Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην Huffington Post, σήμερα 23 Ιούλη 2015, http://www.huffingtonpost.gr/seraphim-seferiades/-_766_b_7854616.html)
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ολόκληρο το κομμάτι της κοινωνίας-οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, τα λαϊκά στρώματα- που το προηγούμενο διάστημα ακούμπησε στoν ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον στην εξουσία, δίνοντάς του εντολή και δύναμη ρήξης (πρώτα με τα αυθόρμητα συλλαλητήρια του «ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ!» και -βεβαίως- με το συγκλονιστικό 62% ΟΧΙ ΣΤΗ ΛΙΤΟΤΗΤΑ της 5ης Ιούλη), βιώνει σήμερα ένα βαθύ τραύμα, ένα σοκ.
Για να περιγράψει κανείς αυτό που μπροστά στα μάτια μας συνέβη (και εξακολουθεί να συμβαίνει), δε χρειάζεται να επινοήσει λέξεις δραματικές, φορτισμένες και «άγριες» -να επικαλεστεί προδοσίες, μυστικά σχέδια και παλατιανές συνωμοσίες. Αρκούν μόνο δυο: πολιτικό έλλειμμα. Το μόνο «αδίκημα» (αν θα μπορούσαμε έτσι να το χαρακτηρίσουμε) όσων υποχώρησαν στην οπτική "ΤΙΝΑ", είναι πως νόμισαν ότι με λίγη βερμπαλιστική μαρξολογία θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις ύαινες. Δεν είναι όμως ότι υπερτίμησαν τον εαυτό τους, όπως κατά κόρον λέγεται. Το πρόβλημα δεν ήταν η υπερτίμηση, αλλά -το ακριβώς- αντίθετο, η υποτίμηση: η υποτίμηση της πολιτικής, ειδικά της κινηματικής πολιτικής και των φορέων της -όλων όσων αντιλαμβάνονται την πολιτική ως αγώνα, και την προσεγγίζουν με βασική μέριμνα την εξασφάλιση της λειτουργικότητας όσων επαγγέλλονται.
Οι ιδέες, βέβαια, βρίσκονται πάντοτε στη βάση. Είναι, όπως λέγεται, παράγοντας εκ των ων ουκ άνευ: Προκειμένου να χειριστεί κάποιος μια μάχη, πρέπει, λ.χ., να ξέρει ότι η ύαινα είναι ύαινα -αλλιώς δεν υπάρχει εγχείρημα (αρκεί, για του λόγου το αληθές, να αναλογιστούμε την άποψη ότι «ακόμα κι αν δεν υπήρχε Μνημόνιο, θα έπρεπε να το εφεύρουμε εμείς»!). Όμως αυτό, προφανώς, δεν αρκεί: για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η ύαινα, χρειάζεται και στρατηγική σύγκρουσης. Αν εκείνος που ξεκινά τον αγώνα φαντάζεται ότι θα τον φέρει εις πέρας με επιτυχία απλώς με τα λόγια και η δύναμη της πειθούς, τότε είτε η ύαινα θα τον κατασπαράξει, είτε θα τον καθυποτάξει υποχρεώνοντάς τον να μεταλλαχθεί. Αυτές είναι και οι συντεταγμένες της τραγωδίας που συλλογικά βιώνουμε. Με κύριο όπλο τη βερμπαλιστική μαρξολογία (με την έμφαση στο «βερμπαλιστική»), η ομάδα Τσίπρα επιχείρησε να αντιμετωπίσει την ύαινα και υπέκυψε. Τόσο πριν, όσο και -κυρίως- μετά την υποταγή, όμως, γίναμε μάρτυρες και μιας σειράς επιπτώσεων. Κύρια ανάμεσά τους ήταν το κανονικοποιημένο και ιστορικά επαναλαμβανόμενο όνειδος της γραφειοκρατικοποίησης. Την ώρα που συντάσσονται αυτές οι γραμμές, η πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ (109 από τα 201 μέλη της) απορρίπτουν το 3ο Μνημόνιο το οποίο υπέγραψε η ηγετική ομάδα, αλλά η τελευταία κωφεύει, αρνούμενη να προβεί καν σε σύγκλιση του οργάνου. Η πρακτική και τα επιχειρήματα των απολογητών της είναι τόσο ανερμάτιστα, που δε χρειάζεται καν να σχολιαστούν -το μόνο που προκαλούν είναι η επίταση του τραύματος.
