Κυπριακό, 50 χρόνια – μέρος γ’: γιατί δεν έχει υπάρξει λύση, τι μπορεί να κάνει η Αντικαπιταλιστική Αριστερά

Το άρθρο αυτό αποτελείται από τρία μέρη. Σήμερα το γ’ και τελευταίο μέρος. Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο και δεύτερο μέρος στους ακόλουθους συνδέσμους: 
Κυπριακό, 50 χρόνια – μέρος α’: πώς φτάσαμε στον πόλεμο και τη Διχοτόμηση 
Κυπριακό, 50 χρόνια – μέρος β’: κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές, τα αδιέξοδα της παραδοσιακής Αριστεράς

Αν έχει φανεί κάτι στα 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή είναι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα. 

Έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες και συζητήσεις για λύση του κυπριακού, άπειρα ψηφίσματα του ΟΗΕ, αλλά δεν υπάρχει τίποτα στον ορίζοντα που να δείχνει κάτι θετικό. 

Αυτό θεωρητικά δεν αποκλείει κάποια στιγμή να υπάρξει κάποια συμφωνία. Το αν μια τέτοια συμφωνία θα αποτελεί και λύση όμως είναι μια άλλη ιστορία. Πολύ συχνά τέτοιες συμφωνίες ανάμεσα σε άρχουσες τάξεις με ανταγωνιστικά συμφέροντα είναι ασταθείς και προσωρινές. Αλλάζουν τον χαρακτήρα του προβλήματος, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα. Ένα «κοντινό» σε εμάς (με την έννοια ότι είναι στην Ευρώπη κι έχει αρκετά κοινά με το Κυπριακό) παράδειγμα είναι το Ιρλανδικό. Με τις συμφωνίες της Μεγάλης Παρασκευής πριν από 25 περίπου χρόνια (υπογράφτηκαν το 1998, εφαρμόστηκαν το 1999) θεωρήθηκε ότι το πρόβλημα είχε λυθεί. Όμως δεν. Ο διαχωρισμός παρέμεινε και μάλιστα εντάθηκε και οι συγκρούσεις επανήλθαν. Η εγχώρια πολιτική σκηνή εξακολουθεί να κυριαρχείται από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών και το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει μεγαλύτερα δεινά αν οι Καθολικοί επιδιώξουν να επιβάλουν ένωση με τη Νότια Ιρλανδία, καθώς μετατρέπονται σε πλειοψηφία στον πληθυσμό της Β. Ιρλανδίας. 

Στην περίπτωση της Κύπρου δεν έχουμε μόνο τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Κύπρου, έχουμε και την αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας που κάθε άλλο παρά αμβλύνεται με την πάροδο του χρόνου. Μια «συμφωνία» λοιπόν, σε κάποιο στάδιο, δεν μπορεί να αποκλειστεί αλλά δεν θα αποτελεί λύση στο Κυπριακό πρόβλημα. Αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και θα κινδυνεύει να οδηγήσει ξανά σε νέες περιπέτειες και συγκρούσεις.   

Σύγκρουση συμφερόντων

Οι λόγοι που δεν αφήνουν τις δύο πλευρές να καταλήξουν σε συμφωνία έχουν να κάνουν με το ότι υπάρχει μια πραγματική σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο αρχουσών τάξεων στο νησί, Ε/κ και Τ/κ, αλλά και ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική άρχουσα τάξη. 

Η Ε/κ άρχουσα τάξη είναι πολύ ισχυρή σε σχέση με την Τ/κ. Το Ε/κ κεφάλαιο περιλαμβάνει πολυεθνικές που έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, έχουν πολύ σημαντική παρουσία στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια και φτάνουν μέχρι και την Κίνα. Αυτό το κεφάλαιο θα ήθελε ασφαλώς να υπάρξει λύση στο κυπριακό πρόβλημα, δηλαδή να σταματήσει ο διαχωρισμός, να ενοποιηθεί το νησί και να υπάρχει μια ενιαία κυβέρνηση που να το διοικεί. Υπό μία προϋπόθεση όμως: ότι ελέγχει την κυβέρνηση για να μπορεί να την χρησιμοποιεί για να υπηρετεί τα συμφέροντά του, όπως συμβαίνει σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη. 

