Του Χάρη Σαββίδη
Πολύ της… μόδας έγινε, το τελευταίο διάστημα, ο Κέυνς και οι διδαχές του. Ακόμα και σε έντυπα που μέχρι πρόσφατα αποτελούσαν προπύργια του νεοφιλελευθερισμού, όπως η βρετανική εφημερίδα Financial Times, η επιστροφή σε κεϋνσιανές πολιτικές προτείνεται ως λύση για την κρίση: Την άνοιξη, προτού ακόμα η πιστωτική κρίση «περάσει» στην πραγματική οικονομία, ο αρθρογράφος των FT, Μάρτιν Γουλφ, παραδεχόταν ότι «το όνειρο μιας παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς είναι πλέον νεκρό». Ήταν η εποχή που η Αμερικανική κυβέρνηση απέτρεπε στο «παρά πέντε» τη χρεοκοπία της επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns και ελάχιστοι διαμαρτύρονταν για την κρατική παρέμβαση στο ρόλο της αγοράς. Σαν από ειρωνεία της τύχης, η ίδια η έννοια της κρατικοποίησης «αναστήθηκε» για τις δυτικές κυβερνήσεις στην πατρίδα του Θατσερισμού: Τον Σεπτέμβριο του 2007, η βρετανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να κρατικοποιήσει την τράπεζα Northern Rock για να αποτρέψει την χρεοκοπία της. Αλλά μήπως και ο ίδιος ο Κέυνς δεν ήταν Βρετανός;
Ο Τζον Μέιναρντ Κέυνς, σπουδαγμένος στο Ίτον και στο Κέιμπριτζ, έγινε ευρύτερα γνωστός λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δημοσίευσε τη «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος». Στο βιβλίο του αυτό ο Κέυνς αναπτύσσει την θεωρία του περί της έννοιας της «συνολικής ζήτησης». Υποστηρίζει ότι για να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση στην οικονομία θα πρέπει να υπάρχει ικανοποιητικό επίπεδο ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες (και άρα για εργαζομένους που θα τα παράγουν). Η κυβέρνηση μπορεί μέσω δημοσίων δαπανών να ενισχύσει τη ζήτηση και άρα να επιτύχει πλήρη απασχόληση, εκμηδενίζοντας την ανεργία. Η άποψη αυτή υπήρξε θεμέλιο της οικονομικής επιστήμης για περίπου μισό αιώνα, με δεκάδες νομπελίστες να την εξελίσσουν, εξειδικεύουν ή τροποποιούν. Όλο αυτό, όμως, δεν ήταν παρά η θεωρητική θεμελίωση μιας ουσιαστικής μεταβολής που είχε ήδη ξεκινήσει σχετικά με το ρόλο του κράτους στις καπιταλιστικές οικονομίες. Γιατί πραγματικός γεννήτορας του κεϋνσιανισμού δεν ήταν ο Βρετανός οικονομολόγος αλλά μια από τις σημαντικότερες αντιφάσεις του συστήματος.
Στον καπιταλισμό το σύνολο της παραγωγής οργανώνεται με στόχο τη συσσώρευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου. Κίνητρο για όλο και μεγαλύτερες επενδύσεις είναι η προοπτική όλο και υψηλότερου κέρδους. Μόνο που για να υπάρξει κέρδος, δεν αρκεί να παραχθούν τα αγαθά – χρειάζεται κάποιος και να τα αγοράσει. Όταν η αγορά λειτουργεί χωρίς σημαντικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις, ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερες «τσέπες». Αυτοί, όμως, που διαθέτουν πολλά χρήματα, δεν έχουν πολλές ανικανοποίητες ανάγκες. Εκείνοι, αντίθετα, που δεν έχουν καταφέρει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, δεν έχουν και τα απαιτούμενα χρήματα. Άρα ποιος θα αγοράσει τα όλο και περισσότερα αγαθά που παράγονται; Πόσα αυτοκίνητα μπορεί να έχει ένα άτομο που έχει καρπωθεί τον μόχθο εκατοντάδων άλλων; Πάντως λιγότερα από όσα θα αγόραζαν όλοι οι εργαζόμενοι, αν μοιράζονταν δίκαια το αποτέλεσμα της δουλειάς τους.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο καπιταλισμός οδηγείται συχνά σε κρίσεις που αποδίδονται στην υπερπαραγωγή αλλά συνήθως οφείλονται σε υποκατανάλωση. Ακόμα και αν δεχθεί κανείς σε θεωρητικό επίπεδο Μαλθουσιανές αντιλήψεις, δεν μπορεί να τις προτείνει σοβαρά ως λύσεις: Δεν μπορεί, δηλαδή, να υιοθετηθεί ως τρόπος εξόδου από την κρίση η εκούσια καταστροφή του πλούτου (μέσω λοιμών, πολέμων και καταποντισμών). Μόνη λογική λύση είναι η αναδιανομή του πλούτου. Ο κεϋνσιανισμός επιχείρησε ακριβώς αυτό, διατηρώντας όμως άθικτο κατά τα άλλα το καπιταλιστικό σύστημα. Γιατί η αναδιανομή προφανώς και αποτελεί βασικό αίτημα των εργαζομένων. Μόνο που, πάνω από μισό αιώνα πριν τον Κέυνς, ο Μάρξ είχε εξηγήσει ότι μόνο η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και ο κοινωνικός έλεγχος στα μέσα παραγωγής μπορούν να διασφαλίσουν σε βάθος χρόνου την δίκαιη διανομή πλούτου και εξουσίας.