Και η έμφαση είναι ακριβώς εδώ: στο τραύμα. Σ’ αυτό πρέπει, τούτες τις κρίσιμες ώρες, να στραφεί η προσοχή μας, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ηρεμία και νηφαλιότητα. Άλλωστε όλοι (ακόμα και κάποιοι από εκείνους που κραυγάζοντας -όχι πάντοτε ευγενικά- μας καλούν να σωπάσουμε) βιώνουμε ένα μετατραυματικό σύνδρομο: συναισθηματική διαταραχή που προκαλείται εξαιτίας ενός τρομακτικού γεγονότος, που απείλησε (στιγμιαία ή περισσότερο εξακολουθητικά) τη ζωή ατόμων ή συλλογικοτήτων, και το οποίο ξεπερνά τα όρια των συνηθισμένων ανθρώπινων εμπειριών. Αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, τονίζουν οι επιστήμονες της ψυχικής υγείας, ελλοχεύει ο κίνδυνος σοβαρών περαιτέρω παθογενέσεων.
Η πραγματολογία του τραύματός μας είναι βέβαια γνωστή -είναι η αναπάντεχη υποταγή, όχι μόνο στο καθαυτό Μνημόνιο ΙΙΙ, αλλά και στη μνημονιακή λογική: Σε απόψεις, λ.χ., του τύπου ότι το «πακέτο Γιούνκερ», όταν με το καλό θα έρθει, θα προκαλέσει «ανάπτυξη», διότι θα υποχρεώσει το κράτος να διαμορφώσει ένα «ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον» -δηλαδή να συρρικνώσει ακόμα περισσότερο τα ήδη εξαιρετικά ισχνά εργασιακά δικαιώματα. Κάθε λεπτό της ώρα που περνάει, όμως, η οδυνηρή νέα πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο πολύ αντιληπτή -και επ’ αυτού δε χρειάζεται κανείς να επεκταθεί.
Αυτό που στις περιστάσεις προέχει είναι να μην υποτιμηθεί το μέγεθος του τραύματος, να μην απωθηθεί σε ένα συλλογικό υποσυνείδητο και καταστεί νεύρωση. Ο κίνδυνος είναι μεγάλος διότι και το τραύμα είναι πράγματι τεράστιο -μια εξαιρετικά οδυνηρή έκφανση του δόγματος του σοκ, με το καταλυτικό επιπλέον στοιχείο ότι έρχεται «από τα μέσα»: από τις γραμμές της ίδιας της Αριστεράς – πληγώνοντας και απειλώντας να παραλύσει τα αντανακλαστικά πολλών αγωνιστών της βάσης μέσα, έξω και γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, που όλα τα τελευταία χρόνια πάλεψαν, στήριξαν και οραματίστηκαν έναν άλλο δρόμο.
Στις δραματικές αυτές περιστάσεις η απώθηση είναι βέβαια αναμενόμενη: αποτελεί τον πιο βασικό αμυντικό μηχανισμό που άτομα και συλλογικότητες ενεργοποιούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις τραυματικές επιπτώσεις -ωθώντας τα μη αποδεκτά ψυχικά στοιχεία -ιδέες, συναισθήματα και προδιαθέσεις- στο ασυνείδητο. Έτσι εξηγούνται και τα περισσότερα συμπτώματα του μετατραυματικού συνδρόμου: απώλεια μνήμης (επιλέγουμε να ξεχνάμε ό,τι μόλις χθες λέγαμε -π.χ. «η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εισηγηθεί ποτέ της Μνημόνιο»), εμμονική επανάληψη επιχειρημάτων ακόμα κι όταν αυτά έχουν πρόδηλα καταρρεύσει (π.χ., «η "Ευρώπη" αλλάζει»), επιθετικότητα (π.χ., όποιος ασκεί κριτική στον Τσίπρα είναι υπέρμαχος του ολοκληρωτισμού).
