Σαν σήμερα, 29 Ιουλίου του 1925, γεννήθηκε ο Μίκης Θεοδωράκης. Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο της σ. Μαρίας Καπαράκη.
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε το 1925 στη Χίο και έζησε σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα, με εξαιρετικά πλούσιο καλλιτεχνικό έργο και έντονη πολιτική και αγωνιστική δραστηριότητα για μεγάλο μέρος της ζωής του.
Τα είδη της μουσικής με τα οποία ασχολήθηκε καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο φάσμα. Πέρα από το τεράστιο λαϊκό του έργο που εκτόξευσε την καριέρα και τη δημοφιλία του, έχει γράψει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, ορατόρια, μουσική δωματίου, μπαλέτα και συμφωνικά έργα και αφήνει πίσω του μια γιγάντια δισκογραφία που αριθμεί εκατοντάδες έργα.
Η παγκόσμια αναγνώριση και φήμη του ξεπερνά αυτήν οποιουδήποτε άλλου Έλληνα καλλιτέχνη. Έδωσε συναυλίες σε πάρα πολλές χώρες του εξωτερικού, οι συνθέσεις του ερμηνεύτηκαν από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης.
Για δεκαετίες ολόκληρες ο Θεοδωράκης δεν έπαψε στιγμή να δημιουργεί, αλλάζοντας το τοπίο στην ελληνική μουσική σε ένα βαθμό που λίγοι συνθέτες έχουν καταφέρει. Το στίγμα που άφησε ειδικά στη λαϊκή μουσική δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθεί εύκολα. Κατάφερε με μοναδικό τρόπο να συνδυάσει τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τους Έλληνες ποιητές, και το ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο με το ελληνικό λαϊκό στοιχείο.
Η πολιτική συνεισφορά του Μίκη Θεοδωράκη στους μεγάλους αγώνες του 20ου αιώνα
Την ίδια στιγμή ο Θεοδωράκης έγινε γνωστός και αποτέλεσε σύμβολο του ελληνικού –και όχι μόνο– λαού, όχι μονάχα για το καλλιτεχνικό του έργο, αλλά και για την πλούσια πολιτική του δράση σε όλα τα μεγάλα κινήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα τον 20ο αιώνα (Εθνική Αντίσταση, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, Αντιδικτατορικός αγώνας).
Στα 18 του οργανώθηκε στο ΕΑΜ και λίγο μετά στο ΚΚΕ, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ τον Δεκέμβρη του 1944 αγωνίστηκε στη Μάχη της Αθήνας. Μετά τα Δεκεμβριανά διώκεται από την αστυνομία και ζει στην παρανομία στην Αθήνα, μέχρι που συλλαμβάνεται το 1947 και στέλνεται εξόριστος στην Ικαρία. Κατόπιν της γενικευμένης αμνηστίας που έδωσε η κυβέρνηση Σοφούλη τον Σεπτέμβρη του 1947, ο Θεοδωράκης περνά πάλι στην παρανομία μέχρι να σταλεί ξανά στην εξορία της Ικαρίας, αυτή τη φορά σε «συνθήκες πειθαρχημένης διαβίωσης». Λίγο αργότερα στέλνεται στη Μακρόνησο, όπου βασανίζεται άγρια μέχρι παράλυσης. Μετά την απόλυσή του από τη Μακρόνησο το 1949 φεύγει για το Παρίσι και επιστρέφει στην Αθήνα το 1950. Ξαναφεύγει με κρατική υποτροφία για σπουδές στο Παρίσι το 1954, για να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα το 1960. Το 1963 εκλέγεται πρόεδρος στη νεοϊδρυθείσα Νεολαία Λαμπράκη, ενώ το 1964 εκλέγεται βουλευτής με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ).
Αμέσως μετά το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967 περνά στην παρανομία και λίγες μέρες μετά ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) και εκλέγεται πρόεδρός του. Το έργο του απαγορεύεται από το καθεστώς και ο Θεοδωράκης συλλαμβάνεται τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Ακολουθούν η φυλάκιση στην ξακουστή «Μπουμπουλίνας», τα βασανιστήρια, η απομόνωση, η μεγάλη απεργία πείνας και οι φυλακές Αβέρωφ.
