Η κυβέρνηση του Λιβάνου παραιτήθηκε πριν τις εκλογές που προγραμματίζονταν για τον ερχόμενο Μάη και κάτω από έντονες διεθνείς πιέσεις ο πρόεδρος της Συρίας Ασάντ ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της χώρας του από την κοιλάδα Μπεκά του Λιβάνου.
Αυτή η κίνηση αποτελεί υλοποίηση του Συμφώνου Ταΐφ του 1989, δηλαδή στο τέλος του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο (1975-1990). Ωστόσο, εφαρμόζεται με 13 χρόνια καθυστέρηση και δεν ικανοποιεί το ψήφισμα 1559 του ΟΗΕ που απαιτεί την πλήρη απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων.
Μέσα στον ίδιο το Λίβανο δημιουργείται μια έντονη πόλωση, καθώς από τη μια στις 8 Μάρτη περίπου 1 εκ. διαδηλωτές ξεχύνονται στους δρόμους της Βηρυτού υπέρ του προέδρου Λαχούντ, που υποστηρίζεται από τη Συρία, και ενάντια στην παρέμβαση των ΗΠΑ, του Ισραήλ και της Γαλλίας στα εσωτερικά της χώρας, ενώ 5 μέρες αργότερα μια ακόμα μεγαλύτερη διαδήλωση πραγματοποιήθηκε που απαιτούσε την απόσυρση των στρατευμάτων της Συρίας από το Λίβανο. Αυτή η εξέλιξη κάνει πιθανό το ξέσπασμα μιας νέας εμφύλιας σύγκρουσης.
Οι ΗΠΑ άδραξαν την ευκαιρία για να προσπαθήσουν να επανακτήσουν τον έλεγχο στο Λίβανο, να κάμψουν τις αντιδράσεις στη συμφωνία που προσπαθούν να πετύχουν ανάμεσα στην κυβέρνηση του Ισραήλ και τη νέα Παλαιστινιακή ηγεσία και, πιθανά, να απομακρύνουν το καθεστώς της Συρίας.
Τώρα, η αμερικανική κυβέρνηση απαιτεί την υλοποίηση του ψηφίσματος 1559 του ΟΗΕ. Το Στέητ Ντιπάρτμεντ απέρριψε την «αναδίπλωση» δυνάμεων που ανακοίνωσε ο Ασάντ, λέγοντας: «Όπως είπε και ο πρόεδρος Μπους την Παρασκευή, όταν οι ΗΠΑ και η Γαλλία λένε απόσυρση, εννοούν πλήρη απόσυρση, όχι ημίμετρα».
Η υποκρισία των ΗΠΑ
Φυσικά, πρόκειται για υποκρισία. Όπως κάνουν όλες οι χώρες μέλη του ΟΗΕ, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απλά επιλέγει εκείνες τις αποφάσεις του ΟΗΕ που τη βολεύουν. Ενώ λοιπόν υποστηρίζει φραστικά την απόφαση 1559, δεν αναφέρει καν την απόφαση 242 του 1967 που απαιτούσε την απόσυρση των Ισραηλινών δυνάμεων από τις περιοχές που κατέλαβαν στη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών. Παρόμοια, η απόφαση 446 του 1979 καταδίκαζε ως παράνομη την εγκατάσταση Ισραηλινών εποίκων στις κατεχόμενες περιοχές. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον δε βγάζει άχνα για την απόφαση 497 του 1981 που καταδίκαζε την κατάληψη από το Ισραήλ των υψωμάτων Γκολάν στη Συρία το 1967.
Το Συριακό καθεστώς κατηγορήθηκε πλατιά, τόσο στο Λίβανο όσο και διεθνώς, για τη δολοφονία του Χαρίρι. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος δολοφόνησε τον Χαρίρι, ένα πρώην υποστηρικτή του καθεστώτος της Δαμασκού. Ο Χαρίρι, που παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού τον περασμένο Οκτώβρη, σχεδίαζε την επανεμφάνιση του στο προσκήνιο ως ηγέτης μιας ενωμένης αντιπολίτευσης στις βουλευτικές εκλογές που προγραμματίζονταν για το Μάη.
Υπάρχει όμως και η υποψία ότι ο Χαρίρι δολοφονήθηκε από παράγοντες που ήθελαν να ενισχύσουν τις αντιδράσεις ενάντια στο καθεστώς της Συρίας στο εσωτερικό του Λιβάνου και διεθνώς, δίνοντας έτσι αφορμή στις ΗΠΑ και σε άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να επέμβουν.
