Βαγγέλης Κολτσίδης
Γενικός Γραμματέας Σωματείου Εργαζομένων CYTA-Hellas
Λίγο πριν τελειώσει το 2018, οι πολιτικοί ηγέτες ΗΠΑ και Κίνας, Τραμπ και Σι Τζινπίνγκ, συναντήθηκαν στην Αργεντινή στα πλαίσια του συνεδρίου των G20. Συμφώνησαν από κοινού ότι πρέπει να υπάρξει εκεχειρία στον οικονομικό πόλεμο που διεξάγουν οι δύο χώρες για τις επόμενες 90 μέρες. Αυτό σημαίνει ότι, αν δεν υπάρξουν νέες συμφωνίες και σημαντικές εξελίξεις, η απειλή του Τραμπ για νέα αύξηση των δασμών στα κινέζικα προϊόντα, από 10% σε 25%, θα πραγματοποιηθεί στις αρχές Μαρτίου.
Στην πραγματικότητα το πάγωμα των μέτρων εμπορικού πολέμου εκατέρωθεν είναι αποτέλεσμα των αυξανόμενων οικονομικών πιέσεων που δέχονται οι δύο χώρες, αλλά και οι απαισιόδοξες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Οι κινεζικές εξαγωγές κατέγραψαν απροσδόκητα μεγάλη πτώση τον Δεκέμβριο, ενώ και οι εισαγωγές συρρικνώθηκαν τον ίδιο μήνα, γεγονός που αντανακλά τόσο την κάμψη της παγκόσμιας ζήτησης όσο και τις αδυναμίες της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη.
Οι προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς μόλις 2,9% φέτος και 2,8% το 2020. Η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η αμερικανική, προβλέπεται να κατεβάζει συνεχώς ταχύτητα και να φτάσει στο 2021 αναπτυσσόμενη με ρυθμούς 1,6% έναντι 2,9% το 2018.
Νέο μέτωπο
Την επόμενη μέρα της «εκεχειρίας» όμως, ανακοινώθηκε η σύλληψη στον Καναδά της Μενγκ Γουαντζού, οικονομικής διευθύντριας και κόρης του ιδρυτή της Huawei, που δυναμιτίζει ξανά τις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας και ανοίγει νέο μέτωπο διαμάχης. Η Γουαντζού αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο έκδοσης στις ΗΠΑ, κατηγορούμενη για μη συμμόρφωση της εταιρείας στο εμπάργκο που έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ στο Ιράν. Κατηγορείται ακόμη ότι εξαπάτησε αμερικάνικες εταιρείες, παρουσιάζοντας τη θυγατρική της Huawei SkyCom ως ανεξάρτητη εταιρεία, και έτσι τις οδήγησε χωρίς τη θέλησή τους να κάνουν συναλλαγές με το Ιράν.
Το παραπάνω συμβάν σηματοδοτεί μια νέα κλιμάκωση στον τεχνολογικό πόλεμο που έχει ξεκινήσει ο Τραμπ ενάντια στην Κίνα. Η Huawei είναι μία πολύ σημαντική εταιρεία για την Κίνα στην προσπάθειά της να φτάσει και να ξεπεράσει το επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης των δυτικών οικονομιών. Για αυτό το λόγο βρίσκεται στο στόχαστρο μιας εκστρατείας που έχουν ξεκινήσει οι δυτικές κυβερνήσεις ώστε να μην συμπεριλαμβάνεται πλέον στο πλάνο αναβάθμισης των δικτύων επικοινωνίας 5ης γενιάς (5G).
Ο πόλεμος του 5G
Τα δίκτυα 5G αποτελούν μία πολύ σημαντική τεχνολογική εξέλιξη σε σχέση με την προηγούμενη γενιά 4G. Εκτός από την παροχή μεγαλύτερης ταχύτητας δεδομένων, το 5G αναμένεται να οδηγήσει σε πολλές νέες καινοτομίες στον τομέα των μεταφορών, της υγειονομικής περίθαλψης, των εμπορικών αλλά και στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Η Huawei είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία κατασκευής smartphone στον κόσμο (πίσω από τη Samsung και πάνω από την Apple) και ο μεγαλύτερος παραγωγός εξοπλισμού δικτύου ασύρματης πρόσβασης για τον τηλεπικοινωνιακό τομέα. Οι ΗΠΑ είχαν προηγουμένως προσπαθήσει να πείσουν τους συμμάχους τους να μην χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό 5G της Huawei λόγω ανησυχίας πως η Κίνα μπορεί να τον εκμεταλλευτεί για λόγους κατασκοπείας. Επιπλέον έχουν απαγορεύσει σε τηλεπικοινωνιακές εταιρείες που λαμβάνουν δημόσιους αμερικανικούς πόρους να χρησιμοποιούν την τεχνολογία 5G της Huawei. Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία έχουν κάνει παρόμοιες κινήσεις, ενώ ο Καναδάς, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο αυτή τη στιγμή συζητούν απαγορεύσεις σε εξοπλισμό 5G της Huawei.