Η θύελλα διαμαρτυριών που ξέσπασε εκείνη την περίοδο στο εξωτερικό από μεγάλες προσωπικότητες, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποφυλάκισή του. Στη συνέχεια καταδικάζεται σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, μέχρι να φύγει ξανά για το Παρίσι τον Απρίλιο του 1970 και να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά την πτώση της Δικτατορίας.
Ο Θεοδωράκης ήταν ένας αγωνιστής, χωρίς να έχει ωστόσο σταθερές πολιτικές βάσεις και προσέγγιση, με αποτέλεσμα τα πολιτικά λάθη του όλα τα τελευταία χρόνια να μην είναι λίγα. Το ’74 στηρίζει τον Καραμανλή, ενώ το ’90 συνεργάζεται με τη ΝΔ κατεβαίνοντας στην 3η θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας και γίνεται και Υπουργός (άνευ χαρτοφυλακίου) – απόφαση που προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, όπως και η τελευταία του στάση στο «μακεδονικό» και η συνύπαρξή του σε συγκεντρώσεις με ακροδεξιούς και φασίστες.
Πρόκειται για λάθη που δεν είναι αμελητέα, ούτε μπορούν να ξεχαστούν και να σβηστούν, όσο κι αν θαυμάζει κανείς το έργο του. Αντιθέτως, όσοι εκτιμούν την τέχνη του και την σπουδαία του συνεισφορά σε τόσα και τόσα κινήματα, είναι αυτοί που γίνονται και οι αυστηρότεροι κριτές του αναφορικά με την πολιτική του ασυνεπή στάση και τις απαράδεκτες –κατά καιρούς– θέσεις του. Η κριτική αυτή είναι όχι μόνο θεμιτή, αλλά και απαραίτητη αν θέλουμε να προχωρήσουν οι αγώνες μας, να αλλάξει η κοινωνία, να δούμε να εφαρμόζεται το συλλογικό όραμα που τόσο ταλαντούχα περιέγραψε και ο ίδιος στα τραγούδια του.
Την ίδια στιγμή, τίποτα δεν εμποδίζει αυτή την κριτική να συνυπάρχει με την αναγνώριση και την εκτίμηση για την τεράστια συμβολή του στους λαϊκούς αγώνες και τον πολιτισμό. Τίποτα από τα παραπάνω δεν αφαιρεί από τη σπουδαιότητα της πολιτικής συνεισφοράς του ίδιου του Θεοδωράκη στο παρελθόν και από τη σημασία του έργου του, καλλιτεχνικά, πολιτικά, κοινωνικά.
Ένα έργο πυλώνας στην ιστορία του ελληνικού πολιτικού τραγουδιού
Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη υπήρξε αναμφίβολα η ραχοκοκαλιά του ελληνικού πολιτικού τραγουδιού. Τα πολιτικά του τραγούδια έχουν συνδεθεί άρρηκτα με όλους τους μεγάλους αγώνες του 20ου αιώνα, με τη μάχη των καταπιεσμένων για ελευθερία και δικαιοσύνη, με την ιστορία της χώρας και της αριστεράς. Τα βάσανα, οι εξορίες, οι θυσίες, οι ήττες, αλλά και το θάρρος, η ελπίδα και τα οράματα του ελληνικού λαού αποτυπώθηκαν στο έργο του Θεοδωράκη και σφραγίστηκαν από αυτό.
Οι δίσκοι του Επιτάφιος, Ρωμιοσύνη, Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, Το Άξιον Εστί, Canto General παραμένουν μέχρι σήμερα αξεπέραστοι, τόσο νοηματικά όσο και μουσικά. Παράλληλα, δίσκοι όπως Τα Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας, Τα τραγούδια του Αγώνα, Τα τραγούδια του Αντρέα, Της Εξορίας επίσης αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ.
Μιλώντας για το δίσκο Ρωμιοσύνη, ο συνθέτης έχει πει σε συνέντευξή του:
«Τη Ρωμιοσύνη μου την είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν… …Όμως τα χειρόγραφα σκεπάστηκαν από άλλα. Χάθηκαν. Ξεχάστηκαν. Ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάποιο χέρι (χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί) τα ανέσυρε και τα ακούμπησε στο πιάνο. Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την Αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο “Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό…”, κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη.»
