Ο Έβο Μοράλες του Κινήματος προς το Σοσιαλισμό (MAS) ορκίστηκε πρόεδρος της Βολιβίας στις αρχές του χρόνου. Η εκλογή του πανηγυρίστηκε από εκατομμύρια ανθρώπους στη Λατινική Αμερική και διεθνώς. Θα εμπνεύσει ιδιαίτερα τους λαούς της Λατινικής και Κεντρική Αμερική. Στην ορκωμοσία του υποσχέθηκε πως «έβαζε τέλος στα 500 χρόνια αδικίας». Τηρήθηκε μονόλεπτη σιγή στη μνήμη του Τσε Γκεβάρα και ηγετών ιθαγενών λαών όπως οι Μάρκο Ίνκα και Τούπακ Αμάρου που πολέμησαν ενάντια στους Ισπανούς κατακτητές. Δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν την εκλογή του.
Ο Μοράλες εκλέχτηκε στην προεδρία τον περασμένο Δεκέμβρη με ποσοστό που ξεπέρασε το 53% των ψήφων, το ψηλότερο των τελευταίων 30 χρόνων. Ο κύριος αντίπαλος του, ο Τούτο Κιρόγα, υποψήφιος του Ποδέμος, με την υποστήριξη της άρχουσας τάξης και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, πήρε μόλις 28,5%. Ο Μοράλες πήρε ένα εντυπωσιακό 33% στην πλούσια επαρχία της Σάντα Κρουζ, που συγκεντρώνει τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Αυτή η εκλογική νίκη ανοίγει μια νέα φάση στην πάλη των εργατών, των αγροτών και των υπόλοιπων καταπιεσμένων στρωμάτων στη Βολιβία. Ήδη είχε σημαντικό διεθνή απόηχο. Οι πρώτες διεθνείς επισκέψεις του Μοράλες ήταν στην Αβάνα και το Καράκας, προκαλώντας τον εκνευρισμό του Μπους και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Στην διάρκεια αυτών των επισκέψεων, ο Μοράλες ανακοίνωσε πως η Βολιβία θα ξεκινούσε αγώνα ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, δημιουργώντας «αντι-ιμπεριαλιστικό μέτωπο» μαζί με τη Βενεζουέλα και την Κούβα.
Η εκλογή του Μοράλες και τα μαζικά κοινωνικά κινήματα που προηγήθηκαν αποτελούν κομμάτι μιας γενικής εξέγερσης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις που σαρώνει τη Λατινική τα τελευταία 5 χρόνια. Η απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού στη Βραζιλία εκδηλώθηκε με την εκλογή του Λούλα, υποψήφιου του ΡΤ (Εργατικού Κόμματος) το 2002 και του Ταμπαρέ Βάσκες στην Ουρουγουάη. Ωστόσο, μετά την εκλογή τους στην κυβέρνηση συνέχισαν την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και φιλο-ιμπεριαλιστικών πολιτικών. Το ίδιο ίσχυσε στη Χιλή με την κυβέρνηση συνεργασίας του Ρικάρντο Λάγος και θα συνεχιστεί με την πρόσφατα εκλεγμένη κυβέρνηση της προέδρου Μιχέλ Μπατσέλετ, του «Σοσιαλιστικού Κόμματος».
Νέα ριζοσπαστικές, λαϊκιστικές, εθνικιστικές κυβερνήσεις
Ωστόσο, στη Βενεζουέλα με την κυβέρνηση του Χούγκο Τσάβες και στην Αργεντινή με την κυβέρνηση του Περονιστή Νέστο Κίρχνερ, οι εξεγέρσεις ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό έφεραν στην εξουσία ριζοσπαστικές, λαϊκιστικές, εθνικιστικές κυβερνήσεις, που αντέδρασαν σ’ αυτές τις πολιτικές και συγκρούστηκαν με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η ίδια εξέλιξη φαίνεται τώρα πιθανή στη Βολιβία, με την εκλογή του Έβο Μοράλες. Αυτό θα μπορούσε να ακολουθηθεί από την εκλογή του Ολλάντα Χουμάλα στο Περού τον ερχόμενο Απρίλη, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις και έχει ήδη αποκτήσει το προσωνύμιο «Περουβιανός Τσαβές».
Η άνοδος στην εξουσία τέτοιων ριζοσπαστικών, λαϊκιστικών καθεστώτων σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή στην κατάσταση που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη στη Λατινική Αμερική αλλά και διεθνώς. Η δεκαετία του 1990 κυριαρχούνταν από την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών και μια ιδεολογική επίθεση του καπιταλισμού και των εκπροσώπων του ενάντια στο σοσιαλισμό και τον κρατικό παρεμβατισμό και υπέρ της «ελεύθερης αγοράς». Αυτή η επίθεση εξαπολύθηκε μετά την κατάρρευση της γραφειοκρατικής δικτατορίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης. Η εξέγερση ενάντια σ’ αυτές τις νεοφιλελεύθερες ιδέες και πολιτικές στην Λατινική Αμερική και η άνοδος στην εξουσία κυβερνήσεων που αντιτίθενται σ’ αυτές είναι προάγγελοι παρόμοιων εξελίξεων σε άλλες ηπείρους και γι’ αυτό έχουν πολλά να διδάξουν σ’ όσους αγωνίζονται διεθνώς για το σοσιαλισμό.
Η σαρωτική νίκη του Μοράλες είναι επακόλουθο της μαζικής, επαναστατικής εξέγερσης των εργατών στα ορυχεία, των αγροτών, των δημοσίων υπαλλήλων και άλλων στρωμάτων που ανέτρεψε τον προηγούμενο πρόεδρο Κάρλος Μέσα τον Μάη-Ιούνη 2005. Στη Βολιβία, οι μαζικοί αγώνες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και το νεοφιλελευθερισμό ξεκίνησαν το 2001 στην Κοτσαπάμπα. Μια λαϊκή εξέγερση στην πόλη εμπόδισε την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης ύδρευσης και έμεινε γνωστή σαν «ο πόλεμος του νερού». Στο διάστημα από τον Οκτώβρη 2003 μέχρι τον Ιούνη 2004, το καθεστώς Μέσα κατέστειλε περισσότερες από 4,300 κοινωνικές συγκρούσεις και εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.
Στη διάρκεια του κινήματος του 2005, που πήρε εν μέρει χαρακτηριστικά εξέγερσης, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους απαιτώντας την εθνικοποίηση των πλούσιων αποθεμάτων αερίου της Βολιβίας.
Τμήματα της λευκής άρχουσας ελίτ κινήθηκαν στην κατεύθυνση εμφύλιου πόλεμου και απείλησαν να αποσχίσουν από τη χώρα την επαρχία Σάντα Κρουζ, που είναι πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Έκαναν όμως πίσω. Αυτή η απειλή μπορεί όμως να ξαναεμφανιστεί καθώς θα βαθαίνει η κρίση τους ερχόμενους μήνες. Η απειλή για απόσχιση της Σάντα Κρουζ και των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου δεν είναι νέα. Το 1964 τμήματα της άρχουσας τάξης έφτασαν στο σημείο να καλέσουν την στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας να καταλάβει την επαρχία και να την μετατρέψει σε προτεκτοράτο της Βραζιλίας.