Κάποιοι από εκείνους που εκδηλώνουν παρόμοιες συμπεριφορές (με πρώτη και καλύτερη την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και τον στενό περί αυτήν πυρήνα) κινούνται βέβαια με ιδιοτέλεια: η άρνησή τους να αναγνωρίσουν ότι έσφαλαν, ότι βάναυσα παραχάραξαν τη λαϊκή βούληση, ή ότι λειτούργησαν με σκαιά γραφειοκρατικό τρόπο, δεν είναι μόνο ή κυρίως απόρροια του σοκ που αναμφίβολα και αυτοί υπέστησαν ως αποτέλεσμα της πολιτικής τους ανεπάρκειας. Όμως στο βαθμό που δεν έχουν ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα (και η ηγετική ομάδα ήδη τον έχει διαβεί), αργά ή γρήγορα θα το κάνουν. Εκόντες-άκοντες, σύντομα θα βρεθούν να υποστηρίζουν απόψεις πολύ πέρα από τη σημερινή τους παραδοξολογία (ότι, παρότι το Μνημόνιο είναι καταστρεπτικό, αποτελεί εντούτοις μια λύση), της μορφής, π.χ., ότι οι εφαρμοστικοί νόμοι εκσυγχρονίζουν τη χώρα και προωθούν την παραγωγική της ανασυγκρότηση.
Στην ιστορία το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές, και οι υλικές ανταμοιβές που συνοδεύουν παρόμοιες μεταλλάξεις όχι αμελητέες -αρκεί να δει κανείς το θριαμβικό τρόπο με τον οποίο τα κυρίαρχα ΜΜΕ δεξιώθηκαν τη στροφή της ηγετικής ομάδας στο «ρεαλισμό». Πρόκειται ασφαλώς για κάτι εξαιρετικά θλιβερό, όμως επ’ αυτού δεν χρειάζεται κανείς περισσότερο να επιμείνει. Τα γεγονότα βοούν τόσο πολύ, που και η απλώς ψιθυριστή υπόμνησή τους αρκεί για να αναδείξει την εσωτερική τους αλληλουχία.
Η γρήγορη επούλωση του τραύματος προτού -μέσω της απώθησης- μετεξελιχθεί σε νεύρωση, έχει όμως τεράστια σημασία για όλους εμάς τους υπόλοιπους: για τη μεγάλη πλειοψηφία του 62%, προπαντός για τη νεολαία. Η απώθηση που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά και αυτών των στρωμάτων (πόσοι ανιδιοτελείς αριστεροί δεν ψάχνουν δικαιολογίες για ό,τι συντριπτικό συνέβη: π.χ., «ο Τσίπρας αγοράζει χρόνο για να κάνει τη ρήξη αργότερα») δεν έχει βέβαια καμία ιδιοτέλεια –είναι καθαρά αμυντική, όχι όμως γι’ αυτό και λιγότερο επικίνδυνη, κατά το ότι οδηγεί στην αδράνεια, την παραίτηση και την αποστράτευση. Παραλλαγές του φαινομένου αυτού βρίσκονται στη βάση όλων σχεδόν των μαύρων σελίδων της πρόσφατης ιστορίας, της επιβολής δικτατοριών και της ανόδου του φασισμού συμπεριλαμβανομένων.
