Του Δημήτρη Χατζηκώστα
Σε μια νέα περίοδο κρίσης και πολιτικής αστάθειας μπαίνει η Ιταλία μετά την παραίτηση του πρωθυπουργού Λέτα και την αντικατάστασή του από τον Μ. Ρέντζι, που είναι και ο νέος ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος. Είχε προηγηθεί η παραίτηση του υφυπουργού οικονομικών Σ. Φασίνα στις αρχές του χρόνου, η οποία και εγκαινίασε τη νέα αυτή περίοδο πολιτικής κρίσης.
Πίσω από την πολιτική, η οικονομική κρίση
Όλα τα παραπάνω δείχνουν τις κινήσεις πανικού του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου της χώρας να δώσει διέξοδο και να βγάλει τη χώρα από την παρατεταμένη οικονομική κρίση.
Η Ιταλία ήταν η μόνη χώρα των G7 που έκλεισε με ύφεση το 2013, ενώ η οικονομία της έχει πάψει ουσιαστικά να αναπτύσσεται από το 2001. Παράλληλα, οι προβλέψεις για ανάκαμψη μέσα στο 2014 περιορίζονται σε ένα πενιχρό 0,5%, που μόνο ως στασιμότητα μπορεί να ερμηνευτεί.
Η ιταλική αστική τάξη τα τελευταία τρία χρόνια προσπαθεί να βρει εκείνο το σχήμα πολιτικής της εκπροσώπησης που θα μπορέσει να εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντά της, απορροφώντας ταυτόχρονα και τους κοινωνικούς κραδασμούς λόγω της παρατεταμένης λιτότητας. Η αλήθεια είναι πως δοκίμασε αρκετά σχήματα μέχρι τώρα που όλα απέτυχαν παταγωδώς. Δοκίμασε την κυβέρνηση του Μπερλουσκόνι που έπεσε το 2011. Δοκίμασε την κυβέρνηση του τεχνοκράτη Μόντι, η οποία κατέρρευσε μέσα σε λίγους μήνες. Δοκίμασε την κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού Δεξιάς – Κέντρου – «Κεντροαριστεράς» υπό τον Λέτα, η οποία από την αρχή της συγκρότησής της αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, με αποκορύφωμα την πρόσφατη παραίτηση του πρωθυπουργού και το αναγκαστικό «λίφτινγκ» που έγινε με το Ρέντζι.
Ποιος είναι ο Ρέντζι;
Ο νέος πρωθυπουργός και αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) υπόσχεται να τα «αλλάξει όλα» και να βγάλει την οικονομία από την κρίση. Το προηγούμενο διάστημα ασκούσε μια λαϊκιστική κριτική στην πολιτική λιτότητας του Λέτα και στο Σύμφωνο Σταθερότητας της ΕΕ. Η επικράτησή του όμως στο PD και στην κυβέρνηση δεν συνιστά σε καμιά περίπτωση «αριστερή στροφή». Το αντίθετο μάλιστα! Συνιστά την επικράτηση των πιο συνειδητών στοιχείων της αστικής τάξης μέσα στο κόμμα και την κυβέρνηση. Άνθρωπος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, υπόσχεται «σαρωτικές διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις» που μόνο ως εξαγγελία πολέμου εναντίον των εργαζομένων και των κατακτήσεών τους μπορούν να ερμηνευτούν.
Το κίνημα και η αριστερά
Παρά τη χρόνια λιτότητα και την πολιτική σήψη, το ιταλικό εργατικό κίνημα δεν έδωσε μάχες αντίστοιχου μεγέθους με αυτές των κινημάτων άλλων χωρών του Νότου.
Η βασική αιτία που κρύβεται πίσω από αυτό είναι η αδυναμία της Αριστεράς και ιδιαίτερα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, η οποία βρίσκεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Στις τελευταίες εκλογές, η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφράστηκε μέσα από την μαζική υπερψήφιση του Κινήματος των 5 Αστέρων του Πέπε Γκρίλλο που πήρε το 25% των ψήφων. Πρόκειται για ένα κίνημα με αντιφατικά χαρακτηριστικά, λαϊκιστικό λόγο και αδυναμία οργάνωσης στη βάση, στο οποίο όμως διοχετεύτηκε η οργή απέναντι στη λιτότητα και το πολιτικό κατεστημένο. Οι αδυναμίες του συγκεκριμένου κόμματος γρήγορα βγήκαν στην επιφάνεια και έτσι στις πρόσφατες τοπικές εκλογές τα ποσοστά του έπεσαν κατά 11% στο Βορρά και κατά 23% στο Νότο.
Η απεργία στη Γένοβα – σημείο καμπής για το εργατικό κίνημα
Το 2013 όμως έκλεισε με μια σημαντική απεργία στο χώρο των συγκοινωνιών, που αν και περιορίστηκε τοπικά στη Γένοβα, ο αντίκτυπος της εξαπλώθηκε σε όλη την Ιταλία.
Μια πενθήμερη τοπική απεργία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των συγκοινωνιών που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία παρ’ ότι είχε κριθεί παράνομη, ξαναθύμισε στους εργαζόμενους τη δύναμή τους. Η μερική επιτυχία της απεργίας που κατάφερε να ακυρώσει τις ιδιωτικοποιήσεις μέχρι το 2015, έδωσε αυτοπεποίθηση στους εργαζόμενους και τρόμαξε τους αστούς αναλυτές, οι οποίοι άρχισαν να μιλάνε για τον κίνδυνο επιστροφής σε μεθόδους «μαχητικού συνδικαλισμού».
Το ιταλικό τμήμα της CWI (ControCorrente) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της απεργίας όπως επίσης και στο συντονισμό της με άλλους κλάδους και στρώματα, θέτοντας παράλληλα το ζήτημα του χτισίματος μιας νέας Αριστεράς που θα ξαναπιάσει το νήμα από τις καλύτερες παραδόσεις του ιταλικού εργατικού κινήματος.