Στις 12 Μάρτη του 1917, μετά την ανατροπή του Τσάρου, σχηματίστηκε η «Προσωρινή Κυβέρνηση». Με αυτή την αφορμή αναδημοσιεύουμε άρθρο του Ρόμπερτ Μπέτσερτ
Η ανατροπή του Τσαρικού καθεστώτος τον Φλεβάρη και το κέρδισμα μιας σειράς σημαντικών δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν σήμαινε το τέλος της επανάστασης. Ήταν περισσότερο το ξεκίνημα του αγώνα που θα καθόριζε ποια θα είναι η μορφή της νέας Ρωσίας που η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού επιθυμούσε.
Μια σειρά άμεσα ζητήματα τέθηκαν και η εργατική τάξη και η αγροτιά ήταν αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουν τις νέες ελευθερίες τους για να κερδίσουν τα αιτήματα τους. Το ζήτημα-κλειδί ήταν το αν η Ρωσία θα συνέχιζε να συμμετέχει στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Την ίδια στιγμή, υπήρχαν τα κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, τα αιτήματα των αγροτών για έλεγχο στη γη που δούλευαν και η εξασφάλιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών από τις διώξεις. Επιπρόσθετα, οι εθνικότητες που καταπιέζονταν στο εσωτερικό της Ρώσικης Αυτοκρατορίας είχαν τα δικά τους αιτήματα για να μπει ένα τέλος στη καταπίεση και για το δικαίωμα να αποφασίσουν για το μέλλον τους.
Οι πρώτες «λύσεις» της προσωρινής κυβέρνησης για αυτά τα αιτήματα και τα πιεστικά προβλήματα, ήταν να προσπαθήσουν να τα παρακάμψουν. Αυτό δεν ήταν καθόλου έκπληξη. Δημιουργημένη πέντε μέρες αφότου ξέσπασε η επανάσταση, από τα περισσότερα κόμματα που εκπροσωπούνταν στη, μόνο εν μέρει δημοκρατική, Δούμα (κοινοβούλιο), η πρώτη προσωρινή κυβέρνηση ήταν σχεδόν αποκλειστικά αστική στη σύνθεση της και ήθελε όσο λιγότερες αλλαγές γίνεται.
Αρχικά τα κόμματα της Δούμα είχαν σχηματίσει μια προσωρινή κυβέρνηση στις 27 Φλεβάρη (12 Μαρτίου στο παλιό Ιουλιανό ημερολόγιο που χρησιμοποιούνταν στην Τσαρική Ρωσία, 12 Μαρτίου και με το σημερινό ημερολόγιο) που προσπάθησε να πάρει έγκριση από τον Τσάρο για αλλαγές, αλλά αυτός αρνήθηκε. Αλλά αντιμέτωπος με την ταχεία ανάπτυξη της επανάστασης, που συμπεριλάμβανε όλο και περισσότερες στρατιωτικές μονάδες που παίρναν μέρος στην εξέγερση, ο Τσάρος παραιτήθηκε ενώ η επιτροπή της Δούμας απέσυρε τρία από τα δεξιά της μέλη και δημιούργησε μια «Προσωρινή Κυβέρνηση» στις 2 Μαρτίου.
Η ταχεία ανάπτυξη της επανάστασης φάνηκε στην «Διαταγή αρ.1», που ψηφίστηκε από το Σοβιέτ της Πετρούπολης την 1η Μάρτη και η οποία, στην ουσία, αμφισβητούσε το δικαίωμα της άρχουσας τάξης να ελέγχει το στρατό. Ανάμεσα σε άλλα σημεία αυτή η Διαταγή ανακήρυσσε:
«3. Σε όλες τις πολιτικές τους ενέργειες, οι μονάδες υποτάσσονται στα Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων και τις δικές τους επιτροπές
» 4. Όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται από την Στρατιωτική Επιτροπή της Κρατικής Δούμας θα εκτελούνται, εκτός από εκείνες που έρχονται σε αντίθεση με τις εντολές και τα διατάγματα που εκδόθηκαν από το Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων.
»Όλα τα είδη των όπλων, δηλαδή τουφέκια, πολυβόλα, θωρακισμένα αυτοκίνητα και ούτω καθεξής, θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση και υπό τον έλεγχο των επιτροπών τάγματος και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χορηγούνται στους αξιωματικούς, ούτε καν αν επιμένουν» (η υπογράμμιση δική μας).