Ο θάνατος του Χαρίρι συγκλόνισε πολλούς Λιβανέζους. Περισσότεροι από 200.000 (ο συνολικός πληθυσμός του Λιβάνου είναι 3,7 εκ.) άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις, τις θρησκευτικές και φυλετικές ομάδες παρευρέθηκαν στην κηδεία του. Ο λόγος αυτής της μαζικής αντίδρασης ήταν ο φόβος πως η δολοφονία θα μπορούσε να πυροδοτήσει ξανά τον 15ετή εμφύλιο που τερματίστηκε το 1990 μετά το θάνατο 150.000 ανθρώπων, περίπου 4% του συνολικού πληθυσμού.
Η κηδεία και οι διαδηλώσεις που την ακολούθησαν αντανακλούν τη βαθιά διαίρεση που ιστορικά χαρακτηρίζει το Λίβανο. Οι Σιίτες, που γενικά είναι φτωχοί και αποτελούν το 40% του συνόλου, συνεχίζουν να είναι υπέρ της φιλο-συριακής κυβέρνησης. Από την άλλη, το BBC έγραψε πως «οι μεσαίες κι ανώτερες τάξεις του Λιβάνου ξύπνησαν από το συνήθη λήθαργο τους από τη δολοφονία του Χαρίρι», και απαιτούν τώρα να φύγουν τα συριακά στρατεύματα.
Πίσω από αυτές τις διαμαρτυρίες βρίσκεται ο φόβος πως η δολοφονία θα ανακόψει την ανοικοδόμηση της χώρας και θα περιορίσει τον τουρισμό που αποτελεί σημαντικό οικονομικό παράγοντα.
Εργατικές αντιδράσεις
Ο Χαρίρι υπήρξε πρωθυπουργός για 10 από τα 15 χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Είχε υλοποιήσει ένα πρόγραμμα μαζικής ανοικοδόμησης της χώρας, που όμως είχε επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η χρηματοδότηση αυτού του προγράμματος προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από δάνεια. Έτσι, τώρα ο Λίβανος έφτασε να έχει ένα χρέος 35 δισ. δολάρια (περισσότερο από 185% του ΑΕΠ), μια «καταστροφική οικονομική κατάσταση» όπως την χαρακτήρισαν οι Τάιμς (15/2/05). Γι’ αυτό και το ΔΝΤ απαιτεί την εφαρμογή μαζικού προγράμματος περικοπών, ιδιωτικοποιήσεων και συμπίεσης του βιοτικού επιπέδου.
Η περίοδος διακυβέρνησης Χαρίρι σημαδεύτηκε από συχνές εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική του. Η βασική εργατική συνομοσπονδία, η CGT, οργάνωνε γενικές απεργίες κάθε χρόνο. Δυστυχώς, αυτές οι αντιδράσεις ήταν ουσιαστικά εκτονωτικές κι όχι μέρος μιας σοβαρής εκστρατείας για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων για αύξηση αποδοχών και σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων. Τον Οκτώβρη 2003 μια γενική απεργία παρέλυσε το Λίβανο, καθώς οι εργαζόμενοι απαιτούσαν να ανασταλεί το πάγωμα μισθών που ίσχυε από το 1996, να μην αυξηθούν άλλο οι φόροι και να σταματήσουν οι απολύσεις, και καλούσαν για αυξήσεις των κοινωνικών παροχών. Σε μια κεντρική διαδήλωση στη Βηρυτό, πολλοί νέοι εργάτες φώναζαν «όχι στη σπατάλη και τη λεηλασία, δώστε ψωμί στους φτωχούς».
Το Μάη 2004, μετά από αυθόρμητες διαδηλώσεις ενός μήνα, ο στρατός πυροβόλησε και σκότωσε 5 εργάτες διαδηλωτές στο Χέϊ αλ Σέλλομ, μια φτωχή Σιιτική περιοχή της Βηρυτού. Αυτό προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις τις επόμενες μέρες. Η ηγεσία όμως της CGT για μια ακόμα φορά δεν μπήκε μπροστά στις κινητοποιήσεις, φοβούμενη την κλιμάκωση, και κάλεσε μια ακόμα γενική απεργία στα τέλη του Ιούνη.
Όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες, όταν το εργατικό κίνημα δεν καταφέρνει να ενώσει όλους τους εργαζόμενους στον κοινό αγώνα, τότε παίρνουν την πρωτοβουλία άλλες δυνάμεις, εθνικές ή θρησκευτικές, που τους διαιρούν. Έτσι, τώρα υπάρχει η πιθανότητα για νέες εντάσεις, τόσο ανάμεσα σε διαφορετικά στρώματα Λιβανέζων, όσο και ενάντια στους Σύρους. Εκατοντάδες χιλιάδες Σύροι εργάζονται στο Λίβανο και εξαιτίας επιθέσεων που δεχτήκανε μετά τη δολοφονία του Χαρίρι, άρχισαν να εγκαταλείπουν τη χώρα
.
