η ομιλία σε pdf εδω
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Θέλω να ξεκινήσω με μια αναφορά στο πόσο σημαντική είναι η παρουσία της Λούση και του Μάρκο σ’ αυτή τη συνάντηση… Όπως σημαντική ήταν και η κοινή εκδήλωση στην οποία αναφέρθηκε ο Μάρκο, πριν από λίγες μέρες στη Γένοβα, όπως σημαντικό είναι το ότι σύντομα θα ξανασυναντηθούμε στο Λονδίνο για παρόμοιες εκδηλώσεις, κι όπως είναι το ότι στις αρχές Νοέμβρη θα έχουμε εδώ στην Ελλάδα, ξανά, τον σ. Joe Higgins, τον ευρωβουλευτή του ιρλανδικού Σοσιαλιστικού Κόμματος μαζί με τη Cindy Sheehan, την σπουδαία αγωνίστρια του αμερικανικού κινήματος.
Μέσα στις επόμενες βδομάδες στελέχη του «Ξ» θα βρεθούν ή θα μιλήσουν μέσα από ηλεκτρονικά μέσα σε μια σειρά εκδηλώσεις, πέρα από τις πιο πάνω, σε χώρες όπως η Ιρλανδία, η Γερμανία, η Ρωσία κοκ. Για να στείλουμε το μήνυμα το οποίο ανέφεραν όλοι οι προηγούμενοι ομιλητές: του διεθνισμού, της αλληλεγγύης, των κοινών αγώνων, της απόλυτης αναγκαιότητας του συντονισμού των κοινών αγώνων μας. Γιατί αυτός ο αγώνας δεν μπορεί να δοθεί και να κερδηθεί από εθνικά κινήματα, μόνα τους, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να δοθεί από μεμονωμένους κλάδους εργαζομένων και να κερδίσει.
Διεθνισμός, αλληλεγγύη και αλληλοενημέρωση`
Πέρα από το μήνυμα του διεθνισμού και της αναγκαιότητας του συντονισμού, αυτές οι συναντήσεις μας προσφέρουν και κάτι άλλο: μια ενημέρωση την οποία δεν μπορούμε να πάρουμε από τα αστικά ΜΜΕ. Πόσοι από μας ξέραμε, για παράδειγμα, το ότι γίνεται αυτές τις μέρες στη Στουτγάρδη; Σε μια πόλη μισού εκατομμυρίου, να κατεβαίνουν στους δρόμους 150.000, να γίνονται διαδηλώσεις δύο φορές την εβδομάδα;
Πόσοι από μας ξέρουμε τις σημαντικές διεργασίες που γίνονται στην ιταλική Αριστερά, στο ιταλικό εργατικό κίνημα, τις οποίες μας ανέφερε ο σύντροφος Μάρκο; Γιατί η εικόνα που έχουμε απ’ έξω, είναι η εικόνα μιας αριστεράς κατεστραμμένης, στην Ιταλία – και το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουν πολλοί εργαζόμενοι είναι η απογοήτευση για να μην πούμε η μαυρίλα. Όμως βλέπουμε μέσα στο ιταλικό εργατικό κίνημα να αναπτύσσονται πολύ σημαντικές διεργασίες, στα πιο σκληρά και προλεταριακά κομμάτια του όπως είναι οι μεταλλεργάτες. Το ΦΙΟΜ ένα από τα πιο ισχυρά συνδικάτα, 360.000 μελών, παίρνει την πρωτοβουλία – και τα ηγετικά του στελέχη το δηλώνουν δημόσια – να επιχειρήσει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να ξαναγεννηθεί η αριστερά, μια αριστερά ταξική, στο πλευρό και την υπηρεσία των εργαζομένων. Γιατί το εργατικό κίνημα χρειάζεται πολιτική αντιπροσώπευση κι αυτή σήμερα δεν υπάρχει.
Μήνυμα αισιοδοξίας
Αυτό να το κρατήσουμε. Γιατί είναι ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε μια περίοδο ή μια φάση η οποία σε πάρα πολύ κόσμο προκαλεί απαισιοδοξία. Γιατί υπάρχει παντού η αίσθηση ότι αυτή η βάρβαρη επίθεση περνάει και δεν έχουμε τρόπο να την αντιμετωπίσουμε.
Αυτό που εμείς τονίζουμε είναι ότι το εργατικό κίνημα δεν έχει επιλογή παρά να αντισταθεί. Μπορεί να πάρει χρόνο, θα είναι μια αντιφατική διαδικασία, θα περάσει αναπόφευκτα μέσα και από ήττες, αλλά τελικά το εργατικό κίνημα θα βρει τρόπο να χτίσει τις οργανώσεις του, είτε είναι συνδικαλιστικές είτε είναι πολιτικές, για να μπορέσει να δώσει τις μάχες που χρειάζονται.
Και σαν ενδεικτικό θα πούμε μόνο ότι το εργατικό κίνημα διεθνώς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς, χτίστηκε συνδικαλιστικά και πολιτικά κάτω από συνθήκες πολύ χειρότερες, άπειρα πιο δύσκολες από αυτές που ζούμε σήμερα.
Τεράστια κρίση, τεράστια επίθεση
Σύντροφοι-σες,
όσοι παρακολουθούν το «Ξ» ξέρουν ότι από πολύ νωρίς μιλήσαμε για την κρίση, την αναλύσαμε, έχουμε εξηγήσει το βάθος της, και έχουμε κάνει προτάσεις για το πώς να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα αυτή την επίθεση.
Η κρίση είναι τεράστια! Αυτό πρέπει να συνειδητοποιηθεί σε όλο του το μέγεθος. Όταν οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου διεθνώς παραδέχονται (εδώ και καιρό, πια, αλλά όχι από την αρχή!) ότι αυτή είναι η χειρότερη κρίση από τη δεκαετία του ’30, πρέπει να καταλάβουμε το τι είδους επίθεση θα δεχτεί το εργατικό κίνημα.
Αυτή η επίθεση θα είναι πρωτόγνωρη για γενιές ολόκληρες εργαζομένων. Γιατί, όπως έχουμε πει και γράψει πολλές φορές το κεφάλαιο έχει μόνο ένα τρόπο να αντιμετωπίσει την κρίση: καταστρέφοντας παραγωγικές δυνάμεις, δηλαδή καταστρέφοντας ανθρώπους, καταστρέφοντας την εργατική τάξη, χτυπώντας βάναυσα. Αυτό δεν χρειάζεται πια να το εξηγήσουμε, το ζούμε…
Καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις
Αλλά χρειάζεται να πάμε λίγο παραπέρα για το τι έρχεται. Συνθλίβουν το βιοτικό επίπεδο, τους μισθούς και τις συντάξεις, διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις, μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε νόμιμη «ζούγκλα», η πραγματική ανεργία προσεγγίζει το 20%, κοκ, αλλά δεν σταματάνε εκεί. Θέλουν να συντρίψουν και την δυνατότητα του εργατικού κινήματος να αντισταθεί! Θέλουν να καθηλώσουν το κίνημα, έτσι ώστε να μην μπορεί, για μια ολόκληρη εποχή, να πάρει εύκολα πίσω αυτά που χάνει σήμερα. Γιατί δεν έχουμε μια συνηθισμένη κρίση/ύφεση που μετά από ένα ή δύο χρόνια θα παραχωρήσει τη θέση της σε μια περίοδο ανάπτυξης. Έχουμε μια εποχή κρίσης!
Προσέξτε την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων στην Ιταλία, στην οποία αναφέρθηκε ο Μάρκο! Είναι το ίδιο μ’ αυτό που κάνει ο Παπανδρέου εδώ.