Αυτή η πρόκληση στην εξουσία της αστικής τάξης ήταν ένας από τους παράγοντες που καθόρισε την απόφαση της επόμενης μέρας (2 Μάρτη) από την προσωρινή επιτροπή της Δούμας, να δώσει τη θέση σε μια «Προσωρινή Κυβέρνηση», με επικεφαλής έναν πρίγκιπα και σχεδόν πλήρως απαρτισμένη από καπιταλιστές πολιτικούς.
Από την αρχή αυτοί οι δυο «προσωρινοί» φορείς (κυβέρνηση και επιτροπή της Δούμας) προσπάθησαν να φτάσουν σε συμφωνία με τους ηγέτες του νεοσύστατου Σοβιέτ της Πετρούπολης. Ελλείψει μαζικής λαϊκής υποστήριξης, τα κόμματα της Δούμας ήθελα να χρησιμοποιήσουν τους ηγέτες του Σοβιέτ σαν ένα φρένο στην επανάσταση.
Η αρχική «Εκτελεστική Επιτροπή» του Σοβιέτ της Πετρούπολης που δημιουργήθηκε στις 27 Φλεβάρη ήταν αυτό-διορισμένη από ρεφορμιστές ηγέτες, που χρησιμοποίησαν το διάσημο όνομα από την επανάσταση του 1905, πριν να συγκροτηθεί το ίδιο το Σοβιέτ. Πολιτικά, αυτοί οι πρώτοι ηγέτες του Σοβιέτ, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία Μενσεβίκοι και Εσέροι, ήθελαν να καταλήξουν σε συμφωνία με τους πολιτικούς της Δούμα και δεν είχαν καμία πρόθεση να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Έτσι, η νέα ημερήσια εφημερίδα του Σοβιέτ, η Ιζβέστια, ανέφερε με συμπάθεια τον σχηματισμό της κυβέρνησης ως εξής:
«Η Προσωρινή Επιτροπή των μελών της Κρατικής Δούμας, με την βοήθεια και την υποστήριξη του στρατού και των κατοίκων της πρωτεύουσας, έχει πλέον φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο επιτυχίας εις βάρος των σκοτεινών δυνάμεων του παλιού καθεστώτος που είναι πιθανό για την Επιτροπή να αναλάβει τη διοργάνωση μιας πιο σταθερής εκτελεστικής εξουσίας» (3 Μαρτίου – 16 Μαρτίου με το σημερινό ημερολόγιο)
Η θέση αυτή δεν ήταν απροσδόκητη καθώς απέρρεε από τις πολιτικές των ηγεσιών των Μενσεβίκων και των Εσέρων. Μετά την επανάσταση, στα μέσα του 1918, ο Μαξίμ Λιτβίνοφ, ο πρώτος αντιπρόσωπος της μετεπαναστατικής κυβέρνησης των Μπολσεβίκων στη Βρετανία, περιέγραψε σε Βρετανούς ακτιβιστές τις πολιτικές τάσεις μέσα στο Ρώσικο εργατικό κίνημα. Εξήγησε ότι οι Μενσεβίκοι
«τώρα υποστήριζαν ότι η επανάσταση πρέπει να θεωρηθεί σαν παρόμοια με αυτές που προηγήθηκαν στην Ευρώπη, δηλαδή σαν μια αστική επανάσταση που προορίζεται να φέρει την τάξη των καπιταλιστών στην εξουσία και να εγκαθιδρύσει ένα αστικό κράτος. Οι Μπολσεβίκοι αντιθέτως, ήταν της γνώμης ότι καθόσον η ηγεμονία στην επανάσταση άνηκε σαφώς στην εργατική τάξη, η οποία ήταν σε συμμαχία με τους ακτήμονες αγρότες, μπορεί και πρέπει να οδηγήσει στην εγκαθίδρυση της προλεταριακής εξουσίας και, τουλάχιστον, σε μια σημαντική τροποποίηση του αστικού κράτους σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ο Τρότσκι μάλιστα υποστήριζε ότι το κράτος θα μπορούσε να συσταθεί άμεσα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Κατά συνέπεια, οι Μενσεβίκοι ήταν ξεκάθαρα υπέρ μιας πολιτικής συμμαχίας με την μπουρζουαζία, ιδιαίτερα με το κόμμα ”Συνταγματικοί Δημοκράτες” (ή Καντέτοι) και ήταν αντίθετοι στην συνέχιση του αγώνα πέρα από το σημείο που γινόταν δεκτό από αυτούς. Από την άλλη πλευρά, οι Μπολσεβίκοι επεδίωκαν το προλεταριάτο να συνεχίσει τον επαναστατικό αγώνα, ακόμα και ενάντια στη θέληση της αστικής τάξης, εφ’ όσον είχε την υποστήριξη των ακτήμονων αγροτών» («Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση: Η άνοδος και η σημασία της», πρώτη έκδοση Λονδίνο, 1918).