Δυο είναι οι βασικοί τρόποι με τους οποίους επέρχεται (και μέσα από εμπρόθετες επιχειρηματολογίες επιχειρείται) η παραλυτική απώθηση της ανιδιοτελούς βάσης. Ο πρώτος συνίσταται στην άποψη ότι, Μνημόνιο ή όχι Μνημόνιο, η κυβέρνηση Τσίπρα «κάτι θα κάνει». Μπορεί να μην είναι το αλήστου μνήμης πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μη συνάδει με τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και, βεβαίως, να μην είναι αριστερό, όμως -παρόλα αυτά- …κάτι θα κάνει (θα προβεί, λ.χ., σε αναδιανομή των βαρών εις βάρος των ισχυρών, ή θα πατάξει τη διαφθορά). Άρα ας απωθήσουμε την οδυνηρή εμπειρία της μνημονιακής υποταγής, και ας στηρίξουμε την κυβέρνηση, προπαντός τώρα, στα δύσκολα. Η σκέψη και η ελπίδα που τη στηρίζει είναι εύλογες, όμως αποτελούν πλάνη για έναν οδυνηρά απλό λόγο που υπερβαίνει προθέσεις και επιδιώξεις: έχοντας υπογράψει το Μνημόνιο, η κυβέρνηση έχει απολέσει τη δυνατότητα να ασκεί την πολιτική της βούληση. Το έγραψε πολύ καλά ο Νίκος Νικήσιανης σε ένα πρόσφατο κείμενό του:
…Το τρίτο μνημόνιο (ακόμα περισσότερο από τα άλλα δύο), δεν είναι μία δημοσιονομική συμφωνία και ένα πακέτο μέτρων λιτότητας. Είναι ένα ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα, ακραίου νεοφιλελευθερισμού, το οποίο πρέπει να εφαρμόζεται κάθε μέρα μέχρι κεραίας … Δεν είναι μόνο τα «μεγάλα», το ασφαλιστικό, οι έμμεσοι φόροι, οι ιδιωτικοποιήσεις, είναι τα χιλιάδες «μικρά» ζητήματα, όπως οι εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ, τα πεντάευρα, η αδυναμία να προσλάβεις ένα δάσκαλο για τα παιδιά, τα οποία θα σε αναγκάζουν να πουλάς τη ψύχη σου με δόσεις κάθε μέρα. *
Είναι ακριβώς έτσι. Όσο διακαώς και να το επιθυμεί κανείς, Μνημόνιο και -κάποιου έστω είδους- φιλολαϊκή πολιτική δεν είναι δυνατόν να συνυπάρξουν: προαπαιτούμενο κάθε ουσιαστικής νομοθεσίας είναι η έγκριση της οντολογικά νεοφιλελεύθερης τρόικας.
Ο δεύτερος βασικός τρόπος με τον οποίο επιχειρείται να νομιμοποιηθεί η απώθηση είναι μέσω μιας -κατά κανόνα υπόρρητης- στροφής στο προσωπικό επίπεδο: στο γεγονός ότι οι άνθρωποι που θα κληθούν να εφαρμόσουν το Μνημόνιο είναι κατά τεκμήριο αριστεροί -και μάλιστα, αρκετοί εξ αυτών, με ιστορία, διαδρομή και περγαμηνές στο λαϊκό κίνημα. Και πάλι, εκ πρώτης όψεως, το επιχείρημα φαντάζει εύλογο· όμως και πάλι συνιστά επικίνδυνη πλάνη, για έναν αφόρητα απλό λόγο: ότι η αριστερή ταυτότητα και ό,τι αυτή συνεπάγεται, δεν κατοχυρώνεται ονομαστικά, αλλά πρακτικά. Οι θετικοί συνειρμοί της ιδιότητας ενός φίλου ή συντρόφου, λ.χ., δεν προκύπτουν στη βάση κάποιας επετηρίδας γνωριμιών, αλλά λόγω της στάσης που φίλοι ή σύντροφοι επιδεικνύουν στα κρίσιμες περιστάσεις αλλήλων. Όποιος παύει να φέρεται σαν φίλος και αντίθετα μας κακοποιεί, στην αρχή εκπλησσόμαστε, αλλά στη συνέχεια, αργά ή γρήγορα, παύουμε να τον θεωρούμε φίλο. Στην πολιτική τα πράγματα είναι ακόμη πιο απλά. Είναι αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι τα λαϊκά στρώματα που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, το έκαναν για λόγους προσωπικούς (επειδή υπέκυψαν στη προσωπική γοητεία του Τσίπρα, του Βαρουφάκη ή του οποιουδήποτε): το έκαναν για να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και την επαπειλούμενη εξαθλίωσή τους. Όταν, πάρα πολύ σύντομα, θα διαπιστώσουν πως δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, ότι τα χρήματα που θα είναι σε θέση να πάρουν από τους λογαριασμούς τους (έστω και με τις τράπεζες ανοιχτές) δεν θα αρκούν για να συντηρηθούν αυτοί και τα παιδιά τους, ή ότι θα κινδυνεύουν και πάλι να χάσουν το σπίτι τους, η ονομαστική «αριστεροσύνη» όσων θα βρίσκονται να υλοποιούν τη νέα λιτότητα δεν θα είναι σε θέση να αποτρέψει την παταγώδη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ (με τρόπο ανάλογο ή και πιο δραματικό εκείνης του ΠΑΣΟΚ).