Και βέβαια, όπως συμβαίνει πάντα με τη σπουδαία τέχνη, η επιρροή του πολιτικού έργου του Θεοδωράκη δεν αφορά μόνο στις γενιές που έζησαν όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Το πνεύμα της αντίστασης, της αλληλεγγύης, της ελπίδας, της οικουμενικότητας και της συλλογικής μνήμης που διαπερνά τη μουσική του συνέχισε να γοητεύει και τις επόμενες γενιές και παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα.
Επιλεγμένα πολιτικά τραγούδια
► Το σφαγείο (Το μεσημέρι) • στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
► Διότι δε συνεμορφώθην • στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
► Όταν σφίγγουν το χέρι • στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
► Το Γελαστό Παιδί • στίχοι: Brendan Behan- Ρώτας Βασίλης
► Μην ξεχνάς τον Ωρωπό • στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
► Οι πρώτοι νεκροί (Πάλης ξεκίνημα) • στίχοι: Αλέκος Παναγούλης
► Θα σημάνουν οι καμπάνες • στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
► Ένα το χελιδόνι • στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
► Σωτήρης Πέτρουλας • στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
Η μελοποιημένη ποίηση
Ο Θεοδωράκης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας συνθέτης που μελοποίησε έργο μεγάλου ποιητή. Ξεκινώντας με το σπουδαίο «Επιτάφιο» του Γ. Ρίτσου το 1960, άνοιξε το δρόμο και γι’ άλλους συνθέτες και γι’ άλλα αξεπέραστα έργα. Ρίτσος, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Γκάτσος, Βάρναλης, Σεφέρης, Ελύτης, Καρυωτάκης, Λόρκα, Νερούδα, είναι κάποιοι από τους πιο γνωστούς ποιητές με το έργο των οποίων καταπιάστηκε ο συνθέτης.
Οι μελοποιήσεις ποιημάτων θεωρούνται –όχι άδικα– μία από τις σημαντικότερες πτυχές του έργου του. Γνώρισαν τεράστια αποδοχή από τα λαϊκά στρώματα και κατάφεραν να φέρουν μαζικά στα χείλια του λαού την υψηλή τέχνη της ποίησης. Άλλωστε μόνο ένας σημαντικός καλλιτέχνης αυτού του βεληνεκούς θα μπορούσε να συνδυάσει τον ήχο του μπουζουκιού και τις τεράστιες λαϊκές φωνές με τους σπουδαίους ποιητές, συνθέτοντας αριστουργηματικά έργα που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα.
Ο Ρίτσος, αναφερόμενος στις μελοποιήσεις των ποιημάτων του από τον Θεοδωράκη, είχε πει:
«Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική; Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ.»
Επιλεγμένα ποιητικά κομμάτια
► Την πόρτα ανοίγω το βράδυ • στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
► Κράτησα τη ζωή μου • στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
► Οι μοιραίοι • στίχοι: Κώστας Βάρναλης
► Αυτά τα δέντρα • στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
► America Insurrecta / Ξεσηκωμένη Αμερική • στίχοι: Pablo Neruda
► Μιλώ • στίχοι: Μανόλης Αναγνωστάκης
► Της αγάπης αίματα • στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Τα λαϊκά του Μίκη
Πέρα από τη σπουδαία ποίηση και τα πολιτικά τραγούδια που συνδύασε μοναδικά με το λαϊκό στοιχείο, ο Μίκης Θεοδωράκης συνέθεσε μια σειρά από λαϊκά τραγούδια, που μίλησαν για τον πόνο, την φτώχεια, την ξενιτιά, τον έρωτα, την περηφάνεια και τις χαρές του ελληνικού λαού, με έναν τρόπο που λίγοι δημιουργοί έχουν καταφέρει.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση έπαιξαν βέβαια και όλοι οι σπουδαίοι στιχουργοί με τους οποίους συνεργάστηκε, κάποιοι εκ των οποίων έδωσαν εξαιρετικά δείγματα γραφής στα λαϊκά του Μίκη. Την ίδια στιγμή, οι μεγάλες λαϊκές φωνές της εποχής όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Μαίρη Λίντα κι ο Στέλιος Καζαντζίδης, συνδράμανε καταλυτικά στο να αγαπηθούν τα τραγούδια του Θεοδωράκη πλατιά από τον κόσμο.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης, σε ομιλία του αναφορικά με την ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είχε δηλώσει:
«…Η περίοδος αμέσως μετά την κατοχή υπήρξε πλούσια σε δημιουργία κλασσικών πια λαϊκών μελωδιών… …Ο λαός βλέπει κατάφατσα, σα μέσα σε καθρέφτη, το πρόσωπό του και τρομάζει – θέλει ν’ ακούσει ήχους δυνατούς, ουσιαστικούς, ήχους που να καθρεφτίζουν κι αυτοί με τη σειρά τους όλη την αγωνία του, τους πόνους του και τις ελπίδες.»