Αλλά οι Μενσεβίκοι και οι Εσέροι ήταν και οι ίδιοι κάτω από την πίεση του επαναστατικού αναβρασμού. Προσπαθούσαν διαρκώς να συνδυάσουν παραχωρήσεις, κυρίως λεκτικές, προς την επαναστατική διάθεση, με την δουλειά δίπλα και μαζί με την προσωρινή κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο, καθώς η επανάσταση και η προσωρινή κυβέρνηση αντιπροσώπευαν δυο εχθρικές, αντικρουόμενες δυνάμεις. Αυτή η σύγκρουση, για παράδειγμα, εκφράστηκε στο σημείο 4 της Διαταγής αρ.1, όπου οι ρεφορμιστές ηγέτες των Σοβιέτ προσπάθησαν να συνδυάσουν τις αντικρουόμενες δυνάμεις των κομμάτων της Δούμας και των Σοβιέτ.
Τα γεγονότα εξελίσσονται γρήγορα
Όμως τα γεγονότα εξελίσσονταν γρήγορα και οι αποκλίνουσες δυνάμεις γίνονταν όλο και πιο εμφανείς. Στις 14 Μαρτίου (27 Μαρτίου με το σημερινό ημερολόγιο) το Σοβιέτ της Πετρούπολης εξέδωσε ένα «Κάλεσμα στους Λαούς του Κόσμου» που εξέφραζε την αντίθεση στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο χωρίς ένα καθαρό κάλεσμα για τη λήξη του. Το κάλεσμα διακήρυσσε:
«Ζήτω η διεθνής αλληλεγγύη του προλεταριάτου και ο αγώνας του για τη τελική νίκη… έχει έρθει η ώρα για να ξεκινήσει ένας αποφασιστικός αγώνας ενάντια στις αρπακτικές φιλοδοξίες των κυβερνήσεων όλων των χωρών, έχει έρθει η ώρα για τους λαούς να πάρουν στα χέρια τους την απόφαση για το ζήτημα του πολέμου και της ειρήνης.
»Έχοντας επίγνωση της επαναστατικής εξουσίας της, η Ρώσικη δημοκρατία ανακοινώνει ότι θα αντισταθεί με όλα τα μέσα στην πολιτική των κατακτήσεων των άρχουσων τάξεων και καλεί τους λαούς της Ευρώπης για συντονισμένη και αποφασιστική δράση υπέρ της ειρήνης»
Ανεξάρτητα από αυτά τα ωραία λόγια η ηγεσία του Σοβιέτ σε αυτό το στάδιο βρισκόταν, στη πράξη, σε συνεργασία με την προσωρινή κυβέρνηση, η οποία στήριζε την συνέχιση της συμμετοχής της Ρωσίας στον πόλεμο. Αλλά η επαναστατική πίεση από τα κάτω ανάγκασε την κυβέρνηση να εκδώσει, στις 27 Μαρτίου (9 Απριλίου) μια «Διακήρυξη των Σκοπών του Πολέμου» στην οποία αναφερόταν ότι
«Ο Ρώσικος λαός δεν προτίθεται να αυξήσει την παγκόσμια δύναμη του σε βάρος άλλων εθνών… δεν έχει καμιά επιθυμία να υποδουλώσει ή να υποβαθμίσει κανέναν».
Ωστόσο η δήλωση αυτή ανέφερε στη συνέχεια ότι η Ρωσία θα
«εκπληρώσει πλήρως όλες τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι στους Συμμάχους».
Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 18 Απριλίου (1η Μάη) ο υπουργός Εξωτερικών της προσωρινής κυβέρνησης και ηγέτης των Καντέτων, Μιλιούκοφ, διατύπωσε τι πραγματικά σημαίνει αυτό σε ένα σημείωμα του προς τις βρετανική και τη γαλλική κυβέρνηση. Εκεί εξηγούσε ότι η διακήρυξη της Προσωρινής Κυβέρνησης δεν ερχόταν σε αντίθεση με «την επιθυμία όλου του λαού να πολεμήσει στον παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την αποφασιστική νίκη», ένα μήνυμα που προκάλεσε μαζικές διαμαρτυρίες που οδήγησαν στην «κρίση του Απρίλη» και την παραίτηση του Μιλιούκοφ από την θέση του υπουργού Εξωτερικών.
Αργότερα τον Μάη, σε ένα συνέδριο των Καντέτων, ο Μιλιούκοφ διατύπωσε ανοιχτά τους δικούς του ιμπεριαλιστικούς σκοπούς όταν δήλωσε ανοιχτά ότι:
«Ομολογώ ειλικρινά και το υπερασπίζομαι, ότι ο κύριος στόχος της πολιτικής μου ήταν να κερδίσω το Βόσπορο για τη Ρωσία».
Μέσα στο Μάρτη είχαμε και άλλες προσπάθειες από την Προσωρινή Κυβέρνηση να εμποδίσει τις θεμελιώδεις αλλαγές και να διατηρήσει την ουσία του παλιού Ρωσικού κράτους, με την απόρριψη των εκκλήσεων για αγροτική μεταρρύθμιση και δράση για την απελπιστική επισιτιστική κρίση.
Αντ’ αυτού καταδίκασε τις κατασχέσεις γης, ενώ απέρριψε επίσης τις εκκλήσεις για αυτοδιάθεση της Φινλανδίας και των υπο ρώσικη κατοχή τμημάτων της Πολωνίας.
Ποιο δρόμο να ακολουθήσουν;
Το είδος της κατάστασης που εξελισσόταν στη Ρωσία –με τους καπιταλιστές να προσπαθούν να κρατήσουν την εξουσία ενώ η εργατική τάξη και οι φτωχοί προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν τις καινούργιες δυνάμεις τους για να κάνουν ριζικές αλλαγές– έχει παρατηρηθεί στις αρχικές περιόδους σχεδόν όλων των επαναστάσεων στις καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο αυτή η κατάσταση «δυαδικής εξουσίας», των τάξεων που ανταγωνίζονται για την επικράτηση, δεν θα διαρκούσε επ’ αόριστον. Η ιστορία όλων των προηγούμενων (και επόμενων) επαναστάσεων έδειξε ότι αργά ή γρήγορα μια από τις ανταγωνιζόμενες τάξεις θα αναδεικνυόταν νικήτρια.
Ο Λένιν, που τότε ζούσε εξόριστος στην ουδέτερη Ελβετία, αμέσως προσπάθησε να σκιαγραφήσει το πρόγραμμα και τη στρατηγική που χρειάζονταν οι Μπολσεβίκοι προκειμένου να είναι σε θέση να χτίσουν ένα κίνημα που θα μπορούσε να φέρει τη νίκη στους Ρώσους εργάτες και αγρότες.
Παρά το γεγονός ότι είχε μόνο περιορισμένες πληροφορίες, σε μια εποχή χωρίς ράδιο, τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο ή ίντερνετ, ο Λένιν ήταν σε θέση, με βάση την προηγούμενη εμπειρία του ρώσικου και του διεθνούς εργατικού κινήματος, να παρουσιάσει στο πρώτο του «Γράμμα από Μακριά» όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα για την κατάσταση:
«Η αστική κυβέρνηση, η οποία θέλει να συμμετέχει στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο «μέχρι τέλους» και η οποία στην πραγματικότητα είναι πράκτορας της εταιρείας ”Αγγλία και Γαλλία”, είναι υποχρεωμένη να υπόσχεται στο λαό το μέγιστο των ελευθεριών και δολωμάτων, συμβατών με την διατήρηση της εξουσίας της πάνω στο λαό και τη δυνατότητα της συνέχισης της ιμπεριαλιστικής σφαγής.
»Το Σοβιέτ των Εργατών Αντιπροσώπων είναι μια οργάνωση των εργαζομένων, το έμβρυο μιας εργατικής κυβέρνησης, ο εκπρόσωπος των συμφερόντων του συνόλου της μάζας των φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού, δηλαδή του 90% του πληθυσμού, που αγωνίζεται για ειρήνη, ψωμί και δουλειά.
