Αναλογίες με τις κρίσεις του παρελθόντος και προοπτικές
του Χρήστου Κεφαλή*
Το καπιταλιστικό σύστημα δίνει κατά τακτά διαστήματα γένεση σε οικονομικές κρίσεις, που μπορεί να είναι τοπικές και περιστασιακές, ή γενικευμένες, παγκόσμιες συστημικές κρίσεις. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν η κρίση του 1929 στο Μεσοπόλεμο, η κρίση του 2008 και εν μέρει η κρίση του 1973 που σηματοδότησε το πέρασμα στο νεοφιλελευθερισμό. Ανήκει επίσης εμφανώς, ακόμη και αν περιοριστούμε μόνο στις ως τώρα συνέπειές της, η παγκόσμια κρίση που προέκυψε με αφορμή την πανδημία του κορονοϊού.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες –οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές– της νέας κρίσης; Πώς τη χειρίζονται και θα τη χειριστούν στα επόμενα στάδια οι κυρίαρχες τάξεις; Ποια θα είναι η αντίδραση των υποτελών τάξεων που πιέζονται αφόρητα από την κατάσταση που προέκυψε;
Σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο ανάλυσης, η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να δοθεί μόνο με αναφορές στη συγκυρία ή με ιστορικές συγκρίσεις. Ο μαρξισμός ξεκινά από την αναγνώριση ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι εγγεγραμμένες στο DNA του καπιταλισμού. Τις προκαλεί, όπως έδειξε ο Μαρξ, η ίδια η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η αναρχία της παραγωγής και οι δυσαναλογίες ανάμεσα στους τομείς και τους κλάδους της, ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών, η υποκατανάλωση των εργαζόμενων. Και η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού όχι μόνο δεν κατορθώνει να τις εξαλείψει, αλλά τις αναπαράγει διαρκώς διευρυμένα, λειαίνοντας μόνο κάποιες επιμέρους πτυχές τους και κάνοντας το ξέσπασμά τους ακόμη πιο επώδυνο όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι.
Ωστόσο, έχοντας αυτό κατά νου, οι ιστορικές συγκρίσεις μπορεί να είναι γόνιμες και παρακινητικές, μέσα από την αναγνώριση αναλογιών και διαφορών, στην εκτίμηση της κατάστασης και στη χάραξη της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος σε μια κατεύθυνση αποτελεσματικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού. Στη συνέχεια του παρόντος θα συζητήσουμε την παρούσα κρίση του κορονοϊού, πρώτα σε σύνδεση με την κρίση του 2008 και σε συνέχεια με τις εμπειρίες από τις κρίσεις του Μεσοπολέμου.
Η κρίση του κορονοϊού και η κρίση του 2008
Οι ίδιοι οι ταγοί του καπιταλιστικού συστήματος όπως ο Γιουνκέρ και η Λαγκάρντ είχαν προβεί από το 2017-2018 σε αναφορές στην ανάγκη προετοιμασίας για την επόμενη μεγάλη κρίση, γεγονός που πιστοποιεί ότι ακόμη και χωρίς τον κορονοϊό μια νέα συστημική κρίση δεν ήταν μακριά· θα μπορούσε πιθανά να εκδηλωθεί σε μια πενταετία από τώρα. Ωστόσο, η πανδημία του κορονοϊού ήρθε να αλλάξει δραματικά τα δεδομένα, επισπεύδοντας την έλευσή της και δίνοντάς της έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα.