Η άρνηση των εργοδοτών να αναγνωρίσουν τις συλλογικές συμβάσεις σημαίνει ότι λένε στο εργατικό κίνημα, στα συνδικάτα – τα συνδικάτα, σημειώστε, που όλη την προηγούμενη περίοδο έπαιζαν τον ρόλο του συστήματος, αποδεχόμενα τις πολιτικές του κεφαλαίου – λένε τώρα στα συνδικάτα: είτε υπάρχετε είτε δεν υπάρχετε, είτε υπάρχουν υπογραμμένες συλλογικές συμβάσεις είτε δεν υπάρχουν, εμείς θα κάνουμε ότι θέλουμε. Δεν αναγνωρίζουμε τίποτα, δεν αναγνωρίζουμε αυτά που εμείς οι ίδιοι υπογράψαμε την προηγούμενη περίοδο. Θα προσλαμβάνουμε εργαζόμενους με βάση προσωπικά συμβόλαια. Και όλοι μας ξέρουμε τι σημαίνουν αυτά: 400 ή 500 € τον μήνα, 8 – 10 – 12 ώρες την ημέρα, όσο θέλει εργοδότης, χωρίς κοινωνική ασφάλιση, κ.λπ.
Και υπάρχουν και άλλα …
Γελοιοποιούν ακόμα και τους δικούς τους, αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς
Στο μνημόνιο το οποίο υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την τρόικα υπάρχει μια αναφορά η οποία προνοεί κάτι πολύ σημαντικό: ότι για όλη την περίοδο για την οποία ισχύει το μνημόνιο, τις αποφάσεις για την οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα θα τις παίρνει η Επιτροπή της ΕΕ – η γνωστή Κομισιόν – και θα εφαρμόζονται αυτόματα μέσω του υπουργού οικονομικών, Παπακωνσταντίνου! Η Κομισιόν θα αποφασίζει για τους μισθούς, τις συντάξεις, τις εργασιακές σχέσεις κ.λπ. και το ελληνικό κοινοβούλιο δεν θα έχει καν το δικαίωμα να τα συζητάει πόσο μάλλον να διαφωνεί!
Και, υπάρχουν και χειρότερα! Η συζήτηση που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ε.Ε. είναι ότι η Κομισιόν, θα αποφασίζει την οικονομική πολιτική που θα εφαρμόζει το κάθε κράτος μέλος και αν αυτό δεν την εφαρμόζει επακριβώς, θα πληρώνει πρόστιμο!
Και το ερώτημα το οποίο προκύπτει είναι, καλά, γιατί θα καλούνται οι λαοί της Ευρώπης, να κάνουν εκλογές, να εκλέγουν κυβερνήσεις, κοινοβούλια κοκ; Αυτά, τα γνωστά κοινοβούλια, των «ψευτών», των «κλεφτών» κοκ, αυτά, τα δικά τους κοινοβούλια… Η αστική τάξη λοιπόν στην Ευρώπη, οι πολυεθνικές, χωρίς προσχήματα, κινούνται να καταργήσουν σε μεγάλο βαθμό αυτή την ίδια την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, την ίδια στιγμή που παριστάνουν τους μεγαλύτερους δημοκράτες που εμφανίστηκαν ποτέ στον πλανήτη …
Αυτή είναι η κατεύθυνση την οποία θέλουν να περάσουν. Θέλουν να περάσουν τους αντεργατικούς νόμους που ισχύουν στη Βρετανία (απ’ την εποχή της Θάτσερ) σε όλη την Ευρώπη. Στην Βρετανία για να κάνεις νόμιμη απεργία πρέπει να γυρίσει ο κόσμος ανάποδα – γι’ αυτό και οι περισσότερες από τις σημαντικές απεργίες της τελευταίας περιόδου ήταν παράνομες. Θέλουν μ’ αυτό τον τρόπο να περάσουν τα μέτρα τους και να καθηλώσουν την εργατική τάξη ώστε για μια ολόκληρη γενιά να μην μπορεί να σηκώσει κεφάλι.
Ε, αυτό, χωρίς μεγάλες μάχες δεν πρόκειται να περάσει!
Στην πραγματικότητα δημιουργούν στη μια χώρα μετά την άλλη ωρολογιακές βόμβες. Και με αυτή την έννοια είναι που πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τους μεγάλους αγώνες οι οποίοι θα έρθουν.
Μόνο που χρειάζεται η κατανόηση ότι αυτές οι κοινωνικές εκρήξεις, αυτοί οι αγώνες της κοινωνίας ενάντια στις επιθέσεις του κεφαλαίου, θα χρειαστούν χρόνο για να ωριμάσουν. Ακόμα δηλαδή και αν περάσουν σήμερα τις πολιτικές τους, ακόμα κι αν χαθούν μια σειρά μάχες από το εργατικό κίνημα, ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει, αντίθετα, με μια έννοια τώρα αρχίζει!
Προετοιμασία για τις μάχες που έρχονται, όμως, σημαίνει προτάσεις για το πώς πρέπει να δοθούν αυτές οι μάχες.
Οι προτάσεις του «Ξ» για οργάνωση της αντίστασης
Όσοι παρακολουθούν το «Ξ» ξέρουν ότι από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η επίθεση στην Ελλάδα, περιγράψαμε σε λεπτομέρεια το τι κατά τη γνώμη μας έπρεπε να κάνει η Αριστερά, τι να προτείνει στο εργατικό κίνημα σαν απάντηση στην επίθεση. Ποιες μορφές πάλης ήταν αναγκαίες για να μπορέσει το κίνημα να αναχαιτίσει την επίθεση που ξεκίνησε το ΠΑΣΟΚ.
Πέρα από την πολιτική αντιπρόταση της αριστεράς, στην οποία θα σταθούμε στη συνέχεια είχαμε τονίσει ότι αυτή η επίθεση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια 24ωρη γενική απεργία κάθε τόσο. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τουφεκιές στον αέρα, όπως συνηθίζει να κάνει η ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μεμονωμένες απεργίες συγκεκριμένων κλάδων, ακόμη και αν αυτές είναι ηρωικές.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η επίθεση, είχαμε πει, θα πρέπει το ελληνικό εργατικό κίνημα να βγάλει στην επιφάνεια, να θυμηθεί και να κάνει πράξη τους ηρωϊκούς αγώνες, μάχες και παραδόσεις προηγούμενων εποχών. Και είναι πολλοί αυτοί οι αγώνες και μεγάλες οι παραδόσεις.
Έτσι προτείναμε, ένα σχέδιο γενικών απεργιών, μια σειρά γενικών απεργιών, οι οποίες να είναι τακτικές και να κλιμακώνονται, από την 24ωρη να πάμε σε 48ωρη και από τη 48ωρη σε 3μερη, και μετά σε επαναλαμβανόμενες 3μερες κοκ.
Προτείναμε επίσης ανάμεσα στις γενικές απεργίες να υπάρχουν κυλιόμενες απεργίες κλάδων και ομοσπονδιών. Συντονισμένα, με στόχο την γενική παραλυσία της οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού. Μόνο έτσι μπορούσε να καμφθεί η επίθεση της κυβέρνησης και της τρόικας.
Γιατί δεν υπήρξε σχέδιο;
Ασφαλώς τέτοιο σχέδιο δεν ήταν δυνατό να υπάρξει από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Δεν χρειάζεται εξήγηση για τον ρόλο αυτών των ηγεσιών, ιδιαίτερα του προέδρου της ΓΣΕΕ, Παναγόπουλου. Εξάλλου αυτός ο κύριος μίλησε καθαρά τον προηγούμενο μήνα όταν έκανε δηλώσεις στα διεθνή ΜΜΕ για να πει: αρκετές απεργίες κάναμε, δεν υπάρχει νόημα να κάνουμε άλλες.
