Στα τέλη του περασμένου Αυγούστου, η κοινωνία του Βόλου ήρθε αντιμέτωπη με ένα μακάβριο θέαμα: Εκατοντάδες χιλιάδες ψαριών να κείτονται νεκρά κατά μήκος της αστικής ακτογραμμής του Βόλου. Η συνολική μάζα των νεκρών ψαριών υπολογίζεται στους 100 με 120 τόνους (με κάποιες εκτιμήσεις να κάνουν και λόγο για πάνω από 200), με τις εικόνες να κάνουν τον γύρω του κόσμου και το θέμα να παίρνει γρήγορα διεθνείς διαστάσεις. Σε άρθρα των New York Times, CNN και NBC News γίνεται λόγος για μια τεράστια οικολογική καταστροφή, που αποδίδεται στην εν εξελίξει κλιματική αλλαγή. Είναι όμως η κλιματική αλλαγή η μοναδική αιτία αυτής της καταστροφής ή υπάρχουν και άλλες παράμετροι που οδήγησαν μεθοδικά σε αυτήν μέσα από ένα ιστορικό δεκαετιών μεμπτής πολιτικής διαχείρισης;
Συνθήκες του απόκοσμου φαινομένου
Ο όγκος των νεκρών ψαριών ξεβράστηκε στα νερά του Παγασητικού από την λίμνη της Κάρλας και μέσω κυρίως του ρέματος Καλιακούδα και του υγροτόπου του Ξηριά. Παρόλο που αρχικά κυκλοφόρησαν φήμες ότι τα ψάρια πεθαίνανε κατά την είσοδό τους στην θάλασσα, λόγω υποτίθεται διαφοροποίησης στην αλατότητα, μετέπειτα αυτό το σενάριο απορρίφθηκε και εξακριβώθηκε πως τα ψάρια φθάνανε ήδη νεκρά στην περιοχή εκβολής του Ξηριά. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Ιχθυολογίας και Οικολογίας στο ΑΠΘ, Αντώνης Κοκκινάκης, μέσω δημοσίευσης του στο Facebook, στην μεγάλη πλειονότητα των ψαριών ήταν πεταλούδες (Carassius Gibelio) και κάποια γριβάδια (Cyprinus Carpio). Συγκεκριμένα οι πεταλούδες, σημειώνει, είναι από τα πλέον ανθεκτικά ψάρια του γλυκού νερού, τόσο σε υψηλές θερμοκρασίες όσο και σε συνθήκες έλλειψης οξυγόνου. Ποιες ήταν λοιπόν οι συνθήκες που προκάλεσαν τον αποδεκατισμό του τοπικού πληθυσμού ακόμα και ενός τόσο ανθεκτικού είδους; Μια εξ αυτών αποτέλεσε η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού μετά την επέλαση των κακοκαιριών Daniel και Elias από την περιοχή της Θεσσαλίας πέρσι τον Σεπτέμβρη. Η υπερχείλιση των χειμάρρων και των παραποτάμων του Πηνειού που καταλήγουν στην Κάρλα, είχε σαν αποτέλεσμα την μεταφορά τεράστιου όγκου νερού σε αυτήν (η έκταση της έφτασε τα 190.000 στρέμματα, μεγαλύτερη από αυτή που είχε πριν αποξηραθεί!) και μαζί με αυτόν, μεγάλες ποσότητες γεωργικών λιπασμάτων και οργανικής ύλης (από τις σωρούς των πνιγμένων ζώων εκτροφής). Αυτό συντέλεσε έκτοτε στην ραγδαία ανάπτυξη του πληθυσμού των ψαριών της λίμνης σε μεγάλους αριθμούς. Όταν όμως προς το τέλος του καλοκαιριού πραγματοποιήθηκε, γρήγορα και χωρίς τους απαραίτητους ελέγχους, η αποστράγγιση της Κάρλας, ο υδάτινος όγκος της δεν ήταν πλέον αρκετός για να φιλοξενήσει τον υπερπληθυσμό των ψαριών που είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες, οδηγώντας σε συνθήκες ακραίας έλλειψης οξυγόνου και τελικά στην πρόκληση ασφυξίας ακόμα και στα πιο ανθεκτικά είδη ψαριών. Πρέπει όμως να επισημανθεί πως δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται αυτό το μακάβριο φαινόμενο, καθώς έχει επαναληφθεί το 2010 (δύο φορές), το 2016 και το 2018 αλλά και άλλες φορές, με την διαφορά ότι η μάζα των νεκρών ψαριών δεν έφτανε στα μάτια των κατοίκων, οπότε δεν προκαλούσε και το «κατάλληλο» δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, μένοντας στην αφάνεια. Αυτό όμως μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όσο ακραία και να ήταν τα περσινά καιρικά φαινόμενα, δεν φέρουν την αποκλειστική ευθύνη και πως πρέπει να στέψουμε το βλέμμα μας και στις ευθύνες που βαραίνουν την διαχείριση του λιμνότοπου της Κάρλας από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς και εν τέλει από τις κυβερνήσεις ανά τα χρόνια.
