Μια επισκόπηση της ιστορίας της εργατικής Πρωτομαγιάς του 1886 στο Σικάγο
Του Γιώργου Κασαμπαλάκου
Για τις ΗΠΑ, η δεκαετία του 1870 είναι μια ταραχώδης δεκαετία: Ξεκίνησε στο απόγειο της οικονομικής ανάπτυξης και του ανοίγματος νέων εμπορικών δρόμων. Τα σιδηροδρομικά δίκτυα επεκτείνονταν με φρενήρεις ρυθμούς, τόσο στα νοτιοδυτικά, όσο και στα βορειοδυτικά. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει και η καπιταλιστική ανάπτυξη σάρωνε τη χώρα. Όπως περιγράφει και ο καθηγητής Άλαν Νέβινς στο βιβλίο του «Η γέννηση της σύγχρονης Αμερικής»:
«Περισσότερα αδράχτια βαμβακιού άρχισαν να γυρνούν, περισσότερα καμίνια με σίδερο άναψαν, περισσότερο ατσάλι φτιάχτηκε, περισσότερο κάρβουνο και χαλκός εξορύχτηκαν, περισσότερη ξυλεία πελεκήθηκε και πριονίστηκε, περισσότερα σπίτια και μαγαζιά χτίστηκαν και περισσότερα εργοστάσια κάθε είδους ιδρύθηκαν σε εκείνα τα χρόνια παρά σε οποιαδήποτε ίσης διάρκειας περίοδο της παλαιότερης ιστορίας μας».
Η μεγάλη ύφεση του 1873-1879 και η χλιδή των μεγιστάνων
Την άνθηση της οικονομίας έως το 1873 ακολούθησε τρομερή ύφεση 6 χρόνων, έως το 1879. Οι ΗΠΑ έμοιαζαν με βομβαρδισμένο τοπίο στη διάρκεια των 6 αυτών χρόνων. Οι υφαντουργίες έμειναν άδειες από κόσμο και υφάσματα, τα ορυχεία παρέμειναν άδειες τρύπες, τα αλέτρια και οι θεριστικές μηχανές σκούριαζαν στα χωράφια.
Τα δύο πέμπτα των εργαζομένων δούλευαν όχι περισσότερο από 6-7 μήνες το χρόνο, τη στιγμή που οι άνεργοι είχαν φτάσει τα 3 εκατομμύρια. Οι μισθοί είχαν μειωθεί πάνω από 45% και το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε το 1 δολάριο στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Οι άνθρωποι περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους, κάθονταν βαριεστημένα στα μπαρ πίνοντας μπύρα αγορασμένη με πίστωση, απορώντας τι είχε πάει στραβά και καταστρέφονταν οι ζωές τους.
Η κατάσταση δεν ήταν βέβαια ίδια για όλους. Οι Τομ Σκοτ, πρόεδρος της Pensylvania Railroad, Τζον Ροκφέλερ (ιδρυτής της ομώνυμης τράπεζας) και Άντριου Κάρνεγκι, γνωστός και ως ο αυτοκράτορας του χάλυβα, αποτελούσαν την προσωποποίηση του «πετυχημένου επιχειρηματία» που γιγαντώθηκε στη διάρκεια της κρίσης. Η χλιδή και η πολυτέλεια που απολάμβανε αυτή η μικρή ολιγομελής ομάδα μεγιστάνων προκαλούσε το κοινό αίσθημα. Σύμφωνα με εφημερίδα της εποχής:
«Τάϊζαν τα άλογά τους λουλούδια και σαμπάνια (…) δόθηκε ένα πλούσιο γεύμα προς τιμήν ενός μικρού μαύρου σκυλιού που φορούσε ένα διαμαντένιο περιλαίμιο αξίας 15.000 δολαρίων (…) σε μια δεξίωση τα τσιγάρα ήταν τυλιγμένα με χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων».
