα υλικά που θα αντικαταστήσουν τα πλαστικά, φιλικό προς το περιβάλλον τσιμέντο και συνδετικά οικοδομικά υλικά) κλπ. Τα λεφτά που σήμερα δαπανώνται από τις κυβερνήσεις σε επιδοτήσεις, φορολογικές ελαφρύνσεις και κίνητρα για τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, πρέπει να κατευθυνθούν στην έρευνα. Πρέπει να θεωρείται αυτονόητο ότι τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών θα ανήκουν σε όλη την κοινωνία και θα χρησιμοποιούνται για το κοινό καλό. Πρέπει να απαγορεύεται η αγορά τους, η κατοχύρωσή τους με διπλώματα ευρεσιτεχνίας και η χρήση τους για τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.
- Αυτός ο πλανήτης ανήκει σε ΕΜΑΣ και πρέπει με δημοκρατικό τρόπο να σχεδιάσουμε και να διαχειριστούμε την οικονομία, με βάση το δικαίωμα όλων μας σε μία ζωή χωρίς φτώχεια, καταπίεση και καταστροφές. Με βάση τη βιωσιμότητα και τη διασφάλιση ενός μέλλοντος για όλους μας σε αυτό τον πλανήτη. Πρέπει να αγωνιστούμε ενάντια στον καπιταλισμό και να τον αντικαταστήσουμε με μία κοινωνία που θα έχει ως βάση την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων και όχι τα κέρδη των επιχειρήσεων, με σεβασμό στη φύση και όχι με περιβαλλοντικές καταστροφές, με πραγματική δημοκρατία και όχι έλεγχο των επιχειρήσεων στην οικονομία και την πολιτική ζωή: μία δημοκρατική, πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία!
_______________