» Η σύγκρουση των τριών αυτών δυνάμεων καθορίζει τη κατάσταση που έχει πλέον δημιουργηθεί, μια κατάσταση που είναι μεταβατική από το πρώτο στάδιο της επανάστασης στο δεύτερο» (η υπογράμμιση δική μας).
Ρωτώντας «ποιοι είναι οι σύμμαχοι του προλεταριάτου σε αυτή την επανάσταση» ο Λένιν απάντησε,
«πρώτα, η πλατιά μάζα των μισο-προλεταρίων και εν μέρει του πληθυσμού των μικρών αγροτών» για τους οποίους «το ψωμί, η ελευθερία και η γη είναι απαραίτητα… Σε αυτό το πλαίσιο θα καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, όχι μόνο για τους εργάτες γης να δημιουργήσουν τα δικά τους ξεχωριστά Σοβιέτ, αλλά επίσης για τους ακτήμονες και τους φτωχότερους αγρότες να οργανωθούν ξεχωριστά από τα πιο εύπορα τμήματα των αγροτών»
Ο δεύτερος σύμμαχος των Ρώσων εργατών,
«είναι το προλεταριάτο όλων των εμπόλεμων χωρών και όλων των χωρών γενικά… Με αυτούς τους δυο συμμάχους, το προλεταριάτο, αξιοποιώντας τις ιδιαιτερότητες της σημερινής μεταβατικής κατάστασης, μπορεί και θα προχωρήσει, πρώτα στην εγκαθίδρυση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και την πλήρη νίκη των αγροτών επί των γαιοκτημόνων, αντί της ημι-μοναρχίας των Γκουτσόφ-Μιλιούκοφ και έπειτα στο σοσιαλισμό, ο οποίος μπορεί να δώσει στον κουρασμένο από τον πόλεμο λαό ειρήνη, ψωμί και ελευθερία» (οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Δυνητικά η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των Σοβιέτ. Στις 9 Μαρτίου (22 Μαρτίου) ο στρατηγός Αλεξέγιεφ, αρχηγός του επιτελείου, τηλεγράφησε στον υπουργό Πολέμου Γκουτσόφ
«Ο γερμανικός ζυγός είναι κοντά αν παραδοθούμε στα Σοβιέτ».
Αλλά αυτός μπορούσε μόνο να απαντήσει:
«Η κυβέρνηση, δυστυχώς, δεν έχει πραγματική εξουσία: τα στρατεύματα, οι σιδηρόδρομοι, τα ταχυδρομεία και τα τηλεγραφεία είναι στα χέρια των Σοβιέτ. Το απλό γεγονός είναι ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση υπάρχει μόνο όσα το Σοβιέτ το επιτρέπει» (η υπογράμμιση δική μας).
Σύγχυση και έλλειψη σαφήνειας
Μέχρι τις 8 Μαρτίου τα πρώτα αιτήματα εμφανίζονταν στην Πετρούπολη να διαλυθεί η ζωής πέντε ημερών προσωρινή κυβέρνηση και να αντικατασταθεί από το Σοβιέτ.
Ωστόσο μεταξύ πολλών από τους τοπικούς Μπολσεβίκους ηγέτες υπήρχε ένα μείγμα σύγχυσης και ασάφειας. Ενώ το πρώτο «Γράμμα από Μακριά» του Λενίν αναφερόταν στο σοβιέτ ως «έμβρυο μιας εργατικής κυβέρνησης», η προηγούμενη, πιο γενική φόρμουλα των Μπολσεβίκων, όπως την περιέγραψε ειλικρινά ο Λιτβίνοφ στην μπροσούρα του 1918, ήταν λιγότερο καθαρή.
Το προηγούμενο γενικό σύνθημα των Μπολσεβίκων για μια «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» δεν απαντούσε ακριβώς στο τι πρόγραμμα θα έπρεπε να προταθεί.
Μεταξύ πολλών Μπολσεβίκων ηγετών υπήρχε σύγχυση ως προς το ποια θα έπρεπε να είναι ακριβώς η στάση τους προς τη Προσωρινή Κυβέρνηση. Εκείνη την εποχή υπήρχαν στη πραγματικότητα δυο τάσεις μέσα στους Μπολσεβίκους. Η μια τάση πίστευε ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση θα έπρεπε να στηριχτεί όταν κάνει κάτι θετικό. Η άλλη πάλι ότι οι Μπολσεβίκοι θα έπρεπε να προπαγανδίζουν υπέρ, όπως το έθεσε ο Λένιν, μιας «εργατικής κυβέρνησης», ένα αίτημα που συγκεκριμενοποιήθηκε στο σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Οι διαφορές αυτές θα επιλύονταν, συνολικά, στο συνέδριο του κόμματος τον Απρίλη.