Ο Μέσα ήταν ο δεύτερος πρόεδρος που ανατράπηκε από λαϊκό κίνημα σε δύο χρόνια.
Ο προκάτοχος του, ο Σάντσες Λοζάδα, ανατράπηκε τον Οκτώβρη 2003.
Απαρντχαϊντ στη Βολιβία
Μια σημαντική παράμετρος αυτών των κινητοποιήσεων, που αντανακλάστηκε και στην εκλογή του Έβο Μοράλες (που προέρχεται από την φυλή Αϊμάρα), είναι η πάλη των ιθαγενών λαών. Είναι η πρώτη φορά που εκλέγεται ένας υποψήφιος από τις ιθαγενείς εθνότητες. Ο ιθαγενής πληθυσμός, που αποτελείται από περίπου 30 εθνικές ομάδες, αποτελεί την πλειοψηφία (περίπου 70%) του πληθυσμού της Βολιβίας. Σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική (το Εκουαδόρ, τη Βολιβία, το Περού, το Μεξικό και τη Χιλή), η άνοδος των αγώνων των ιθαγενών εθνοτήτων αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα του κινήματος ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.
Στη Βολιβία, ο αγώνας των ιθαγενών λαών είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς εφαρμόζεται ενάντιά τους μια μορφή «απαρντχάϊντ». Ενώ σχεδόν το 40% του μη ιθαγενούς πληθυσμού έχει πρόσβαση σε νερό, 81% σε ηλεκτρισμό και 56% στο αποχετευτικό σύστημα, τα αντίστοιχα ποσοστά για τους ιθαγενείς είναι 16%, 56% και 30%. Η πλειοψηφία του ιθαγενούς πληθυσμού ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας υπό την κυριαρχία μιας άρχουσας τάξης ευρωπαϊκής καταγωγής. Στη συνοικία Ελ Άλτο, στην πρωτεύουσα Καράκας, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των πρόσφατων αγώνων, 75% του πληθυσμού «ζει» με λιγότερα από 2 δολάρια τη μέρα. Η χώρα είναι πρώτη σε άνιση κατανομή πλούτου στη Λατινική Αμερική, καθώς το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού έχει εισόδημα 143 φορές μεγαλύτερο από το εισόδημα του φτωχότερου 10%. Στις αγροτικές περιοχές η αναλογία είναι 1:170!
Η υπερψήφιση του Μοράλες αποτελούσε μια αντίδραση ενάντια στις φιλο-ιμπεριαλιστικές, νεοφιλελεύθερες πολιτικές της βολιβιανής άρχουσας τάξης και μια απαίτηση για αλλαγή. Όσοι τον ψήφισαν το έκαναν σαν ένα μέσο για να υποστηρίξουν την εθνικοποίηση των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και τη χρησιμοποίηση τους προς όφελος της μάζας του πληθυσμού. Ο βολιβιανός λαός βαρέθηκε να βλέπει αυτά τα κοιτάσματα να κλέβονται από τους πολυεθνικούς γίγαντες που συστηματικά βιάζουν την οικονομία της χώρας.
Η Exxon (ΗΠΑ), η Repsol (Ισπανία), η ΒΡ (Βρετανία) και η Petrobas (Βραζιλία) απομυζούν εδώ και χρόνια πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη χώρα, απολαμβάνοντας τεράστια κέρδη. Οι φόροι που πληρώνουν αυτές οι εταιρίες για την εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων μειώθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 από 50% σε 18%. Αυτό το ξεπούλημα συνοδεύτηκε παράλληλα με την ιδιωτικοποίηση της πρώην κρατικής επιχείρησης πετρελαίου.
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που έπαιξε ρόλο στις εκλογές ήταν η υποστήριξη από τον Μοράλες του δικαιώματος των αγροτών να συνεχίσουν να παράγουν φύλλα κόκας. Αυτό ήταν ένα δεύτερο σημείο σύγκρουσης με τους αμερικάνους ιμπεριαλιστές που απαιτούν τον τερματισμό της παραγωγής της. Βέβαια μετά από επεξεργασία τους, τα φύλλα κόκας εξάγονται σαν κοκαΐνη στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες. Ωστόσο, τα φύλλα κόκας αποτελούν κι ένα παραδοσιακό τσάι για τους ιθαγενείς λαούς και μια σημαντική πηγή εισοδήματος.
Οι κοινωνικές εκρήξεις που συγκλόνισαν τη Βολιβία σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή στην πολιτική συνείδηση των μαζών. Είναι η πρώτη φορά, μετά το 1990 και την μαζική ιδεολογική επίθεση του ιμπεριαλισμού, που ξεσπά ένα μαζικό κίνημα με βασική διεκδίκηση την εθνικοποίηση ενός βασικού τομέα της οικονομίας. Κι αυτό ήταν επακόλουθο της καταστροφικής εμπειρίας της λεηλασίας της Λατινικής Αμερικής από τις ιδιωτικές εταιρίες στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.
Ποιο δρόμο θα ακολουθήσει ο Μοράλες
Η συντριπτική υπερψήφιση του Μοράλες και οι πανηγυρισμοί για την εκλογή του αντανακλούν τις ψηλές προσδοκίες που έχουν τα πλατιά φτωχά στρώματα του πληθυσμού της Βολιβίας ότι η νέα κυβέρνηση θα πάρει αντικαπιταλιστικά, φιλολαϊκά μέτρα. Την ίδια ώρα, είναι ήδη ξεκάθαρο πως σημαντικά στρώματα αγωνιστών στις γραμμές του εργατικού κινήματος παρακολουθούν με επιφυλάξεις τις κινήσεις του Μοράλες τώρα που εκλέχτηκε και βάζουν το πρόγραμμα του στο μικροσκόπιο. Η κύρια συνδικαλιστική συνομοσπονδία, η COB, εξέδωσε μια ανακοίνωση μετά τις εκλογές, δίνοντας τρίμηνη προθεσμία στη νέα κυβέρνηση για να εθνικοποιήσει το φυσικό αέριο και τον κλάδο της ενέργειας συνολικά, αλλιώς θα καλέσει κινητοποιήσεις. Παρόμοια, η ομοσπονδία καθηγητών έδωσε προθεσμία δύο μηνών για δώσει αυξήσεις στον κλάδο τους αλλιώς θα καλέσουν απεργίες.
Αυτές οι αμφιβολίες κατά πόσο ο Μοράλες είναι διατεθειμένος να συγκρουστεί με τον καπιταλισμό ή να συμβιβαστεί μαζί του, υπάρχουν εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε στις μαζικές κινητοποιήσεις το 2003, 2004 και 2005. Στη διάρκεια των κινητοποιήσεων του 2003, ο Μοράλες ήταν στην Ευρώπη και δεν είχε καμιά συμμετοχή μέχρι την επιστροφή του. Μετά την ανατροπή του Λοζάδα, ο Μοράλες έδωσε υποστήριξη στην κυβέρνηση του Μέσα. Όταν οργανώθηκε από την κυβέρνηση δημοψήφισμα με στημένες ερωτήσεις γύρω από το ζήτημα της ιδιοκτησίας της βιομηχανίας πετρελαίου, οι μαζικές οργανώσεις κάλεσαν σε μποϋκοτάζ, αλλά ο Μοράλες και η ηγεσία του MAS κάλεσαν σε συμμετοχή. Σαν συνέπεια, ο Μοράλες διαγράφηκε από την COB. Στις κινητοποιήσεις του 2005, δεν κράτησε συνεπή στάση υποστήριξης της εθνικοποίησης, θέτοντας σαν εναλλακτικό μέτρο τη φορολογία των κερδών των ιδιωτικών επιχειρήσεων κατά 50%.