Ο Κέυνς γνώριζε τις διδαχές του Μαρξ αλλά διαφωνούσε ριζικά με αυτές: «ακόμα και αν χρειαζόμαστε μια θρησκεία, γιατί να την βρούμε στις συγκεχυμένες ανοησίες του κόκκινου βιβλιοπωλείου;», υποστήριζε στα «Δοκίμια περί Πεποιθήσεων». Αντίθετα, για τη σταλινική οικονομία που χτιζόταν στα χρόνια του στη Σοβιετική Ένωση, ο Κέυνς είχε μάλλον πιο θετική άποψη, καθώς στον πρόλογο της γερμανικής έκδοσης της «Γενικής Θεωρίας» (κυκλοφόρησε με τον Χίτλερ στην εξουσία) παραδεχόταν: «η θεωρία μου μπορεί να εφαρμοστεί πολύ ευκολότερα στις συνθήκες ενός απολυταρχικού κράτους από ότι σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού».
Εκεί που ταίριαζε απόλυτα η θεωρία του Κέυνς ήταν στην οικονομία που προέκυπτε εκείνα τα χρόνια στις ΗΠΑ από το new deal. Στις εκλογές του 1932, ο Φραγκλίνος Ντιλάνο Ρούζβελτ, αυξάνοντας πάνω από 50% τις ψήφους των Δημοκρατικών, απέσπασε το 57,4% των ψήφων, επικράτησε σε 42 από τις 48 (τότε) πολιτείες και εξασφάλισε 472 από τις 531 ψήφους για το Προεδρικό αξίωμα. Στις ίδιες εκλογές, οι Δημοκρατικοί πέτυχαν να διευρύνουν την πλειοψηφία τους στη Βουλή των Αντιπροσώπων και να αποκτήσουν τον έλεγχο της Γερουσίας.
Ο θρίαμβος αυτός βασίστηκε στον «συνασπισμό του new deal»: μια νέα πολιτική συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν μεγάλες πολιτικές ομάδες από τα αστικά κέντρα, συνδικάτα, φιλελεύθεροι, εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες (καθολικοί, Εβραίοι, Αφρο-αμερικάνοι) καθώς και λευκοί αγρότες του Νότου. Συνδετικό στοιχείο ήταν η ανάγκη ριζικών αλλαγών ώστε η χώρα να ξεπεράσει την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 1929. Ο Ρούζβελτ, αμέσως μόλις ανέλαβε τα προεδρικά καθήκοντα, προχώρησε σε σαρωτικές αλλαγές (πρόγραμμα 100 ημερών) και δύο χρόνια αργότερα, στις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, οι Δημοκρατικοί πέτυχαν σαρωτική νίκη.
Ο Ρούζβελτ, εκφράζοντας το πιο διορατικό κομμάτι του αμερικάνικου κεφαλαίου, προσπάθησε να σώσει το σύστημα από την οικονομική καταστροφή και τον ανερχόμενο ριζοσπαστισμό των εργατικών μαζών. Υιοθετώντας την τακτική ενός φαινομενικού ταξικού συμβιβασμού, κατάφερε να συγχύσει και να αφοπλίσει πολιτικά το εργατικό κίνημα αλλά και να δώσει το «φιλί της ζωής» στο αμερικανικό κεφάλαιο.