Πάρσονς-Σπάϊς-το αίτημα για το 8ωρο
Η συνεχής εκβιομηχάνιση αύξανε με γεωμετρική πρόοδο τον αριθμό του αμερικάνικου βιομηχανικού προλεταριάτου. Έτσι, οι Ιππότες της Εργασίας, η κύρια τότε οργανωμένη δύναμη εργατών, εκτοξεύτηκαν από τα 28.000 μέλη το 1880 σε 700.000 το 1886. Από το 1881 όμως, δημιουργείται η Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας, AFL, στην αρχή σαν «Ομοσπονδία Οργανωμένων Επαγγελμάτων και Εργατικών Συνδικάτων των Ηνωμένων πολιτειών και του Καναδά».
Ο Άλμπερτ Πάρσονς, γιος του αιδεσιμότατου Τζόναθαν Πάρσονς και της Ελίζαμπεθ Τόμπκινς, μεγάλωσε με τη θεία Έστερ, μια μαύρη σκλάβα που ανέλαβε την ευθύνη του όταν ο μικρός Άλμπερτ έμεινε ορφανός. Παντρεύτηκε τη Μεξικανοϊνδιάνα, Λούσι Ελντίν Γκονζάλες, μετακομίζοντας ταυτόχρονα στο Σικάγο, λίγο πριν την κρίση του 1873.
Εκεί είδαν από κοντά την εξαθλίωση, την πείνα, τις εξώσεις και τις ουρές χιλιομέτρων για λίγο ψωμί. Στη διάρκεια του βαρύ χειμώνα, οι Πάρσονς διαμόρφωσαν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, βλέποντας τον παγωμένο άνεμο από τη λίμνη Μίσιγκαν να τρυπάει τους χιλιάδες άστεγους. Η βίαιη καταστολή της αστυνομίας απέναντι στους διαδηλωτές χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη του, η στράτευσή του στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που προωθούσε τότε τις ιδέες του σοσιαλισμού και της επανάστασης, και στους Ιππότες της Εργασίας το 1879, ήταν λογικό επακόλουθο.
Ο Όγκαστ Σπάϊς, γερμανικής καταγωγής, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1872. Ξεκίνησε να δουλεύει στο Σικάγο ως ταπετσέρης, ενώ το 1877 εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Το 1880 ξεκίνησε να εργάζεται ως αρχισυντάκτης του γερμανόφωνου αναρχικού περιοδικού «Arbeiter Zeitung» (Εφημερίδα των Εργατών) και μαζί με τον Πάρσονς ίδρυσαν την Ένωση για το Οχτάωρο του Σικάγου.
Στο συνέδριο της AFL to 1884, υιοθετήθηκε ομόφωνα ένα ψήφισμα που πρότεινε να πραγματοποιηθεί πανεθνική συγκέντρωση ολόκληρης της εργατικής τάξης την 1η Μάη στο Σικάγο, για να καθιερώσει το 8ωρο.
Πολεμικό κλίμα από τον καθεστωτικό τύπο
Οι μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας, ξεκίνησαν τη λυσσασμένη επίθεση απέναντι στους εργαζόμενους και το «αντεθνικό» αίτημα του 8ώρου.
Ο Μέλβιλ Ε. Στόουν, διευθυντής της εφημερίδας Chicago Daily News (η τότε πιο κερδοφόρα έκδοση δυτικά της Νέας Υόρκης) έγραφε ότι
«εύκολα προβλέπεται επανάληψη των ταραχών της Παρισινής Κομμούνας»,
ενώ η Chicago Tribune ανακοίνωνε πως θα πρέπει να
«κρεμαστεί ένα κομμουνιστικό κουφάρι σε κάθε φανοστάτη».