Τα οικονομικά δεδομένα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι δραματικά: πτώση του ΑΕΠ το 2020 της τάξης του 5% παγκόσμια και 10% στις προηγμένες οικονομίες, πολλαπλά δομικά προβλήματα (ανεπαρκής ρευστότητα επιχειρήσεων, κατάρρευση κλάδων όπως οι αεροπορικές εταιρείες, δραματική πτώση σε εμπόριο –18,5% παγκόσμια σύμφωνα με προβλέψεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου–, τουρισμό, ψυχαγωγία, κ.ά.), σοβαρή επιδείνωση της κατάστασης των φτωχών χωρών και των φτωχών νοικοκυριών. Για να αρκεστούμε σε μια ανάλυση από το ΔΝΤ (Ιούνης 2020)[1], η πτώση του ΑΕΠ το 2020 αναμένεται να είναι 4,9% παγκόσμια και 8% στις προηγμένες οικονομίες. Στις ΗΠΑ η πτώση θα είναι 8%, στην περιοχή του Ευρώ 10,2% (Γερμανία 7,8%, Γαλλία, 12,5%, Ιταλία 12,8%, Ισπανία 12,8%, Βρετανία, 10,2%), στην Ιαπωνία 5,8%. Η συγκράτηση της υποχώρησης του ΑΕΠ σε 5% παγκόσμια δεν οφείλεται τόσο σε μια καλύτερη επίδοση των αναδυόμενων οικονομιών και εκείνων του Τρίτου Κόσμου αλλά βασικά στην Κίνα, που θα έχει το 2020 μια οριακή αύξηση ΑΕΠ κατά 1% (άλλες προβλέψεις αργότερα έκαναν λόγο για μεγαλύτερη αύξηση, ως και 3%). Κατά τα άλλα, προβλέπεται πτώση 5,8% στην Ανατολική Ευρώπη (6,6% στη Ρωσία), 9,4% στη Λατινική Αμερική (9,1% στη Βραζιλία και 10,5% στο Μεξικό) και 3,2% στην Αφρική (8% στη Νότια Αφρική και 5,4 στη Νιγηρία).
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΔΝΤ η κρίση του κορονοϊού επιδρά με πολλαπλούς αρνητικούς τρόπους στις οικονομίες των διαφόρων χωρών. Η πτώση της παραγωγής (λόγω των λοκντάουν) και της παραγωγικότητας (λόγω της τήρησης ενισχυμένων κανόνων ασφάλειας και υγιεινής) δημιουργούν προβλήματα στην προμήθεια της αγοράς. Η ανάκαμψη θα είναι βραδύτερη από ό,τι αναμενόταν αρχικά: για το 2021 προβλέπεται 5,4% αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ και 4,8% μόνο για τις προηγμένες οικονομίες, ώστε το παγκόσμιο ΑΕΠ να είναι στο τέλος του 2021 6,1% κάτω από το προβλεπόμενο πριν την έλευση του Covid.
Από τότε τα δεδομένα χειροτέρευσαν, καθώς το δεύτερο κύμα της πανδημίας είναι ήδη εδώ και θα παραμείνει τουλάχιστον ως την άνοιξη, με πολλές χώρες να παίρνουν ή να βρίσκονται στα πρόθυρα να πάρουν νέα μέτρα μερικού τουλάχιστον λοκντάουν. Αυτό καθιστά τις προβλέψεις πιο πεσιμιστικές, τόσο για την ύφεση του 2020 όσο και την ανάκαμψη του 2021. Χαρακτηριστικά, ο ΟΟΣΑ προβλέπει για το σενάριο διπλού κύματος της πανδημίας πτώση του ΑΕΠ 7,6% το 2020 και αύξηση μόνο κατά 2,8% το 2021, με επιστροφή στην ανάκαμψη το 2022[2]. Είναι έτσι σαφές ότι ακόμη και αν δεν επιβεβαιωθεί το χειρότερο σενάριο και διατηρηθεί ένα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, η ανάκαμψη το 2021 είναι εντελώς αβέβαιη και η κρίση θα μείνει μαζί μας για καιρό.
Είναι άραγε δυνατό να ξεπεράσει το σύστημα αυτή την κρίση έστω και με τον αντιδραστικό τρόπο που έγινε το 2008; Θα ακολουθήσει μια περίοδος μέτριας ανάκαμψης σαν εκείνη του 2011-2019, πριν επανέλθουμε σε ένα νέο παγκόσμιο, ίσως ακόμη πιο επώδυνο, κατρακύλισμα; Ή οι εξελίξεις και οι συνέπειες θα είναι χειρότερες από εκείνες του 2008, με την ύφεση να παρατείνεται για μεγαλύτερο διάστημα χωρίς καμιά ανακούφιση; Μ’ άλλα λόγια, η τωρινή κρίση είναι ένας επώδυνος σπασμός που απλά επισπεύδει την επόμενη κρίση αλλά άμεσα θα ξεπεραστεί ή η νέα μεγάλη κρίση είναι ήδη εδώ, παραλλαγμένη ασφαλώς σε σχέση με αυτή που θα προέκυπτε από μια «οργανική» ανάπτυξη των αντιθέσεων του καπιταλισμού αλλά συγχωνευμένη ταυτόχρονα με τις κρισιακές του δυναμικές;
Η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να είναι εντελώς κατηγορηματική, δεδομένου ότι υπεισέρχονται αστάθμητοι παράγοντες, όπως αστάθμητη ήταν και η πανδημία του κορονοϊού. Όλα όμως συνηγορούν υπέρ της δεύτερης απάντησης, ότι η νέα μεγάλη κρίση είναι ήδη εδώ. Μια σύγκριση με την κρίση του 2008 είναι διαφωτιστική με όλα τα δεδομένα να συμφωνούν ότι η ύφεση τώρα θα είναι πολύ μεγαλύτερη και τα αδιέξοδα πολύ βαθύτερα.