Οι αμφιβολίες γύρω από το πρόσωπο του Μοράλες έχουν ενισχυθεί από τις εξαγγελίες που έχει κάνει μετά την εκλογή του. Δείχνουν τη διάθεση του να προσπαθήσει να βρει σημεία συμφωνίας με τμήματα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών. Αυτό αποτελεί προειδοποίηση για το ποια κατεύθυνση μπορεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση του.
Μια από τις πρώτες του εξαγγελίες ήταν η περικοπή των μισθών του προέδρου και των υπουργών κατά 50%. Αυτό, μαζί με άλλες ριζοσπαστικές εξαγγελίες που έκανε στη διάρκεια της ορκωμοσίας του, σίγουρα ήταν πολύ δημοφιλή.
Ωστόσο, απευθύνθηκε και προς την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές προσπαθώντας να τους καθησυχάσει. Αμέσως μετά την εκλογή του, επισκέφτηκε τη Σάντα Κρουζ και υποσχέθηκε πως θα δώσει στην επαρχία περισσότερη αυτονομία, ικανοποιώντας έτσι ένα αίτημα της δεξιάς. Μετά επισκέφτηκε τη Βενεζουέλα και την Κούβα, αλλά και ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία, η Γαλλία και το Βέλγιο. Η ισπανική πετρελαιοβιομηχανία Repsol είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Βολιβία, με επενδύσεις ύψους 800 εκ. δολαρίων.
Στην Ισπανία, ο Μοράλες έκανε ότι μπορούσε για να καθησυχάσει τα ισπανικά μονοπώλια και να τα πείσει ότι η κυβέρνηση του μπορεί να συνεργαστεί μαζί τους. Τους πρότεινε ανακωχή και υποσχέθηκε πως η νέα κυβέρνηση της Βολιβίας «θα εθνικοποιήσει, αλλά δεν θα κατάσχει και δεν θα απαλλοτριώσει». Υποσχέθηκε «συμβολική εθνικοποίηση». Άφησε να εννοηθεί πως τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου θα «εθνικοποιούνταν», αλλά οι επενδύσεις των εταιριών θα παρέμεναν σε ιδιωτικά χέρια και θα υπήρξε επαναδιαπραγμάτευση των συμβολαίων με εταιρίας όπως η Repsol και η Exxon. Ο καλά ενημερωμένος σε ζητήματα Λατινικής Αμερικής βρετανός αναλυτής Ρίτσαρντ Γκότ είναι της άποψης πως μια φορολόγηση 50% των κερδών είναι πιο πιθανή από την εθνικοποίηση.
Ο Μοράλες, επιπρόσθετα, απεύθυνε πρόσκληση σε διεθνείς επενδυτές για χρηματοδότηση ύψους 500 εκ. δολαρίων ενός προγράμματος για τα ορυχεία, γνωστού σαν Ελ Μουτούν, κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία. Η γερμανική πολυεθνική Λούργκι και η βρετανική Ρίο Τίντο είναι υποψήφιες για αυτό το πρόγραμμα.
Οι ισπανοί ιμπεριαλιστές
Οι ισπανοί ιμπεριαλιστές παρεμβήκανε τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά στη Λατινική Αμερική για τους δικούς τους λόγους και σε κάποιο βαθμό έχουν έρθει σε σύγκρουση με την πολιτική και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Στη Βενεζουέλα, έχουν κλείσει συμφωνίες με τον Τσάβεζ. Έχουν υπογράψει μαζί του το μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα (αξίας 1,3 εκ. ευρώ) μετά την πτώση του Φράνκο. Αυτό προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες των αμερικανών ιμπεριαλιστών που έχουν δώσει μαζική στρατιωτική βοήθεια στο ευνοούμενο τους καθεστώς του Ουρίβε στην Κολομβία. Η Κολομβία είναι αυτή τη στιγμή ο δεύτερος μεγαλύτερος παραλήπτης αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας μετά το Ισραήλ και αποτελεί βάση των αμερικανών ιμπεριαλιστών ενάντια στην κυβέρνηση Τσάβεζ.
Ο ισπανός υπουργός εξωτερικών, Ανχέλ Μορατίνος, εξήγησε πως η πολιτική της Ισπανίας απέναντι στη Βενεζουέλα «θα μπορούσε να ικανοποιήσει την Ουάσινγκτον, βάζοντας φρένο στα όνειρα του Τσάβεζ να επεκτείνει την Μπολιβαριανή του επανάσταση σε άλλες χώρες» (Ελ Παίς, 10/5/2005). Στο ίδιο άρθρο, η Ελ Παίς τονίζει ότι «η ισπανική διπλωματία είναι παρούσα (στη Βενεζουέλα) για να μετριάσει και να περιορίσει τον Τσάβεζ, πράγμα που αποτελεί μια δύσκολη αποστολή».
Μετά τις προσπάθειες των ΗΠΑ να εμποδίσουν τις πωλήσεις όπλων προς τη Βενεζουέλα, η ισπανική κυβέρνηση προσφέρθηκε να πουλήσει τα ίδια όπλα και στην Κολομβία, «για να κρατήσει τις ισορροπίες».
Στη διάρκεια της επίσκεψης του στην Ισπανία, ο Μοράλες προσπάθησε να κάνει ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον «καλό καπιταλισμό» και τον «κακό καπιταλισμό», προειδοποιώντας πως θα έπαιρνε μέτρα ενάντια σε «ληστρικές» εταιρίες! Μετά συνέχισε διαβεβαιώνοντας την ισπανική άρχουσα τάξη πως δεν θεωρεί τη Repsol και τις άλλες ισπανικές εταιρίες «ληστρικές». Αντίθετα, «οι ισπανικές εταιρίες μπορούν, ως ξένοι επενδυτές, να παίξουν το ρόλο κινητήριας δύναμης για ανάπτυξη μιας σταθερής αγοράς, αλλά σε συνδυασμό με κοινωνική πρόοδο». Φαίνεται πως θεωρεί τους αμερικανούς ιμπεριαλιστές «ληστρικούς», αλλά τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές κατά κάποιο τρόπο καλύτερους. Επισκέφτηκε επίσης τη Γαλλία και το Βέλγιο, αναμφίβολα σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια της αστικής τάξης των χωρών αυτών. Μια παρόμοια πολιτική είχε ακολουθήσει και ο Τσάβεζ.