Το πρόβλημα όμως, δεν περιορίζεται στον Παναγόπουλο. Αφορά το σύνολο των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος. Ας δούμε για παράδειγμα την εικόνα στις ΔΕΚΟ. Σήμερα κτυπιέται ο ΟΣΕ – κομματιάζεται και ξεπουλιέται. Ακολουθούν, αμέσως μετά οι αστικές συγκοινωνίες. Ακολουθούν στην συνέχεια η ΕΥΔΑΠ και τα ΕΛΤΑ και τελευταία, απ’ ότι φαίνεται, η ΔΕΗ. Την ΔΕΗ την αφήνουν τελευταία γιατί μάλλον θα είναι ο πιο δύσκολος αντίπαλος της κυβέρνησης.
Κανένας κλάδος δεν μπορεί μόνος του – χρειάζεται συντονισμός.
Εμείς λέμε ότι κανένας από αυτούς τους κλάδους δεν μπορεί να νικήσει αν δοκιμάσει να αντιμετωπίσει μόνος του την κυβέρνηση.
Αυτό ισχύει και για το σωματείο των εργαζομένων στη ΔΕΗ, το οποίο έχει μαχητικές παραδόσεις και στρατηγικό ρόλο στο κίνημα. Η ηγεσία της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΥ έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι θα δώσει σκληρή μάχη. Ο πρόεδρος του σωματείου έχει πει ότι αν η κυβέρνηση θέλει να περάσει την πολιτική της στη ΔΕΗ, θα πρέπει να βάλει όλη την ηγεσία του σωματείου φυλακή. Εμείς απευθυνόμαστε σε αυτούς τους συντρόφους, αγωνιστές του κινήματος, και τους λέμε ότι η κυβέρνηση δεν θα διστάσει να τους βάλει φυλακή, αν αποφασίσει να σπάσει τον κλάδο και να οδηγήσει το σωματείο στην ήττα. Τους λέμε ότι δεν μπορούν να την νικήσουν αν δοκιμάσουν να παλέψουν μόνοι τους εναντίον της.
Υπάρχει ένα ερώτημα το οποίο για μας είναι στοιχειώδες. Αφού όλοι αυτοί οι κλάδοι, από τον ΟΣΕ σήμερα μέχρι τη ΔΕΗ αύριο, ξέρουν ότι έρχεται η σειρά τους, ο ένας μετά τον άλλον γιατί δεν επιχειρούν να συντονιστούν; Γιατί δεν γίνεται μια συνάντηση των ομοσπονδιών των ΔΕΚΟ για να δουν το θέμα συντονισμός και κλιμάκωση του αγώνα;
Εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση η οποία να μπορεί να αντέξει μια συντονισμένη, γενικευμένη, απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα! Καμία! Και κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να σταματήσει ένα τέτοιο κίνημα. Ας πάρουν όσες αποφάσεις θέλουν που να βγάζουν όσες απεργίες θέλουν «παράνομες και καταχρηστικές». Όταν οι εργαζόμενοι αποφασίσουν πως αγνοούν τις δικαστικές αποφάσεις, οι δικαστές είναι ανίσχυροι και γυμνοί.
Όμως οι ηγεσίες των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ δεν κάνουν τίποτα από τα πιο πάνω. Το πρόβλημα επομένως είναι γενικό και δεν αφορά μόνο τον Παναγόπουλο.
Αυτή την ώρα, που είναι η αριστερά;
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το ερώτημα είναι τι κάνει η Αριστερά; Η ώρα της κρίσης θα έπρεπε είναι η ώρα της αριστεράς. Είναι αυτή την ώρα, της κρίσης, που το κίνημα έχει μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ την Αριστερά. Είναι η ώρα που αν η Αριστερά έχει σωστές θέσεις θα μπορέσει να δώσει προοπτική στο κίνημα για να ξεπεράσει τις χρεοκοπημένες συνδικαλιστικές του ηγεσίες. Είναι η ώρα που η Αριστερά μπορεί να δει την απήχηση της να απογειώνεται, να συσπειρώσει γύρω της τεράστιες μάζες και να φέρει σε πέρας τις πολυπόθητες μεγάλες ανατροπές στις οποίες πάντα αναφέρεται.
Αντί γι’ αυτό, όμως, βλέπουμε κάτι που εκ πρώτης όψεως φαίνεται εντελώς παράδοξο: Η ώρα της μεγάλης κρίσης του συστήματος είναι η ώρα της μεγάλης κρίσης της αριστεράς!
ΣΥΡΙΖΑ
Ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιμέτωπος με μια διαλυτική κρίση. Πέρασε από διάσπαση πριν το καλοκαίρι κι αυτή τη στιγμή είναι ανοικτό το ζήτημα της επιβίωσης του ή όχι, μετά από αυτές τις εκλογές. Η Κεντρική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει, δεν λειτουργεί. Τα ποσοστά του, από 18% που είχε φτάσει πριν από δύο χρόνια κυμαίνονται σήμερα σ’ ένα 3%! Πρόκειται για μια καταστροφική κρίση.
Τα συνολικά ποσοστά της αριστεράς στην Ελλάδα που κυμαινόταν στο 25 – 30% πριν από δύο χρόνια σήμερα βρίσκονται στο 11 – 12%. Τα ποσοστά της αριστεράς πριν από δύο χρόνια έδειχναν με ξεκάθαρο τρόπο ένα μήνυμα που προερχόταν από την κοινωνία προς την Αριστερά: είμαστε έτοιμοι να σας υποστηρίξουμε για να φέρετε σε πέρας τις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές για τις οποίες μιλάτε.
Τότε, σαν «Ξ» προειδοποιούσαμε: «το 18% του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί εύκολα να διπλασιαστεί, αλλά μπορεί και να καταρρεύσει. Δείτε το παράδειγμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στην Ιταλία. Αν δεν υπάρξει η απαραίτητη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι η Κομμουνιστική Επανίδρυση». Λοιπόν αυτό «το μέλλον» έχει γίνει παρόν…
ΚΚΕ
Η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίησή της από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ… Όμως κανονικά θα έπρεπε να είναι πολύ βαθιά προβληματισμένη με την εικόνα του δικού της κόμματος. Γιατί δεν μπορεί να είναι ικανοποιημένη με μια αύξηση των ποσοστών του ΚΚΕ κατά 1% ή 2% σε συνθήκες μιας τόσο βαθιάς κρίσης! Ιδιαίτερα καθώς ένα ποσοστό 30%, που σε μερικές δημοσκοπήσεις φτάνει και το 50%, δηλώνει ότι δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανένα κόμμα! Αυτά τα ποσοστά, στις σημερινές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι τα ποσοστά της αριστεράς!
Η Αριστερά λοιπόν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη και διεθνώς, είναι σαν γενικός κανόνας σε κρίση – και το ερώτημα είναι γιατί.
Η αριστερά δεν έχει απάντηση στην κρίση – γι’ αυτό βυθίζεται σε κρίση!
Η απάντηση δεν βρίσκεται σε επιμέρους λάθη του ενός ή του άλλου είδους. Δεν βρίσκεται, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, στην αντιπαράθεση Αλαβάνου – Τσίπρα. Αυτές είναι επιφανειακές προσεγγίσεις. Και η απόδειξη ότι είναι λαθεμένες είναι το γεγονός ότι η κρίση της αριστεράς είναι πανευρωπαϊκή και διεθνής. Αγκαλιάζει την Κομμουνιστική Επανίδρυση και τον ΣΥΡΙΖΑ και φτάνει μέχρι τη Βραζιλία και το P–SOL.