Η διαχείριση της λίμνης από το κράτος
Η λίμνη της Κάρλας, ήδη γνωστή από την αρχαιότητα με το όνομα Βοιβηΐς, εκτείνεται σε μια απόσταση 30 χλμ βορειοδυτικά από την πόλη του Βόλου και για χρόνια αποτελούσε έναν από τους μεγαλύτερους υγροβιότοπους της Ευρώπης, με σημαντική βιοποικιλότητα στην χλωρίδα και την πανίδα που φιλοξενούσε στο οικοσύστημα του. Όλα αυτά άλλαξαν όταν αποφασίστηκε η εκτεταμένη ανθρώπινη παρέμβαση, χωρίς την οποιαδήποτε οικολογική ευαισθησία και πρόβλεψη για τις επιπτώσεις ενός τέτοιου έργου, προκειμένου να προωθηθούν ιδιωτικά συμφέροντα. Συγκεκριμένα το 1913 παραδόθηκε στην Ελληνική κυβέρνηση σχέδιο Ιταλού μηχανικού το οποίο προέβλεπε την διάνοιξη σήραγγας καθώς και την κατασκευή ταμιευτήρα σε δεύτερο χρόνο. Η κατασκευή της σήραγγας ξεκίνησε το 1957 και ολοκληρώθηκε το 1962, ενώ το έργο του ταμιευτήρα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η διαδικασία πλήρους αποστράγγισης της λίμνης – την οποία δεν προέβλεπε το αρχικό σχέδιο – που διήρκησε ενάμιση χρόνο.
Ως αφορμή στάθηκε αφενός η αυξημένη συχνότητα κρουσμάτων ελονοσίας στην περιοχή (λόγω των κουνουπιών που συγκεντρώνονταν στα λιμνάζοντα ύδατα) και οι πλημμύρες που έπλητταν τις καλλιέργειες πέριξ της λίμνης σε περιπτώσεις υπερχείλισης της. Η πραγματική αιτία της απόφασης αυτής όμως έγκειται στη ψηφοθηρική πολιτική της κυβέρνησης του Κ. Καραμαλή με την απόδοση 80.000 στρεμμάτων καλλιεργήσιμης γης στους γεωργούς της Θεσσαλίας. Οι εκτάσεις μάλιστα αυτές δεν απόδωσαν καν τα αναμενόμενα οφέλη τα ακόλουθα χρόνια, καθότι πλημμύριζαν μετά από κάθε έντονη βροχόπτωση, ενώ τα άλατα που είχαν συσσωρευτεί στην γη δεν ήταν σε καμία περίπτωση ευνοϊκά για την ανάπτυξη των καλλιεργειών.
Η εγκληματική πολιτική απέναντι σε αυτόν τον πολύπαθο υγροβιότοπο επισφραγίστηκε το 1999 με την κατασκευή ενός τσιμεντένιου ταμιευτήρα, βάσει του οποίου υποτίθεται θα μπορούσε να επιτευχθεί μερική επανασύσταση της λίμνης (σε μια έκταση 38.000 στρεμμάτων), εξαιτίας του οποίου αποκλείστηκαν όλες οι καρστικές καταβόθρες του λιμνότοπου.[1] Αυτές είναι που αποτελούσαν τον φυσικό αντιπλημμυρικό μηχανισμό σε περιπτώσεις υπερχείλισης του Πηνειού και επομένως και της ίδιας της Κάρλας, ενώ παράλληλα διοχέτευαν τα νερά στους τοπικούς υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Το 2010 ξεκίνησε η επαναϋδροδότηση της λίμνης από τα νερά του Πηνειού, ώστε τελικά το 2018 να εγκαινιαστεί ξανά ως υδροβιότοπος, με τον πρώην περιφερειάρχη Θεσσαλίας Κ. Αγοραστό να το εγκωμιάζει σαν ένα από τα μεγαλύτερα και μεγαλεπήβολα έργα αποκατάστασης φυσικού περιβάλλοντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το κόστος του έργου υπολογίζεται μεταξύ 250 και 280 εκ ευρώ!