Από την αρχή της επανάστασης σημαντικά τμήματα των Μπολσεβίκων, για παράδειγμα η τοπική επιτροπή στη βιομηχανική περιοχή του Βάιμποργκ στην Πετρούπολη, ήταν αντίθετοι με την προσωρινή κυβέρνηση.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Φλεβάρη, οι Μπολσεβίκοι του Βάιμποργκ εξέδωσαν ένα φυλλάδιο με το οποίο καλούσαν σε εκλογή Σοβιέτ, την εκδίωξη της απολυταρχίας και την μεταβίβαση της εξουσίας στα Σοβιέτ.
Η επιτυχία της επανάστασης του Φλεβάρη, η ανατροπή μιας αυτοκρατορίας αιώνων και το κέρδισμα δημοκρατικών ελευθεριών, παρήγαγε φυσικά μια ατμόσφαιρα χαράς και απελευθέρωσης. Για πολλούς, ιδιαίτερα για τα μεγάλα πλήθη που μόνο τώρα άρχιζαν να εμπλέκονται στον αγώνα, μπορούσε να φανεί ότι η κύρια μάχη είχε τελειώσει. Ωστόσο αυτή δεν ήταν καθόλου η περίπτωση. Η παλιά άρχουσα τάξη κατείχε ακόμη την εξουσία και ήταν αποφασισμένη να βάλει ένα τέλος στην επανάσταση.
Η πρόκληση που αντιμετώπιζαν οι Μπολσεβίκοι ήταν να κερδίσουν τη στήριξη της πλειοψηφίας για τη δεύτερη, σοσιαλιστική επανάσταση που ήταν απαραίτητη για να επιτευχθούν οι στόχοι και οι φιλοδοξίες των εργαζομένων. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό θα έπρεπε να βασίζεται, με τα λόγια του τηλεγραφήματος του Λένιν που στάλθηκε στις 6 Μάρτη (19 Μάρτη) σε:
«απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης, καμία στήριξη στη νέα κυβέρνηση».
Φυσικά, υπήρχε το σοβαρό ζήτημα της υπεράσπισης της επανάστασης, αλλά ανάμεσα σε ορισμένους ηγέτες των Μπολσεβίκων θεωρήθηκε πως αυτό περνάει μέσα από την υποστήριξη της καπιταλιστικής Προσωρινής Κυβέρνησης «στο βαθμό που αγωνίζεται ενάντια στην αντίδραση και την αντεπανάσταση». Ωστόσο αυτή η στάση αγνοούσε το γεγονός ότι η κυβέρνηση βασιζόταν στην συνέχιση του καπιταλισμού. Όπως έδειξαν οι Μπολσεβίκοι αργότερα τον Αύγουστο, όταν πάλεψαν να νικήσουν την αντεπαναστατική εξέγερση του Κορνίλοφ, υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στο να παλεύεις την αντίδραση και στο να δίνεις πολιτική υποστήριξη σε μια αστική κυβέρνηση.
Πολεμώντας την αντίδραση
Ο Τρότσκι, στο βιβλίο του «Η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», περιέγραψε τη συγχυσμένη, αρχική θέση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία σε σχέση με τα ζητήματα που έθετε η πορεία της επανάστασης:
«Για τον Μπολσεβικισμό οι πρώτοι μήνες της επανάστασης ήταν μια περίοδος αμηχανίας και ταλάντευσης. Στο ”μανιφέστο” της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων, που συντάχθηκε αμέσως μετά τη νίκη της εξέγερσης, διαβάζουμε ότι ”οι εργάτες στα καταστήματα και τα εργοστάσια, και ομοίως τα στρατεύματα που έχουν στασιάσει, πρέπει επειγόντως να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους στην Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση”.