Η απάντηση λοιπόν είναι πολιτική και είναι το γεγονός ότι η αριστερά, και η παραδοσιακή αλλά και οι νέοι σχηματισμοί, δεν έχει απάντηση στην κρίση.
Δεν υπάρχει βέβαια ο χρόνος της για να πιάσουμε την κάθε χώρα και τον κάθε σχηματισμό της αριστεράς ξεχωριστά. Θα μιλήσουμε για την Ελλάδα, με την κατανόηση όμως ότι αυτά που θα πούμε ισχύουν, γενικά μιλώντας, και για την υπόλοιπη αριστερά διεθνώς.
Γενικόλογα καλέσματα
Δεν φτάνει να λέει η Αριστερά ότι, η απάντηση στην κρίση είναι «ένα εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο», «λαϊκή οικονομία», «λαϊκή εξουσία», όπως λέει το ΚΚΕ. Δεν φτάνει να λέει «στρατηγικός μας στόχος είναι σοσιαλισμός», όπως αναφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Το θέμα είναι πώς παλεύεις για να φτάσεις σε αυτούς τους στόχους.
Όσο σωστή και όσο απαραίτητη και να είναι η αναφορά σε αυτούς τους στρατηγικούς στόχους, αν η Αριστερά δεν δείχνει το δρόμο για να φτάσουμε σ’ αυτούς τους στόχους, με τρόπο συγκεκριμένο ώστε να τον κατανοεί το εργατικό κίνημα για να παλεύει γι’ αυτόν, τότε αυτές οι αναφορές είναι λόγια κενά περιεχομένου.
Όπως δεν φτάνει να λέει η Αριστερά, σαν απάντηση στην επίθεση που δέχεται το κίνημα, «ανυπακοή», « εξεγερθείτε», «ξεσηκωθείτε», «αντισταθείτε», κοκ. Η Αριστερά οφείλει να εξηγήσει τι σημαίνει «εξέγερση», τι σημαίνει «ανυπακοή», κλπ, να υποδείξει στο κίνημα τα συγκεκριμένα βήματα που χρειάζονται για να γίνουν αυτά τα συνθήματα πραγματικότητα. Όσο δεν το κάνει, τότε και πάλι, όλα αυτά είναι λόγια κενά περιεχομένου.
Συγκεκριμένες απαντήσεις στην κρίση
Το εργατικό κίνημα χρειάζεται συγκεκριμένες απαντήσεις στην κρίση.
Το κεντρικό καθήκον που έχει η αριστερά είναι:
- να ξεκινήσει από τις άμεσες πολιτικές απαντήσεις στην επίθεση της κυβέρνησης και της τρόικας,
- στη συνέχεια να προτείνει μορφές πάλης που να βοηθήσουν το κίνημα να επιβάλει τις δικές του πολιτικές θέσεις,
- στη συνέχεια να «δέσει» αυτές τις μορφές πάλης με την τόσο ωραία έννοια της «εξέγερσης» την οποία η αριστερά – όλων των αποχρώσεων – ευαγγελίζεται
- και η οποία εξέγερση βέβαια, από τη στιγμή που γίνει πραγματικότητα θα έχει θέσει τις βάσεις για την ανατροπή του συστήματος, τον στρατηγικό στόχο της εναλλακτικής κοινωνίας, τον οποίο επίσης η Αριστερά όλων των αποχρώσεων, μονίμως διεκδικεί αλλά ποτέ δεν πραγματοποιεί.
Με άλλα λόγια, η σύνδεση ανάμεσα στα άμεσα αιτήματα και την πάλη για να αναχαιτιστεί η επίθεση που δεχόμαστε αυτή τη στιγμή, δεν αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο από το όραμα της εξέγερσης και της εναλλακτικής κοινωνίας στην οποία πρεσβεύει αριστερά. Και στο βαθμό που η Αριστερά αποξενώνει τα δύο, απομονώνει το ένα από το άλλο, τότε υποσκάπτει και αποκλείει και το ένα και το άλλο.
Η Αριστερά για την οποία παλεύουμε είναι η Αριστερά των συγκεκριμένων προτάσεων, όχι γιατί αυτό ανταποκρίνεται σε κάποιο θεωρητικό σχήμα που έχουμε στο μυαλό μας, αλλά γιατί αυτή την Αριστερά έχει ανάγκη το εργατικό κίνημα και η κοινωνία.
Και γινόμαστε συγκεκριμένοι.
Άρνηση αποπληρωμής του χρέους.
Δεν μπορούμε βέβαια να μπούμε σε μια μακροσκελή παράθεση των πολιτικών αιτημάτων που κατά τη γνώμη μας πρέπει να έχει η αριστερά στις σημερινές συνθήκες, γιατί θα έπρεπε να μιλάμε πολλή ώρα. Θα σταθούμε στα σημεία τα οποία θεωρούμε «κλειδιά» στη σημερινή συγκυρία.
Πρώτο σημείο. Είναι αδιανόητο σ’ αυτή τη φάση στην οποία βρισκόμαστε, τα μαζικά κόμματα της αριστεράς να μην έχουν καθαρή θέση υπέρ της άρνησης αποπληρωμής του χρέους.
Και πληρωμή του χρέους και διατήρηση του επιπέδου των μισθών και των συντάξεων, δεν μπορεί να υπάρξει! Όσοι στην Αριστερά επιμένουν να πιστεύουν ότι μπορεί να διατηρηθεί το σημερινό βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων εργαζομένων και να ταυτόχρονα να αποπληρώσουμε τα πάνω από 350 δισ. € χρέος, «ζουν στον κόσμο τους»…
Σε ποιους χρωστάμε!
Το χρέος, είναι χρέος σε τραπεζίτες. Δεν είναι χρέος ούτε σε κράτη, ούτε σε λαούς, ούτε σε ασφαλιστικά ταμεία, όπως υποστηρίζεται, είτε λόγω μη επαρκούς γνώσης είτε για να αποπροσανατολίσουν τη συζήτηση. Είναι χρέος σε εμπορικές τράπεζες! Σε εμπορικές τράπεζες οι οποίες την τελευταία δεκαετία έχουν ήδη πληρωθεί το σύνολο του ελληνικού χρέους! Αλλά που εξαιτίας των τοκογλυφικών επιτοκίων τα οποία επιβάλλουν, το χρέος δεν εξοφλείται ποτέ, απλά αναπαράγεται!
Όταν λέμε «ληστές – τοκογλύφοι – τραπεζίτες» εννοούμε πολύ συγκεκριμένα πράγματα! Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν δανείζει – σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ε.Ε. – τα κράτη μέλη, δανείζει τις εμπορικές τράπεζες από τις οποίες είναι υποχρεωμένα τα κράτη να δανείζονται. «Γιατί;», μπορεί να ρωτήσει κάποιος; «Γιατί δεν δανείζει κατευθείαν τα κράτη μέλη»; Αν δούμε τη διαφορά των επιτοκίων θα καταλάβουμε γιατί.
Για τα τελευταία δάνεια που προσήψε το ελληνικό κράτος από τις εμπορικές τράπεζες (ελληνικές, ευρωπαϊκές, διεθνείς) στο πρώτο μισό του 2010, πλήρωνε επιτόκιο 7%. Όμως οι τράπεζες αυτές δανειζόντουσαν από την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα με επιτόκιο 1%! Καθαρό κέρδος από τη συναλλαγή 6%, σε τεράστια δάνεια, χωρίς κόπο και χωρίς ρίσκο! Στυγνή εκμετάλλευση, καθαρή τοκογλυφία, προκλητική κερδοσκοπία σε βάρος ενός ολόκληρου λαού.
