Ιάκωβος Παναγόπουλος
Γυρίστηκε: 2016
Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Αργύρης Παπαδημητρόπουλος
Ηθοποιοί: Μάκης Παπαδημητρίου, Μαρία Καλλιμάνη, Έλλη Τρίγγου, Γιάννης Τσορτέκης
Στην τρίτη ταινία μεγάλου μήκους του, ο Αργύρης Παπαδήμητρόπουλος κάνει όλη την Ευρώπη να «παραμιλάει», καθώς το εξαιρετικό Suntan κερδίζει τον έναν τίτλο μετά τον άλλο, προσφέροντας στο κοινό του την άψογή πλοκή και τα εκπληκτικά πλάνα του Χρήστου Καραμάνη ο οποίος ήταν ο Διευθυντής Φωτογραφίας της ταινίας. Η ταινία περιγράφει την μύηση του Κωστή, ενός αγροτικού γιατρού τον οποίο τον ερμηνεύει εξαιρετικά ο Μάκης Παπαδημητρίου, τόσο στο νησί της Αντιπάρου όσο και σε μια ομάδα νεαρών ηδονιστών η οποία έχει έρθει για διακοπές στο νησί.
Πλοκή
Η αφήγηση της ταινίας ξεκινάει με τον Κωστή ο οποίος καταφθάνει στο νησί της Αντιπάρου καταχείμωνο. Ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας χαρτογραφείται τόσο η πραγματικότητα του νησιού όσο και η σκιώδης προσωπικότητα του Κωστή. Στο πρώτο μέρος της ταινίας βλέπουμε πόσο ανιαρά περνάει η καθημερινότητα στην Αντίπαρο την περίοδο του χειμώνα και την αφοσίωση του Κωστή στα καθήκοντα του σαν γιατρός του νησιού. Κάτι που παρατηρείται από όλους του κατοίκους, ακόμη και από τον ίδιο τον Δήμαρχο, με απώτερο στόχο φυσικά τον τουριστικό κουμπαρά του νησιού ο οποίος γεμίζει την περίοδο του Αυγούστου.
Το δεύτερο μέρος της ταινίας ξεκινάει με την γνωριμία του κοινού με την Άννα και τη νεανική παρέα της, οι οποίοι με την αυθάδεια της ηλικίας τους και τον ανέμελο τρόπο ζωής τους, σπάνε με ιδιαίτερη ευκολία την αυθεντία του Κωστή και το ρόλο εξουσίας του, τόσο στο ιατρείο όσο και στο νησί. Η παρουσία τους είναι σαν να ξύπνησε τον Κωστή από ένα βαθύ λήθαργο και το φλερτ που αρχίζει να δημιουργείται με την Άννα τον κάνει να σκέφτεται ότι ίσως αυτή είναι η γιατρός που μπορεί να φτιάξει το δικό του (ψυχικό) τραύμα.
Ο Κωστής προσπαθεί να ενταχθεί στην ομάδα με κάθε τρόπο προσπαθώντας αρχικά να χρησιμοποιήσει το κύρος του στο νησί αλλά και την οικονομική του κατάσταση σαν όχημα που θα τον βοηθήσει να γίνει μέλος αυτής της συλλογικότητας και να κερδίσει την καρδιά της Άννας. Η συνάντηση του με τον πετυχημένο και σπουδαγμένο στην Αμερική συμφοιτητή του είναι κάτι που τον στιγματίζει και του παρουσιάζει με τον πιο άμεσο τρόπο την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και προσωπικά.
Από αυτό το σημείο και μετά ο Κωστής βυθίζεται στην δίνη της αναζήτησης της χαμένης εφηβείας του και των ερωτικών σκιρτημάτων που ίσως ποτέ δεν είχε. Κάτι το οποίο επηρεάζει και τη δουλειά του και γίνεται αντιληπτό και από την αλλαγή των σχέσεων του με την τοπική κοινότητα. Η ερωτική του συνεύρεση με την Άννα και η επίτευξη του στόχου του τον κάνει να κατανοήσει την πραγματικότητα. Το πόσο ιερή ήταν αυτή η στιγμή για αυτόν και ότι για την Άννα ήταν μια ακόμη (κάτω του μέτριου) ερωτική εμπειρία. Από εκεί και έπειτα ο Κωστής βρίσκεται σε μια κατάσταση ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής με μόνη σκέψη του την Άννα. Η τελική του απόρριψη τόσο από την Άννα όσο και από την παρέα της, τον ωθεί σε ακραίες συμπεριφορές και λειτουργίες. Αυτό του στοιχίζει την παραμονή του στο νησί και στη δουλειά του και την ολοκληρωτική απόρριψη του από την κλειστή κοινωνία της Αντιπάρου. Η τελευταία νύχτα του στο νησί σημαδεύεται από την τελική προσπάθεια προσέγγισης της Άννας, την απαγωγή της και το τέλος της τέλειας κυκλικής αφήγησης της ταινίας του Παπαδημιτρόπουλου.
Ανάλυση
Από την αρχή κιόλας της αφήγησης χαρτογραφείται ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή τόσο από την εξωτερική του εμφάνιση όσο και από την γενικότερη συμπεριφορά του. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά του «loser» εμπλουτισμένα με ψυχολογικά προβλήματα και καταπιεσμένες ερωτικές φαντασιώσεις. Ο πρωταγωνιστής παρουσιάζεται σαν το ζωντανό κουφάρι μιας άδειας ψυχής, η οποία περιφέρεται αναίτια από τόπο σε τόπο. Η πρωτοχρονιάτικη γιορτή και το ζεϊμπέκικο του δημάρχου, το οποίο παραπέμπει σε πολύ γνωστά πρότυπα πολιτικών αρχηγών κατά την περίοδο του ΠΑΣΟΚ, μας δείχνει την κομφορμιστική λογική της μικρής αυτής κοινότητας. Η οποία όσο δύσκολα σε κάνει μέλος της, τόσο εύκολα σε στοχοποιεί και σε αποβάλει.