Η Daily Mail είχε ήδη στοχοποιήσει τους «υπεύθυνους» στο κύριο άρθρο της:
«Στην πόλη μας υπάρχουν δύο επικίνδυνοι κακοποιοί, ο ένας λέγεται Πάρσονς και ο άλλος λέγεται Σπάϊς… Θυμηθείτε τα ονόματά τους σήμερα. Παρακολουθήστε τους. Θεωρήστε τους προσωπικά υπεύθυνους για όποια φασαρία δημιουργηθεί. Τιμωρήστε τους προσωπικά αν σημειωθούν ταραχές!»
προδικάζοντας για τα γεγονότα των επόμενων ημερών.
Οι Πάρσονς, Σπάϊς και άλλοι συνδικαλιστές ηγέτες προετοιμάζονταν πυρετωδώς για την μεγάλη μέρα, την πρωτομαγιά του 1886. Μιλούσαν σε συνελεύσεις, περιόδευαν στα μεγάλα εργοστάσια, προσπαθώντας να μαζικοποιήσουν όσο περισσότερο μπορούσαν τις κινητοποιήσεις για το 8ωρο.
Έναν μήνα πριν την πρωτομαγιά, αποφάσεις για στήριξη της απεργίας και των συγκεντρώσεων είχαν παρθεί από τα σωματεία επιπλοποιών, μηχανουργών, τουβλαδόρων, σοβατζήδων, χασάπηδων, τσαγκάρηδων και πολλών άλλων κλάδων.
Υπολογίζεται ότι 62.000 εργάτες του Σικάγου θα κατέβαιναν στην απεργία, άλλοι 25.000 διεκδικούσαν το 8ωρο αλλά χωρίς απεργία και 20.000 είχαν ήδη κατακτήσει τη μείωση των ωρών εργασίας.
1η Μάη – μια ειρηνική διαδήλωση
Η Πρωτομαγιά του 1886 ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, παρά το πρωινό τσουχτερό κρύο. Στο όμορφο σαββατιάτικο πρωινό, ο παγωμένος αέρας της λίμνης Μίσιγκαν είχε αντικατασταθεί από τη ζέστη του καυτού ήλιου. Παρά την ένταση των τελευταίων ημερών, η ηρεμία κυριαρχούσε στην πόλη. «Υπεύθυνη» για αυτό ήταν βέβαια η απεργία, που σημείωσε τεράστια επιτυχία. Σύμφωνα με τη Chicago Mail
«γύρω στους 340.000 εργάτες διαδήλωναν σε όλη τη χώρα, στο Σικάγο απεργούσαν 80.000».
Εορταστική ατμόσφαιρα επικρατούσε στους δρόμους, οι εργάτες είχαν βάλει τα καλά τους και συνοδευόμενοι από τις οικογένειές τους, κατέβαιναν μαζικά στο κέντρο της πόλης, όπου θα γίνονταν οι βασικές ομιλίες των ηγετών της απεργίας.
Η διαδήλωσε ξεκίνησε, το τεράστιο ανθρώπινο ποτάμι κατευθυνόταν προς τη λίμνη όπου θα γίνονταν ομιλίες στα αγγλικά, τα τσέχικά, τα γερμανικά και τα πολωνικά.
Σε ένα ατελείωτο πλήθος βάδιζαν οι «Ιππότες της Εργασίας», η «Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας», οι μαύροι, οι Ιρλανδοί, οι Ιταλοί, οι Βοημοί, οι Ρώσοι, οι Γερμανοί, οι Εβραίοι, ακόμα και ρεπουμπλικάνοι, σοσιαλιστές, απλοί άνθρωποι που απαιτούσαν την άμεση εφαρμογή του 8ωρου.
Είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Στη συγκέντρωση που κρατήθηκε μαζική ως το τέλος, το πλήθος άρχισε να διαλύεται σταδιακά. Οι προφήτες της αιματοχυσίας διαψεύδονταν πανηγυρικά. Οι εφημερίδες που προεξοφλούσαν το μακελειό, μετρίαζαν τώρα τις δήθεν έγκυρες πληροφορίες και προβλέψεις τους. Όμως η σύγκρουση πλησίαζε…
Τα γεγονότα στο εργοστάσιο Μακ Κόρμικ
Στο εργοστάσιο θεριστικών μηχανών Μακ Κόρμικ όμως, το οποίο ήταν και αυτό κλειστό λόγω των κινητοποιήσεων, θα παιζόταν η επόμενη πράξη του αγώνα για το 8ωρο.