Το ελληνικό εργατικό κίνημα, το οποίο αντιμετωπίζει πολιτικές λιτότητας εδώ και 25 χρόνια, δεν έχει καμία υποχρέωση να εξοφλήσει αυτό το χρέος.
Τα ελλείμματα και το χρέος δημιουργήθηκαν γιατί οι κυβερνώντες μεταφέρανε συνέχεια πλούτο από τα δημόσια ταμεία (και τα ασφαλιστικά ταμεία) στα χέρια του μεγάλου κεφαλαίου, είτε με τη μορφή φοροαπαλλαγών, φοροελαφρύνσεων, επιδοτήσεων κλπ, είτε με τη μορφή τοκογλυφικών επιτοκίων! Για όλα αυτά καλούνται να πληρώσουν οι εργαζόμενοι!
Όμως ούτε το ένα ούτε το άλλο από τα δύο μαζικά κόμματα της ελληνικής αριστεράς δεν έχουν μια καθαρή θέση η οποία να λέει: Αγώνας, μαζικές κινητοποιήσεις, τώρα, με βασικό σύνθημα, ανάμεσα σε άλλα, την άρνηση αποπληρωμής το χρέους.
Η ασυνέπεια στις θέσεις της αριστεράς
Υπάρχει ακόμα ένα σημείο σε σχέση με αυτό το θέμα, το οποίο οι αγωνιστές της βάσης δεν πρέπει να ξεχνάνε.
Η αριστερά διεθνώς, και η ελληνική αριστερά πρώτη και καλύτερη, υποστήριζε πάντα την κατάργηση του χρέους των φτωχών χωρών του πλανήτη. Αυτό ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα, θυμούνται οι περισσότεροι, του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση το οποίο κυριαρχούσε στο πρώτο μισό της τρέχουσας δεκαετίας. Μόλις όμως το πρόβλημα αυτό, έρχεται στο «σπίτι» μας, μόλις χτυπά τη δική μας πόρτα, η αριστερά το ξεχνάει! Τα λέει ωραία δηλαδή όταν αφορά τους άλλους. Όταν αφορά εμάς, μασάει τα λόγια της! Γιατί; Γιατί έτσι ήταν πάντα: στο επίπεδο της ζύμωσης η αριστερά «μας» είναι πρώτη – και καλύτερη της δεν υπάρχει. Όταν όμως έρθει η ώρα τα γενικά αιτήματα να γίνουν συνθήματα μάχης, ενάντια στην «δική μας» άρχουσα τάξη, η αριστερά γίνεται… «σοβαρή», βάζει νερό στο κρασί της και… καταγγέλλει τους εξτρεμισμούς…
Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος…
Η εθνικοποίηση είναι η δεύτερη «θέση κλειδί» – ένα απαραίτητο σύνθημα πάλης το οποίο η αριστερά έχει υποχρέωση να προτείνει στο μαζικό κίνημα αν θέλει να έχει απάντηση στην κρίση αλλά και που πάλι, αρνείται!
Μέχρι και το 30% του χρέους ανήκει σε ελληνικές τράπεζες (κάποιοι οικονομικοί αναλυτές το τοποθετούν πιο κοντά στο 20%). Αυτό αντιστοιχεί σε ένα ποσό που κυμαίνεται στα 70 – 100 δις ευρώ περίπου.
Οι ελληνικές τράπεζες αν δεν είχαν την βοήθεια της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα υπήρχαν. Θα είχαν καταρρεύσει όπως θα είχε καταρρεύσει το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα αν δεν είχε την βοήθεια της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως θα έχει συμβεί και με το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα κοκ.
Αυτό το χρεοκοπημένο, κερδοσκοπικό, παρασιτικό, τοκογλυφικό τραπεζικό σύστημα οι ελληνικές κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διέσωσαν, προσφέροντας είτε ρευστό χρήμα είτε εγγυήσεις ύψους, συνολικά 78 δισ. €!. Η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει, με τα δικά μας λεφτά (!) τους Έλληνες τραπεζίτες. Σύμφωνα με τη λογική τους οφείλουμε να πληρώσουμε για να πάρουν οι τραπεζίτες τα 78 δις για να σωθούν και εφόσον τους «σώσουμε» να τους ξοφλήσουμε και το χρέος των 100 (ή τουλάχιστον 70) δις ευρώ σ’ αυτούς! Τα δύο ποσά μαζί αντιστοιχούν στο 50% σχεδόν του δημόσιου χρέους, για το οποίο πρέπει να ματώσουν οι Έλληνες εργαζόμενοι για την επόμενη δεκαετία.
Πάνε καλά; Από τη σκοπιά του εργατικού κινήματος αυτός είναι ο απόλυτος παραλογισμός, είναι εξωφρενικό, είναι ένα εγκληματικό, απερίγραπτο σκάνδαλο! Όμως για τους καπιταλιστές και τους απολογητές τους στα ΜΜΕ και στις οικονομικές σχολές των πανεπιστημίων, είναι απόλυτα λογικό, το μόνο λογικό, το μόνο ρεαλιστικό!
Για την κοινωνία, το μόνο λογικό είναι το τραπεζικό σύστημα να περάσει στα χέρια της κοινωνίας, μαζί με τις καταθέσεις των Ελλήνων εργαζομένων, οι οποίες ασφαλώς να είναι εγγυημένες, έτσι ώστε να αξιοποιηθούν για το καλό της κοινωνίας και για παραγωγικές επενδύσεις, αντί να ενισχύουν την κερδοσκοπία του παρασιτικού ιδιωτικού τραπεζικού συστήματος.
… και τα μισόλογα για «δημόσιο πυλώνα»
Ή εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν έχει καμία σχέση με αυτό που προτείνει κομμάτι της αριστεράς: τη δημιουργία ενός δημόσιου πυλώνα παρέμβασης στο τραπεζικό σύστημα. Ποια είναι η διαφορά;
Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος παρέχει στην κοινωνία την δυνατότητα για αξιοποίηση του συνόλου των τεράστιων κεφαλαίων που βρίσκονται στα χέρια των τραπεζών για να επενδυθούν στην οικονομία με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας.
Η δημιουργία ενός δημόσιου πυλώνα στα πλαίσια του υπάρχοντος τραπεζικού συστήματος, σημαίνει ότι οι δημόσιες τράπεζες θα πρέπει να λειτουργούν στα πλαίσια των δυνάμεων της αγοράς και με βάση τα λεγόμενα «ιδιωτικοοικονομικά συμφέροντα» για να μπορέσουν να επιβιώσουν απέναντι στον ανταγωνισμό των ιδιωτικών τραπεζών. Για να το κάνουν αυτό είναι υποχρεωμένες να λειτουργήσουν με βάση τους κανόνες της κερδοφορίας, με βάση τον στόχο της μεγιστοποίησης των κερδών τους – δηλαδή είναι υποχρεωμένες να συνεχίσουν να κερδοσκοπούν!
Η διαφορά ανάμεσα στις δύο προτάσεις είναι τεράστια. Η δική μας πρόταση υποτάσσει το τραπεζικό σύστημα στις ανάγκες της κοινωνίας. Η πρόταση για τον δημόσιο πυλώνα υποτάσσει τις δημόσιες τράπεζες στις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς και της κερδοσκοπίας!
Επανεθνικοποίηση των στρατηγικών επιχειρήσεων, εργατικός και κοινωνικός έλεγχος και διαχείριση.