Η είσοδος της Άννας και της παρέας της στη ζωή του, τον έκανε να βγει από την ανυπαρξία του και να αναζητήσει αυτή τη χαμένη εφηβεία και ενηλικίωση την οποία δεν έζησε ποτέ. Λόγω εξετάσεων, λόγω οικονομικών δυσκολιών, λόγω του ότι δεν ταίριαζε εμφανισιακά στο ανδρικό πρότυπο της εποχής του; Κανείς δεν ξέρει αλλά είναι σίγουρα ένα γεγονός το οποίο είναι μπροστά στα μάτια του κοινού καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Οι πρώτες προσπάθειες ένταξης του στην ομάδα των νεαρών δείχνουν ακριβώς τη σχέση που θέλουν να έχουν μαζί του. Θέλουν έναν «μπαμπά» που για κάποιο διάστημα, μέχρι να γίνει ενοχλητικός, θα τους πληρώνει τα έξοδα. Αυτό είναι κάτι που δεν επηρεάζει τον πρωταγωνιστή, ο οποίος μετά της πρώτες παραλείψεις του σαν γιατρός του νησιού, η τοπική κοινωνία αρχίζει να του δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο. Το οποίο είναι καθαρά οπορτουνιστικό και επιφανειακό. Η φροντίδα τους μένει στα δωρεάν λαχανικά από το μανάβη της γειτονιάς και τίποτα παραπάνω.
Αυτό ωθεί τον πρωταγωνιστή σε μια επιπλέον προσπάθεια ένταξης του στην ομάδα και στην καρδία της Άννας. Ο πρώην συμφοιτητής του είναι το ζωντανό παράδειγμα του τι θα μπορούσε να κάνει αλλά δεν τα κατάφερε ποτέ. Από την αφήγηση φαίνεται ότι το βασικό του πρόβλημα δεν είναι η μη επαγγελματική του επιτυχία αλλά το ότι δεν κατάφερε να δημιουργήσει οικογένεια. Επίσης σε αυτή την συνάντηση επιβεβαιώνεται ότι ο πρωταγωνιστής είχε αντιμετωπίσει κάποια προβλήματα, ψυχολογικού χαρακτήρα λογικά, στο μεταπτυχιακό του, κάτι που τον έκανε να το παρατήσει.
Η προσπάθεια ένταξης του στην ομάδα των παιδιών γίνεται ακόμη και με την ίδια τη γελοιοποίηση του, κάνοντας την μπαλαρίνα, κάτι το οποίο θα το προσπαθήσει σαν απεγνωσμένη προσπάθεια αργότερα αλλά δεν θα πετυχαίνει. Η μέτρια ερωτική του συνεύρεση με την Άννα και η εξαφάνιση της για τις επόμενες μέρες των ωθεί στα άκρα. Θέλει να την βρει και να της αποδείξει, ότι μπορεί και καλύτερα. Με αυτό τον τρόπο ο δημιουργός υπογραμμίζει τη σοβινιστική διάσταση της πραγματικότητας και μια αντίθετη έννοια σεξισμού και πίεσης που δέχονται λόγω των προτύπων του συστήματος και οι άντρες. Κατακερματίζει την εικόνα του στο νησί κάνοντας τους ντόπιους να του συμπεριφέρονται χειρότερα και από τον Τάκη, τον απόλυτο λούμπεν φαλλοκράτη μεσήλικα, ο οποίος όμως είναι συμπατριώτης τους.
Η απαγωγή της Άννας και η χρήση υπνωτικής ένεσης για να την μεταφέρει βίαια στο ιατρείο του μας δείχνουν με πολύ καθαρό τρόπο το πως χρησιμοποιείται το γυναικείο σώμα από το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Όπως αναφέρει και ο Σπύρος Γανγκάς σε σχετικό άρθρο του,
«…ο γδούπος του κορμιού της Άννας ανάμεσα στα απιθωμένα μπάζα έξω από τις τουαλέτες της La Luna, λειτουργεί μετωνυμικά ως η υπενθύμιση αυτού που τη διαφοροποιεί από την σεξιστική έκφραση των ανδρών προς μερίδα του θηλυκού πληθυσμού, αλλά και αυτού που η ελευθεριότητά της τείνει να τη μετατρέψει στα χέρια κάποιου τον οποίο η κοινωνία, καθώς και ο εαυτός του μάλλον, λογίζει ως ‘μπάζο’».
Ο τραυματισμός της Άννας όπως σέρνεται στο ιατρείο μέσα από χόρτα και πέτρες λειτουργεί συμπληρωματικά στον παραπάνω συλλογισμό.
Συμπεράσματα
Το Suntan, είναι μια ταινία που συστήνεται ανεπιφύλακτα όχι μόνο λόγω των απανωτών βραβείων που έχει κερδίσει αλλά λόγω του εξαιρετικού σεναρίου, της εντυπωσιακής σκηνοθετικής απόδοσης, των εκλεκτικών πλάνων και στιλιζαρισμένων κάδρων και των εξαιρετικών ερμηνειών. Είναι ένας ύμνος και αποχαιρετισμός της χαμένης ενηλικίωσης και την είσοδο στην μέση ηλικία. Όπως λέει και το σλόγκαν της ταινίας «Suntan, άλλοι λιάζονται άλλοι καίγονται».