Δεν είναι κακό βέβαια μια γνήσια σοσιαλιστική κυβέρνηση να προσπαθεί να αξιοποιήσει διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό θα ίσχυε ιδιαίτερα αν μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών ήταν απομονωμένη και χρειαζόταν να κερδίσει χρόνο μέχρι η εργατική τάξη άλλων χωρών να κάνει τη δική της επανάσταση. Αυτό έκαναν οι Λένιν και Τρότσκι για μια περίοδο μετά τη Ρώσικη επανάσταση τον Οκτώβρη 1917.
Ωστόσο, οι Τσάβεζ και Μοράλες δεν προτείνουν αυτό. Προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια των ευρωπαίων, Ρώσων και Κινέζων καπιταλιστών κόντρα στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, αλλά δεν διαθέτουν ένα σοσιαλιστικό, επαναστατικό πρόγραμμα με την προοπτική να το αναπτύξουν διεθνώς. Αντίθετα, ελπίζουν να αναπτύξουν ένα πιο «ανθρώπινο καπιταλισμό» σαν ένα ενδιάμεσο βήμα.
Σε μια συνέντευξη του στην Εφημερίδα των Βολιβιανών Επιχειρηματιών, ο συνεργάτης του Μοράλες, Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα, που ήταν υποψήφιος αντιπρόεδρος και που θεωρείται μαρξιστής διανοούμενος και πρώην μέλος της αντάρτικης οργάνωσης Τουπάκ Κατάρι, ανέλυσε ξεκάθαρα το πρόγραμμα του MAS και της νέας κυβέρνησης. Όταν ρωτήθηκε αν το MAS θέλει να δημιουργήσει μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, απάντησε: «Όχι, με κανένα τρόπο, γιατί δεν θα ήταν βιώσιμη. Δεν θα ήταν βιώσιμη γιατί ο σοσιαλισμός μπορεί να χτιστεί μόνο στη βάση της παρουσίας ενός ισχυρού προλεταριάτου. Δεν χτίζεις το σοσιαλισμό στη βάση μιας οικονομίας οικογενειακών επιχειρήσεων, αλλά στη βάση της βιομηχανίας, και τέτοια δεν υπάρχει στη Βολιβία».
Συνεχίζοντας, υποστήριξε το μοντέλο ενός «καπιταλισμού των Άνδεων», τον οποίο περιέγραψε σαν «ένα ισχυρό κράτος στη βάση του καπιταλισμού. Ένα τέτοιο κράτος δεν είναι σοσιαλισμός. Είναι ένα κράτος που στηρίζει τη δύναμη του στα πετρελαιοειδή, στις ξένες επενδύσεις, στις τοπικές ιδιωτικές επενδύσεις, στα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις… Δεν είναι καν μια μικτή οικονομία». Το MAS προτείνει αυτό το μοντέλο ως συνέχεια κι ολοκλήρωση της Εθνικής Επανάστασης του 1952, σαν «ενδιάμεσο βήμα προς το σοσιαλισμό».
Αυτό που προτείνουν αυτοί οι ηγέτες είναι έντονος κρατικός παρεμβατισμός μαζί με ξένες επενδύσεις από την Ισπανία και άλλες «μη ληστρικές» καπιταλιστικές δυνάμεις. Με αυτό τον τρόπο ελπίζουν να αναπτύξουν ένα καπιταλισμό με «ανθρώπινο πρόσωπο». Αφού ολοκληρωθεί αυτό το καθήκον, τότε ίσως τεθεί το ζήτημα του σοσιαλισμού.
Αυτές οι ιδέες δεν είναι καινούργιες. Αποτελούν μια σύγχρονη εφαρμογή της «θεωρίας των σταδίων» που υποστήριξαν στο παρελθόν οι σταλινικοί και τα Κομμουνιστικά Κόμματα και στη Ρωσία πριν το 1917 οι Μενσεβίκοι.
Ιστορικά, η ανάπτυξη της βιομηχανίας, η εφαρμογή αγροτικής μεταρρύθμισης, η κατοχύρωση δημοκρατικών δικαιωμάτων και η εθνική ενοποίηση και ανεξαρτησία – με δυο λόγια τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης – εκπληρώνονταν από την αστική τάξη.
Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, η ντόπια αστική τάξη, όντας αδύναμη και εξαρτημένη από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που κυριαρχούν διεθνώς, αδυνατεί να δώσει λύση σε αυτά τα προβλήματα. Στη Βολιβία, όπου το 75% του ΑΕΠ ελέγχεται από τις ξένες εταιρίες, είναι αδύνατο να ανατραπεί η κυριαρχία του ιμπεριαλισμού χωρίς την ανατροπή και του καπιταλισμού.
Ο Τρότσκι, και αργότερα ο Λένιν, εξηγούσε στη διάρκεια της Ρώσικης επανάστασης, ότι η ολοκλήρωση των καθηκόντων της αστικοδημοκρατικής επανάστασης έπεφτε στους ώμους της εργατικής τάξης, ακόμα και στις περιπτώσεις που αυτή δεν ήταν παρά μειοψηφία στην κοινωνία. Μόνο η εργατική τάξη, μαζί με τους φτωχούς αγρότες και τα υπόλοιπα θύματα της εκμετάλλευσης στον καπιταλισμό, μπορούσε να ολοκληρώσει αυτά τα καθήκοντα, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση ολόκληρης της κοινωνίας και εγκαθιδρύοντας μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία, και μεταλαμπαδεύοντας την επανάσταση σε άλλες, πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες.
Στις συνθήκες της Λατινικής Αμερικής, αυτό θα σήμαινε την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης εργατών και αγροτών στη Βολιβία και την εφαρμογή ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχεδίου στην παραγωγή, μαζί με την προοπτική διάδοσης της επανάστασης στην υπόλοιπη ήπειρο με στόχο τη δημιουργία μιας εθελοντικής Δημοκρατικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας της Λατινικής Αμερικής.
Ο βολιβιανός καπιταλισμός
Ακόμα και με έντονο κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, ο καπιταλισμός έχει αποδειχτεί ιστορικά ανίκανος να λύσει τα προβλήματα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Κανένα από αυτά τα καθήκοντα δεν έχουν πλήρως λυθεί από τον καπιταλισμό στη Βολιβία. Η οικονομία παραμένει υπανάπτυκτη και ελεγχόμενη σε μεγάλο βαθμό από τον ιμπεριαλισμό μέσα από τη διεθνή αγορά, την ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρήσεων και το δυσβάσταχτο εξωτερικό χρέος. Η πληρωμή των τοκοχρεολυσίων του εξωτερικού χρέους εκτοξεύτηκε από τα 271 εκ. δολάρια που βρισκόταν το 1998 στα 500 εκ. δολάρια το 2003. Όσο αφορά την κατανομή γης, 100 οικογένειες έχουν στην ιδιοκτησία τους 25 εκ. εκτάρια γης, ενώ 2 εκ. ιθαγενείς ζουν καλλιεργώντας 5 εκ. εκτάρια.
Οι συνεχιζόμενοι αγώνες των ιθαγενών λαών υπογραμμίζουν την αποτυχία του καπιταλισμού να λύσει τα εθνικά ζητήματα, ενώ με περίπου 200 στρατιωτικά πραξικοπήματα στη διάρκεια των 180 χρόνων ανεξαρτησίας, η κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων είναι τουλάχιστον αμφίβολη.