»Το μανιφέστο τυπώθηκε στο επίσημο όργανο του Σοβιέτ χωρίς σχολιασμό ή αντιρρήσεις, καθώς το ζήτημα ήταν καθαρά ακαδημαϊκό. Όμως και οι ίδιοι οι ηγέτες των Μπολσεβίκων θεωρούσαν τα συνθήματα τους σαν εντελώς ενδεικτικά. Συμπεριφέρονταν όχι σαν εκπρόσωποι ενός προλεταριακού κόμματος που προετοιμάζεται για ανεξάρτητο αγώνα για την εξουσία, αλλά σαν την αριστερή πτέρυγα μιας δημοκρατίας, η οποία, έχοντας ανακοινώσει τις αρχές της, σκόπευε για ένα αόριστο χρόνο να παίξει το ρόλο της πιστής αντιπολίτευσης.
»Ο Σουχάνοφ ισχυρίζεται ότι κατά τη συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ της 1ης Μαρτίου το κεντρικό επίδικο ζήτημα ήταν απλώς οι όροι της παράδοσης της εξουσίας. Ενάντια στο ίδιο το γεγονός –την δημιουργία μιας αστικής κυβέρνησης– δεν αντιτέθηκε κανείς, παρά το γεγονός ότι από τα 39 μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, 11 ήταν Μπολσεβίκοι ή οπαδοί τους και επιπλέον ότι 3 μέλη της Μπολσεβίκικης ηγεσίας, ο Ζαλούτσκι, ο Σλιαπνίκοφ και ο Μολότοφ, ήταν παρόντα στη συνεδρίαση.
»Στο Σοβιέτ την επόμενη μέρα, σύμφωνα με την αναφορά του ίδιου του Σλιαπνίκοφ, από τους 400 παρόντες αντιπροσώπους, μόνο 19 καταψήφισαν την μεταβίβαση της εξουσίας στη μπουρζουαζία – και αυτό παρόλο που οι Μπολσεβίκοι αντιπρόσωποι ήταν 40. Η ίδια η ψηφοφορία πέρασε με ένα καθαρά τυπικό κοινοβουλευτικό τρόπο, χωρίς σαφή αντιπρόταση από τους Μπολσεβίκους, χωρίς αντιπαραθέσεις και χωρίς καμία κριτική από τον Μπολσεβίκικο τύπο.
»Στις 4 Μαρτίου το Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων υιοθέτησε ένα ψήφισμα για τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα της Προσωρινής Κυβέρνησης και την αναγκαιότητα να διατηρηθεί η πορεία προς μια δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Η επιτροπή της Πετρούπολης, δικαίως θεωρώντας το ψήφισμα αυτό σαν ακαδημαϊκό –καθώς δεν έδινε καμία κατεύθυνση για δράση στο σήμερα– προσέγγισε το πρόβλημα από την αντίθετη οπτική γωνιά. ”Λαμβάνοντας γνώση του ψηφίσματος σχετικά με την Προσωρινή Κυβέρνηση που υιοθετήθηκε από το Σοβιέτ” ανακοινώνει ότι ”δεν θα αντιτεθεί στην εξουσία της Προσωρινής Κυβέρνησης στο μέτρο που” κλπ… Στην ουσία αυτή ήταν η θέση των Μενσεβίκων και των Εσέρων. Αυτό το ανοιχτά οπορτουνίστικο ψήφισμα της Επιτροπής Πετρούπολης ερχόνταν μόνο με έναν τυπικό τρόπο σε αντίθεση με το ψήφισμα της Κεντρικής Επιτροπής, του οποίου ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας δεν σήμαινε τίποτα πολιτικά, παρά μόνο την επιβεβαίωση ενός τετελεσμένου γεγονότος (Τρότσκι, «Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης», κεφάλαιο 15).
Ο Τρότσκι συνέχισε να περιγράφει πως ορισμένοι Μπολσεβίκοι ηγέτες που επέστρεφαν στην Πετρούπολη από την εξορία έσπρωξαν περαιτέρω το κόμμα προς αυτό που ήταν, στην ουσία, μια Μενσεβίκικη θέση αποδοχής της προσωρινής κυβέρνησης και όχι πάλης για να πάρουν τα Σοβιέτ στα χέρια τους την εξουσία.