Στις 4 Μαρτίου 1933 έκλεισαν όλες οι τράπεζες των ΗΠΑ. Στις 9 Μαρτίου το Κογκρέσο ενέκρινε με συνοπτικές διαδικασίες νέο θεσμικό πλαίσιο για το τραπεζικό σύστημα. Η κρατική εποπτεία αυξανόταν σημαντικά με αντάλλαγμα δάνεια στις τράπεζες από την κυβέρνηση. Το 75% των τραπεζών άνοιξε ξανά τις επόμενες τρεις ημέρες ενώ μέσα σε ένα μήνα τεράστια ποσά σε ρευστό και χρυσό εισέρευσαν στις τράπεζες από τα κρατικά ταμεία. Μια διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων «εξαφάνισε» πάνω από 4.000 τράπεζες και τον Ιούνιο δημιουργήθηκε ομοσπονδιακή υπηρεσία που εγγυούταν όλες τις καταθέσεις (FDIC) μέχρι το ποσό των 85.000 σημερινών δολαρίων. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, το Κογκρέσο κατήργησε τη σύνδεση του δολαρίου με το χρυσό, που μέχρι τότε ανάγκαζε τις ΗΠΑ να διατηρούν υψηλά τα επιτόκια.
Τον Μάιο δημιουργήθηκε η Διοίκηση Αγροτικής Προσαρμογής (Agricultural Adjustment Administration), η οποία έθετε όρια στην εθνική παραγωγή αγροτικών προϊόντων με στόχο να στηρίξει τις τιμές τους. Η ΑΑΑ έδινε επιδοτήσεις στους αγρότες για να μην καλλιεργούν τα χωράφια τους, εκμεταλλευόμενη τα έσοδα από την επιβολή νέου φόρου στην επεξεργασία τροφίμων. Στις πολιτείες του Νότου το πρόβλημα της φτώχειας ήταν εντονότερο και γι’ αυτό η κυβέρνηση προώθησε δημόσια έργα υποδομής (εξηλεκτρισμός, ανέγερση τεράστιου φράγματος στην κοιλάδα του Τενεσί, σχολεία, δρόμοι, αναδασώσεις κλπ). Τον Ιούνιο το Κογκρέσο υπερψήφισε τον Νόμο Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης, με τον οποίο εξασφαλιζόταν το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων στα συνδικάτα και ιδρύονταν η Εθνική Διοίκηση Ανασυγκρότησης (NRA) και η Διοίκηση Δημοσίων Έργων, που την περίοδο 1933-35 χρηματοδότησε περίπου 35.000 επενδυτικά έργα.
Την άνοιξη του 1935 ο πρόεδρος Ρούζβελτ, ενισχυμένος από μια εντυπωσιακή εκλογική νίκη και αντιδρώντας σε περιορισμούς που του επέβαλλε το Ανώτατο Δικαστήριο, προώθησε σειρά νέων νομοσχεδίων, που έμειναν γνωστά ως «δεύτερο new deal» και είχαν εντονότερο στίγμα υπέρ των εργαζομένων και κατά των επιχειρήσεων. Σημαντικότερες πράξεις θεωρούνται ο Νόμος Βάγκνερ και ο Νόμος Κοινωνικής Ασφάλισης. Ο πρώτος ενίσχυσε το δικαίωμα συλλογικών διαπραγματεύσεων και γενικά την ισχύ των συνδικάτων, καθιστώντας την Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL) βασικό εταίρο της κυβέρνησης στο new deal. Ο δεύτερος καθιέρωσε γενικό σύστημα συνταξιοδότησης, προστασίας από την ανεργία και κοινωνικών παροχών προς τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα.
Τα παραπάνω μέτρα έτυχαν εξαιρετικά θερμής υποδοχής από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, χαρίζοντας στον Ρούζβελτ 4 (!) θριάμβους στις προεδρικές εκλογές και στους Δημοκρατικούς την επικράτηση στις 7 από τις 9 προεδρικές εκλογές της περιόδου 1932-68 και τον έλεγχο του Κογκρέσο μέχρι το 1980, με δύο μόνο διετή διαλείμματα. Η αντίδραση, όμως, από το κατεστημένο ήταν εξαιρετικά έντονη, με το Ανώτατο Δικαστήριο να ανατρέπει αρκετούς από τους νόμους του Ρούζβελτ.