Η άνοδος των Μοράλες, Τσάβεζ και Κίρχνερ στην εξουσία ήταν αποτέλεσμα της αντίδρασης των ίδιων των μαζών ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις. Όλοι τους, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, έχουν υιοθετήσει ριζοσπαστικές εθνικιστικές πολιτικές, με μεγαλύτερο κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, περιλαμβανομένων κάποιων εθνικοποιήσεων, ελέγχων στις τιμές και άλλα παρόμοια μέτρα. Υπάρχει μια ισχυρή παράδοση ριζοσπαστικών εθνικιστικών, λαϊκιστικών κινημάτων και καθεστώτων στη Λατινική Αμερική. Για παράδειγμα, η στρατιωτική κυβέρνηση του Χουάν Βελάσκο Αλβαράδο στο Περού την περίοδο 1968-75 έφτασε στο σημείο να καταλάβει στρατιωτικά το διυλιστήριο της IPC στην Ταλάρα και αρχικά αρνήθηκε να πληρώσει οποιαδήποτε αποζημίωση. Ο σύμβουλος του Βελάσκο διακήρυσσε: «Έχουμε αφαιρέσει το σήμα της Esso από τη χώρα μας».
Είναι δυνατόν ο Τσάβεζ, ο Μοράλες, ή μια μελλοντική κυβέρνηση του Χουμάλα στο Περού, μπροστά σε μια οικονομική και κοινωνική κρίση και κάτω από την πίεση των μαζών, πάρουν παρόμοια ή ακόμα πιο ριζοσπαστικά μέτρα. Την ίδια ώρα, αν ο καπιταλισμός δεν ανατραπεί, αυτές οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί ηγέτες θα αρχίσουν να αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στις τάξεις και τελικά να συγκρουστούν με την εργατική τάξη.
Αυτό ήδη συμβαίνει στην Αργεντινή με την περονιστική κυβέρνηση του Κίρχνερ. Αντίθετα με τον Μοράλες ή τον Τσάβεζ, ο Κίρχνερ δεν μιλάει για σοσιαλισμό και δεν προέρχεται από «σοσιαλιστικό» κόμμα ή κίνημα. Οι ριζοσπαστικές, εθνικιστικές, λαϊκιστικές πολιτικές έχουν το περιτύλιγμα της σημαίας του Περονισμού, που υπήρξε ένα αστικό, εθνικιστικό κίνημα με σημαντικό παρελθόν. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, οι Περονιστικές κυβερνήσεις, ιδιαίτερα αυτή του Μένεμ, εγκαταλείψανε τις εθνικιστικές πολιτικές του κρατικού παρεμβατισμού και των μεταρρυθμίσεων που είχαν ακολουθήσει προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι προηγούμενες Περονιστικές κυβερνήσεις είχαν λειτουργήσει στα πλαίσια του καπιταλισμού, αλλά παρ’ όλα αυτά είχαν εισάγει σημαντικές μεταρρυθμίσεις υπέρ της εργατικής τάξης. Ο Μένεμ εγκατέλειψε αυτή τη λογική, δέχτηκε το νεοφιλελευθερισμό και τις ιδιωτικοποιήσεις και επιτέθηκε βάναυσα στην εργατική τάξη.
Ο Κίρχνερ προσπάθησε να επιστρέψει στις παλιές περονιστικές παραδόσεις του κρατικού παρεμβατισμού. Αυτές οι πολιτικές τόνωσαν τη δημοτικότητα του και έφεραν σαν αποτέλεσμα τη σαρωτική νίκη του στις βουλευτικές εκλογές του 2005. Ωστόσο, ο αργεντίνικος καπιταλισμός δεν διαθέτει πια τα αποθέματα για να αντέξει τις παροχές που δόθηκαν στην περίοδο διακυβέρνησης του Χουάν Περόν, ιδιαίτερα τις δεκαετίες 1940 και 1950. Ο Κίρχνερ δεν μπορεί να επαναλάβει την εμπειρία του Χουάν Περόν. Μετά τη μεγάλη του νίκη στις εκλογές του 2005, ο Κίρχνερ υιοθέτησε μια πολιτική περισσότερου κρατικού παρεμβατισμού. Την ίδια ώρα, όμως, επιτέθηκε σε κάποια τμήματα της εργατικής τάξης και στο κίνημα των «πικετέρος», που στηρίζεται στους ανέργους.
Η επανάσταση κινδυνεύει
Παρόμοια, στη Βενεζουέλα η αδυναμία του Τσάβεζ να ανατρέψει τον καπιταλισμό δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους.
Η ριζοσπαστική λαϊκιστική κυβέρνηση του Χούγκο Τσάβεζ, από τότε που βγήκε στην εξουσία το1998, βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Αυτό έχει ενθαρρύνει άλλες κυβερνήσεις, όπως αυτή του Κίρχνερ στην Αργεντινή, να πάρουν πιο επιθετική στάση απέναντι στις ΗΠΑ, γεγονός που αντανακλάστηκε στη Διάσκεψη των Αμερικών που πραγματοποιήθηκε στην Αργεντινή το 2005. Σ’ αυτήν, οι προτάσεις του Μπους για την εφαρμογή εμπορικής συμφωνίας (NAFTA) απορρίφτηκαν σαν αποτέλεσμα της αντίδρασης που οργάνωσαν η Βενεζουέλα και η Αργεντινή.
Όπως έχει εξηγήσει και στο παρελθόν η CWI, η κυβέρνηση Τσάβεζ έχει εφαρμόσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην υγεία, την εκπαίδευση και τη διανομή τροφίμων. Αυτά κι άλλα μέτρα έχουν κερδίσει την ενθουσιώδη υποστήριξη των μαζών στη Βενεζουέλα. Η CWI και οι σοσιαλιστές σ’ όλο τον κόσμο υποστηρίζουν αυτά τα μέτρα. Διεθνώς, ο Χούγκο Τσάβεζ στη Βενεζουέλα, ο Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα και τώρα ο Έβο Μοράλες στη Βολιβία φαντάζουν στα μάτια πλατιών στρωμάτων της νεολαίας σα τα μόνα ριζοσπαστικά, αριστερά καθεστώτα που αντιτίθενται στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και εκπροσωπούν μια εναλλακτική λύση στον νεοφιλελευθερισμό.
Η CWI επικροτεί μέτρα που ωφελούν την εργατική τάξη και ριζοσπαστικές πολιτικές που αντικρούουν τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού από τα αριστερά. Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες οι μάζες της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα στη Βολιβία και τη Βενεζουέλα, είναι πώς οι επαναστατικές διεργασίες θα μπορέσουν να προχωρήσουν μέχρι μια σταθερή νίκη, με ανατροπή του καπιταλισμού και των γαιοκτημόνων. Όσο δεν γίνεται κάτι τέτοιο και δεν εγκαθιδρύεται ένα γνήσιο καθεστώς εργατικής δημοκρατίας στη Βενεζουέλα, η απειλή της αντεπανάστασης παραμένει, μαζί βέβαια και με την απειλή να καταρρεύσουν κι αυτά τα μέτρα κι οι μεταρρυθμίσεις. Παρόμοια, η απειλή της αντεπανάστασης μπορεί να κάνει γρήγορα την εμφάνιση της και στη Βολιβία, αν δεν ανατραπεί ο καπιταλισμός.