Η αστυνομία, είχε φροντίσει, κατόπιν εντολής του ίδιου του Μακ Κόρμικ, να διοχετεύσει 300 απεργοσπάστες, ώστε να σπάσει η απεργία, ελπίζοντας να ρίξει το ηθικό των απεργών σε όλη την πόλη. Οι εργάτες περίμεναν τους απεργοσπάστες την ώρα που αυτό έκλεινε. Μόλις βγήκαν, πριν προλάβουν να κάνουν το οτιδήποτε, τα όπλα των αντρών της αστυνομίας στράφηκαν εναντίον τους και άρχισαν να ρίχνουν στο ψαχνό. Έξι νεκροί ήταν ο αιματηρός απολογισμός του επεισοδίου, ανάμεσά τους δύο μικρά παιδιά.
Κοντά στη σφαγή έτυχε να είναι και ο ίδιος ο Σπάϊς, που ανέφερε το γεγονός στους συντρόφους του με αποτέλεσμα να κανονιστεί άμεσα συγκέντρωση διαμαρτυρίας για το επόμενο βράδι, της 4ης Μάη στην πλατεία Χεϊμάρκετ.
Τα γεγονότα της πλατείας Χεϊμάρκετ
Όταν οι Πάρσονς και Σπάϊς έφτασαν στον τόπο συγκέντρωσης, αντίκρυσαν ένα μεγάλο πλήθος, που έσφυζε από αγανάκτηση και οργή για τον άδικο χαμό των 4 συντρόφων τους και των 2 μικρών παιδιών. Ο Σπάϊς μιλούσε στον κόσμο από ένα βαγόνι που είχαν σύρει ως τη γωνία ενός λιθόστρωτου δρόμου.
Πίσω από το δρομάκι, βρισκόταν το αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεπλέν, με διευθυντή τον Τζον Μπόνφιλντ, επονομαζόμενο Γκλόμπερ, για ευνόητους λόγους… Μέσα στο τμήμα βρίσκονταν και 180 αστυνομικοί σε ετοιμότητα, κάτι που οι Σπάϊς, Πάρσονς, Φίλντεν και οι υπόλοιποι διοργανωτές της συγκέντρωσης δεν ήξεραν.
Ο Πάρσονς ανέβηκε στο βαγόνι για να μιλήσει στο πλήθος, ξεκινώντας «Δε βρίσκομαι εδώ για να ξεσηκώσω κανέναν, αλλά για να πω τα πράγματα με τ’ όνομά τους».
Η ομιλία του τελείωσε γύρω στις 10. Παγωμένες σταγόνες της βροχής που έρχονταν από τη μεριά της λίμνης προμήνυαν την καταιγίδα που θα ερχόταν. Στο βαγόνι ήταν πλέον ανεβασμένος ο Σαμ Φίλντεν, ενώ η οικογένεια Πάρσονς με φίλους έπιναν τη μπύρα τους στο γωνιακό μπαρ του Ζεπφ. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές «Προσοχή! Η αστυνομία!» Οι 180 αστυνομικοί που βρίσκονταν στο τμήμα της οδού Ντεπλέν, φάνηκαν στο τέρμα του δρόμου με τα γκλομπ στα χέρια.