Οι πιο πάνω προτάσεις υποχρεωτικά συνδέονται με την επανεθνικοποίηση όλων των δημοσίων επιχειρήσεων που έχουν ιδιωτικοποιηθεί στη διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών, μαζί με την εθνικοποίηση όλων των επιχειρήσεων που είναι κρίσιμης σημασίας για την πορεία της οικονομίας. Αυτό αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να σχεδιαστεί η οικονομία με βάση τις κοινωνικές ανάγκες.
Και όπως έχουμε εξηγήσει και αναλύσει πάρα πολλές φορές, εθνικοποιημένος, δημόσιος τομέας χωρίς εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση, δεν νοείται. Γιατί όσο τα διοικητικά συμβούλια των δημοσίων επιχειρήσεων είναι διορισμένα και ανεξέλεγκτα η διαφθορά είναι αναπόφευκτη και αργά ή γρήγορα θα οδηγήσουν ξανά τις δημόσιες επιχειρήσεις στα νύχια του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Για να διασφαλιστεί το βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα
Τα πιο πάνω αποτελούν κεντρικά σημεία, απαραίτητα στοιχεία, του προγράμματος που χρειάζεται η Αριστερά για να μπορέσει να απαντήσει στην κρίση. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διασφαλιστεί το εισόδημα, οι συντάξεις, οι κοινωνικές παροχές, το κοινωνικό κράτος, η απασχόληση κοκ.
Αυτά τα σημεία λείπουν ολοκληρωτικά από τις προτάσεις που καταθέτει σήμερα η Αριστερά στο μαζικό κίνημα, λείπουν ολοκληρωτικά από τα αιτήματα με βάση τα οποία η Αριστερά καλεί το εργατικό κίνημα να αγωνιστεί. Το αν υπάρχουν αυτά τα στοιχεία, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό σε κάποια γραπτά κείμενα, κάπου χωμένα στα συρτάρια κάποιων κομμάτων της αριστεράς, έχει πολύ μικρή σημασία για το εργατικό κίνημα.
Αν η Αριστερά θέλει να έχει πραγματικά, κι όχι στα λόγια, απάντηση στην κρίση, οφείλει αυτά τα σημεία να τα κάνει κεντρικά, αιχμή του δόρατος της, να τα παλέψει σε κάθε εργατικό χώρο, με στόχο την ανάπτυξη ενός μαζικού, μαχητικού κινήματος γύρω απ’ αυτά.
Σχέδιο δράσης
Αυτά, τα πιο πάνω πολιτικά αιτήματα, θα πρέπει υποχρεωτικά να συνδυαστούν με προτάσεις για το πώς πρέπει να δράσει το εργατικό κίνημα για να τα επιβάλει, για τα κάνει πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει σχέδιο δράσης, όπως το αναπτύξαμε στην αρχή αυτής της τοποθέτησης. Δηλαδή,
- Όχι μια 24ωρη γενική απεργία κάθε τόσο, αλλά κλιμάκωση. Δηλαδή: 24ωρη γενική απεργία, 48ωρη, 3μερη και στη συνέχεια επαναλαμβανόμενες.
- Κυλιόμενες απεργίες κλάδων και ομοσπονδιών ανάμεσα στις γενικές απεργίες έτσι ώστε ο συνδυασμός αυτός να προκαλεί παράλυση στην οικονομία και τον κρατικό μηχανισμό, χωρίς να εξαντλείται οικονομικά το εργατικό κίνημα, χάνοντας μεροκάματα πολλών εβδομάδων.
- Η απεργία παραμένει το πιο δυνατό όπλο των εργαζομένων ότι κι αν λένε οι διάφοροι φωστήρες στα πανεπιστήμια… Χρειάζεται όμως να συνδυασθούν με μαζικές πορείες, με καταλήψεις δρόμων με αποκλεισμούς κτιρίων κλπ. Πάνω απ’ όλα στο χώρο της παιδείας οι σημερινές συνθήκες απαιτούν καταλήψεις διάρκειας από το κίνημα της νεολαίας.
Έτσι γίνεται μία «εξέγερση»
Ένα τέτοιο πλάνο, μια τέτοιου είδους κινητοποίηση της κοινωνίας, αντιστοιχεί σ’ αυτό που αριστερά – όχι μόνο η εξωκοινοβουλευτική αλλά και τα μαζικά κόμματα – ονομάζει «εξέγερση».
Όμως ενώ η Αριστερά μιλάει γενικά υπέρ της εξέγερσης δεν κάνει ποτέ συγκεκριμένες τις προτάσεις που συνιστούν μια τέτοια εξέγερση. Με αυτή την έννοια, δεν εννοεί πραγματικά την εξέγερση όταν αναφέρεται σ’ αυτήν, επιχειρεί τη δημιουργία εντυπώσεων, χωρίς όμως να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα που προκύπτουν.
Όταν έχουμε τέτοιου είδους κίνηση και δράση, μια κοινωνική έκρηξη, μια εξέγερση της κοινωνίας, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα: «ποιος έχει την εξουσία σε αυτό τον τόπο;».
Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να μπει η Αριστερά στον δρόμο του στρατηγικού της στόχου που είναι, σύμφωνα με τα δικά της λόγια και γραπτά, μια σοσιαλιστική κοινωνία (στα γραπτά του ΣΥΡΙΖΑ) ή ένα εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο (στις αναφορές του Κ.Κ.Ε.).
Ένα μεταβατικό πρόγραμμα
Το πρόγραμμα λοιπόν που χρειάζεται η Αριστερά είναι μεταβατικό. Πρέπει να ξεκινά, δηλαδή, από τα άμεσα προβλήματα, την επίθεση που δεχόμαστε. Πρέπει να δίνει τις δικές της πολιτικές απαντήσεις στην κρίση και να τις μεταφέρει σε κάθε εργατικό χώρο σε όλο το εργατικό κίνημα. Όχι για να πείσει τον Παναγόπουλο ή τον κάθε Παναγόπουλο, αλλά για να πείσει τους εργαζόμενους στη βάση, να δώσει πολιτικές προοπτικές. Ταυτόχρονα να θέσει μπροστά στους εργαζόμενους τις προτάσεις της για τις μορφές πάλης που χρειάζονται ώστε να γίνουν αυτά τα πολιτικά αιτήματα πραγματικότητα. Να βάλει έτσι, το εργατικό κίνημα σε τροχιά δυναμικών αγώνων – σύροντας και τις συνδικαλιστικές ηγεσίες – με στόχο την κινητοποίηση όλης της κοινωνίας, γιατί μόνο έτσι μπορούν να ανατραπούν οι σημερινές πολιτικές.
Αυτός ο δρόμος όμως, είναι και ο δρόμος της «εξέγερσης», στο όνομα της οποίας πάντα μιλά η αριστερά, αλλά ποτέ δεν την κάνει «φύλλο και φτερό» για να καταλάβουν οι εργαζόμενοι τι σημαίνει στην πράξη. Κι αυτή με τη σειρά της θέτει το ζήτημα της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου και της εναλλακτικής σοσιαλιστικής κοινωνίας..
Το πόσο εύκολα μπορούν να γίνουν αυτά είναι θέμα ισοζυγίων στην κοινωνία. Όμως για να διαμορφώσει – σταδιακά – τα ισοζύγια που θέλει και χρειάζεται, η Αριστερά, θα πρέπει να κάνει αυτές ακριβώς τις προτάσεις.
Το… αντεπιχείρημα κάποιων αριστερών.
Η απάντηση που συχνά ακούμε στις πολιτικές μας προτάσεις είναι ότι αν προχωρήσουμε σε μέτρα όπως η άρνηση αποπληρωμής του χρέους, η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, κ.λπ. κ.λπ., τότε «το ξένο κεφάλαιο θα φύγει» και «θα μας χτυπήσουν οι αγορές».