Η διατήρηση του καπιταλισμού στη Βενεζουέλα σημαίνει πως παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις, οι πλατιές μάζες της εργατικής τάξης, των αγροτών και των φτωχών στρωμάτων των πόλεων συνεχίζουν να ζουν στην εξαθλίωση. Η αποτυχία να λυθούν αυτά τα προβλήματα, μαζί με την αυξανόμενη οργή κι αγανάκτηση για την κρατική γραφειοκρατία και τις σπατάλες, απειλούν τώρα να υποσκάψουν την πορεία της επανάστασης. Οι βουλευτικές εκλογές τον Δεκέμβρη 2005, στις οποίες η αποχή έφτασε το 75%, ήταν μια προειδοποίηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Η ψηλή αποχή, η ψηλότερη στην ιστορία των βουλευτικών εκλογών στη Βενεζουέλα, παρά την έκκληση του Τσάβεζ προς τις μάζες να ψηφίσουν για να εκφράσουν την υποστήριξη τους στην επανάσταση, δεν είναι απλά και μόνο το αποτέλεσμα του μποϋκοτάζ των εκλογών από τη δεξιά, παρ’ όλο που κι αυτός ο παράγοντας έπαιξε ρόλο. Αντανακλούσε και την αγανάκτηση των εργατών, των φτωχών στρωμάτων των πόλεων και τμημάτων της μεσαίας τάξης, που υποστηρίζουν τον Τσάβεζ, εξαιτίας της αποτυχίας της κυβέρνησης του να δώσει λύση στη μαζική ανεργία, τη φτώχια και την έλλειψη στέγης. Παρ’ όλο που η κυβέρνηση έχει εθνικοποιήσει μερικές εταιρίες και έχει κάνει αρκετές φορές ανασυγκρότηση της PDVSA, της κρατικής πετρελαιοβιομηχανίας, ο καπιταλισμός συνεχίζει να λειτουργεί. Δεν υπάρχει δημοκρατικός, σοσιαλιστικός σχεδιασμός της παραγωγής από την εργατική τάξη.
Σαν αποτέλεσμα, η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά στη χειρότερη δυνατή κατάσταση. Από τη μια, έχει προκαλέσει τη λυσσαλέα αντίδραση της άρχουσας τάξης της Βενεζουέλας και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Από την άλλη, δεν έχει πάρει κανένα ουσιαστικό μέτρο στην κατεύθυνση του σχεδιασμού της οικονομίας. Έτσι έχει να αντιμετωπίσει το οικονομικό σαμποτάζ τμημάτων της αστικής τάξης. Στο Καράκας, υπάρχουν ελλείψεις τροφίμων. Τα σούπερμαρκετ δεν έχουν καφέ, κοτόπουλα, ρύζι κι άλλες βασικές προμήθειες. Η φτώχια συνεχίζει να κυριαρχεί. Περισσότερο από 80% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχιας. Σύμφωνα με μια ιδιωτική έρευνα (CECA), από το 86% του πληθυσμού που ανήκει στις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις, το 69,6% ζουν με λιγότερα από 294,000 μπολιβάρες (περίπου 136,75 δολάρια) το μήνα, ενώ ο επίσημος κατώτατος μισθός είναι 405,000 μπολιβάρες.
Όταν ο Τσάβεζ ανέβηκε στην εξουσία το 1998, υπήρχαν 3,2 εκ. εργαζόμενοι στην παραοικονομία. Μέχρι το 2005 ο αριθμός είχε φτάσει τα 5,7 εκ. επί συνόλου 12 εκ. εργαζομένων. Επιπρόσθετα, 1 εκ. παιδιά ζουν σαν μικροπωλητές στους δρόμους του Καράκας και άλλων μεγαλουπόλεων. Υπάρχει μαζική κρίση στέγασης, με έλλειψη 1,6 εκ. σπιτιών. Ο Τσάβεζ είχε υποσχεθεί να χτίσει 200.000 σπίτια μέχρι το 2006. Ο προϋπολογισμός όμως του 2006 περιλαμβάνει κονδύλια που επαρκούν μόνο για 18.490 σπίτια.
Επιπρόσθετα, η πρόσφατη κατάρρευση του κύριου αυτοκινητόδρομου που συνδέει το Καράκας με το αεροδρόμιο και το λιμάνι ήταν μια μεγάλη καταστροφή. Είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλα προβλήματα στη μεταφορά τροφίμων και άλλων ειδών στο Καράκας. Οι δε παραλιακές πόλεις έχασαν τον τουρισμό τους, με αποτέλεσμα απολύσεις εργαζομένων αυτού του κλάδου. Η κατάρρευση του αυτοκινητόδρομου, που προκλήθηκε από γεωλογικές μεταβολές, έφερε στην επιφάνεια τα προβλήματα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Ο συγκεκριμένος δρόμος χρειαζότανε επισκευή εδώ και 20 χρόνια, αλλά η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα.
Ο σοσιαλισμός του 21ο αιώνα
Η κυβερνητική προπαγάνδα μέσα από τα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια και τις αφίσες για το χτίσιμο του «Σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» δεν συνοδεύεται από αποτελέσματα. Η συνέχιση της ύπαρξης του καπιταλισμού και το σαμποτάζ από τους εργοδότες σημαίνουν ότι οι κυβερνητικές διακηρύξεις για οικονομική και κοινωνική πρόοδο που συντελείται στα πλαίσια αυτού του «Σοσιαλισμού» δεν έχει σχέση με την καθημερινή ζωή των πλατιών στρωμάτων του πληθυσμού. Αυτή η αντίφαση υποσκάπτει την υποστήριξη της κυβέρνησης, όπως αντανακλάστηκε στις εκλογές του περασμένου Δεκέμβρη και απειλή την πορεία της επανάστασης.
Παρ’ όλο που απόπειρες καπιταλιστικής αντεπανάστασης ηττήθηκαν μέχρι τώρα, 4 φορές, η απειλή παραμένει, είτε με τη μορφή στρατιωτικού πραξικοπήματος είτε αλλιώς. Οι παραδοσιακές δεξιές οργανώσεις και τα κόμματα, που αποπειράθηκαν να ανατρέψουν τον Τσάβεζ, ηττήθηκαν από την αυθόρμητη κινητοποίηση της εργατικής τάξης, των φτωχών στρωμάτων των πόλεων και άλλων καταπιεσμένων. Παραμένουν διασπασμένες, με πεσμένο ηθικό και χωρίς σταθερή κοινωνική υποστήριξη.
Ωστόσο, τα άλυτα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα υποσκάπτουν τη λαϊκή υποστήριξη προς την «επαναστατική διαδικασία». Κι αυτό, μεσοπρόθεσμα, ανοίγει το δρόμο για μια εκλογική ήττα, διασπάσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο, ακόμα και την απομάκρυνση του Τσάβεζ από πιο δεξιά, γραφειοκρατικά, φιλο-καπιταλιστικά τμήματα της ίδιας του της κυβέρνησης.
