Του Χάρη Σαββίδη
Μόλις πριν ενάμιση χρόνο, ο διεθνής Τύπος ξεκινούσε μια εκστρατεία δυσφήμησης των Ελλήνων, μετατρέποντας σε χοντροκομμένα στερεότυπα τα νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα της Κυβέρνησης Παπανδρέου και της Τρόικας: Για την κρίση «φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι», τα «προνόμια των συντεχνιών» και γενικότερα όλοι οι Έλληνες εργαζόμενοι, που επί δεκαετίες ζούσαν πέραν των δυνατοτήτων τους («μαζί τα φάγαμε»). Τις τελευταίες ημέρες, πληθαίνουν στον Τύπο αντίστοιχα άρθρα, που όμως αυτή τη φορά δεν αφορούν τους Έλληνες.
«Ζώντας La Vita Bella» έγραφε πρόσφατα το Γερμανικό περιοδικό Spiegel, σε άρθρο για την κατάσταση της Ιταλικής οικονομίας. «Οι γονείς μας πήγαν στο εστιατόριο και εμείς κληρονομήσαμε τον λογαριασμό» (κι εκεί «μαζί τα φάγανε»;) δηλώνει ο 36χρονος κεντροαριστερός δήμαρχος της Φλωρεντίας. Τα χρέη αποδίδονται στην περίοδο της «bella vita» (ωραίας ζωής) την δεκαετία του ’80 και στο ασταθές πολιτικό σκηνικό της χώρας, που επέβαλλε συμβιβασμούς ιδιαιτέρως «ακριβούς» για τα δημόσια ταμεία. Την κατάσταση, σύμφωνα πάντα με το Spiegel, επιδεινώνει ο «υπερτροφικός» δημόσιος τομέας, που φέρεται να απασχολεί 3,5 εκατομμύρια υπαλλήλους, καθώς και «συντεχνίες» φαρμακοποιών, συμβολαιογράφων και δικηγόρων, που αρνούνται την απελευθέρωση των επαγγελμάτων τους.
Και αν οι Ιταλοί μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι έχουν το ίδιο ταμπεραμέντο με τους Έλληνες (μεσόγειοι τεμπέληδες) δεν ισχύει ίδιο και για τους Γάλλους. Κι όμως, σύμφωνα με άλλο άρθρο του Spiegel «όντως η Γαλλία ζει πέραν των δυνατοτήτων της εδώ και 37 χρόνια». Κι εδώ η αιτία του προβλήματος εντοπίζεται στο κοινωνικό κράτος. Ως ακραίο παράδειγμα των πολιτικών που οδήγησαν στο αδιέξοδο αναφέρεται η υιοθέτηση του (λιψού και κουτσουρεμένου όπως εφαρμόστηκε στη Γαλλία) 35ωρου.
«Η Γαλλική οικονομία γίνεται όλο και λιγότερο ανταγωνιστική την τελευταία δεκαετία», υποστηρίζει ο επικεφαλής της θυγατρικής της Bοsch στην χώρα. «Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας παρήγαμε φθηνότερα στην Γαλλία από ότι στη Γερμανία αλλά αυτό πλέον άλλαξε».
Συνολικά την τελευταία δεκαετία το κόστος εργασίας αυξήθηκε στη Γαλλία 39% ενώ στη Γερμανία μόλις 19%. Σε μεγάλο βαθμό αυτό αποδίδεται στην περίφημη «Ατζέντα 2010», που προώθησε την περίοδο 2003-05 ο κυβερνητικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων, υπό τον προκάτοχο της Καγκελαρίου Μέρκελ, Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ήταν μια σειρά από νομοσχέδια απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας και περιορισμού των κοινωνικών επιδομάτων, που συνοδεύτηκαν από συμφωνίες των συνδικάτων για μηδενικές αυξήσεις, με αντάλλαγμα την υπόσχεση των επιχειρήσεων ότι δεν θα «μεταναστεύσουν» προς Ανατολάς.
Το παράδειγμα αυτό καλούνται τώρα να μιμηθούν οι υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης. Η απόφαση της Συνόδου Κορυφής δημιουργεί τις συνθήκες επιβολής των ίδιων και σκληρότερων πολιτικών σε όλη την Ευρωζώνη, δημιουργώντας μάλιστα έναν φαύλο κύκλο, καθώς το «ντόμινο» των πιέσεων θα καταλήξει στο κέντρο της Ευρωζώνης, το Βερολίνο: Η ύφεση στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν πρόκειται να αφήσει αλώβητη την Γερμανία, προκαλώντας εκτίναξη της ανεργίας και «βουτιά» των φορολογικών εσόδων.