Αλήθεια; Δηλαδή πώς θα μας χτυπήσουν οι αγορές; Θα μας μειώσουν τους μισθούς περισσότερο από 30%; Θα μειώσουν τις συντάξεις περισσότερο από 30%; Θα διαλύσουν τις εργασιακές σχέσεις περισσότερο από ότι τώρα; Θα ιδιωτικοποιήσουν τον δημόσιο τομέα περισσότερο απ’ ότι ιδιωτικοποιείται ήδη;
Σε ότι αφορά το ξένο κεφάλαιο «που θα φύγει» ενημερώνουμε τους ευφυείς αυτούς αναλυτές ότι αυτό έχει ήδη φύγει… όχι μόνο το ξένο αλλά και το ελληνικό μεγάλο κεφάλαιο έχει φύγει. Έχει πάει σε ελβετικές τράπεζες έχει πάει στα ακίνητα στο Λονδίνο, έχει πάει σε φορολογικούς παραδείσους, κοκ.
Ας σοβαρευτούμε λοιπόν. Πίσω από την «ανησυχία» διαφόρων αριστερών που λένε ότι «θα μας χτυπήσουν οι αγορές» κρύβεται ο φόβος, δηλαδή η άρνηση να συγκρουστούν με το κεφάλαιο. Αυτοί οι ίδιοι «αριστεροί» είναι αυτοί οι οποίοι έχουν διαπαιδαγωγηθεί με τις ιδέες της αστικής πολιτικής οικονομίας, δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτήν, δεν μπορούν να δουν άλλο σύστημα πέρα από τον καπιταλισμό. Και ζουν με την αυταπάτη ότι αυτοί «ξέρουν», έχουν τον τρόπο να τον κάνουν «ανθρώπινο». Είναι οι ίδιοι που έχουν την εντύπωση ότι μπορούν να βρουν απαντήσεις στο τεράστιο χρέος και στα τεράστια ελλείμματα μέσα στα πλαίσια του συστήματος, και χωρίς να υποχρεωθούν να χτυπήσουν το εργατικό εισόδημα και τις εργατικές κατακτήσεις. Ότι μπορούν να διατηρήσουν το σύστημα, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του κεφαλαίου και να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα και τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων. Το μόνο που έχουμε να τους προτείνουμε είναι «να ξυπνήσουν»…
Το παράδειγμα της Αργεντινής…
Δεν έχουμε το χρόνο για πολύ διεξοδικές αναλύσεις κι απαντήσεις σ’ όσους κάνουν κριτική στις θέσεις μας, γι’ αυτό θα επιλέξουμε να σταθούμε σε μερικά ιστορικά παραδείγματα.
Το 2002 η Αργεντινή προχώρησε σε παύση πληρωμών του χρέους. Οι, «αγορές» την «χτύπησαν»! Τι έκαναν δηλαδή; Σταμάτησαν να της δίνουν νέα δάνεια. Μήπως οδηγήθηκε η Αργεντινή στον καιάδα;
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σήμερα η οικονομία της Αργεντινής είναι από τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες οικονομίες στον πλανήτη, η απάντηση είναι μάλλον όχι. Και σίγουρα ένας από τους λόγους (όχι ο μόνος) που επιτρέπει σήμερα στην οικονομία της Αργεντινής να αναπτύσσεται είναι το γεγονός ότι αρνήθηκε να ξοφλήσει το βαρύτατο χρέος (πολύ μικρότερο απ’ το ελληνικό) στους πιστωτές της!
Όταν λοιπόν ο Παπανδρέου λέει ότι αν δεν πάρουμε δάνεια από την τρόικα τότε δεν θα μπορούμε να πληρώσουμε τους μισθούς και τις συντάξεις τότε είναι ένας κοινός ψεύτης. Γιατί ο μόνος τρόπος να μην υπάρχουν λεφτά για μισθούς και συντάξεις είναι αυτά τα λεφτά να πηγαίνουν στους πιστωτές – τους Γερμανούς, Γάλλους, Έλληνες, κ.α., τραπεζίτες. Αυτό που κάνει ο Παπανδρέου είναι να πετσοκόψει μισθούς και συντάξεις για να μπορέσει να αντλήσει τα λεφτά που χρειάζεται για να ξοφλήσει τους τραπεζίτες.
Και επειδή το κάνει αυτό, οι Γερμανοί τραπεζίτες τον επιβραβεύουν! Τον κάλεσαν πρόσφατα στο Βερολίνο για βράβευση, το βραβείο το ονομάζουν «ειλικρίνειας και ανδρείας», του το απένειμε δε, ποιος; Ο πρόεδρος της μεγαλύτερης τα τράπεζας της Γερμανίας, της Ντόιτσε Μπανκ, ο Γ. Άκερμαν! Ενώ εφημερίδες όπως η Φαϊνάνσιαλ Τάιμς του Λονδίνου, ότι πιο πιστό και στενά συνδεδεμένο με το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, του πλέκουν διαρκώς το εγκώμιο…
… και τα παραδείγματα της Βενεζουέλας και της Βολιβίας
Θα σταθούμε σε ακόμα δύο παραδείγματα. Της Βενεζουέλας και της Βολιβίας.
Και στις δύο περιπτώσεις οι κυβερνήσεις των Τσάβεζ και Μοράλες, αντίστοιχα, προχώρησαν σε σημαντικές εθνικοποιήσεις, στρατηγικών τομέων της οικονομίας. Οι εθνικοποιήσεις αυτές έθιξαν καίρια τα συμφέροντα πολυεθνικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα αμερικανικών. Τι έκαναν οι αγορές; Τι έκαναν οι ιμπεριαλιστές, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ που βρίσκονται ακριβώς δίπλα τους; Δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα – δεν μπόρεσαν να στραγγαλίσουν την οικονομία παρότι προσπαθούν, δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις αυτές παρότι προσπάθησαν.
Να αναφέρουμε ένα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν ο Τσάβεζ προχώρησε στις αρχές του 2010 στην υποτίμηση του νομίσματος της χώρας, κατά 25%, μια γαλλική πολυεθνική αλυσίδα καταστημάτων προχώρησε, αμέσως μετά την υποτίμηση, σε αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων στα ράφια των καταστημάτων της. Μέσα σε 24 ώρες ο Τσάβεζ προχώρησε στην εθνικοποίηση αυτής της αλυσίδας! Τι έκαναν οι αγορές; Τι έκανε η γαλλική κυβέρνηση που είναι η πέμπτη ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη του πλανήτη; Τίποτε! Απλά υποχρεώθηκαν να αποδεχτούν την απόφαση της κυβέρνησης της Βενεζουέλας.
Τονίζουμε βέβαια αυτό που έχουμε πει και γράψει πάρα πολλές φορές. Οι κυβερνήσεις των Τσάβεζ και Μοράλες κάθε άλλο παρά πρότυπα αποτελούν για μας. Ούτε έχουν ένα καθαρό σοσιαλιστικό πρόγραμμα, ούτε καθαρούς σοσιαλιστικούς στόχους, ούτε προωθούν θεσμούς λαϊκής και εργατικής εξουσίας, ούτε έχουν αντίληψη των εννοιών της εργατικής δημοκρατίας – που αποτελούν αρχές για μας. Προωθούν όμως μέτρα και πολιτικές υπέρ των λαϊκών στρωμάτων και σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών. Προωθούν πολιτικές οι οποίες προκαλούν την εχθρότητα των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστών, και τις οποίες όμως, οι τελευταίοι, δεν έχουν καμία άλλη επιλογή από το να ανέχονται, περιμένοντας να «καταρρεύσουν» οι Τσάβεζ και Μοράλες κάτω από τα δικά τους λάθη.