Τα δυο αυτά επιχειρήματα, η αυταπάτη σε φιλολαϊκές πολιτικές εντός του Μνημονίου και η ψευδαίσθηση ότι Αριστερά μπορεί να υπάρξει χάρη στο όνομα και παρά την πολιτική πρακτική της, συνδυάζονται στο υποβολιμαίο αφήγημα περί της ανάγκης με κάθε τρόπο να αποτραπεί το σενάριο της «αριστερής παρένθεσης». Όσοι όμως το διακινούν, αγνοούν ή, πιο σωστά, εμπρόθετα παρακάμπτουν ένα απλό γεγονός: ότι υποτασσόμενη στο δόγμα "ΤΙΝΑ" και αποδεχόμενη το Μνημόνιο, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη διαμορφώσει ένα τραυματικό σκηνικό «αριστερής παρένθεσης» που έκλεισε -το έπραξε με δική της επιλογή, παρά και ενάντια στις διαθέσεις τόσο του κόμματος όσο και της λαϊκής βάσης. Το συμβάν είναι τόσο τραυματικό διότι, συν τοις άλλοις, ενέχει και παραποίηση της λογικής: εκείνοι που, ισχυριζόμενοι ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, εγκατέλειψαν τις αριστερές αρχές, εγκαλούν μετ’ επιτάσεως όσους αντιστέκονται, με την κατηγορία ότι προωθούν το σενάριο της αριστερής παρένθεσης.
Αδιάσειστο τεκμήριο-σύμπτωμα εμπρόθετης μετατραυματικής σύγχυσης, η προσέγγιση αυτή προκρίθηκε από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ως ο πλέον πρόσφορος τρόπος διαχείρισης του σοκ που η ποιοτική πολιτική της μετάλλαξη επέφερε, και έκτοτε προωθείται επιθετικά με την άοκνη στήριξη των κυρίαρχων ΜΜΕ. Πρόκειται βέβαια για διαχείριση που, όπως πρέπει να είναι σαφές, δεν αποσκοπεί στην επούλωση του τραύματος, αλλά στην πλέον βλαπτική μορφή απώθησής του, στην άρνηση: αμυντικός μηχανισμός που εμπρόθετα και εμμονικά διαστρέφει την πραγματικότητα (π.χ., ο αλκοολικός αρνείται ότι έχει πιει, ενώ ήδη μυρίζει ποτό – η αριστερή κριτική στην μνημονιακή υποταγή της κυβέρνησης Τσίπρα χαρακτηρίζεται υπονόμευση της «κυβέρνησης της Αριστεράς»).
Αν όμως όλα αυτά δε βοηθούν στην επούλωση, τότε τι την βοηθά; Αυτό είναι προφανώς το πλέον καίριο ερώτημα.
Δράσεις για την επούλωση
Το σημείο που με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να διαφύγει εδώ την προσοχή μας (και που αποτελεί το σημείο εκκίνησης για την επούλωση) είναι ότι το τραύμα που προκλήθηκε από την υποταγή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι, και δεν πρέπει να θεωρείται απόρροια πράξεων της Αριστεράς και των ιδεών της. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο: πρόκειται για φθορά της στρατηγικής του «καλού ευρώ», της άποψης ότι «το θηρίο μπορεί να μεταρρυθμιστεί με την πειθώ και από τα μέσα», της στρατηγικής που τα λαϊκά στρώματα τραγικά (και τραυματικά) διαπίστωσαν πως (και πώς) οδηγεί στη μνημονιακή ενσωμάτωση.
Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ένα κρίσιμο συμπέρασμα: ότι η Αριστερά των οραμάτων, των αγώνων και των κινημάτων δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να επιτρέψει στο πολιτικό προσωπικό που με γραφειοκρατικά μέσα επέβαλε την αριστερή παρένθεση (εγκαταλείποντας βασικές καταστατικές αρχές του ΣΥΡΙΖΑ), να της χρεώσει την ευθύνη του τραύματος. Για το λόγο αυτό, όμως, οφείλει άμεσα -εδώ και τώρα- ρητά να διαχωρίσει τη θέση της. Για να επουλωθεί το τραύμα, για να καταστεί δυνατή η υπέρβαση του μετατραυματικού συνδρόμου και να ελευθερωθεί η λαϊκή βάση από την ενοχή, πρέπει η τραυματική ύβρις της ηγετικής ομάδας ρητά να αποδοθεί και να περιοριστεί σε αυτήν.
Πώς κινείται κανείς για να το πραγματοποιήσει; ΤΙ κάνει; Το πρώτο είναι -προφανώς- οι αρχές. Ποιο είναι το πολιτικό περιεχόμενο-απάντηση στο θλιβερό και εξοργιστικά ανεπίγνωστο "ΤΙΝΑ" των υποταγμένων; Δυο είναι οι επιγραμματικές του συντεταγμένες: (α) ότι, καθώς το χρέος είναι επονείδιστο, πρέπει να πάψει να εξυπηρετείται (στάση πληρωμών)· και (β) ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να προβεί σε παραγωγική ανασυγκρότηση με την προϋπόθεση ότι υλοποιεί:
-εθνικοποίηση -κάτω από κοινωνικό έλεγχο- των τραπεζών (ώστε να υπάρξει η δυνατότητα στρατηγικής ενίσχυσης ειδικών οικονομικών δράσεων)·
-προετοιμασία για το πέρασμα σε εθνικό νόμισμα (για να πάψει η παραλυτική ασφυξία του εκβιασμού της ρευστότητας)·
-έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου (ώστε συλλογικά να αποφασίζουμε για το τι χρειάζεται να εισάγουμε)·
-έλεγχος των στρατηγικών τομέων της οικονομίας (για να γίνει δυνατή η στοχευμένη ανάπτυξη καίριων και απαραίτητων κλάδων).
Όμως η διατύπωση των αρχών προφανώς δεν αρκεί. Είναι φανερό ότι αυτές πρέπει άμεσα να μετασχηματιστούν σε πράξη. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόσφατη Συνέλευση 17 Ιούλη, ένα διάβημα που θέλει να εκφράσει όσες και όσους διαφωνούν και αντιστέκονται στην υποταγή, και θέλουν με την παρουσία και τις δράσεις του να συνεχίσουν τη μάχη για ευόδωση των ιδανικών της Αριστεράς, των ιδανικών της ανθρώπινης χειραφέτησης. Όλος αυτός ο κόσμος έχει ρόλο σημαντικό να διαδραματίσει στη νέα συγκυρία, αλλά για να τον υλοποιήσει, απαιτείται να απαντηθούν μερικά κρίσιμα, κομβικά ερωτήματα για τη συγκυρία (που άπτονται των λεγόμενων «αντικειμενικών» συνθηκών), καθώς και οι λεγόμενες «υποκειμενικές» προϋποθέσεις.
Ως προς την «αντικειμενική» διάσταση, δεσπόζει το ερώτημα του χρονισμού (του λεγόμενου timing): Είναι σήμερα ώρα, σε συνθήκες τόσο ρευστές (και με το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ σε τέτοιο αναβρασμό), να εκδηλωθεί μια εναλλακτική πολιτική πρωτοβουλία; Το ερώτημα μπορεί -και πρέπει- να απαντηθεί απλά, σχεδόν συνθηματικά: αν όχι τώρα πότε; αν όχι εμείς ποιοι; Αν τώρα δεν εκδηλωθεί μια εναλλακτική πρωτοβουλία, ικανή να εμπνεύσει όσες και όσους σήμερα βρίσκονται υπό την παραλυτική επήρεια του μετατραυματικού συνδρόμου, τότε πότε, αλήθεια, θα εκδηλωθεί; Ίσα-ίσα, αν καθυστερήσουμε, ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτοί που με αγωνία παρακολουθούν τις εξελίξεις σήμερα, αύριο να έχουν ήδη αποστρέψει το βλέμμα τους, χωρίς ελπίδα και προσδοκίες. Και τότε, όπως ήδη επισημάνθηκε, ελλοχεύει ο κίνδυνος του φασισμού.
Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, ο ΣΥΡΙΖΑ βέβαια βρίσκεται σε εσωτερικό αναβρασμό: οργανωμένες τάσεις και ρεύματα καθώς και πλειάδα Οργανώσεων Μελών προβληματίζονται και συσκέπτονται για την επόμενη μέρα. Η Συνέλευση 17 Ιούλη συμμετέχει στους προβληματισμούς αυτούς, με στόχο να τους διευρύνει και να συναντηθεί μαζί τους. Η ενεργοποίησή της δεν πρέπει να εκλαμβάνεται διαζευκτικά προς τις αγωνιώδεις αυτές αναζητήσεις (πρέπει μια πολιτική πρωτοβουλία να εκδηλωθεί τώρα ή πρέπει να περιμένει κανείς τα αποτελέσματα των διεργασιών στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ;) αλλά, το ακριβώς αντίθετο, συζευκτικά: η πρωτοβουλία θέλει να ενισχύσει τον εσωτερικό προβληματισμό και είναι βέβαιο ότι, αν αυτός εκβάλλει σε απτά αποτελέσματα, θα συναντηθεί μαζί του. Όμως, σε κάθε περίπτωση, απτά αποτελέσματα πρέπει άμεσα να υπάρξουν. Η ώρα έφτασε και κανείς δεν πρέπει να υποκύψει στη ρουτίνα της αναβλητικότητας. Αλλιώς το τραύμα θα μετατραπεί σε επικίνδυνη νεύρωση.
Αναφορικά με τις «υποκειμενικές» προϋποθέσεις, έχει σημασία να τονιστούν δυο παράγοντες: η προγραμματική βάση και η οργανωτική εμβέλεια. Ας τους δούμε συνοπτικά.
Η προγραμματική συμφωνία πάμπολλων κοινωνικών και πολιτικών φορέων στα σημεία που επιγραμματικά αναφέρθηκαν παραπάνω (στάση πληρωμών στο χρέος, εθνικοποίηση τραπεζών, κοινωνικός έλεγχος των στρατηγικών κλάδων της οικονομίας για να προωθηθεί η παραγωγική ανασυγκρότηση) είναι τούτη την ώρα απολύτως εντυπωσιακή, και είναι απόρροια όχι κάποιας αφηρημένης ιδεολογικής σύγκλισης (μιας εξέλιξης που επήλθε στον τομέα των ιδεών), αλλά προϊόν των ίδιων των συστημικών αδιεξόδων. Συνάγεται ότι όχι μόνο μαξιμαλισμό δεν αποτελούν, αλλά -το ακριβώς αντίθετο- προϋπόθεση για να μπορέσει η κοινωνία να επιβιώσει και να αναπαραχθεί. Πολιτικά μιλώντας, αυτό πρέπει να καταστεί με κάθε τρόπο σαφές. Στις κρίσιμες περιστάσεις που βιώνουμε, στόχος δεν είναι η εκπομπή κάποιων άλλων ακόμη ηρωικών συνθημάτων, αλλά η υπομονετική επεξήγηση του περιεχομένου τους. Π.χ., πώς τεκμηριώνεται ο επονείδιστος χαρακτήρας του χρέους, πώς μπορεί και γιατί επιβάλλεται η μονομερής διαγραφή του; Γιατί οι υφιστάμενες παραγωγικές δομές μπορούν, υπό την προϋπόθεση του δημοκρατικού-κοινωνικού ελέγχου, να εξασφαλίσουν κάλυψη των βασικών κοινωνικών αναγκών και σε ποια προοπτική; Γιατί ο σχεδιασμός της παραγωγής δεν συνιστά αναπαραγωγή του αποτυχημένου γραφειοκρατικού μοντέλου του τέως «υπαρκτού σοσιαλισμού» (όπως πολλοί ανεπίγνωστοι καλοθελητές έσπευσαν να συμπεράνουν) αλλά, αντίθετα, τη μόνη έλλογη απάντηση -στην Ελλάδα και διεθνώς- στα αδιέξοδα του αντιδραστικού νεοφιλελεύθερου μονόδρομου; Το προγραμματικό εγχείρημα πρέπει, με άλλα λόγια, να διέπεται από τη μεθοδολογία που η αριστερή γραμματεία περιγράφει ως μεταβατικό πρόγραμμα: απτές και συγκεκριμένες απαντήσεις στα καθημερινά προβλήματα και τις αγωνίες των απλών ανθρώπων, με τρόπο που να καθιστά σαφή και την ανάγκη των πιο μακροπρόθεσμων στρατηγικών λύσεων (προωθώντας με τον τρόπο αυτό και την κοινωνική και πολιτική συνείδηση).