Το 2008-2009 είχαμε σημαντική πτώση του ΑΕΠ στα καπιταλιστικά κέντρα. Ωστόσο μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία διατήρησαν μια ανάπτυξη της τάξης του 9-10% μένοντας έξω από την κρίση. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώση του ΑΕΠ στη διετία 2008-2009 να περιοριστεί παγκόσμια περίπου σε 1% σε ετήσια βάση. Οι χώρες αυτές, κυρίως η Κίνα, έπαιξαν και το ρόλο της ατμομηχανής για να βγει το σύστημα από την κρίση.
Σήμερα δεν υπάρχει καμιά τέτοια δυνατότητα. Η ύφεση είναι πολύ μεγαλύτερη, αγκαλιάζοντας όλες τις μεγάλες οικονομίες ανεξαίρετα. Και ακόμη και αν η Κίνα επιτύχει το 2020 μια μέτρια άνοδο της τάξης του 1-2% αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δώσει επαρκή ώθηση για μια έξοδο από την κρίση. Ακόμη και τα τεράστια πακέτα στήριξης της οικονομίας, οι ενέσεις ρευστότητας, οι ελαφρύνσεις, τα επιδόματα, κοκ, που εφαρμόζουν οι αστικές κυβερνήσεις στα καπιταλιστικά κέντρα αδυνατούν να προσφέρουν τέτοια ώθηση. Αν αυτά τα μέτρα είχαν εφαρμοστεί στην κρίση του 2008 θα μπορούσαν όντως να έχουν κάποιο αποτέλεσμα, σήμερα όμως λειτουργούν μόνο σαν μέτρα άμβλυνσης και προσωρινής ανακούφισης μιας πολύ πιο άσχημης κατάστασης.
Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιταχθεί ότι η κρίση του 2008 ήταν αποτέλεσμα εκρηκτικών εσωτερικών δυσαρμονιών στην καπιταλιστική οικονομία, όπως οι φούσκες στον στεγαστικό τομέα, η απορρύθμιση και τα «τοξικά» παράγωγα στο τραπεζικό σύστημα, τα ογκώδη δημόσια και ιδιωτικά χρέη, η ασυδοσία των αγορών, κοκ. Σήμερα οι παράγοντες αυτοί έχουν κάπως «ρυθμιστεί» και επομένως είναι πιθανό, ενόψει της απουσίας ριζικών αντιθέσεων και ανωμαλιών, να βρεθεί σε ένα βάθος χρόνου μια κάπως υποφερτή διέξοδος.
Είναι αλήθεια ότι κρίση του 2008 ήταν μια ισχυρή δοκιμασία και ένα σοκ στον πυρήνα του καπιταλισμού, κάτι σαν καρδιακή ανακοπή και θρόμβωση στο κυκλοφοριακό του σύστημα, τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η τωρινή κρίση αντίθετα μοιάζει με μια ίωση, με συμπτώματα αρκετά παρόμοια εκείνων που προκαλεί ο κορονοϊός σε όσους νοσούν βαριά από αυτόν. Αλλά ακριβώς γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καπιταλισμός είναι ένα γερασμένο σύστημα, με εξασθενημένο οργανισμό, που υποφέρει από βαριά υποκείμενα νοσήματα και παθογένειες. Αυτό που πέτυχαν μετά το 2011 οι αστικές κυβερνήσεις ήταν να ελέγξουν κάπως τα συμπτώματα αυτών των παθήσεων, όχι να τις θεραπεύσουν. Αναπόφευκτα, λοιπόν, οι παθήσεις θα αναζωπυρωθούν και θα έρθουν εκ νέου στην επιφάνεια, επικαλυπτόμενες και συνεργώντας με τα άμεσα προβλήματα που προκάλεσε η πανδημία, έστω και αν αυτό δεν γίνει από την πρώτη στιγμή, αλλά από τη δεύτερη ή την τρίτη.