Εδώ βρίσκεται η ουσία των διαφορών. Αν η Ε/κ άρχουσα τάξη δεν μπορεί να ελέγχει την κεντρική εξουσία στο νησί, σε μια ενδεχόμενη «λύση», γιατί να την ενδιαφέρει; Θα υποχρεώνεται να κάνει διαρκώς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις στην Τ/κ πλευρά, χωρίς το απαιτούμενο όφελος, δηλαδή χωρίς τη δυνατότητά της, ανάμεσα σε άλλα, να διεισδύσει στην βόρεια Κύπρο και να αποκτήσει ό,τι αξίζει από σκοπιάς επιχειρηματικών κερδών. 

Από την άλλη μεριά, η Τ/κ άρχουσα τάξη είναι πολύ μικρή και αδύναμη και εντελώς εξαρτημένη από το τουρκικό κράτος, για να μπορέσει να σταθεί στον ανταγωνισμό με την Ε/κ. Έτσι, μια λύση ενοποίησης που θα επιτρέπει ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, ανθρώπων, εμπορευμάτων, κλπ, θα επέτρεπε στο Ε/κ κεφάλαιο να εκτοπίσει ολοκληρωτικά το Τ/κ, στην ουσία να αφαιρέσει την εξουσία που ασκεί στη βόρεια Κύπρο. 

Συνεπώς, στην Τ/κ άρχουσα τάξη δεν συμφέρει να δεχτεί μια λύση που θα ενοποιεί πλήρως το νησί. Θα μπορούσε να δεχτεί μόνο λύση στο πλαίσιο της οποίας το βόρειο κομμάτι του νησιού θα ελέγχεται από την ίδια. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν θέλει και δεν έχει λόγο να δεχτεί η Ε/κ άρχουσα τάξη. 

Αυτό είναι το οικονομικό υπόβαθρο των πολιτικών αντιθέσεων. Ας συμπληρώσουμε την εικόνα, με τον ανερχόμενο εθνικισμό που στην Ε/κ πλευρά δυναμώνει στη διάρκεια των τελευταίων 2-3 δεκαετιών. Ας θυμηθούμε πως η Ε/κ βουλή χτίζει ανδριάντες και μουσεία για έναν κατάπτυστο, χαμερπή, εγκληματία, τον Γρίβα, ενώ στις τελευταίες ευρωεκλογές του Ιούνη του 2024 το νεοφασιστικό ΕΛΑΜ ήρθε τρίτο κόμμα (μετά τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ) με 11,2%. Ας ολοκληρώσουμε την εικόνα με τις εξελίξεις στην Τ/κ πλευρά, καθώς μετά τις εκλογές που έγιναν το 2020 κέρδισε ο εθνικιστής, υποστηρικτής της διχοτόμησης (λύση δύο κρατών) Ερσίν Τατάρ, ενάντια στον κεντροαριστερό Μουσταφά Ακιντζί. 

Σ’ αυτό το πλέγμα πρέπει να εντάξουμε και τα συμφέροντα της τουρκικής και ελληνικής άρχουσας τάξης που, όπως αναφέρθηκε ήδη, βρίσκονται σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Η Τουρκία δεν κατέλαβε το 40% του νησιού με πόλεμο για να το παραχωρήσει στη συνέχεια στην Ε/κ (και ελληνική) πλευρά, έτσι απλά, χάνοντας τον έλεγχο που ασκεί σ’ αυτό. 

Η ελληνική και Ε/κ πλευρά καλύπτονταν για δεκαετίες πίσω από αυτό που ονομάζεται «τουρκική αδιαλλαξία» για να κρύψουν την πραγματική σύγκρουση συμφερόντων που καθορίζει τη φυσιογνωμία του Κυπριακού. Μπορούσε να μιλά διαρκώς για την ανάγκη λύσης, για την εφαρμογή των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, για την ειρήνη στο νησί, κλπ, κλπ, ξέροντας πως η τουρκική πλευρά δεν επρόκειτο να δεχτεί τίποτε από αυτά. Αυτή η μπλόφα αποκαλύφθηκε στις διαπραγματεύσεις του Κραν Μοντανά, το 2017, (δες πιο κάτω) όταν η συμφωνία σκόνταψε τελικά στην άρνηση της Ε/κ πλευράς. 