Απ’ αυτό όμως προκύπτουν συμπεράσματα. Συμπεράσματα που αφορούν την αδυναμία του ιμπεριαλισμού να παρέμβει όταν απέναντί της έχει να κάνει είτε με κυβερνήσεις οι οποίες αμφισβητούν αποφασιστικά την εξουσία τους, είτε, πολύ περισσότερο, με μεγάλα μαζικά κινήματα, ιδιαίτερα με κοινωνικές εξεγέρσεις!
Αυτή την αριστερά θέλουμε
Θέλουμε λοιπόν να χτίσουμε την Αριστερά η οποία να τολμά να έρθει σε σύγκρουση και να επιδιώξει την ανατροπή του συστήματος. Να είναι έτοιμη να συγκρουστεί με τις «αγορές», στηριγμένη στη δύναμη που της δίνει η οργή της κοινωνίας και οι αγωνιστικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος. Την Αριστερά που είναι έτοιμη να δώσει τη μάχη μέχρι το τέλος, μέχρι το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας στην υπηρεσία των ανθρώπων και όχι των κερδών, στηριγμένη στην εργατική δημοκρατία, την εργατική διαχείριση και τον κοινωνικό έλεγχο, και όχι βέβαια στα σταλινικά πρότυπα των μονοκομματικών δικτατοριών και της προσωπολατρείας.
Την Αριστερά η οποία είναι διεθνιστική, που παλεύει για τους κοινούς αγώνες των εργαζομένων σε ηπειρωτικό και διεθνές επίπεδο, που παλεύει για το σοσιαλισμό σε ηπειρωτικό και διεθνές επίπεδο, που επιδιώκει το χτίσιμο μιας διεθνούς οργάνωσης των εργαζομένων στα πρότυπα της προσπάθειας που καταβάλλει η CWI.
Η μάχη για τις θέσεις που αναπτύσσουμε πιο πάνω, είναι η μάχη για την αναγέννηση του συνδικαλιστικού κινήματος και ταυτόχρονα η μάχη για την αναγέννηση της αριστεράς. Η Αριστερά που προτείνουμε δεν είναι η Αριστερά κάποιων αφηρημένων φιλοσοφικών προτύπων… Είναι η Αριστερά που χρειάζεται η κοινωνία για να μπορέσει να βγει από το τέλμα. Είναι η Αριστερά που χρειάζεται το εργατικό κίνημα για να μπορέσει να διασφαλίσει τα πιο στοιχειώδη ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα.
Οι φόβοι των αστικών επιτελείων
Η κατάσταση στο κίνημα είναι πολύ αντιφατική. Συνυπάρχει η οργή μαζί με το αδιέξοδο, η αγανάκτηση μαζί με την απελπισία, η διάθεση για αγώνα μαζί με την απογοήτευση ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Έχει σημασία όμως, το εργατικό κίνημα να παρακολουθεί τι γίνεται και στο αντίπαλο στρατόπεδο, αυτό της άρχουσας τάξης.
Παραθέτω αποσπάσματα από τις δηλώσεις του Ντομινίκ Στρος Καν, επικεφαλής του ΔΝΤ, μετά την πρόσφατη συνάντηση, τον περασμένο μήνα, ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Οργάνωση Εργασίας του ΟΗΕ. Αναφερόμενος στην παγκόσμια οικονομική κρίση, ο Ντ. Στρος Καν είπε ότι αυτή αντιπροσωπεύει:
«κάτι περισσότερο από τον κίνδυνο της μακροοικονομικής σταθερότητας – η σταθερότητα του κόσμου μας είναι σε κίνδυνο»
Και ότι,
«όσο λιγοστεύει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον, οι άνθρωποι μπορεί να στραφούν σε μη παραγωγικές ή και βίαιες δραστηριότητες που πιθανόν να οδηγήσουν στην αστάθεια, την κατάρρευσή της δημοκρατίας, ακόμα και τον πόλεμο».
Είναι βέβαια άκρως παράδοξο αυτός ο κύριος να προειδοποιεί για τους κινδύνους των πολιτικών που εφαρμόζονται, τη στιγμή που αυτός που τις επιβάλλει είναι αυτός ο ίδιος!… Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα..
Ας δούμε τι λένε και κάποια αποσπάσματα από τον βρετανικό τύπο, γνωστό για τον συντηρητισμό του.
Πριν ξεκινήσει η τελευταία βάρβαρη επίθεση της βρετανικής κυβέρνησης ενάντια στους βρετανούς εργαζόμενους, σε άρθρο του στον Observer (Ομπσέρβερ) ο Γιουίλ Χιούτον, πρώην αρχισυντάκτης της εφημερίδας και σύμβουλος τώρα της νέας κυβέρνησης Συντηρητικών – Φιλελεύθερων γράφει ( μιλώντας για την κρίση):
« Αυτό που θα προκύψει θα είναι μια Ευρώπη κοντά σε αυτήν του 1930. Τρομαγμένη, στάσιμη, βορά στη βιαιότητα ρατσιστικών και εθνικιστικών ιδεολογιών».
Ενώ στην Financial Times (Φαϊνάνσιαλ Τάιμς) ο ιστορικός Σίμον Σχάνα, γράφει:
« η σημερινή κατάσταση μοιάζει με αυτή στην προ επαναστατική Γαλλία το 1789 … οι σημερινοί πλουτοκράτες δεν είναι διαφορετικοί από τους Γάλλους ευγενείς του τότε…»
Αυτοί οι κύριοι, βασικά φοβούνται. Φοβούνται κοινωνικές εκρήξεις οι οποίες θα μπορούν να απειλήσουν το σύστημα τους.
Έχουν απόλυτο δίκαιο.
Αν ρίξουμε μια ματιά στις δημοσκοπήσεις που οργάνωσαν οι εταιρείες VPRC και MRB στην Ελλάδα λίγο πριν το καλοκαίρι βλέπουμε τα εξής:
- Το 91% των Ελλήνων περιγράφουν τους εαυτούς τους ως θυμωμένους
- το 50% λένε ότι δεν τους εκφράζει κανένα κόμμα
- το 80% λένε ότι περιμένουν κοινωνική έκρηξη
- και το 51% λένε ότι θα συμμετείχαν σε αυτή, αν συνέβαινε
Δεν έχουμε τίποτα να προσθέσουμε σε αυτά. Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει μια πυριτιδαποθήκη. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στη μια χώρα μετά την άλλη. Το δικό μας καθήκον είναι ν’ «ανάψουμε το φιτίλι».
Η προοπτική των κοινωνικών εκρήξεων πλανάται πάνω από την Ευρώπη και στοιχειώνει την άρχουσα τάξη. Εμείς έχουμε ένα καθήκον: να διασφαλίσουμε ότι αυτές οι κοινωνικές εκρήξεις θα γίνουν και ότι δεν θα πάνε χαμένες. Να διασφαλίσουμε ότι δεν θα έχουμε άλλες χαμένες και προδομένες επαναστάσεις.
Να αξιοποιήσουμε την ταραγμένη περίοδο που έρχεται για να χτίσουμε την Αριστερά που χρειαζόμαστε, αυτήν που περιέγραψε και η Λούσι και ο Μάρκο πριν από μένα, να δημιουργήσουμε δηλαδή το «εργαλείο» που θα βάλει τέρμα στη βαρβαρότητα του σημερινού συστήματος, για να χτίσουμε την κοινωνία που θα σέβεται τον άνθρωπο, που δεν θα τον υποτάσσει στις μηχανές και το καπιταλιστικό κέρδος, αλλά θα υπηρετεί τις ανάγκες του – μια κοινωνία πραγματικά σοσιαλιστική.