Τέλος, ένα κομβικό στοιχείο της κατάστασης αποτελεί η μεγάλη όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και εκείνων ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες που σημειώθηκε σε όλη την εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης από το 1990 και επιδεινώθηκε δραματικά μετά το 2008. Το 2018, 2200 περίπου δισεκατομμυριούχοι σε όλο τον κόσμο κατείχαν συσσωρευμένο πλούτο 9,1 τρις δολάρια, 1,4 τρις επιπλέον σε σύγκριση με το 2017. Σύμφωνα με Έκθεση της Oxfam οι οκτώ πλουσιότεροι από αυτούς κατείχαν το 2017 τον ίδιο πλούτο με το φτωχότερο 50% της ανθρωπότητας[3].
Το βάθος της τωρινής κρίσης απαιτεί έκτακτα μέτρα, ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι αυξανόμενες καταστροφές από την κλιματική αλλαγή, το μεταναστευτικό πρόβλημα από τους πολέμους, κ.λπ. Για να στηριχθούν αυτά τα μέτρα ένας τρόπος υπάρχει: να απαλλοτριωθούν τα τρισεκατομμύρια των ολιγαρχών που λιμνάζουν στους φορολογικούς παραδείσους. Αλλά οι αστικές κυβερνήσεις, που ενεργούν σαν εντολοδόχοι τους, δεν θα τολμήσουν να θίξουν αυτό τον πλούτο. Και τα χρηματιστικά παράσιτα, που δανείζουν σήμερα τις κυβερνήσεις για να καλύψουν τις άμεσες ανάγκες, θα απαιτήσουν αύριο πίσω τα κεφάλαιά τους με τόκο, γεγονός που θα σημάνει την επιβολή μιας ακόμη πιο άγριας λιτότητας στους ήδη καταπονημένους λαούς και μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις.
Το συμπέρασμα που απορρέει από το σύνολο των δεδομένων είναι ότι η παρούσα κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με τα μέσα που αντιμετωπίστηκε η κρίση του 2008. Αν τότε έγινε δυνατό να βρεθεί μια διέξοδος μέσα στα συνηθισμένα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτισμού, σήμερα είναι εντελώς απίθανο ή και αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο.
Οι ιστορικές εμπειρίες του Μεσοπολέμου και το σήμερα
Η τωρινή κρίση του κορονοϊού, αλλά και η κρίση του 2008 είναι σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, που βρίσκονται ακόμη πολύ κοντά σε μας. Η αποσαφήνιση του κοινωνικού τους αντίκτυπου παρουσιάζει έτσι συχνά δυσκολίες, καθώς δεν είναι δυνατό να προβλεφθεί η ανάπτυξη τάσεων που είναι μόνο μερικά διαμορφωμένες, όπως ήταν χτες τα κινήματα των Αγανακτισμένων και οι αραβικές επαναστάσεις, αλλά και η παρατηρούμενη διαρκής ενίσχυση του εθνικισμού, του νεοφασισμού, κοκ. Η μελέτη των κρίσεων του Μεσοπολέμου, όπου τα ιστορικά γεγονότα μπορούν να αντικριστούν από απόσταση και να εκτιμηθούν στην ολότητά τους, τις διασυνδέσεις τους, κοκ, μπορεί να αποβεί εδώ ιδιαίτερα χρήσιμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με τις τωρινές προοπτικές.
