Είμαστε ακόμη στον Ιούνη, ωστόσο οι μέρες που «χάθηκαν» από απεργιακές κινητοποιήσεις στη Γερμανία είναι ήδη διπλάσιες από τις αντίστοιχες όλου του περασμένου χρόνου και οι περισσότερες από το 2003 και μετά.
Μετά τις απεργίες των δημοσίων υπαλλήλων και των εργατών στον κλάδο του μετάλλου στις αρχές του χρόνου, είχαμε τη διάρκειας τριών εβδομάδων απεργία των βρεφονηπιοκόμων και των κοινωνικών λειτουργών, αλλά και τη μεγαλύτερη απεργία των οδηγών τρένων στην ιστορία της χώρας!
Στις αρχές Ιούνη οι ταχυδρομικοί υπάλληλοι μπήκαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις, ενώ είναι πιθανό το επόμενο διάστημα αντίστοιχοι αγώνες να ξεκινήσουν στο μεγαλύτερο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Ευρώπης, το «Charité».
Από όλα τα παραπάνω είναι εμφανές ότι κάτι αλλάζει στη Γερμανία.
Γερμανία: ο μεγάλος νικητής της κρίσης
Η Γερμανία βγήκε από τη «μεγάλη ύφεση» και την κρίση του ευρώ σαν η βασική οικονομική και πολιτική δύναμη στην Ευρώπη. Ήταν μια από τις πρώτες χώρες που ανέκτησαν το προ-κρίσης επίπεδο του ΑΕΠ τους. Αυτή η σχετική (και επίπλαστη) οικονομική σταθερότητα είναι ο βασικός λόγος της επίσης σχετικής πολιτικής σταθερότητας και της ανοχής απέναντι στην κυβέρνηση. Πράγματι, για αρκετά χρόνια πολλοί εργαζόμενοι πίστευαν ότι ήταν τυχεροί για το γεγονός ότι δεν έχουν βουλιάξει στην κρίση και τη λιτότητα όπως έχει συμβεί σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Όμως –και πρόκειται για ένα μεγάλο «όμως»– η οικονομική δύναμη της Γερμανίας δεν έχει πραγματικά αντανακλαστεί στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Αντίθετα, έχει χτιστεί πάνω στη διάλυση των μισθών, τις επισφαλείς εργασιακές συνθήκες και την εντατικοποίηση της εργασίας.
Οι πιο σημαντικές απεργίες του τελευταίου διαστήματος έγιναν στο δημόσιο τομέα (σιδηρόδρομος, ταχυδρομεία, νοσοκομεία, βρεφονηπιακοί σταθμοί και κοινωνικές υπηρεσίες). Φυσικά τα αιτήματα του κάθε κλάδου είναι διαφορετικά, υπάρχει ωστόσο ένα κοινό σημείο: ένα από τα κεντρικά αιτήματα σε όλους τους χώρους είναι η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών.
Επίσης, για όλους τους παραπάνω αγώνες, κεντρικό ζήτημα αποτελεί το αν το δημόσιο θα παραμείνει δημόσιο και το αν θα πρέπει να λειτουργεί με βάση το κέρδος ή τις κοινωνικές ανάγκες.
Έτσι, υπάρχει αντικειμενικά η δυνατότητα, τα κινήματα αυτά να βρεθούν σε κοινούς αγώνες για τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και την υπεράσπιση του δημόσιου τομέα.
Ωστόσο, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα προκειμένου να συντονιστεί ο αγώνας των διάφορων κλάδων.
Οι οδηγοί των τρένων και η νέα αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία
Όμως εξακολουθούν να υπάρχουν συνδικαλιστικές ενώσεις που στέκονται στο ύψος των περιστάσεων.
Το σημαντικότερο ίσως παράδειγμα είναι το GDL, σωματείο στο οποίο είναι οργανωμένη η πλειοψηφία των οδηγών τρένων, αλλά και άλλοι εργαζόμενοι του γερμανικού σιδηρόδρομου. Το GDL δεν είναι το μεγαλύτερο σωματείο στον κλάδο, είναι όμως το πιο μαχητικό.
Το μεγάλο σωματείο στο χώρο των σιδηροδρομικών μετακινήσεων (EVG) στο οποίο είναι οργανωμένοι κυρίως εργαζόμενοι πέραν των οδηγών (προσωπικό καμπίνας, τεχνικοί, διοικητικοί κ.α.) έχει μακρά ιστορία συνεργασίας με την εργοδοσία και ξεπουλήματος των αγώνων.
Έτσι, ενώ στο σύνολο των εργαζομένων στους σιδηρόδρομους, το EVG υπερέχει αριθμητικά, ανάμεσα στους οδηγούς το GDL έχει καταφέρει να αναδειχτεί σε ισχυρή δύναμη, χάρη στη μαχητικότητα του.[1]
Τα τελευταία χρόνια, αντίστοιχα παραδείγματα μικρών μαχητικών σωματείων έχουν αρχίσει να εμφανίζονται και σε άλλους χώρους (π.χ. στους γιατρούς, τους πιλότους κλπ). Η αυξανόμενη επιρροή τους έχει θορυβήσει την κυβέρνηση, η οποία προκειμένου να τα περιορίσει, πέρασε πολύ πρόσφατα ένα νέο νόμο, ο οποίος στην ουσία τους δένει τα χέρια ολοκληρωτικά.