Μια παρόμοια διαδικασία συνέβηκε στη Νικαράγουα στη δεκαετία του 1990. Μετά από 10 χρόνια στην εξουσία, οι Σαντινίστας (FSLN) έχασαν τις εκλογές και η αντεπανάσταση πήρε την εξουσία με «δημοκρατικά» μέσα. Αυτό έγινε δυνατό γιατί, παρά την εθνικοποίηση πάνω από 25% της οικονομίας, ο καπιταλισμός δεν ανατράπηκε. Η συνεχιζόμενη φτώχια, η εξάντληση από τον πόλεμο με τους Κόντρας, που είχαν την υποστήριξη των ΗΠΑ κλπ τελικά έφθειραν τη βάση υποστήριξης του FSLN και επέτρεψαν στην Τσαμόρο να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές.
Μετά το μποϋκοτάζ των εκλογών του Δεκέμβρη από τα παραδοσιακά αστικά κόμματα και τη μεγάλη αποχή, φαίνεται πως ένα τμήμα της άρχουσας τάξης έχει στραφεί σε «εξωκοινοβουλευτικά» μέσα σαμποτάζ του Τσάβεζ. Η παρακράτηση αγαθών από τους παραγωγούς, που θυμίζει τις εκστρατείες της αντεπανάστασης στη Χιλή τη δεκαετία του 1970, έχει οδηγήσει σε ελλείψεις στα σούπερμαρκετ και ανάγκασε τον Τσάβεζ να απειλήσει τους παραγωγούς καφέ με εθνικοποίηση.
Τώρα, ο «Σοσιαλισμός του 21ου αιώνα» εμφανίζεται σαν η πολιτική της κυβέρνησης Τσάβεζ. Η προβολή της ιδέας του σοσιαλισμού στη Βενεζουέλα είναι μια θετική εξέλιξη με διεθνή σημασία. Αυτή, μαζί με το σύνθημα για εθνικοποιήσεις στη Βολιβία και τη γενική στροφή προς τα αριστερά στη Λατινική Αμερική, αποτελούν μια απάντηση των υποστηρικτών του καπιταλισμού που πίστευαν πως είχαν θάψει την ιδέα του σοσιαλισμού κάτω από τα ερείπια του τείχους του Βερολίνου.
Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα για τις μάζες της Βενεζουέλας είναι ποιο πρόγραμμα και ποιες οργανώσεις χρειάζονται για να χτιστεί ο σοσιαλισμός. Δυστυχώς, παρ’ όλο που ο Τσάβεζ προβάλλει το «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», δεν προσφέρει αυτός ή η κυβέρνηση του ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα για την ανατροπή του καπιταλισμού και την εφαρμογή ενός δημοκρατικού σοσιαλιστικού σχεδιασμού της οικονομίας.
Αυτό που προσπαθεί να κάνει ο Τσάβεζ είναι να χρησιμοποιήσει το κράτος και τα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου για να αναγκάσει την άρχουσα τάξη να επενδύσει και να δώσει ανάπτυξη στην οικονομία, αντί να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Αυτό περιλαμβάνει την εισαγωγή ελέγχων των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης και κάποιες, περιορισμένες εθνικοποιήσεις. Η κυβέρνηση έχει αυξήσει την κρατική παρέμβαση στην οικονομία, αλλά χωρίς να ανατρέπει τον καπιταλισμό, και αυτό το βάφτισε «Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Στη διάρκεια του 2005, εξαγγέλθηκε από την κυβέρνηση μια σειρά έργων υποδομής που μετά δόθηκαν σε ιδιώτες εργολάβους. Η Φεντεκάμαρας, η οργάνωση των εργοδοτών, υιοθέτησε μια πολιτική δημιουργίας μιας «συμμαχίας με την κυβέρνηση για την αναζωογόνηση των επενδύσεων». Η Φεντεκάμαρας οργάνωσε επίσης μια συνδιάσκεψη για τα μέλη της με θέμα «Ο ρόλος των ιδιωτικών επιχειρήσεων στο Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα».
Αυτές βέβαια οι πολιτικές δεν έχουν λύσει τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και τα άλλα καταπιεσμένα στρώματα. Η πρόσφατη κρίση της διανομής καφέ έδειξε πως είναι αδύνατο να λυθούν τα προβλήματα των μαζών όσο συνεχίζει να υπάρχει ο καπιταλισμός. Ο έλεγχος της τιμής του καφέ οδήγησε σε μείωση κερδών των εργοδοτών, που με τη σειρά τους προκάλεσαν ελλείψεις, κρατώντας τα εμπορεύματα τους στις αποθήκες. Παρ’ όλο που η κυβέρνηση τους απείλησε με εθνικοποίηση, υποχώρησε και συμφώνησε αύξηση 60% στην τιμή του καφέ.
Την ίδια ώρα, υπάρχει αυξανόμενη δυσαρέσκεια και αντίδραση από πλατιά στρώματα για την αύξηση της γραφειοκρατίας και των κατασταλτικών μεθόδων, μερικές από τις οποίες η κυβέρνηση δανείστηκε από το καθεστώς του Κάστρο στην Κούβα. Εκεί, ανατράπηκε ο καπιταλισμός και εφαρμόστηκε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σημαντικές κατακτήσεις για τις μάζες, ιδιαίτερα στην υγεία, την εκπαίδευση και τη φτηνή διατροφή. Ωστόσο, στη θέση μιας εργατικής δημοκρατίας, εγκαθιδρύθηκε ένα γραφειοκρατικό, καταπιεστικό, μονοκομματικό καθεστώς.
Στη Βενεζουέλα, αφότου ανέβηκε στην εξουσία ο Τσάβεζ ο αριθμός των κυβερνητικών υπουργείων αυξήθηκε από 15 στα 20. Κυβερνητικά προγράμματα (γνωστά σαν Μισιόνες) για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, της πείνας και για την ελεύθερη πρόσβαση στην περίθαλψη είχαν την υποστήριξη των μαζών, αλλά υλοποιήθηκαν από τα πάνω. Δεν είχαν τη συνειδητή εμπλοκή, οργάνωση και έλεγχο από την ίδια την εργατική τάξη. Ακόμα και τα εργοστάσια που «εξυγιάνθηκαν», δηλαδή χρεοκοπημένα εργοστάσια που ξανάνοιξε η κυβέρνηση, διοικούνται από διορισμένους αξιωματούχους με τη συμμετοχή, μερικές φορές εκπροσώπων των συνδικάτων στη διοίκηση. Σε μερικά, δεν επιτρέπεται η δημιουργία συνδικάτων. Ακόμα και στα κυβερνητικά Μισιόνες, οι εργαζόμενοι δεν έχουν το δικαίωμα να ανήκουν σε συνδικάτα.
Σε μια γνήσια εργατική δημοκρατία, οι εργάτες θα είχαν το δικαίωμα δημιουργίας συνδικάτων, ανεξάρτητων από το κράτος. Αυτά θα είχαν το ρόλο της εκπροσώπησης των συγκεκριμένων συμφερόντων των εργατών στην κυβέρνηση. Θα παρείχαν γνώση κι εμπειρία σε μια εργατική κυβέρνηση, πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί η εκπαίδευση και εξάσκηση των πλατιών στρωμάτων των εργαζομένων στις μεθόδους ελέγχου και διαχείρισης της οικονομίας.