Τη στιγμιαία σιωπή, έκοψε στα δύο μια κόκκινη λάμψη και μια τεράστια έκρηξη που ακολούθησε. Κάποιος είχε ρίξει μια βόμβα προς τη μεριά των αστυνομικών. Ακολούθησε πανικός. Η αστυνομία πυροβολούσε πλέον προς όλες τις κατευθύνσεις, το πλήθος έτρεχε να σωθεί ενώ δεκάδες πεσμένοι ποδοπατούνταν. Μανιασμένοι αστυνομικοί κλωτσούσαν, χτυπούσαν και σκότωναν. Ο επίσημος τελικός απολογισμός των νεκρών που δόθηκε από τις Αρχές, ήταν 8 αστυνομικοί και 4 διαδηλωτές, όμως ο πραγματικός αριθμός των νεκρών εργατών, αν συνυπολογιστούν οι βαριά τραυματίες που κατέληξαν τις επόμενες μέρες, ξεπερνά τους 30.
Δίψα για αίμα
Στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της επόμενης μέρας μαντεύει κανείς το τι θα ακολουθούσε. Ένας χαρακτηριστικός τίτλος ούρλιαζε:
«ΤΩΡΑ ΑΙΜΑ!..».
Η Chicago Tribune έγραφε:
«Το αίσθημα δικαιοσύνης του λαού απαιτεί οι Ευρωπαίοι δολοφόνοι Όγκαστ Σπαϊς, Μάικλ Σβαμπ (ένα άλλο ηγετικό μέλος των εργατών) και Σάμιουελ Φίλντεν να συλληφθούν, να καταδικαστούν και να απαγχονιστούν για φόνο… Απαιτεί ακόμα να συλληφθεί ο εγκληματίας Άλμπερτ Πάρσονς, που ντρόπιασε τη χώρα με τη γέννησή του σε αυτή, να δικαστεί και να απαγχονιστεί σε κοινή θέα.»
Πολλοί υποψιάζονταν από την πρώτη στιγμή πως η βόμβα ήταν έργο προβοκατόρων – κάτι που μετά από καιρό η πολιτειακή έρευνα το επιβεβαίωσε. Όμως, το πρωινό μετά τη σφαγή, κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει κάτι τέτοιο.
Τις επόμενες μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα της πλατείας Χεϊμάρκετ, όλοι σχεδόν οι συνδικαλιστές ηγέτες των εργαζομένων στο Σικάγο συνελήφθησαν με πρώτους τους Σπάϊς, Φίλντεν και Σβαμπ. Κάποιες ώρες αργότερα συνελήφθησαν και οι Τζορτζ Ένγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ και Όσκαρ Νιμπ, όλοι τους στελέχη των ‘Ιπποτών της Εργασίας’.
Ο Πάρσονς, που αμέσως διαισθάνθηκε την προβοκάτσια κατόρθωσε να διαφύγει μέσα στη σύγχυση. Λίγες μέρες αργότερα, κρυμμένος σε έναν λόφο στο Ουισκόνσιν, μάθαινε πως ήταν κι αυτός κατηγορούμενος. Παρότι είχε σωθεί μαζί με την οικογένεια του, δεν άντεχε στη σκέψη πως οι φίλοι και σύντροφοί του βρίσκονταν σε κίνδυνο, έτσι, αν και ήξερε πως η επιστροφή του ισοδυναμούσε με αυτοκτονία, αποφάσισε να επιστρέψει και να παραδοθεί. Εμφανίστηκε στο δικαστήριο την πρώτη μέρα της δίκης λέγοντας:
«Ήρθα για να δικαστώ κύριε πρόεδρε, μαζί με τους αθώους συντρόφους μου».