Την κρίση χρέους που θα προκύψει η Γερμανική κυβέρνηση πιθανότατα θα επιχειρήσει να αποδώσει στα «χρέη του Νότου, που αναγκαστήκαμε να αναλάβουμε». Στην πραγματικότητα οι αποφάσεις της Συνόδου είναι που οδηγούν στην ενίσχυση της κρίσης χρέους.
Καμία ουσιαστική απάντηση στην κρίση χρέους
Η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, της 27ης Οκτάβρη αποτέλεσε νίκη της Μέρκελ, χωρίς όμως να δίνει καμιά ουσιαστική απάντηση στα προβλήματα που δημιουργεί η κρίση χρέους. Αντιθέτως, η υλοποίηση των αποφάσεων είναι βέβαιο ότι θα επιτείνει την κρίση, οδηγώντας την Ευρωπαϊκή οικονομία βαθύτερα στην ύφεση και εκτοξεύοντας σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη τα δημόσια χρέη.
Ενδεικτικό της υποκρισίας είναι ότι το περίφημο «κούρεμα» των Ελληνικών ομολόγων, αποσκοπεί στο να υποχωρήσει το ποσοστό του χρέους στο 120% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Να επιστρέψει, δηλαδή, στο επίπεδο που βρισκόταν όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου αποφάσισε να ζητήσει την «βοήθεια» ΔΝΤ και Ευρωπαίων, ή αλλιώς, να βρεθεί στο επίπεδο όπου βρίσκεται σήμερα το χρέος της Ιταλίας, προκαλώντας την επίθεση των αγορών.
Εκείνο που πραγματικά επιδιώκουν οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης (με μπροστάρη τη Γερμανία) είναι να εκμεταλλευτούν την κρίση του χρέους για να ισοπεδώσουν κάθε έννοια κοινωνικού κράτους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όταν τον Ιούλιο αποφάσισαν να «κουρέψουν» το Ελληνικό χρέος κατά 20% περίπου, η αντίδραση των αγορών ήταν άμεση. Οι επενδυτές ξεπούλησαν μαζικά Ιταλικά και Ισπανικά ομόλογα, φοβούμενοι ότι το Ελληνικό συμβάν δεν θα είναι «μεμονωμένο περιστατικό» (όπως διαβεβαίωναν τότε οι ηγέτες) αλλά θα επαναληφθεί και σε άλλα κράτη.
Με την κίνησή τους αυτή οι Ευρωπαίοι πετυχαίνουν να βάλουν στο στόχαστρο κατ’ αρχήν την Ιταλία. Η Ρώμη θα βρίσκεται εφ’ εξής με το «πιστόλι στον κρόταφο», έχοντας άμεση ανάγκη τα κεφάλαια ΔΝΤ και Ευρωπαίων. Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι (ή όποια την διαδεχθεί) θα μπορεί να θέτει στους Ιταλούς το δίλημμα που χρησιμοποιεί το τελευταίο 18μηνο η κυβέρνηση Παπανδρέου: Μνημόνιο ή χρεοκοπία. Οι υπόλοιπες δε κυβερνήσεις της περιφέρειας (Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία) θα υιοθετούν σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές για να «μην φτάσουμε στη θέση της Ιταλίας και της Ελλάδας».
Η προοπτική αυτή όσο κι αν ενισχύει σε πρώτη φάση τους ηγέτες και τις αγορές, την ίδια στιγμή, περιέχει το «σπέρμα» των αντίρροπων δυνάμεων, που θα ανατρέψουν την σημερινή κατάσταση. Αφενός, ανοίγει νέα μέτωπα αγώνων, στους οποίους όλο και περισσότεροι Έλληνες (και σύντομα Ευρωπαίοι) θα νιώθουν ότι «δεν έχουν πλέον να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους». Αφετέρου, βαθαίνοντας την ύφεση στην Ευρώπη (με τις πολιτικές λιτότητας) ενισχύουν την αιτία της κρίσης: το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν τα χρήματα να αγοράσουν όσα παράγουν. Τέλος, ο τεχνικός τρόπος χρηματοδότησης των αποφάσεων της Συνόδου, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα σε ενδεχόμενο νέο γύρο «πιέσεων από τις αγορές».