Όταν μιλάμε για το Μεσοπόλεμο, αυτό που έρχεται στο μυαλό είναι η κρίση του 1929, η οποία έχει συχνά συγκριθεί και παρουσιάζει πράγματι αναλογίες με εκείνη του 2008. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό. Ο Μεσοπόλεμος χαρακτηρίστηκε από δυο μεγάλες κρίσεις. Η πρώτη αναπτύχθηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια διαρκώντας περίπου ως το 1921, στην ηττημένη Γερμανία ως το 1923, και πυροδότησε σε πολλές χώρες ριζοσπαστικές εργατικές εξεγέρσεις. Η δεύτερη ξεκίνησε το 1929 και σημαδεύτηκε στην Ευρώπη από την αλματώδη άνοδο του φασισμού/ναζισμού. Οι δυο αυτές κρίσεις μπορεί και πρέπει να συγκριθούν με τις δυο μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις του 21ου αιώνα.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν προκλήθηκε από μια συστημική οικονομική κρίση –στη στιγμή της έκρηξής του η παγκόσμια οικονομία ήταν μάλλον ανθηρή– αλλά από την επιδίωξη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για παγκόσμια κυριαρχία. Οι τεράστιες καταστροφές και οι κακουχίες του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες χώρες (πλην ΗΠΑ), η νικηφόρα επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία και οι ευρείες αντιπολεμικές διαθέσεις έστρεψαν τις μάζες προς τα αριστερά. Τα χρόνια 1917-21 χαρακτηρίστηκαν από μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις, τις οποίες όμως μπόρεσαν να καταπνίξουν οι αστικές τάξεις στην Ευρώπη. Στη συνέχεια οι αστοί οργάνωσαν την αντεπίθεσή τους και, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της γραφειοκρατικής, σταλινικής διαστροφής του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, μπόρεσαν να ηγεμονεύσουν τις εξελίξεις. Η κρίση του 1929 δεν προκάλεσε έτσι άμεσα μια αριστερή μετατόπιση των μαζών, αλλά έγινε το καύσιμο για την επέλαση του φασισμού/ναζισμού, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει μετά την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Η αντίδραση του κινήματος, με την επαναστατική άνοδο σε Ισπανία και Γαλλία στα 1935-38, προδόθηκε από το σταλινισμό και ο ναζισμός μπόρεσε να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και να εξαπολύσει το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο ηττήθηκε κυρίως χάρη στο υπαρκτό ακόμη ιστορικό απόθεμα του Οκτώβρη. Αλλά οι επιλογές των σταλινικών ηγεσιών, κυρίως στην Ελλάδα, Γαλλία και Ιταλία, εμπόδισαν να μεταφραστεί η θετική έκβαση του πολέμου σε μια επαναστατική νίκη των λαών εκεί όπου υπήρχε ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης και φιλο-σοσιαλιστικό λαϊκό αίσθημα.
Η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1990 διαμόρφωσε ένα διαφορετικό ιστορικό φόντο υποχώρησης των κινημάτων των λαών και διάλυσης του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, το οποίο είχε αποσυντεθεί εσωτερικά από το σταλινισμό. Επί μια 15ετία περίπου ο ιμπεριαλισμός αποκατέστησε την αδιαφιλονίκητη παγκόσμια κυριαρχία του με τη μορφή της Pax Americana των πλανηταρχών Κλίντον και Μπους. Στις συνθήκες αυτές οι παγκόσμιες κρίσεις του καπιταλισμού, προκλημένες αναγκαία από την ανεμπόδιστη πλέον δράση των σύμφυτων τάσεών του και τις οξυνόμενες εσωτερικές του αντιθέσεις, ακολούθησαν μια διαφορετική διαδρομή.
Η κρίση του 2008 έχει συγκριθεί στα δομικά της χαρακτηριστικά με εκείνη του 1929: και στις δυο περιπτώσεις μια συστημική κρίση ξεκίνησε από χρηματιστηριακές φούσκες και κραχ για να επεκταθεί σε μια κρίση ανεργίας και δημόσιων χρεών. Οι πολιτικές λιτότητας με τις οποίες οι κυρίαρχες τάξεις απάντησαν στην κρίση και η άνοδος του φασισμού ήταν επίσης πρόδηλα κοινά σημεία. Οι συγκρίσεις αυτές είναι βάσιμες, παραπέμποντας σε ιστορικές αναλογίες που παρουσιάζονται ανάμεσα σε διαδοχικούς ιστορικούς κύκλους· αναλογίες που συνυπάρχουν πάντα με ουσιώδεις διαφορές.