Η αντεπίθεση είχε ξεκινήσει για τα καλά πριν ακόμα ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μπορεί το new deal να ισχυροποίησε τη θέση των συνδικάτων, επιτάχυνε, όμως, και τη διαδικασία γραφειοκρατικοποίησής τους. Κάνοντας τους αρχι-συνδικαλιστές εταίρους του στο new deal, ο Ρούζβελτ «έκλεψε» την υπογραφή του… εργατικού κινήματος για ανακωχή στον ταξικό πόλεμο. Καθώς η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων προχωρούσε ήδη με γοργούς ρυθμούς, το Αμερικανικό κατεστημένο κάθε άλλο παρά ασφάλεια ένιωθε. Μόλις προ 5ετίας, η Βρετανία είχε φτάσει εγγύτερα από ποτέ στην κοινωνική επανάσταση: τον Μάιο του 1926, μια δεκαήμερη Γενική Απεργία ανάγκαζε τον Τσόρτσιλ να παραδεχθεί: «ή το έθνος θα ‘σπάσει’ την Γενική Απεργία, ή αυτή θα σπάσει το έθνος». Και σε εκείνη την περίπτωση η συνδικαλιστική ηγεσία υπέγραψε τελικά την συνθήκη ανακωχής του ταξικού πολέμου.
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες το καθεστώς αναγκάστηκε να καταφύγει στον φασισμό για να αποφύγει την επανάσταση: Στη Γερμανία, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία επισφράγισε την ήττα της Επανάστασης του 1918. Η επικράτηση στης σταλινικής γραμμής στην Κομιντέρν, ωθούσε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα σε… ατυχείς επιλογές, που το κατεστημένο έσπευσε να εκμεταλλευτεί, φέρνοντας τον Μουσολίνι στην εξουσία. Στην Ισπανία, έμπαιναν οι βάσεις που θα οδηγούσαν στον Εμφύλιο και στην Ελλάδα οι κυβερνήσεις απαντούσαν στους αγώνες των εργαζομένων με τον νόμο «περί ιδιώνυμου» που θέσπισε ο Βενιζέλος και οδήγησε χιλιάδες αγωνιστές στις φυλακές και στις εξορίες.
Ο μεγαλύτερος φόβος της άρχουσας τάξης αφορούσε, βέβαια, την Επανάσταση των Μπολσεβίκων στην Ρωσία. Μπορεί ο Στάλιν να είχε ξεκινήσει τη διαδικασία εκφυλισμού του εργατικού κράτους, στη Δύση όμως αυτό δεν ήταν προφανές. Όταν, δε, το 1945 ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε στην Ευρώπη και τα αντάρτικα κινήματα επέβαλαν de facto τον εξοπλισμό της εργατικής τάξης, το κατεστημένο ήταν έτοιμο για έναν παγκόσμιο συμβιβασμό.
Στην πόλη Μπρέτον Γουντς των ΗΠΑ το 1944 υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη από 44 κράτη, που ουσιαστικά αναγόρευε τον κεϋνσιανισμό σε βασικό τρόπο οργάνωσης της δυτικής οικονομίας. Το new deal «πέρναγε» πλέον τον Ατλαντικό, μαζί με τα καράβια που έφερναν στην Ευρώπη την Αμερικανική βοήθεια. Τα κονδύλια που δεν διατέθηκαν από το Σχέδιο Μάρσαλ, θα μπορούσαν να δοθούν στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις από τους οργανισμούς που το Bretton Woods γέννησε: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα ήταν έτοιμα να προσφέρουν «σκληρό» δολάριο – το νόμισμα που, σύμφωνα πάντα με το Bretton Woods, θα άξιζε εφεξής το 1/35ο μιας ουγκιάς χρυσού. Η σταθερή αυτή ροή Αμερικανικών κεφαλαίων επέτρεψε την ανοικοδόμηση της Ευρώπης σε κεϋνσιανή βάση. Το κοινωνικό κράτος αποτέλεσε κεντρικό σημείο του ταξικού συμβιβασμού, επιστέγασμα του οποίου ήταν η διαίρεση της Ευρώπης.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, το σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό. Το «σκληρό» δολάριο του Μπρέτον Γουντς προϋπέθετε τα εμπορικά πλεονάσματα που είχαν οι ΗΠΑ τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Όταν, όμως, οι δύο κατεχόμενες από τις ΗΠΑ οικονομίες (γερμανική και ιαπωνική) κατάφεραν να ορθοποδήσουν, μετατράπηκαν σε εξαγωγείς αγαθών προς την Αμερικανική αγορά. Οι ΗΠΑ απέκτησαν ένα χρόνιο εμπορικό έλλειμμα και το δολάριο άρχισε να δέχεται πιέσεις. Το 1968 ξέσπασε κρίση στην αγορά χρυσού του Λονδίνου, η οποία οδήγησε μετά από πέντε χρόνια στην κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γουντς. Όσο για το κοινωνικό κράτος, σε αυτή την περίπτωση το «ξήλωμα» πήρε περισσότερα χρόνια.
