Ένα νέο κύμα πολιτικών δολοφονιών βρίσκεται σε εξέλιξη στην Κολομβία το τελευταίο διάστημα. Πρώην ηγέτες των ανταρτών του FARC, ηγέτες ιθαγενικών κοινοτήτων, υπερασπιστές πολιτικών δικαιωμάτων και συνδικαλιστές δολοφονούνται σε αγροτικές περιοχές της χώρας. Πάνω από 8 άτομα έχουν δολοφονηθεί ή αγνοούνται μετά από σειρά επιθέσεων. Η μέθοδος που χρησιμοποιούν οι δολοφόνοι δείχνει τουλάχιστον προμελέτη, αν όχι κάποιου είδους κεντρικό σχεδιασμό, μιας και εκτός από το γεγονός ότι οι δολοφονίες έγιναν μέσα σε χρονικό διάστημα λιγότερο από δέκα ημερών, όλες έγιναν με πανομοιότυπο τρόπο. Οι ένοπλοι δολοφόνοι βρήκαν τα θύματα τους στα σπίτια τους, αργά τη νύχτα. Στη συνέχεια, είτε μέσω τεχνασμάτων είτε με την απειλή των όπλων, τα έβγαλαν από τα σπίτια τους και τα έκαναν να απομακρυνθούν για λίγα μέτρα. Και στη συνέχεια τα πυροβόλησαν. Όπως γράφει η Ισπανική εφημερίδα El Pais, «χιλιάδες αγρότες αντιμετωπίζουν έναν διπλό κίνδυνο: από τη μία την πανδημία, και από την άλλη τις ένοπλες οργανώσεις».
Μια από τις πρώτες δολοφονίες ήταν αυτή ενός ηγετικού στελέχους του κινήματος των αγροτών και υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην περιοχή Putumayo, του Marco Rivadeneira, στις 19 Μαρτίου. Στις 23 Μαρτίου άγνωστοι σκότωσαν τα αδέρφια Omar και Ernesto Guasiruma Nacabera, ηγετικά στελέχη του κινήματος των ιθαγενών Embera στην περιοχή Valle del Cauca, τραυματίζοντας και άλλα δύο μέλη της οικογένειας. Στις 24 Μαρτίου δολοφονήθηκε η Carlota Salinas, ηγέτιδα της φεμινιστικής οργάνωσης «Λαϊκή Οργάνωση Γυναικών» και εξαφανίστηκε η σύντροφος της, στην πόλη San Pablo του Νομού Bolivar. Ταυτόχρονα το FARC κατήγγειλε τη δολοφονία του πρώην αντάρτη και διοικητή του, Antonio Gallego Mesa, στην περιοχή Mesa, στο κέντρο της χώρας. Όπως σχολιάζει η Κολομβιανή εφημερίδα El Tiempo, «ακόμα και εν μέσω πανδημίας, η ζωή των κοινωνικών ηγετών βρίσκεται σε κίνδυνο».
***
Η Κολομβία βρίσκεται σε καθεστώς εμφυλίου από την δεκαετία του ’60. Αν και έχει υπογραφεί ειρήνη ανάμεσα στην κυβέρνηση της Κολομβίας και στο FARC από το 2016, και το FARC έχει παραδώσει όλα τα όπλα που είχε στην κατοχή του από το 2017 και λειτουργεί πλέον σαν πολιτικό κόμμα, οι ακροδεξιοί παρακρατικοί, πολλές φορές σε συνεργασία με βαρόνους των ναρκωτικών, συνεχίζουν να λειτουργούν, τρομοκρατώντας τον πληθυσμό στην ύπαιθρο και δολοφονώντας αθρόα. Τουλάχιστον 200 πρώην αντάρτες έχουν σκοτωθεί από το 2017 μέχρι και σήμερα, ενώ οι δολοφονίες οικολόγων, φεμινιστριών, ηγετών ιθαγενικών πληθυσμών, συνδικαλιστών και ακτιβιστών υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κολομβιανή ύπαιθρο αποτελούν ένα σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Ευθύνη φέρει και η κυβέρνηση Duque, αφού δεν κάνει το παραμικρό για να σταματήσει τη δράση των ένοπλων ακροδεξιών. Μόνο στο πρώτο δεκαπενθήμερο του 2020 καταγράφηκαν 17 δολοφονίες κοινωνικών ηγετών στην Κολομβία.
Οι δολοφονίες αγωνιστών στην Κολομβία δεν είναι ένα καινούριο φαινόμενο. Είναι η συνέχεια της αιματοβαμμένης ιστορίας της σύγκρουσης ανάμεσα στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους εγχώριους καπιταλιστές από τη μία και των εργαζομένων, των φτωχών, των ιθαγενών, των γυναικών, των αγροτών, όλων των καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας από την άλλη. Τα στρώματα αυτά έχουν αποδείξει ότι δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα τους για ανθρώπινες συνθήκες ζωής, ελευθερία και δημοκρατικά δικαιώματα. Σε αυτό τον αγώνα όμως χρειάζονται τη διεθνιστική αλληλεγγύη των φτωχών και των καταπιεσμένων της υπόλοιπης Λατινικής Αμερικής και του πλανήτη. Χρειάζονται έναν πολιτικό φορέα και ένα σχέδιο που να στοχεύει στη συνολική ανατροπή του συστήματος του κέρδους και της καταπάτησης κάθε έννοιας ελευθερίας και δικαιοσύνης.