Αν όμως οι κρίσεις εξεταστούν από την άποψη των επιλογών των κρατούντων και της ιστορικής τους έκβασης, τότε προβάλουν ορισμένες αναλογίες ανάμεσα στην κρίση του 2008-09 και σε εκείνη του 1917-21. Και στις δυο περιπτώσεις κυρίως έγινε δυνατή μια επιστροφή στην αστική κανονικότητα, αν και για αντίθετους λόγους. Το 1917-21 ασκήθηκε μια πρώιμη σοσιαλιστική πίεση των μαζών, αποδείχτηκε όμως ότι οι αστικές τάξεις είχαν ένα απόθεμα ισχύος επαρκές για την υπερνίκησή της. Το 2008-09, λόγω της πρότερης μακροχρόνιας υποχώρησης των κινημάτων και της διάλυσης του κομμουνιστικού κινήματος, η δύναμη των μαζών εκδηλώθηκε αναποτελεσματικά και δεν έγινε δυνατό να περάσει το κίνημα από τους δημοκρατικούς στους σοσιαλιστικούς στόχους, ούτε καν να τεθούν τέτοιοι στόχοι (από αυτή την άποψη τα κινήματα του 2011-12 έχουν εύλογα συγκριθεί με τις επαναστάσεις του 1848 και του 1905). Το αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση σε μια σειρά χώρες του αριστερού ρεφορμισμού (ΣΥΡΙΖΑ, Ποντέμος, κ.ά.), ο οποίος, παρά τις δυνάμεις που διατηρεί, χρεοκόπησε στη δοκιμασία της πράξης, και η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Από την άλλη μεριά, η τωρινή κρίση –ανεξάρτητα από τα πιθανά στάδιά της– από άποψη προοπτικών και έκβασής μοιάζει με εκείνη του 1929, τουλάχιστον κατά τούτο: Ότι συνολικά δεν φαίνεται να είναι δυνατή μια κανονική αστική διέξοδος, μια διέξοδος στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού με την αποκατάσταση μιας λίγο-πολύ ομαλής αστικής διακυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι δυο διέξοδοι από την κρίση θα είναι μακροχρόνια δυνατές: Είτε μια επιβολή φασιστικού τύπου δικτατοριών, που θα μπορούσε να συμβεί μετά την υπερίσχυση της λεπενικής, επιθετικής-ακροδεξιάς πτέρυγας της αστικής τάξης σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες – είτε μια επαναστατική διέξοδος από τη μεριά των μαζών, που αποτρέποντας τις φασιστικές εκτροπές θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλισμό.
Η κρίση του 2008-09 κυοφόρησε μέσα σε λίγα χρόνια τα μεγάλα επαναστατικά κινήματα των Αγανακτισμένων και τις αραβικές επαναστάσεις, που παρότι έμειναν στα μισά του δρόμου πλούτισαν με αγωνιστικές εμπειρίες τους λαούς και τη νέα γενιά. Η τωρινή κρίση από την πανδημία του κορονοϊού, όντας ήδη βαθύτερη, δεν μπορεί να μην πυροδοτήσει στα αμέσως επόμενα χρόνια ανάλογα και πιο ισχυρά κινήματα. Ωστόσο, η εμφάνιση και ανάπτυξη τέτοιων κινημάτων δεν θα δώσει από μόνη της μια επαναστατική διέξοδο στην κρίση. Θα χρειαστεί, στο λίγο χρόνο που απομένει, να δημιουργηθούν γνήσιες κομμουνιστικές πρωτοπορίες, που θα αποκτήσουν στενούς δεσμούς με τους λαούς και θα γίνουν ικανές να τους καθοδηγήσουν στις επερχόμενες αποφασιστικές μάχες.
Η αναγκαία ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος σκοντάφτει σήμερα στα εμπόδια που θέτουν δυνάμεις που προήλθαν από την αποσύνθεσή του, οι οποίες έχουν λαθεμένη εκτίμηση τόσο των ιστορικών ζητημάτων του κινήματος, όσο και της τωρινής κατάστασης. Οι δυνάμεις αυτές είναι κυρίως νεοσταλινικά κόμματα, καθώς και κόμματα και ομάδες αριστερίστικου χαρακτήρα που προήλθαν από τη διάλυση των παλιών κομμουνιστικών κόμματων και δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να εκπληρώσουν μετά το 1990 μια μαρξιστικά θεμελιωμένη ρήξη με το σταλινισμό.