Ο νέος νόμος προβλέπει ότι σε κάθε εργασιακό χώρο θα ισχύει μία συλλογική σύμβαση για όλους τους εργαζόμενους, για την οποία θα μπορεί να διαπραγματεύεται μόνο το μεγαλύτερο συνδικάτο του χώρου.
Έτσι, η κυβέρνηση αποκλείει τα μικρότερα, μαχητικά σωματεία από τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης με την εργοδοσία και ουσιαστικά τους στερεί το δικαίωμα στην απεργία και τη διεκδίκηση καλύτερων όρων εργασίας για τα μέλη τους.
Οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες μιλάνε για ένα νόμο που διασφαλίζει, δήθεν, τη μεγαλύτερη δυνατή ενότητα ανάμεσα στους εργαζόμενους. Παρόλα αυτά, κάτω από την πίεση της βάσης τους, κάποια από τα μεγάλα συνδικάτα, όπως αυτά των δημόσιων υπηρεσιών, των δασκάλων και των εργαζομένων στην εστίαση, αναγκάστηκαν να πάρουν θέση ενάντια στο νόμο.
Η απεργία των οδηγών τρένων του GDL είχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να κάνει με τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και ιδιαίτερα με τον παραπάνω νόμο. Το σωματείο, πέρα από αυξήσεις στους μισθούς και μείωση των ωρών εργασίας, διεκδικούσε το δικαίωμα να μπορεί να διαπραγματεύεται για όλα της τα μέλη και όχι μόνο για τους οδηγούς.
Το αίτημα αυτό είχε στόχο όχι μόνο να κατοχυρώσει καλύτερες συλλογικές συμβάσεις για τα μέλη του GDL αλλά και να προκαλέσει ένα σημαντικό πλήγμα στην προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει τη δράση των μικρότερων σωματείων.
Έτσι, το παράδειγμα του GDL, που κέρδισε το δικαίωμα να διαπραγματεύεται για όλα του τα μέλη, ανεξάρτητα από τις συλλογικές συμβάσεις που θα υπογράψει το μεγαλύτερο συνδικάτο του χώρου και παρά το γεγονός ότι ο νόμος έχει ψηφιστεί, είναι ιδιαίτερα σημαντικό.[2]
Βρεφονηπιακοί σταθμοί και κοινωνικοί λειτουργοί
Σε φάση διαπραγμάτευσης με διαμεσολάβηση βρίσκονται και οι κλάδοι των εργαζομένων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και κοινωνικές υπηρεσίες, αφού η απεργία τους που κράτησε τρεις εβδομάδες έχει προς το παρόν διακοπεί. Οι βρεφονηπιοκόμοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί, διεκδικούν βελτίωση των μισθολογικών κλιμάκων σε ένα χώρο με 240.000 εργαζόμενους, κάτι που αν επιτευχθεί θα οδηγήσει σε αυξήσεις 10% κατά μέσο όρο!
Και αυτή η απεργία, χαρακτηρίστηκε από τη ζωντάνια και τη μεγάλη συμμετοχή, τις μεγάλες διαδηλώσεις, αλλά και τη σημαντική υποστήριξη από τους γονείς και την κοινωνία ευρύτερα, αφού η προσφορά των εργαζομένων στις κοινωνικές υπηρεσίες και τους βρεφονηπιακούς σταθμούς αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερα σημαντική. Την ίδια ώρα, πολύ σημαντικό είναι και το υψηλό ποσοστό των εργαζομένων που παίζουν ενεργό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, με τη διοργάνωση συνελεύσεων απεργών ανά περιοχές.
Εργαζόμενοι στο νοσοκομείο «Charité»
Το τελευταίο διάστημα, τα γερμανικά νοσοκομεία έχουν χάσει συνολικά 162.000 θέσεις εργασίας.
Δεδομένης της τεράστιας εντατικοποίησης, οι εργαζόμενοι στην Υγεία απαιτούν να ρυθμιστεί νομικά η αναλογία ασθενών – υγειονομικών υπαλλήλων. Οι εργαζόμενοι του «Charité» ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένοι να περιμένουν μέχρι να αποφασίσει η κυβέρνηση να εισακούσει αυτό το πάγιο αίτημα του χώρου της υγείας.
Στα τέλη Απρίλη έκαναν την (πρώτη στην ιστορία των γερμανικών νοσοκομείων) προειδοποιητική απεργία με αίτημα να θεσπιστεί αναλογία ασθενών – νοσηλευτών στο «Charité».
Αμέσως μετά ακολούθησε ψηφοφορία, στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στο νοσοκομείο ψήφισε υπέρ της κλιμάκωσης των απεργιακών κινητοποιήσεων, που πιθανότατα θα ξεκινήσουν το δεύτερο μισό του Ιούνη.
Προς ένα νέο συνδικαλισμό;
Η ξεκάθαρη αύξηση των απεργιακών αγώνων το τελευταίο διάστημα αντανακλά δυο πράγματα: Από τη μία τη δραματική επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών. Από την άλλη, την αυξανόμενη αγωνιστική διάθεση των εργαζομένων, που ξεπερνά σε μεγάλο βαθμό τα όρια της ηγεσίας των συνδικάτων τους. Σε μια σειρά χώρους έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια νέα γενιά συνδικαλιστών βάσης, που προσπαθεί να σπρώξει το εργατικό κίνημα σε πιο μαχητική κατεύθυνση από αυτή που έχουμε δει μέχρι σήμερα. Πράγματι, σε σχέση με το εργατικό κίνημα της Γερμανίας, κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει…
__________________