Η νέα συνδικαλιστική συνομοσπονδία, η UNT, που τώρα αριθμεί 1 εκ. μέλη, ιδρύθηκε από τον Τσάβεζ και άλλους ηγέτες από τα πάνω. Παρά τη δημιουργία της, εδώ και περισσότερο από δύο χρόνια, δεν έχουν γίνει ακόμη εκλογές για την ανάδειξη ηγεσίας.
Ο εκδημοκρατισμός των συνδικάτων και ο έλεγχος της γραφειοκρατικοποιημένης ηγεσίας αποτελεί επιτακτικό καθήκον για την εργατική τάξη της Βενεζουέλας.
Αυτές οι αντιφάσεις αρχίζουν τώρα να οδηγούν σε συγκρούσεις ανάμεσα σε τμήματα εργαζομένων και το καθεστώς. Το νοσηλευτικό προσωπικό δεν έχει πληρωθεί εδώ και 7 μήνες και έχει ξεκινήσει κινητοποιήσεις διεκδικώντας τα δικαιώματα τους. Στο Καράκας, η αστυνομία επιστρατεύτηκε ενάντια σε άστεγους που καταλάβανε άδεια κτίρια, με τη δικαιολογία της προάσπισης της «ατομικής ιδιοκτησίας».
Δεν υπάρχει ένα γνήσιο σύστημα εργατικού ελέγχου μέσα από το οποίο εκλεγμένες επιτροπές στους χώρους δουλειάς θα είχαν τον καθημερινό έλεγχο των εργοστασίων, περιλαμβανομένης της οργάνωσης της παραγωγής, των προσλήψεων και απολύσεων κλπ. Τα κυβερνητικά Μισιόνες, παρ’ όλο που διοικούνται συχνά από αγνούς αγωνιστές, δεν οργανώνονται δημοκρατικά μέσα από εκλεγμένες επιτροπές.
Η εργατική τάξη, με μια συλλογική κοινωνική συνείδηση και την υποστήριξη των υπόλοιπων καταπιεσμένων στρωμάτων, είναι η αποφασιστική δύναμη για την ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Για να ολοκληρωθεί μια σοσιαλιστική επανάσταση και να μπουν οι βάσεις για την ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας, χρειάζεται η ανεξάρτητη, συνειδητή και δραστήρια συμμετοχή της εργατικής τάξης και των πλατιών μαζών.
Ανάγκη για ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις και σοσιαλιστικό πρόγραμμα
Δυστυχώς, αυτό δεν υπάρχει με ένα οργανωμένο τρόπο στη Βενεζουέλα. Εν μέρει αυτό οφείλεται στις επιπτώσεις της δεκαετίας του 1990 στην πολιτική συνείδηση και την οργάνωση της εργατικής τάξης. Αντανακλά επίσης την αδυναμία ανεξάρτητων πολιτικών και οργανωτικών παραδόσεων της εργατικής τάξης, που τώρα για πρώτη φορά δημιουργεί τις δικές της οργανώσεις. Ωστόσο, το επίπεδο οργάνωσης του μαζικού κινήματος στη Βολιβία, μέσα από τα συνδικάτα και τις εκλεγμένες συνοικιακές επιτροπές, δείχνει τις ισχυρές ανεξάρτητες παραδόσεις πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης αυτής της χώρας. Στη Βενεζουέλα, η ανεξάρτητη οργάνωση της εργατικής τάξης και των πλατιών μαζών και η ανάληψη απ’ αυτές της καθοδήγησης της επανάστασης είναι τώρα ένα επιτακτικό καθήκον.
Χρειάζεται να εκλεγούν δημοκρατικές επιτροπές στους χώρους δουλειάς, ώστε να εφαρμοστεί ένα σύστημα δημοκρατικού εργατικού ελέγχου. Χρειάζεται να οργανωθούν λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές, ώστε να εκλέξουν επιτροπές διαχείρισης των Μισιόνες. Χρειάζεται επειγόντως ένα πρόγραμμα εκδημοκρατισμού του UNT, και ανεξαρτητοποίησης του από την κυβέρνηση.
Αυτές οι εκλεγμένες επιτροπές χρειάζεται να συντονιστούν σε επίπεδο περιοχής, πόλης, επαρχίας και εθνικά, μαζί με εκλεγμένες επιτροπές απλών φαντάρων. Αυτοί οι μηχανισμοί θα μπορούσαν να παραμερίσουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια. Θα μπορούσαν έτσι να ανοίξουν τα λογιστικά βιβλία των εργοστασίων και των κυβερνητικών προγραμμάτων, ώστε να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να ελέγξουν πώς χρησιμοποιούνται τα κονδύλια.
Μέσα από τη δημιουργία τέτοιων δημοκρατικών εργατικών και αγροτικών επιτροπών, θα μπορούσαν να μπουν οι βάσεις για το σχηματισμό ενός Κεντρικού Συμβουλίου εργατών κι αγροτών με ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Αυτό θα έπρεπε να περιλαμβάνει την κοινωνικοποίηση/εθνικοποίηση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών στη βάση του δημοκρατικού εργατικού ελέγχου και διαχείρισης και την εισαγωγή ενός έκτακτου οικονομικού προγράμματος βασισμένου στην εθνικοποιημένη, δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία.
Μόνο ένα τέτοιο πρόγραμμα ανατροπής του καπιταλισμού μπορεί να υπερνικήσει τις απειλές που έχει μπροστά της η επανάσταση στη Βενεζουέλα. Αν ένα τέτοιο πρόγραμμα εφαρμοζόταν παράλληλα κι από την εργατική τάξη στη Βολιβία, θα επέτρεπε τη δημιουργία μιας δημοκρατικής, σοσιαλιστικής ομοσπονδίας των δύο χωρών και τα πρώτα βήματα για τον κοινό σχεδιασμό και τη συγχώνευση των οικονομιών και των πόρων των δύο χωρών. Η Βολιβία διαθέτει αναξιοποίητα κοιτάσματα φυσικού αερίου αξίας 100 δισ. δολαρίων, 20 φορές περισσότερα από το σημερινό της ΑΕΠ. Μαζί με τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της Βενεζουέλας, θα μπορούσε να αποτελέσει αφετηρία για μια δημοκρατικά σχεδιασμένη οικονομία και μια σοσιαλιστική ομοσπονδία αυτών των χωρών.
Η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής ομοσπονδίας της Βενεζουέλας και της Βολιβίας θα αποτελούσε μια γνήσια αντιιμπεριαλιστική συμμαχία. Θα κέρδιζε την υποστήριξη της εργατικής τάξης σε όλη τη Λατινική και Κεντρική Αμερική. Θα έδινε τη δυνατότητα να γίνει έκκληση διεθνιστικής αλληλεγγύης και υποστήριξης προς τις εργατικές μάζες των ΗΠΑ και του Καναδά, ανακόπτοντας έτσι τις προσπάθειες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού να πολεμήσει ενάντια στο επαναστατικό κίνημα.
Αυτές οι ιδέες μπορούν να βοηθήσουν στο προχώρημα των επαναστατικών διεργασιών που ξεδιπλώνονται σε αυτές τις χώρες και αποτελούν μέρος του προγράμματος της CWI.