Στην Ελλάδα, όπου μετά το 1990 το κομμουνιστικό κίνημα αποσυντέθηκε πλήρως, η εικόνα αυτή διαγράφεται εξαιρετικά καθαρά. Ο νεοσταλινισμός εκπροσωπήθηκε τυπικά από το ΚΚΕ, που αποκαθιστώντας τον Στάλιν και δικαιώνοντας τις πιο αποκρουστικές όψεις του σταλινισμού, διαμόρφωσε μια ακραία σεκταριστική πολιτική παρόμοια με την καταστροφική σταλινική γραμμή του σοσιαλφασισμού στη γερμανική κρίση του 1930-33. Σε όλη τη συγκεκριμένη περίοδο το ΚΚΕ προέβαινε σε μια ριζικά λαθεμένη εκτίμηση της κατάστασης, καλώντας σε αντεπίθεση ενώ το κίνημα βρισκόταν αντιμέτωπο με βασικά αμυντικά καθήκοντα για την απόκρουση της επίθεσης του νεοφιλελευθερισμού και του νεοφασισμού. Ταυτόχρονα, αποκήρυξε τα μεγάλα κινήματα των Αγανακτισμένων και τις αραβικές επαναστάσεις ως ψευδοκινήματα υποκινημένα και ελεγχόμενα από τον ιμπεριαλισμό. Από την άλλη μεριά, ο Λαφαζάνης και μέρος της ηγεσίας της ΛΑΕ, απαρνούμενοι πλήρως την αριστερή τους ταυτότητα, πέρασαν στον ακροδεξιό εθνικισμό και επιχειρούν σήμερα να δημιουργήσουν ένα μουσολινικού τύπου, ψευδοριζοσπαστικό κόμμα. Τέλος, ο αριστερισμός, στο πρόσωπο του ΝΑΡ, αποκήρυξε την Οκτωβριανή Επανάσταση και το μαρξισμό, περνώντας σε μια διανοουμενίστικη, μικροαστική θέση.
Η ανασύνταξη του κομμουνιστικού κινήματος είναι αδύνατη χωρίς την αποφασιστική οριοθέτηση και ρήξη με το σύνολο των παραπάνω ρευμάτων, προϋποθέτοντας την κατανίκησή τους. Θα πρέπει να ξεκινά από την εκτίμηση ότι το κίνημα βρίσκεται ακόμη αντιμέτωπο με αμυντικά καθήκοντα, συσπειρώνοντας εκείνους τους αγωνιστές που τη συμμερίζονται. Η θεωρητική βάση αυτής της ενότητας μπορεί να είναι μόνο ο μαρξισμός των κλασικών –Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν– και οι συνεισφορές των μαρξιστών που συνέχισαν το έργο τους, ιδιαίτερα των Τρότσκι, Μπουχάριν, Γκράμσι και Λούκατς, με παράλληλη κριτική των λαθών τους.
Όπως σε όλα τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας, έτσι και στην πανδημία του κορονοϊού ο καπιταλισμός απέδειξε και αποδείχνει την παραφωνία του απέναντι στις ιστορικές ανάγκες. Η διάλυση από το νεοφιλελευθερισμό των δημόσιων συστημάτων υγείας ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για την αδυναμία να ελεγχθεί η πανδημία στα πρώτα στάδιά της, που έκανε αναγκαία τα λοκ ντάουν επιφέροντας και μεγεθύνοντας απροσμέτρητα την κρίση. Για άλλη μια φορά έγινε σαφές ότι κανένα μεγάλο πρόβλημα της εποχής μας δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί επαρκώς στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Η νέα παγκόσμια κρίση, ανεξάρτητα του πώς ακριβώς θα εξελιχθεί, θα επιτείνει κατακόρυφα τους μεγάλους κινδύνους της εποχής μας. Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί θα οξυνθούν παραπέρα· οι τοπικές συρράξεις και οι πόλεμοι, που διεξάγονται ήδη σε πολλές γωνιές του πλανήτη (Λιβύη, Συρία, Ναγκόρνο Καραμπάχ, Υεμένη, κ.ά.) θα ενταθούν. Ο φασισμός θα γίνει κύρια επιλογή μιας σημαντικής μερίδας του κεφαλαίου και θα μπορεί να υπολογίζει σε μια πιο ενεργό στήριξη των κατεστραμμένων μικροαστών.
Η ιστορία δείχνει όμως ότι, σε συνθήκες προπόρευσης της αντίδρασης, όλα αυτά δεν αρκούν από μόνα τους για να ωθήσουν τις μάζες στην επανάσταση και να τις στρέψουν στον κομμουνισμό. Αυτό είναι το έργο των ίδιων των κομμουνιστών.
Στις επερχόμενες κρίσιμες ιστορικές μάχες τα τεράστια ιστορικά καθήκοντα των κομμουνιστών θα εκπληρωθούν μόνο με τον όρο της συνένωσης σε ένα ενιαίο, πειθαρχημένο κόμμα όλων των ζωντανών κομμουνιστικών ρευμάτων που συμμερίζονται μια κοινή μαρξιστική βάση και μια κοινή στάση αρχών απέναντι στα κύρια ζητήματα του κινήματος.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.