του Χρήστου Κεφαλή*
Όταν το Νοέμβριο του 2011, σχεδόν ταυτόχρονα, ορκίζονταν στην Ελλάδα και στην Ιταλία οι τεχνοκρατικές κυβερνήσεις του Παπαδήμου και του Μόντι, θα μπορούσε να φανεί πως επρόκειτο για μια σύμπτωση, αν όχι στην ουσία, τουλάχιστον στο συγχρονισμό των εξελίξεων. Δεν πέρασε όμως καλά-καλά ενάμισης χρόνος και οι δυο χώρες έρχονται να συμπέσουν για άλλη μια φορά στη μορφή της πολιτικής τους διακυβέρνησης. Από την Κυριακή 28/4 η Ιταλία κυβερνιέται και αυτή από μια τρικομματική κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Ενρίκο Λιέτα, του Δημοκρατικού Κόμματος, μιας παραπέρα σοσιαλδημοκρατικής μετεξέλιξης του κεντροαριστερού κόμματος της Ελιάς. Οι άλλοι δυο εταίροι είναι το δεξιό κόμμα του Μπερλουσκόνι και το ηττημένο κατά κράτος στις πρόσφατες εκλογές κεντρώο κόμμα του πρώην πρωθυπουργού Μόντι, που συμμετέχουν επίσης με αρκετά στελέχη.
Ο σχηματισμός της νέας ιταλικής κυβέρνησης, έρχεται να αποδείξει για άλλη μια φορά τη βαθμιαία εξάλειψη ακόμη και των επιμέρους διαφορών ανάμεσα στις παραδοσιακές δυνάμεις και κόμματα του κατεστημένου. «Κεντροαριστεροί», «κεντρώοι» και «(κεντρο)δεξιοί» ενώνονται πλέον για να υπερασπίσουν τις πολιτικές της άγριας λιτότητας, της ακύρωσης των κοινωνικών κατακτήσεων και του αυταρχισμού που δεν μπορούν και δεν έχουν τη δύναμη να επιβάλουν ο καθένας χωριστά.
Η Ιταλία είναι βέβαια μια χώρα μεγαλύτερη από την Ελλάδα, με ισχυρότερη οικονομία και πολύ πιο σημαντικά και βαρύνοντα μεγέθη μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το ιταλικό κατεστημένο έχει έτσι μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών, οι εξελίξεις είναι πιο αργές και η οικονομική διάλυση δεν έχει λάβει ακόμη την ίδια έκταση με την Ελλάδα. Αυτό εξηγεί μεταξύ άλλων γιατί η κυβέρνηση του Μόντι ήταν συγκριτικά πιο σταθερή από εκείνη του Παπαδήμου, κάτι που μπορεί να επαληθευτεί και με τη νέα κυβέρνηση του Λιέτα, απέναντι στην ελληνική τρικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ.
Ταυτόχρονα, όμως, η ιταλική οικονομία και κοινωνία διαπερνιέται από τις βαθιές ανισότητες, καθώς και την ισχυρή δομική αντίθεση ανάμεσα στον πλούσιο βιομηχανικό Βορρά και τον αγροτικό καθυστερημένο Νότο που δεν έγινε ποτέ πραγματικά δυνατό να ξεπεραστεί. Η κυβέρνηση Λιέτα, όπως και η κυβέρνηση Σαμαρά στη χώρα μας, συνιστά την τελευταία προσπάθεια του κατεστημένου να χειραγωγηθούν οι εξελίξεις σε συντηρητική κατεύθυνση πάνω στην πλατύτερη δυνατή πολιτική βάση. Γι’ αυτό όμως η αποτυχία και η εξάντληση των περιθωρίων της θα σημαίνει, με δεδομένα τα πολύ μεγαλύτερα οικονομικά μεγέθη της Ιταλίας, μια ακόμη μεγαλύτερη κρίση και αδιέξοδο από την Ελλάδα, τόσο για την ίδια την Ιταλία όσο και για την ΕΕ γενικότερα.
Η ριζοσπαστικοποίηση και οι αμφισβητήσεις της κοινωνικής βάσης εκφράστηκαν στην Ιταλία με τη θεαματική άνοδο του κινήματος των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο, κατ’ αναλογία με την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας. Όμως εδώ εντοπίζεται η ουσιώδης διαφορά με την Ελλάδα. Ενώ εδώ υπήρχε στον ΣΥΡΙΖΑ ένα σαφώς αριστερό κόμμα για να διοχετευθεί η ριζοσπαστικοποίηση, στην Ιταλία δεν δημιουργήθηκε έγκαιρα μια ανάλογη Αριστερά για να καλύψει το πολιτικό κενό. Επωφελήθηκε έτσι το κόμμα του Γκρίλο, που διακρίνεται για την ασάφεια των θέσεών του, τη συνένωση ριζοσπαστικών και αντιδραστικών τάσεων, την έλλειψη σαφούς στίγματος του καταγγελτικού του λόγου.
Με τη με τα τωρινά δεδομένα αναπόφευκτη αποτυχία της κυβέρνησης Λιέτα να βγάλει τη χώρα από την κρίση, η αστική πολιτική διαχείρισης θα έχει φτάσει στο τελικό όριό της. Τι θα ακολουθήσει μετά;
Ενώ στην Ιταλία –αυτό όντας μια άλλη σημαντική διαφορά με την Ελλάδα– λόγω της μη εξίσου δραματικής επιδείνωσης της κρίσης δεν έχει αναπτυχθεί ένας ισχυρός φασιστικός πόλος τύπου Χρυσής Αυγής, θα υπάρχει τότε ο κίνδυνος το κόμμα του Γκρίλο να λειτουργήσει σαν ένα ανάχωμα προς την πραγματική ριζοσπαστικοποίηση. Και αυτό με τη σειρά του να οδηγήσει σε μια ενίσχυση και εκεί της νεοφασιστικής δεξιάς, που για την ώρα στεγάζεται στο κόμμα του Μπερλουσκόνι. Οι σκόρπιες δυνάμεις της Αριστεράς στην Ιταλία έχουν έτσι μια δύσκολη αποστολή, η εκπλήρωση της οποίας προϋποθέτει τη συνένωσή τους και την απόκτηση δεσμών με τα ριζοσπαστικοποιημένα λαϊκά στρώματα που στράφηκαν στις τελευταίες εκλογές στο κόμμα του Γκρίλο.