Η απόφαση της Συνόδου όχι μόνο δεν προσφέρει λύση στο πρόβλημα ή έστω δρόμο διαφυγής για το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις αλλά καθιστά πλέον σοβαρό ενδεχόμενο (από απίθανο μέχρι πρόσφατα) τη διάλυση της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
EFSF: μια άκρως επικίνδυνη μέθοδος
Η γερμανική ηγεσία υποχώρησε τελικά στις πιέσεις του ΔΝΤ των ΗΠΑ κλπ, αποδεχόμενη τη μόχλευση των κεφαλαίων του Ευρωπαϊκού Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Το έπραξαν, όμως, με τον δικό τους τρόπο, αποφεύγοντας η ΕΚΤ να «τυπώσει χρήμα», μετατρέποντας το EFSF σε μηχανισμό ασφάλισης και θέτοντας ως προϋπόθεση γενναία χρηματοδότηση από τους G-20.
Τα διαθέσιμα κεφάλαια του EFSF, μετά την καταβολή δανείων προς Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και τράπεζες, εκτιμώνται μεταξύ 250 και 300 δισ. ευρώ. Αυτά θα χρησιμοποιηθούν ως «μαγιά» για το νέο EFSF, που θα είναι… δισυπόστατο. Αφενός, θα χρησιμοποιεί αυτούς τους πόρους για να δανείζει κράτη μέλη, που αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρηματοδότησης από τις αγορές με «λογικά» επιτόκια.
Την «σφραγίδα» των αποφάσεων θα την διαχειρίζονται από κοινού η ΕΚΤ και το EFSF. Θέτοντας ως προϋπόθεση την υπογραφή Μνημονίου, θα δανείζουν κεφάλαια στις κυβερνήσεις, τα οποία αυτές θα χρησιμοποιούν για να εγγυώνται μέρος των κεφαλαίων που θα δανείζονται οι ίδιες από την αγορά. Η Ιταλία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να λάβει δάνειο 100 δισ. ευρώ, με τα οποία θα εγγυηθεί το 20-30% της αξίας των ομολόγων που αυτή θα εκδώσει. Θα μπορεί, έτσι, να δανειστεί έως και 500 δισ. ευρώ, αφού τα 100 δισ. ευρώ αρκούν για να εγγυηθούν το 20% αυτού του ποσού.
Πρόκειται όμως για μία άκρως επικίνδυνη μέθοδο. Στο παραπάνω παράδειγμα, το EFSF αν δάνειζε την Ιταλία 100 δισ. ευρώ και στη συνέχεια έπρεπε να δεχθεί 50% «κούρεμα», θα έγραφε απώλειες 50 δισ. ευρώ. Τώρα, όμως, τα 100 δισ. ευρώ που θα λάβει η Ιταλία θα καταλήξουν, σε περίπτωση «κουρέματος», στους ιδιώτες κατόχους ομολόγων της.
Η ειρωνεία, έτσι, είναι ότι η μέθοδος της ασφάλισης αυτής ίσως δεν αποδειχθεί θελκτική ούτε για τους ιδιώτες. Σε έναν… κόσμο όπου το «κούρεμα» ομολόγων στην Ευρωζώνη δεν θεωρείται πλέον απίθανο, η αγορά Ιταλικών ομολόγων θα είναι επίφοβη ακόμα και αν είναι εγγυημένο το κεφάλαιο για απώλειες έως 20%.
Τα προβλήματα αυτά απορρέουν από τον… αέρα στα κεφάλαια του νέου EFSF. Η μεγαλύτερη απειλή, όμως, για το προσεχές διάστημα αφορά τα πραγματικά του κεφάλαια. Στην παρούσα φάση η Γαλλία συνεισφέρει σε αυτά το ένα πέμπτο, όντας μία από τις έξι οικονομίες της Ευρωζώνης που συνεχίζουν να διαθέτουν την κορυφαία αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας (ΑΑΑ). Οι μεγάλοι διεθνείς οίκοι, όμως, προειδοποιούν ότι αυτό μπορεί να αλλάξει το 2012. Η Γαλλική οικονομία κινδυνεύει να απολέσει την αξιολόγηση «ΑΑΑ». Κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει «τρύπα» στα κεφάλαια του EFSF, την οποία θα είναι ικανή να καλύψει μόνο η Γερμανία.