Επιλεγμένα λαϊκά τραγούδια
► Δραπετσώνα • στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
► Βράχο-βράχο • στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου
► Απρίλη μου • στίχοι: Μίκης Θεοδωράκης
► Βρέχει στη φτωχογειτονιά • στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
► Σε πότισα ροδόσταμο • στίχοι: Νίκος Γκάτσος
► Το παλληκάρι έχει καημό • στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
► Της ξενιτιάς ( Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες ) • στίχοι: Ερρίκος Θαλασσινός
Ένα καλλιτεχνικό έργο κτήμα της κοινωνίας και των λαϊκών αγώνων
Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη μας θύμισε πώς το σύστημα επιμένει πολύ συνειδητά εδώ και δεκαετίες να τον παρουσιάζει μεμονωμένα ως μια πανεθνική, από-πολιτικοποιημένη φιγούρα που κρατούσε πάντα ίσες αποστάσεις. Πώς η άρχουσα τάξη παλεύει να αποσιωπήσει τον σπουδαίο πολιτικό πλούτο που περικλείει το έργο του και κυρίως να καταδικάσει στη λήθη τα κινήματα που ταυτίστηκαν με αυτό. Όμως ο κόσμος ξέρει καλά ότι οι πολιτικοί πρόγονοι όσων κηρύττουν τώρα «εθνικά πένθη» ήταν αυτοί που κυνήγησαν, εξόρισαν, βασάνισαν και φυλάκισαν, όχι μόνο τον ίδιο τον συνθέτη, αλλά πάνω απ’ όλα τους χιλιάδες αγωνιστές που εξέφρασε.
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είχε πει
«… ένα έργο, όταν φεύγει από τα χέρια του δημιουργού του, αποκτά δική του προσωπικότητα, δική του ταυτότητα, σύμφωνα με τα οποία χαράσσεται η πορεία του».
Η θέση αυτή μοιάζει να εφαρμόζεται στην περίπτωση του Μίκη Θεοδωράκη περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλο δημιουργό. Μεγάλο κομμάτι του έργου του έγινε κτήμα της κοινωνίας και των λαϊκών της αγώνων σε τέτοιο βαθμό, που φαίνεται να έχει αποκοπεί από τον συνθέτη και να έχει διαγράψει τη δική του ανεξάρτητη ρότα.
Κι όσο κι αν προσπαθούν για το αντίθετο, γνωρίζουμε καλά ότι αυτό το κομμάτι του έργου του δε θα ενσωματωθεί ποτέ από το κατεστημένο. Θα ανήκει πάντα στον κόσμο που άκουγε κρυφά τα τραγούδια του Θεοδωράκη στη Χούντα με κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Στη λαοθάλασσα στους δρόμους της Αθήνας που γιόρταζε την πτώση της Δικτατορίας, σηκώνοντας στα χέρια τον συνθέτη που μόλις είχε επιστρέψει από την εξορία. Στις χιλιάδες κόσμου στη συναυλία του στο κατάμεστο Καραϊσκάκη το 1974 που φώναζαν «Λαέ Θυμήσου το Νοέμβρη», «ΕΣΑ – Ες Ες, βασανιστές» και «Δώστε τη Χούντα στο λαό». Στους πολιτικούς κρατούμενους που τραγουδούσαν τα στιχάκια του για να πάρουν κουράγιο στη φυλακή και την εξορία. Στους εφήβους που ακούν ακόμα τα τραγούδια του στις συγκεντρώσεις του Πολυτεχνείου και συγκινούνται.
Θα ανήκει πάντα στα κινήματα και τις κοινωνίες που ταύτισαν τη μουσική του με το πάθος τους για λευτεριά και δικαιοσύνη, σε αυτές και αυτούς που –ακόμη και στους πιο σκληρούς και σκοτεινούς καιρούς της ιστορίας– αρνήθηκαν πεισματικά να συμμορφωθούν «προς τας υποδείξεις».