Αυταπάτες και ψέματα 

Στη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, οι Ε/κ καπιταλιστές έχουν καλλιεργήσει μια σειρά από αυταπάτες που αφορούν τις δυνατότητες λύσης του προβλήματος. Μια από αυτές ήταν πως αν η Κύπρος ενταχθεί στην ΕΕ αυτή θα πιέσει την Τουρκία και το καθεστώς στην βόρεια Κύπρο για να δεχτούν κάποια συμφωνία πάνω στις γραμμές που θέλει η Ε/κ και ελληνική πλευρά. Αυτό, όπως όλοι ξέρουν πια, δεν συνέβη ποτέ. 

Μια άλλη ήταν πως η ανακάλυψη και η εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της περιοχής θα ανάγκαζε την τουρκική και Τ/κ πλευρά να αναγνωρίσει την υπεροχή της Ε/κ και θα την υποχρέωνε να αποδεχτεί μια λύση στη βάση των συμφερόντων της. Ούτε αυτό συνέβη. Για την ακρίβεια συνέβη το αντίθετο. Όταν ξεκίνησαν οι έρευνες για φυσικό αέριο, η Τουρκία έστειλε πολεμικά πλοία προκειμένου να διώξει τα ερευνητικά πλοία που εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα γαλλικών και ιταλικών επιχειρήσεων ενέργειας, που τελικά υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τη σύγκρουση. Στη συνέχεια η Τουρκία έστειλε δικά της πλοία να κάνει τις δικές της έρευνες. 

Δεν μπορούν, ή δεν θέλουν; 

Αυτού του είδους οι αυταπάτες έχουν καταρρεύσει και σήμερα η Ε/κ άρχουσα τάξη φαίνεται πως αποκτά πλέον μια άλλη συνείδηση. Το θέμα δεν είναι πια ότι «δεν μπορεί» να λύσει το κυπριακό πρόβλημα, με την έννοια ότι δεν μπορεί να βρει λύση που να την συμφέρει, αλλά υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι δεν θέλει να το λύσει, δεν βλέπει γιατί να προσπαθεί να το λύσει – συρόμενη έτσι και αποδεχόμενη τις θέσεις των εθνικιστών. 

Οι Ε/κ καπιταλιστές θεωρούν, ουσιαστικά, ότι είναι αρκετά ισχυροί και πλούσιοι και δεν χρειάζονται τη βόρεια Κύπρο. Φαίνεται να προτιμούν να παγιωθεί η διχοτόμηση, χωρίς να το λένε ανοικτά, και χωρίς βέβαια να αναγνωρίσουν το κράτος των Τ/κ, γιατί αυτό θα έδινε στους τελευταίους δικαιώματα. 

Η τελευταία προσπάθεια που έγινε για λύση του Κυπριακού και απέτυχε ήταν την περίοδο 2016-7 που κατέληξε σε φιάσκο στη συνάντηση του Κραν Μοντανά (Ελβετία) το 2017. Ήταν η πρώτη φορά που ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντώνιο Γκουτέρες, έριξε έμμεσα ευθύνες στην Ε/κ πλευρά και όχι στην Τουρκία για το ναυάγιο των συνομιλιών. Το ίδιο έκανε (έμμεσα) και το ΑΚΕΛ

Είναι επίσης η πρώτη φορά που ένα μεγάλο ποσοστό της κυπριακής κοινής γνώμης (που δεν υπάρχει τρόπος να μετρηθεί αντικειμενικά) θεωρεί υπεύθυνη την Ε/κ και ελληνική πλευρά για την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων και όχι την «Τουρκική αδιαλλαξία».

Ποιος μπορεί να το λύσει;

Από τη στιγμή που οι άρχουσες τάξεις, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, η ερώτηση που προκύπτει είναι «ποιος μπορεί;». Εδώ ισχύει η ρήση, «οι λαοί δεν έχουν τίποτα να μοιράσουν» όταν οι άρχουσες τάξεις σφάζονται. Αυτό είναι απόλυτα ακριβές και στην περίπτωση της Κύπρου. 

Μόνο με πρωτοβουλίες από τα κάτω, με κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, με επιτροπές βάσης, με κοινές επιτροπές των κατοίκων από τις διάφορες περιοχές, με κοινές δράσεις, διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να υπάρξει λύση του Κυπριακού. 