«Ο Κάμενεφ, ένα μέλος της εξόριστης συντακτικής επιτροπή του κεντρικού οργάνου, ο Στάλιν, ένα μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και ο Μουράνοφ, ένας αντιπρόσωπος στη Δούμα που είχε επίσης επιστρέψει από τη Σιβηρία, καθαίρεσαν τους παλιούς εκδότες της Πράβδα (της ημερήσιας εφημερίδας των Μπολσεβίκων) που είχαν πάρει μια ”υπερβολικά αριστερή” θέση και στις 15 του Μάρτη, στηριζόμενοι στις κατά κάποιο τρόπο προβληματικές δικαιοδοσίες τους, πήραν την εφημερίδα στα χέρια τους. Στο πρόγραμμα που ανακοινώθηκε από τη νέα διεύθυνση, διακηρυσσόταν πως οι Μπολσεβίκοι θα στήριζαν αποφασιστικά την Προσωρινή Κυβέρνηση ”στο βαθμό που παλεύει ενάντια στην αντίδραση και την αντεπανάσταση”.
»Οι νέοι εκδότες εκφράστηκαν όχι λιγότερο κατηγορηματικά και στο ζήτημα του πολέμου: ”Ενώ ο γερμανικός στρατός υπακούει στον αυτοκράτορα του, ο Ρώσος στρατιώτης πρέπει να μείνει σταθερά στη θέση του απαντώντας στη σφαίρα με σφαίρα. Το σύνθημα μας δεν είναι το χωρίς νόημα ‘κάτω ο πόλεμος’. Το σύνθημα μας είναι πίεση προς τη Προσωρινή Κυβέρνηση με σκοπό να την αναγκάσουμε… να κάνει μια απόπειρα να καλέσει τις εμπόλεμες χώρες να αρχίσουν άμεσες διαπραγματεύσεις… και μέχρι τότε κάθε φαντάρος παραμένει στη θέση του!”. Τόσο η ιδέα όσο και η διατύπωση της είναι αυτή των ντιφενσιστών [σημ: των υπερασπιστών της συνέχισης του πολέμου στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας»]. Αυτό το πρόγραμμα πίεσης πάνω σε μια ιμπεριαλιστική κυβέρνηση με σκοπό να την ”προτρέψεις” να υιοθετήσει μια φιλειρηνική μορφή δραστηριότητας, ήταν το πρόγραμμα του Κάουτσκι στη Γερμανία, το Ζαν Λονγκε στη Γαλλία, του Μακ Ντόναλντ στην Αγγλία. Δεν είχε καμία σχέση με το πρόγραμμα του Λένιν, που καλούσε για ανατροπή της ιμπεριαλιστικής εξουσίας. Υπερασπιζόμενη τον εαυτό της απέναντι στον πατριωτικό τύπο, η Πράβδα πήγε ακόμη παραπέρα. ”Όλος ο ”ντεφετισμός” [σημ: οι υπερασπιστές της άποψης ότι έπρεπε να σταματήσει ο πόλεμος ακόμα και ήττα της Ρωσίας] έγραφε ”ή καλύτερα αυτό που ο τύπος που δεν κάνει διακρίσεις και προστατευόταν από την λογοκρισία του Τσάρου έχει ονομάσει έτσι, πέθανε τη στιγμή που το πρώτο επαναστατικό σύνταγμα εμφανίστηκε στους δρόμους της Πετρούπολης”» (Τρότσκι, ο.π., οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Με άλλα λόγια ο Καμένεφ και ο Στάλιν μπέρδευαν την υπεράσπιση της επανάστασης με την υπεράσπιση της Προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία εκείνη την περίοδο, ειδικά, αποτελούνταν κατά συντριπτική πλειοψηφία από αστούς πολιτικούς.
Τα γοργά εξελισσόμενα γεγονότα του Μαρτίου φανέρωσαν τα περισσότερα από τα βασικά σημεία των συγκρούσεων που θα κυριαρχούσαν τους επόμενους οχτώ μήνες, μαζί με τα πολιτικά ζητήματα που οι Μπολσεβίκοι έπρεπε να ξεκαθαρίσουν αν επρόκειτο να νικήσουν την άρχουσα τάξη.
Καθώς ήταν φανερό πως η «δυαδική εξουσία» δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί επ’ άπειρο, το ερώτημα ήταν «ποιος θα νικούσε;».
Θα ήταν η άρχουσα τάξη σε θέση να νικήσει το επαναστατικό κύμα ή θα ήταν η ρώσικη εργατική τάξη ικανή να αρπάξει την ευκαιρία να σταματήσει τον πόλεμο και να καθοδηγήσει μια επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού; Αυτά θα είναι τα βασικά ζητήματα τους επόμενους μήνες.