Ήδη όμως από τον πρώτο καιρό επανασύστασης της, μια από κοινού έρευνα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και του ΑΠΘ την χαρακτηρίζει ως «προβληματική λίμνη», λόγω των υψηλών επιπέδων δυνητικά τοξικών και παρασιτικών οργανισμών, καθώς και κυανοτοξινών. Βασική αιτία ήταν ότι, μετά την κατασκευή του ταμιευτήρα της Κάρλας, παρουσιάστηκε το πρόβλημα της αδυναμίας να «γεμίσει» με επαρκείς ποσότητες νερού. Αυτό ήταν αποτέλεσμα του ότι η ανθρώπινη παρέμβαση απέκοψε τους φυσικούς τρόπους εισροής υδάτων στην λίμνη, προερχόμενα από την λεκάνη της Θεσσαλίας και του Πηνειού. Έτσι, η στάθμη του νερού της λίμνης μετά την κατασκευή του ταμιευτήρα ήταν πολύ κοντά στο οικολογικό όριο των 47m από τη στάθμη της θάλασσας.
Τα προβλήματα αυτά επιδείνωσε η πολιτική επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ το 2022 να καταργήσει τον «Φορέα Διαχείρισης Κάρλας – Μαυροβουνίου – Κεφαλόβρυσο Βελεστίνου – Δέλτα Πηνειού» (στο πλαίσιο κατάργησης δεκάδων αντίστοιχων Φορέων σημαντικών και προστατευόμενων οικοσυστημάτων) και να τον εντάξει στον υδροκέφαλο και υποστελεχωμένο «Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής» που ανέλαβε την ευθύνη για όλη τη χώρα!
Έτσι, γίνεται κατανοητό πως η τέλεση των οποιωνδήποτε έργων δήθεν οικολογικής αποκατάστασης της λίμνης, περισσότερο εξυπηρετεί επικοινωνιακούς σκοπούς και τα συμφέροντα που βγάζουν κέρδη από δημόσια έργα μεγάλης κλίμακας, παρά εστιάζει στον σχεδιασμό ενός εφαρμόσιμου και προσεγμένου επιστημονικού προγράμματος αντιμετώπισης των προβλημάτων, που έχει επιφέρει στην Κάρλα η επί δεκαετίες ανάλγητη διαχείριση της από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς.
Απολογισμός των συνεπειών της ανθρώπινης παρέμβασης και των πολιτικών ευθυνών
Τον καιρό συγγραφής του παρόντος άρθρου η «μικρή» πλέον λίμνη της Κάρλας δεν έχει έκταση μεγαλύτερη από 20.000 στρέμματα, με την οικολογική παρακμή που υφίσταται να είναι έκδηλη ποικιλοτρόπως: ραγδαία πτώση της υπόγειας υδροφορίας, υποβάθμιση της τοπικής χλωρίδας και πανίδας, ρύπανση του Παγασητικού κόλπου και εμφάνιση φυτοπλαγκτού, ενώ και το μικροκλίμα της έχει πλέον αποσταθεροποιηθεί. Φυσικά, οι αρνητικές αυτές επιπτώσεις δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστες και τις ανθρώπινες ενέργειες και υποδομές, όπως η υδροδότηση των κοντινών πόλεων και χωριών, η πληρότητα των αποθεμάτων σε νερό των αγροτικών γεωτρήσεων της περιοχής, η στιβαρότητα του εδάφους στο οποίο ανεγείρονται μέχρι και σήμερα νέα κτίρια, ενώ η μόλυνση των νερών του Παγασητικού έχει βαρύτατες επιπτώσεις και στην αλιεία και στην τοπική ιχθυαγορά. Την ίδια ώρα η δημοτική αρχή και ο φιλικά προσκείμενος προς αυτήν δημοσιογραφικός τύπος, σπεύδουν να καθησυχάσουν πολίτες και επιχειρήσεις για την αδιαμφισβήτητη ποιότητα και ασφάλεια των νερών του κόλπου, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα πρόκυπτε ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα στην διαφημιστική προώθηση του Βόλου ως τουριστικό προορισμό. Η δε Περιφερειακή αρχή απέφευγε συστηματικά την κατάστρωση σχεδιασμού και υλοποίηση αντιπλημμυρικών έργων στην περιοχή της Κάρλας αλλά και στο σύστημα παραποτάμων του Πηνειού που εκχύνονται σε αυτήν, ήδη από το 2020 που η κακοκαιρία Ιανός κατέδειξε εμφατικά την επικινδυνότητα πλημμυρικών επεισοδίων για τις υποδομές και τις καλλιέργειες της Θεσσαλικής ενδοχώρας και των παράκτιων περιοχών. Τόσο λοιπόν η οικολογική σημασία της λίμνης της Κάρλας όσο και ο αντιπλημμυρικός σχεδιασμός για την εξασφάλιση της ασφάλειας των κατοίκων της Θεσσαλίας και του βιός τους, έρχεται σε δεύτερη μοίρα όταν ο πολιτικός καιροσκοπισμός και τα οικονομικά συμφέροντα αποτελούν προτεραιότητα για τις εκάστοτε κυβερνήσεις και Ανεξάρτητες Αρχές.