Οι από τα κάτω κινητοποιήσεις και δράσεις από μόνες τους δεν μπορούν να επιβάλουν λύση όταν οι άρχουσες τάξεις δεν την θέλουν – στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να επιβάλουν μια προσωρινή συμφωνία που θα είναι ασταθής και θα καταρρεύσει στο μέλλον μέσα από νέες συγκρούσεις. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η σύνδεση των από τα κάτω πρωτοβουλιών με την πάλη για τη δημιουργία μιας νέας Αριστεράς που να μην έχει τα όρια της παραδοσιακής – μια μαχητική, ριζοσπαστική, στην πραγματικότητα επαναστατική, μαζική Αριστερά, που να διεκδικήσει την εξουσία. 

Έτσι μπορούν να τεθούν οι βάσεις για μια σοσιαλιστική ομοσπονδία στο νησί που να επιτρέψει στις δύο κοινότητες να ζήσουν αρμονικά και να απομονώσουν τους εθνικιστές και των δύο πλευρών που σίγουρα θα προσπαθούν να προκαλέσουν νέες αιματοχυσίες.

Διδάγματα από το 2004

Ένα από τα πιο σημαντικά διδάγματα που προκύπτουν από την πρόσφατη ιστορία της Κύπρου είναι η δύναμη του μαζικού κινήματος με αφορμή την εξέγερση των Τ/κ το 2004. Τότε, σε μια κοινωνική έκρηξη χωρίς προηγούμενο, οι Τ/κ κατέβηκαν μαζικά στους δρόμους διεκδικώντας λύση στο Κυπριακό, με αφορμή προτάσεις που είχε κάνει τότε ο γ.γ. του ΟΗΕ Κόφι Ανάν. Λύση δεν υπήρξε – ο Ε/κ πρόεδρος Τάσος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να δεχτεί τις προτάσεις Ανάν. Παρόλα αυτά όμως αυτή η έκρηξη ανάγκασε και τις δύο πλευρές, Ε/κ και Τ/κ κυβερνώντες, να ανοίξουν τα σύνορα που μέχρι τότε ήταν κλειστά και αδιαπέραστα. 

Από τότε έχει υπάρξει η δυνατότητα επαφής, επικοινωνίας και κοινών δράσεων ανάμεσα σε προοδευτικά/αριστερά/ενωτικά στοιχεία και κινήματα και των δύο κοινοτήτων που επιδιώκουν να θέσουν τις βάσεις για μελλοντική λύση στο πρόβλημα του διαχωρισμού. 

Πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων

Τα εργατικά και λαϊκά στρώματα μπορούν να βρουν άκρη στο λαβύρινθο του Κυπριακού, γιατί δεν έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Ασφαλώς υπάρχει καχυποψία λόγω δεκαετιών διαχωρισμού και συγκρούσεων και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να υπάρχει η αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης της μειονότητας, δηλαδή των Τ/κ. 

Αυτό σημαίνει πως θα ήταν λάθος η επιμονή (όπως κάνουν και πολλοί αριστεροί) στην λύση ενός «ενιαίου κράτους». Κάτι τέτοιο θα μεταφραζόταν, στην πράξη, στη μετατροπή των Τ/κ σε μειονότητα στα πλαίσια του κράτους – δηλαδή επιστροφή στο παρελθόν, το οποίο δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τον σημερινό διαχωρισμό. Οι Τ/κ θα ήταν παράλογο να αποδεχθούν κάτι τέτοιο. 

Γι’ αυτό, ένα μελλοντικό κράτος των Ε/κ και Τ/κ εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων, θα πρέπει να είναι ομόσπονδο με την έννοια ότι οι Τ/κ δεν θα έχουν να λογοδοτούν σε κάποια κυβέρνηση στην οποία θα έχουν το πάνω χέρι οι Ε/κ. Αυτή είναι η έννοια της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων, ανεξάρτητα από τα μεγέθη της μίας και της άλλης, που η Αριστερά οφείλει να έχει ψηλά στη σημαία της αν θέλει πραγματικά να ξεπεραστούν οι καχυποψίες και να υπάρξει ειρήνη σε σταθερή βάση στην Κύπρο. 

Εφόσον λυθεί αυτό, δηλαδή το θέμα της «εξουσίας» που δεν αφήνει τους εκπρόσωπους των καπιταλιστών να βρουν λύση, τα υπόλοιπα (εδαφικό, επιστροφή προσφύγων, ιδιοκτησιακό, κλπ) είναι πρακτικά θέματα τα οποία μπορούν να βρουν λύση εφόσον υπάρχει υπομονή για να γίνουν οι σχετικές επεξεργασίες. 