Η Χεζμπολάχ
Το καθεστώς της Συρίας ήθελε να διατηρεί δυνάμεις στο Λίβανο, τόσο για οικονομικούς λόγους, όσο και για να μπορεί να διαπραγματευτεί με το Ισραήλ την επιστροφή των υψωμάτων Γκολάν.
Πολλοί Σιίτες είναι διατεθειμένοι να ανεχτούν την παρουσία Συριακών δυνάμεων σαν αντίβαρο στην απειλή νέων επεμβάσεων από το Ισραήλ.
Παρόλο που η Συρία δεν βρισκόταν στη λίστα των χωρών του «άξονα του Κακού» το 2003 του Μπους, τώρα αποτελεί προτεραιότητα για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ βλέπουν τη Συρία, και κύρια τη Χεζμπολλάχ, σαν απειλή στις προσπάθειες τους να πετύχουν συμφωνία με τη νέα μετριοπαθή Παλαιστινιακή ηγεσία.
Η Χεζμπολλάχ ιδρύθηκε το 1982 από σιίτες κληρικούς και υιοθέτησε την ιρανική επανάσταση σαν πρότυπο της. Έθεσε σαν στόχο την μετατροπή του πολιτικού συστήματος του Λιβάνου σε ένα ιρανικού τύπου θεοκρατικό κράτος. Κεντρική πολιτική θέση της ήτανε και παραμένει η διάλυση του κράτους του Ισραήλ. Από την αρχή υιοθέτησε την τακτική των απαγωγών και για πολλά χρόνια ταυτίστηκε με επιθέσεις αυτοκτονίας και τρομοκρατικές ενέργειες. Πήρε και παίρνει σημαντική βοήθεια από Τεχεράνη και Δαμασκό.
Η Χεζμπολλάχ είναι η μόνη αραβική δύναμη που μπορεί να καυχηθεί ότι νίκησε τη στρατιωτική μηχανή του Ισραήλ. Μετά την πρώτη εισβολή το 1978, το Ισραήλ εισέβαλε ξανά στο Λίβανο το 1982, έφτασε μέχρι τη Βηρυτό και μετά, το 1985, αποτραβήχτηκε στο νότιο τμήμα της χώρας. Οι μαχητές της Χεζμπολλάχ κάνοντας επιδρομές τόσο ενάντια στον Ισραηλινό στρατό όσο κι ενάντια στο Στρατό Νοτίου Λιβάνου, τη χριστιανική φιλο-ισραηλινή δύναμη, κατάφερε να υποσκάψει την κατοχή και το Μάη 2000 επέβαλε στο Ισραήλ την πρόωρη αποχώρηση από τη χώρα. Αυτή η παράδοση αντίστασης, μαζί με κοινωνικό και παιδαγωγικό έργο που οργάνωσε ανάμεσα στους Σιίτες, που αποτελούν ένα από τα φτωχότερα στρώματα της λιβανέζικης κοινωνίας, τους επέτρεψαν να χτίσουν μια ισχυρή βάση. Τώρα, η Χεζμπολλάχ έχει 12 βουλευτές (επί συνόλου 124).
Ακριβώς επειδή η Χεζμπολλάχ αποτελεί σύμβολο αντίστασης, οι ΗΠΑ συνδέουν το ζήτημα της απόσυρσης των συριακών στρατευμάτων με τον αφοπλισμό αυτής της οργάνωσης, την οποία και χαρακτηρίζουν ως τρομοκρατική.
Μόνο αν το εργατικό κίνημα, βγάζοντας συμπεράσματα από τους πρόσφατους εργατικούς αγώνες, στηριζόταν σε ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα ανοικοδόμησης και ανάπτυξης της χώρας, θα μπορούσε να γεφυρώσει τις θρησκευτικές και εθνικές διαφορές, να απευθυνθεί στις εργατικές μάζες της Συρίας και να δείξει στους ισραηλινούς εργάτες και τη νεολαία πως υπάρχει διέξοδος στο χάος και τη φτώχια που μαστίζουν την περιοχή.
Ρόμπερτ Μπέτσερτ, CWI
Ιμπεριαλιστική παράδοση
Ο Λίβανος δημιουργήθηκε από τους Γάλλους το 1920, μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με συγκόλληση χριστιανικών και μουσουλμανικών περιοχών.