Απολογίες καταπέλτες
Οι απολογίες των κατηγορουμένων καταλάμβαναν ολόκληρες σελίδες στον τύπο. Και οι πιο ορκισμένοι εχθροί του εργατικού κινήματος παραδέχονταν πως οι κατηγορούμενοι κράτησαν ψηλά το κεφάλι και δεν ξεπούλησαν τι ιδέες τους. Ο Νιμπ, που απολογήθηκε πρώτος, κρατώντας αγέρωχο ύφος και σταθερή, επιβλητική φωνή, είπε ανάμεσα στα άλλα:
«Έβλεπα τους αρτεργάτες να δουλεύουν σαν τα σκυλιά… Τους βοήθησα να οργανωθούν, ήταν έγκλημα… Τώρα δουλεύουν δέκα ώρες τη μέρα αντί για δεκαέξι… Έκανα όμως και άλλο έγκλημα, μεγαλύτερο. Μια μέρα είδα τους ζυθοποιούς του Σικάγο να πηγαίνουν στη δουλειά τα χαράματα στις 4. Στρώθηκα στη δουλειά και τους οργάνωσα… Κύριε πρόεδρε, το μεγαλύτερο έγκλημα όμως που έκανα ήταν που μοίρασα μια προκήρυξη στους υπαλλήλους των μπακάλικων, προτρέποντάς τους να δουλεύουν μέχρι τις 7 το βράδι και να κάθονται την Κυριακή!»
Ο Πάρσονς ξεκίνησε την απολογία του, αναφέροντας όλες τις άδικες διώξεις, ακόμα και δολοφονίες που είχαν υποστεί οι αγωνιζόμενοι εργάτες, από το στρατό, την αστυνομία και βέβαια από τα μέλη των «ομάδων επαγρύπνησης», ενέργειες που ποτέ δεν διερευνήθηκαν. Κατηγόρησε τον βομβιστή της πλατείας Χεϊμάρκετ, πως ήταν πληρωμένος δολοφόνος, που ήρθε ειδικά για να δυναμιτίσει το 8ωρο από τη Νέα Υόρκη.
Η απολογία του Σπάϊς ανέβασε απότομα τους τόνους, όταν απευθυνόμενος κατάματα και με περήφανο ύφος προς τον δικαστή Γκάρι και τους ενόρκους, είπε:
«Αν νομίζετε ότι με το να μας κρεμάσετε, θα συντρίψετε το εργατικό κίνημα, το κίνημα απ’ όπου τα εκατομμύρια των καταπιεσμένων, τα εκατομμύρια αυτών που εργάζονται σκληρά μέσα στη φτώχεια, περιμένουν τη λύτρωση, τότε κρεμάστε μας! Εδώ θα ποδοπατήσετε μια σπίθα, αλλά εκεί κι εκεί, πίσω σας και μπροστά σας, παντού φλόγες ξεφυτρώνουν. Είναι μια υπόγεια φωτιά, δεν μπορείτε να τη σβήσετε…»
Η εκτέλεση
Στις 9 Οκτώβρη του 1886, βγήκε η απόφαση. Όπως αναμενόταν, καταδικαστική σε θάνατο για όλους, πλην του Σβαμπ, που θα φυλακιζόταν για 15 χρόνια.
Μάταια η Λούσι Πάρσονς γύρισε τη χώρα, αποφασισμένη να σώσει τις ζωές των 7 καταδικασθέντων. Χωρίς αποτέλεσμα προσωπικότητες των ΗΠΑ και του εξωτερικού όπως ο Μπέρναρ Σω και ο Ουίλιαμ Μόρις, έστειλαν γράμματα συμπαράστασης και διαμαρτυρίας για τους επερχόμενους απαγχονισμούς.
Από τους 7 μελλοθάνατους, τελικά έμειναν να απαγχονιστούν οι 4, αφού μια μέρα πριν την εκτέλεση ο κυβερνήτης Όγκλσμπι μετέτρεψε τη θανατική καταδίκη των Φίλντεν και Σβαμπ σε ισόβια κάθειρξη, ενώ το ίδιο βράδι ο Λινγκ «αυτοκτόνησε» (ή δολοφονήθηκε στο κελί του).
Το πρωί της 11ης Νοέμβρη του 1889, οι Σπάϊς, Φίσερ, Ένγκελ και Πάρσονς οδηγήθηκαν στην αγχόνη. Όταν η θηλιά τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του Σπάϊς, πρόλαβε μόνο να πει
«Θα έρθει μια μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές που πνίγετε σήμερα»…