Η οργανωτική συζήτηση, τέλος, πλαισιώνεται από μιαν αναπάντεχη -πλην καθόλου τυχαία- ευνοϊκή συνθήκη: το γεγονός ότι τα συστημικά αδιέξοδα έχουν, εδώ και καιρό, διαμορφώσει μια κατάσταση πραγμάτων όπου ένας πολύ μεγάλος αριθμός κινηματικών φορέων και συλλογικοτήτων κινείται σε προγραμματική σύμπνοια (το μείζον ζήτημα της σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων είναι, ως εκ τούτου, πολύ πιο εύκολο απ’ ό,τι συνήθως) σημαίνει ότι η οργανωτική συμπόρευση καθίσταται επιτακτική τόσο για λόγους αρνητικούς (δεν υπάρχει κανείς προγραμματικός λόγος για να μην επέλθει) όσο και θετικούς (περισσότερο από ποτέ πρέπει να πραγματοποιηθεί). Πάντα όμως με την κατανόηση ότι, προϋπόθεση για την οικοδόμηση στέρεων σχέσεων εμπιστοσύνης, πολιτικής αλληλεγγύης και συντροφικότητας είναι ο σεβασμός της «άλλης άποψης», οι δημοκρατικές εσωτερικές διαδικασίες.
Η ίδια η έννοια της εσωτερικής δημοκρατίας είναι βέβαια έννοια εξαιρετικά κακοποιημένη (τελευταία, και δραματικά, από την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που την παραποίησε σε βαθμό κακουργήματος), όμως σε πείσμα όλων αυτών των αλλεπάλληλων παραχαράξεων ήταν και παραμένει ιστορική παρακαταθήκη της Αριστεράς, που η Αριστερά οφείλει -και σε αυτήν εναπόκειται- να ενεργοποιήσει.
Στη βάση αυτής της ανάγνωσης των εξελίξεων, των κινδύνων που ελλοχεύουν αλλά και των μεγάλων προκλήσεων που ανοίγονται, αριστερές συλλογικότητες και υποκείμενα από όλη την Ελλάδα επιδιώκουν τον πολιτικό συντονισμό, τη δικτύωση και τη διεύρυνση ως προϋπόθεση για μια αριστερή απάντηση στη μνημονιακή διολίσθηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη σύσκεψη, που έγινε στις 17 Ιούλη, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός συντονιστικού που στο τέλος του καλοκαιριού (τη Δευτέρα 31 Αυγούστου, ώρα 7.30μμ, στην Αθήνα και σε χώρο που θα ανακοινωθεί), θα επεξεργαστεί τα επόμενα βήματα.
Ο κόσμος της Αριστεράς δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να αφήσει την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να τον συμπαρασύρει στο βάραθρο της ιστορικής ανυποληψίας. Η ώρα της πολιτικής και κινηματικής αυτενέργειας είναι τώρα. Είναι μια ώρα δοκιμασίας και ιστορικών προκλήσεων.
Για την πρώτη σύσκεψη της Πρωτοβουλίας, βλ:
Περιγραφή-ρεπορτάζ της συνέλευσης από τον Αχιλλέα Πεκλάρη
βίντεο σημαντικού αριθμού τοποθετήσεων από τον Άγγελο Καλοδούκα
την εισήγηση του γράφοντος
__________________________
*«Επιτέλους, ας δείξουμε ρεαλισμό», 18 Ιουλίου 2015