Η κυρίαρχη αφήγηση στην Ελλάδα γύρω από το Κυπριακό θέλει ως μόνους υπεύθυνους «τους Τούρκους» και όλα τα προβλήματα να ξεκινάνε με την εισβολή του 1974. Το πραξικόπημα των Ελληνοκύπριων ακροδεξιών-πατριωτών που άνοιξε διάπλατα την πόρτα στην Τουρκία για να εισβάλει, αποσιωπάται και έτσι ξεπλένεται από τις σημερινές ηγεσίες και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ενώ οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 63-64 παρουσιάζονται (ακόμα και από την Αριστερά στην Ελληνοκυπριακή πλευρά, το ΑΚΕΛ) σαν η «ανταρσία» των Τουρκοκυπρίων.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε άλλα κείμενά μας (δείτε ενδεικτικά: Κύπρος – «διζωνική δικοινοτική» ή «ενιαία ανεξάρτητη»; Αντιπαραθέσεις στην Αριστερά).
Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Εθνικισμός των Ελληνοκυπρίων από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία» του Μάριου Θρασύβουλου. Στο απόσπασμα περιγράφεται η εκτέλεση ενός 15χρονου Τουρκοκύπριου το 1964 από τρεις Ελληνοκύπριους που είχαν σταλεί στην περιοχή για να παρακολουθούν τις κινήσεις των Τουρκοκυπρίων.
Αυτή η ιστορία, των «βάρβαρων» Τούρκων και των «αθώων» Ελληνοκυπρίων που είναι τα «θύματα» πρέπει κάποια στιγμή να τελειώνει… Γιατί αντί να βοηθάει τα εργατικά κινήματα στην Ελλάδα την Τουρκία και την Κύπρο (βόρεια και νότια) να κατανοήσουν τον ταξικό χαρακτήρα Κυπριακού και των «εθνικών» ανταγωνισμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία και να παλέψουν ενάντια στους δικούς τους καπιταλιστές, ρίχνει νερό στο μύλο του εθνικισμού, συσκοτίζει ακόμη περισσότερο την αλήθεια και διαιωνίζει την κυριαρχία των αρχουσών τάξεων.
Ακολουθεί το κείμενο από το βιβλίο του Μάριου Θρασυβούλου, εκδόσεις Επίκεντρο, σελίδα 15
[…] Ήταν τρεις νέοι. Άνεργοι, δεν είχαν τι να κάνουν. Πήραν οδηγίες να επανδρώσουν μια προωθημένη θέση, να μπουν στο σπιτάκι που υπήρχε στο μικρό περιβόλι του Τζιυρκά. Να μπουν, παίρνοντας όλα τα μέτρα να μη γίνουν αντιληπτοί. Πολύ κοντά, μετά τον ποταμό, οι Τούρκοι είχαν στήσει ένα πρόχειρο φυλάκιο, κι αυτό σ’ ένα χαμηλό πετρόκτιστο παράπηγμα. Το φυλάκιο ήταν πρόχειρο, αλλά επανδρωνόταν πολύ καλά με ενισχυμένη φρουρά, από τέσσερα τουλάχιστον άτομα. Δεν έπρεπε να τους πάρουν είδηση, γιατί υπήρχε ισχυρή πιθανότητα, αν τους αντιλαμβάνονταν, να αντιδράσουν και να τους επιτεθούν χωρίς χρονοτριβή. Και ήταν ευάλωτοι, γιατί δεν θα είχαν κάλυψη.
Είχαν ένα ελαφρύ πυροβόλο μπρεν και δυο σφαιροθήκες, 27 σφαίρες η κάθε μια. Η πυκνή βλάστηση του ποταμού επέτρεπε στους Τούρκους να πλησιάσουν και να ξεπαστρέψουν με χειροβομβίδες. Οι τρεις νέοι, μέλη της ΑΝΕ τον καιρό του Αγώνα, πολύ καλά γνώριζαν τους κινδύνους, ήξεραν επίσης πόσο έπρεπε να πειθαρχούν στις οδηγίες και τις εντολές. Κι όμως έδρασαν, όχι απλά απερίσκεπτα, μα με εγκληματική αφροσύνη. Τι ήθελαν να αποδείξουν, ποιος θα το κρίνει; Ένιωσαν ανωτερότητα, ένιωσαν πιο δυνατοί και κυρίαρχοι;
[…] Τέσσερις Τούρκοι έφθασαν για ν’ αντικαταστήσουν, προφανώς, τους άλλους. Έφθασαν παίρνοντας μόνο στοιχειώδη μέτρα προστασίας και κάλυψης, αφού δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι οι Έλληνες είχαν τολμήσει να κατέβουν τόσο χαμηλά στον ποταμό, που ήταν το φυσικό όριο· μα και οι δυο πλευρές άφηναν μια μικρή περιοχή νεκρή και χωρίς οχύρωση.
Φώναξαν κάτι σαν σύνθημα, τους δέχτηκαν και μπήκαν μέσα και οι τέσσερις. Ακούστηκαν ομιλίες, σίγουρα δινόταν αναφορά. Μετά, οι τέσσερις που επάνδρωναν το φυλάκιο μέχρι εκείνη τη στιγμή βγήκαν και στάθηκαν για λίγο κουβεντιάζοντας. Τους προφύλαγαν οι κορμοί των δέντρων αλλά και το καντούνι του μικρού παραπήγματος.
– Θα τους ρίξω, είπε εκείνος που χειριζόταν το μπρεν. Όπλισε και σημάδεψε.
Οι άλλοι δυο ξαφνιάστηκαν. Ο σύντροφός τους έκανε του νου του κι αυτό ήταν πολύ επικίνδυνο. Άλλωστε βρισκόταν εκεί για να κατασκοπεύουν κι όχι για να σκοτώνουν Τούρκους. Εκείνη τη στιγμή, ένας από τους Τούρκους ξεχώρισε από τους άλλους, προχώρησε, στάθηκε πίσω από ένα κορμό, ίσως να άδειαζε την κύστη του. Έδινε καθαρό στόχο, η απόσταση δεν ήταν πάνω από σαράντα μέτρα.
– Μη το κάνεις, φώναξε ένας από τους τρεις Έλληνες. Αν τον σκοτώσουμε, σίγουρα θα μας κάνουν αντίποινα. Έτσι έγινε και με τον Νεόφυτο.
Ούτε που τον άκουσε. Το μπρεν είχε ένα γλυκό τερέτισμα. Το πιο γλυκό απ’ όλα τα όπλα. Σαν μάνα που κλαίει στο μνήμα του μονάκριβου γιου της. Σαν αρχάγγελος του θανάτου. Και η ευθυβολία του άπιαστη. Κάποιοι λένε ότι αυτό το όπλο μπορεί να το χειριστεί ακόμα κι ένα παιδάκι. Ο νεαρός Τούρκος, ο δεκαπεντάχρονος γιος του Χαμίτ του τσαγκάρη από τη Λέμπα, δέχτηκε τις σφαίρες στη πλάτη. Λύγισαν τα γόνατα του παιδιού και γλίστρησε στο χώμα. Κι έμεινε ακίνητος σαν άγγελος που ησυχάζει και προσεύχεται.