Βασική αιτία υπήρξε η επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων στην ταξική αντιπαράθεση. Τα περισσότερα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν υιοθετήσει σταλινικές γραμμές και η Σοσιαλδημοκρατία είχε αναλάβει… κυβερνητικά καθήκοντα από το κατεστημένο. Το ίδιο περίπου συνέβαινε και με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να μην έχουν κανένα όργανο ισχυρής έκφρασής τους. Πολιτικός αναβρασμός, βέβαια, υπήρχε ισχυρός. Ήταν τα χρόνια που ενηλικιωνόταν η πρώτη μεταπολεμική γενιά, αμφισβητώντας κάθε δομή. Ο Μάης του’68, η Άνοιξη της Πράγας, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ, το κίνημα κατά του πολέμου του Βιετνάμ είναι τα γνωστότερα από τα επαναστατικά σκιρτήματα της περιόδου. Καθώς, όμως, δεν κατάφεραν να αποκτήσουν γρήγορα σαφή πολιτικό εκφραστή, μοιραία απομονώθηκαν και ηττήθηκαν. Και τότε ξεκίνησε η νεοφιλελεύθερη επίθεση…
Ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο νεοφιλελευθερισμός διαμόρφωνε την Αμερικανική και Βρετανική οικονομική πολιτική. Όταν, δέκα χρόνια αργότερα, κατέρρευσε ο Σταλινισμός, οι περίφημες αρχές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» αντικατέστησαν τα διδάγματα του Κέυνς. Η ειρωνεία ήταν, δε, ότι οι δύο οργανισμοί–πνευματικά παιδιά του, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, ανέλαβαν να διαδώσουν τον νεοφιλελευθερισμό σε όλη την υφήλιο.
Όσο ασφαλέστερο ένιωθε το κατεστημένο, τόσο λιγότερο υποστήριζε την αναδιανομή του πλούτου. Οι Σοσιαλδημοκράτες, ως πολιτικοί εκφραστές του κεϋνσιανισμού, σύντομα αναγκάστηκαν να αποδεχθούν μια σημαντική τροποποίηση στο κοινωνικό συμβόλαιο: Το κοινωνικό κράτος άρχισε να μην χρηματοδοτείται άμεσα από φορολογικά έσοδα αλλά μέσω ελλειμμάτων. Ουσιαστικά το κράτος δεν αναδιένεμε, πλέον, τον πλούτο των πλουσίων αλλά συνέχιζε να υποστηρίζει τους φτωχότερους με δανεικά.
Στο τέλος της δεκαετίας του ’70 οι δυτικές οικονομίες βρίσκονταν σε αδιέξοδο, αντιμετωπίζοντας υψηλό πληθωρισμό, μηδενική ανάπτυξη και μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον κεϋνσιανισμό η μία μετά την άλλη. Έπρεπε, όμως, να βρεθεί μια νέα λύση για το πρόβλημα που ο Κέυνς προσπάθησε να λύσει: την ελλιπή ζήτηση που δημιουργεί η αντίφαση του καπιταλισμού. Αυτό ακριβώς το κενό ήρθαν να καλύψουν οι τράπεζες.
Οι εργαζόμενοι μπορούσαν, πλέον, να καταναλώνουν περισσότερο από όσο αμείβονταν, αυξάνοντας τον δανεισμό τους. Όσο οι παροχές του κοινωνικού κράτους μειώνονταν, τόσο αυξανόταν ο δανεισμός. Η υπόσχεση των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων για κοινωνική στέγαση εγκαταλείφθηκε, προκαλώντας έκρηξη των στεγαστικών δανείων. Η υποβάθμιση των υπηρεσιών υγείας και παιδείας επιβάρυνε σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Και καθώς οι μισθοί δεν αυξάνονταν ικανοποιητικά, μόνη λύση έμεναν τα καταναλωτικά δάνεια και οι πιστωτικές κάρτες.
Με τον τρόπο αυτό, η κατάρρευση του κεϋνσιανισμού δημιούργησε τις αιτίες της σημερινής κρίσης. Σήμερα, βέβαια, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να αποδεχθούν και πάλι την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης. Το κοινωνικό συμβόλαιο που προσφέρουν, όμως, δεν οδηγεί στην έξοδο από την κρίση. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, η λύση να έρθει από τους εκφραστές του «παλιού». Η ίδια η κρίση θα γεννήσει τις κοινωνικές δυνάμεις που θα εκφράσουν το «νέο». Και ζητούμενο είναι, αυτή τη φορά, να μην «κλέψουν» την υπογραφή της εργατικής τάξης.