Σοσιαλιστική ομοσπονδία

Η ομοσπονδία σαν λύση είναι δυνατή επομένως, με την προϋπόθεση ότι έχουν φύγει οι εκπρόσωποι των καπιταλιστών από τη μέση, και η εξουσία έχει περάσει στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Για να γίνει αυτό βέβαια χρειάζεται να χτιστούν αντίστοιχα μαζικά εργατικά/αριστερά κόμματα. 

Σήμερα μια λύση «σοσιαλιστικής ομοσπονδίας» για την Κύπρο (αλλά και για την Ελλάδα και την Τουρκία) ακούγεται πολύ απομακρυσμένη, καθόλου ρεαλιστική, αλλά δεν ήταν πάντα αυτή η εικόνα. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 70 και του 80, όπως και ενός μέρους της δεκαετίας του 90, αυτή ήταν μια πρόταση που αγκάλιαζε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού. Για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας ήταν κοινή πεποίθηση ότι μόνο η Αριστερά μπορούσε να λύσει το κυπριακό πρόβλημα. 

Από τότε μέχρι σήμερα μεσολάβησαν πολλά: η υποχώρηση των σοσιαλιστικών ιδεών με αφετηρία την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990· η εμφάνιση νέων κομμάτων της Αριστεράς του είδους του ΣΥΡΙΖΑ που όμως συνθηκολόγησαν και εφάρμοσαν τις πολιτικές που απαιτούσε το διεθνές και ντόπιο κεφάλαιο· καθώς επίσης και η άνοδος στην εξουσία της Αριστεράς στην Κύπρο, τόσο του ΑΚΕΛ στη νότια Κύπρο όσο και του αντίστοιχου CTP στην βόρεια, χωρίς να καταφέρουν να προχωρήσουν ούτε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της λύσης. 

Έτσι σήμερα η παραδοσιακή Αριστερά έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό απαξιωθεί στα μάτια του κόσμου και δεν είναι δυνατό να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Αυτός εξάλλου είναι ένας από τους λόγους που βλέπουμε το ΕΛΑΜ στο 11,2%…

Δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική Αριστερά 

Την ίδια στιγμή, παρά τις δυσκολίες στην επαφή των δύο κοινοτήτων που επιχειρούν διαρκώς να επιβάλουν οι εθνικιστικές κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές, η δυνατότητα επικοινωνίας και συντονισμού ανάμεσα σε προοδευτικές δυνάμεις, με δεδομένο ότι τα σύνορα έχουν ανοίξει, είναι πολύ πιο μεγάλη: κοινές συγκεντρώσεις και πορείες, κοινές εκδηλώσεις, δράσεις αλληλεγγύης, κοινές επιτροπές σε διάφορες περιπτώσεις Ε/κ και Τ/κ, είναι συχνό φαινόμενο, παρότι δεν έχουν ακόμα την απαιτούμενη μαζικότητα. 

Αυτά δημιουργούν μια θετική βάση. Δεν μπορούν να αποκτήσουν όμως μια πραγματική δυναμική γιατί δεν υπάρχει η Αριστερά που να τους προσδώσει αυτή τη δυναμική, θέτοντας το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. 

Η εικόνα που προβάλλει η μαζική Αριστερά στο νησί, του ΑΚΕΛ στη νότια Κύπρο και του CTP στη βόρεια Κύπρο, είναι εντελώς αδιέξοδη και το κενό που υπάρχει είναι τεράστιο. Σ’ αυτό το κενό πρέπει να παρέμβουν οι δυνάμεις της σοβαρής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, και στις δύο πλευρές, με ένα σαφή, ξεκάθαρο στόχο: το ξανακτίσιμο της Αριστεράς και στο νότο και στο βορρά, πάνω σε πραγματικά αριστερές, επαναστατικές βάσεις.

Ακολουθήστε το «Ξ» στο Google News για να ενημερώνεστε για τα τελευταία άρθρα μας.

Μπορείτε επίσης να βρείτε αναρτήσεις, φωτογραφίες, γραφικά, βίντεο και ηχητικά μας σε facebook, twitter, instagram, youtube, spotify.

Ενισχύστε οικονομικά το xekinima.org

διαβάστε επίσης:

7,290ΥποστηρικτέςΚάντε Like
999ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
1,118ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
428ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής

Επίκαιρες θεματικές

Πρόσφατα άρθρα