Οι Γάλλοι περιέλαβαν στο Λίβανο και μουσουλμανικούς πληθυσμούς που επιθυμούσαν να ενωθούν με τη νεοσύστατη Συρία.
Ο Λίβανος κέρδισε την ανεξαρτησία του στα τέλη του 1943, μέσα από μαζικούς αγώνες. Οι χριστιανοί με τους μουσουλμάνους συμφώνησαν σε μια αναλογία μελών του κοινοβουλίου 6 προς 5 αντίστοιχα. Ο πρόεδρος συμφωνήθηκε πως θα ήταν Μαρωνίτης χριστιανός, ο πρωθυπουργός Σουνίτης μουσουλμάνος, ο πρόεδρος της βουλής Σιίτης μουσουλμάνος και ο υπουργός Άμυνας ήταν συνήθως από την κοινότητα των Δρούζων.
Παρόλο που ο Λίβανος γνώρισε για μια περίοδο ευημερία σε σχέση με την υπόλοιπη Μέση Ανατολή, δεν έλειψαν οι αναταραχές. Το 1958, ο αμερικανικός στρατός επενέβηκε για να βοηθήσει τον φιλοαμερικάνο πρόεδρο.
Με τα χρόνια, η σύσταση του πληθυσμού άλλαξε, κυρίως εξαιτίας της εισροής Σουνιτών μουσουλμάνων Παλαιστινίων προσφύγων. Έτσι, σύμφωνα με υπολογισμούς της CIA το 1986, 41% ήταν Σιίτες, 27% Σουνίτες, 7% Δρούζοι, 16% Μαρωνίτες, 5% Έλληνες ορθόδοξοι και 3% Έλληνες καθολικοί. Επιπρόσθετα, υπάρχουν επίσημα 400.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, περίπου 10% του πληθυσμού.
Η αυξανόμενη αναταραχή και η αποδυνάμωση της κυρίαρχης δεξιάς Χριστιανικής ηγεσίας, την οδηγούσε όλο και περισσότερο σε αναζήτηση εξωτερικής στήριξης, από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και μερικές φορές από τη Συρία. Η εμπλοκή αυτών των δυνάμεων ενίσχυσε τις εσωτερικές συγκρούσεις και υποδαύλισε τον 15ετή εμφύλιο πόλεμο.
Το 1976 επεμβήκανε Συριακές δυνάμεις – με την υποστήριξη των περισσότερων αραβικών κυβερνήσεων, του Ισραήλ και των ΗΠΑ – και διέσωσαν τις χριστιανικές ένοπλες ομάδες από την ήττα.
Το 1982 επεμβήκανε ισραηλινά στρατεύματα, ακολουθούμενα 3 μήνες αργότερα από αμερικανικές, γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις, που αποβιβάστηκαν ως «ειρηνευτές», για να υποχρεωθούν στις αρχές του 1984 να αποσυρθούν μετά από δύο μεγάλες βομβιστικές επιθέσεις που τους προξένησαν σοβαρές απώλειες.
Η «δημοκρατία» και η νέο-συντηρητική επίθεση
Η παραίτηση της κυβέρνησης του Λιβάνου χαιρετήθηκε σαν νίκη του «λαού» και βήμα «εκδημοκρατισμού». Πολλοί σχολιαστές αναρωτιούνται αν πρόκειται για μια ακόμα νίκη των ΗΠΑ και των σχεδίων τους για τη Μέση Ανατολή.
Σίγουρα ο Μπους και οι συνεργάτες του άρπαξαν την ευκαιρία, για να κάνουν τη δική τους προπαγάνδα. Όμως, είναι τουλάχιστον ειρωνικό να μιλούν οι ΗΠΑ για την «ανεξαρτησία» του Λιβάνου και να εμφανίζονται ως υπερασπιστές της «δημοκρατίας». Με την ίδια υποκρισία μιλούσαν για τα όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ και τις σχέσεις του Σαντάμ Χουσεΐν με την 11/9. Ωστόσο, αυτή η προπαγάνδα μπορεί σε ορισμένες χώρες να δημιουργήσει αυταπάτες για ένα μικρό διάστημα.
Παρ’ όλα αυτά, είναι πιθανόν σε κάποιες χώρες της Μέσης Ανατολής οι διαδηλώσεις στο Λίβανο και οι εκλογές στο Ιράκ να ενθαρρύνουν τις μάζες να διεκδικήσουν περισσότερα δημοκρατικά δικαιώματα. Όμως, αν εναποθέσουν τις ελπίδες τους στον Μπους γρήγορα θα απογοητευτούν. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει δείξει στο παρελθόν πως είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει την πιο βάρβαρη καταστολή προκειμένου να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του.