Η Huawei, μαζί με την επίσης κινεζική ZTE, έχουν αναπτύξει ήδη τηλεπικοινωνιακές υποδομές για δίκτυα 5G και έχουν επιτύχει εξαιρετικά αποτελέσματα. Η Huawei ανακοίνωσε ότι έχει υπογράψει πάνω από 25 εμπορικά συμβόλαια 5G, κατατάσσοντας την στην πρώτη θέση στον κόσμο και έχει αποστείλει περισσότερους από 10.000 σταθμούς βάσης 5G.
Η ΗΠΑ έχουν λάβει ανάλογα μέτρα ενάντια στην ZTE τον περασμένο Απρίλιο, διακόπτοντας προσωρινά την αγορά εξοπλισμού από μεγάλες επιχειρήσεις στις ΗΠΑ και φέρνοντας ουσιαστικά την κινεζική εταιρεία στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Η Huawei είναι επίσης εξαρτημένη από τον αμερικανικό τεχνολογικό κλάδο καθώς κάτι περισσότερο από το 1/3 των εξαρτημάτων της το προμηθεύεται από εταιρείες των ΗΠΑ.
Πιέσεις από ΗΠΑ
Η Κίνα έχει αναπτύξει πάρα πολύ την βιομηχανική και τεχνολογική της παραγωγή, η οποία πια δεν «χωράει» στα στενά όρια της χώρας και το 5G αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να την βγάλει από την εδώ και χρόνια απομόνωση της. Ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί στον κόσμο της «ελεύθερης αγοράς» από τις υπόλοιπες ισχυρές δυνάμεις, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά ότι η οικονομία ελέγχεται αυστηρά από τα οικονομικά μεγαθήρια τα οποία επιβάλλουν τους νόμους και τους κανόνες που τους συμφέρουν.
Η πρόσφατη σύλληψη του Γουετζίνγκ Γ., ο οποίος ήταν υπεύθυνος πωλήσεων της Huawei σε πελάτες του δημοσίου στην Πολωνία, δείχνει ότι η κινεζική εταιρεία θεωρείται απειλή και για τη Δύση. Ενώ οι πιέσεις των ΗΠΑ προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εμποδίσουν την πρόσβαση του κινεζικού ομίλου στα τηλεπικοινωνιακά τους δίκτυα φέρνει αποτελέσματα και στην Τσεχία.
Ο πρόεδρος της χώρας Μίλος Ζέμαν στοχεύει να αναδείξει την Τσεχία ως πύλη κινεζικών επενδύσεων στην Ευρώπη. Παρόλα αυτά, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και Κυβερνοχώρου της Τσεχίας με έκθεσή της συνέστησε σε εταιρείες τη μη χρήση λογισμικού και υλικού από την Huawei και την επίσης κινεζική ΖΤΕ. Ο Μίλος Ζέμαν υπογράμμισε πως με την εν λόγω έκθεση πιθανώς να προκληθούν πλήγματα στην οικονομία της χώρας, επικαλούμενος τις επενδύσεις της τσεχικής Skoda Auto (θυγατρικής της Volkswagen) στην Κίνα και τον σχεδιασμό για τα δίκτυα 5ης γενιάς. Σε περίπτωση που απαντήσει με αντίμετρα η Κίνα θα δρομολογηθούν και αντίστοιχες αποεπενδύσεις από την μεριά της Τσεχίας.
Κλιμάκωση
Όσο η κρίση βαθαίνει, είναι φανερό ότι οι καπιταλιστές κάθε χώρας προσπαθούν να φορτώσουν την κρίση στα λαϊκά στρώματα της χώρας τους, αλλά και στις χώρες με τις οποίες έχουν οικονομικό και εμπορικό ανταγωνισμό. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας είναι πολύ σφιχτά δεμένες μεταξύ τους, και τα μέτρα εμπορικού πολέμου απειλούν να παρασύρουν και τις δύο χώρες αλλά και την παγκόσμια οικονομία σε νέα ύφεση, η αντιπαράθεση φαίνεται να συνεχίζεται και να κλιμακώνεται. Είναι στην ίδια την λογική του καπιταλισμού να λειτουργεί καταστροφικά, προκαλώντας διαρκώς κρίσεις και πολέμους.
Την ίδια ώρα, και στις ΗΠΑ και στην Κίνα, με διαφορετικό τρόπο στην κάθε χώρα, τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα βιώνουν αστυνομική καταστολή και περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών τους. Οι οικονομικές ανισότητες και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξάνεται, οι κοινωνικές παροχές και τα επιδόματα συρρικνώνονται ενώ οι περιβαλλοντικές καταστροφές και η κλιματική αλλαγή καλπάζει. Όλα αυτά συμβαίνουν στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη.
Είναι φανερό ότι πρέπει να μπει φρένο στον έλεγχο της οικονομίας από μια χούφτα μεγάλων επιχειρήσεων που με γνώμονα τα προσωπικά τους κέρδη οδηγούν εκατομμύρια ανθρώπους στην εξαθλίωση. Είναι καιρός η οικονομία να σχεδιαστεί δημοκρατικά από τους εργαζομένους με σκοπό να καλύψει τις ανάγκες της κοινωνίας. Για να γίνει αυτό χρειάζονται επαναστατικές ανατροπές σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Χρειάζεται επομένως να στρέψουμε ξανά τον ενδιαφέρον μας στα κοινά και να δημιουργήσουμε τους δικούς μας συλλογικούς φορείς αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά και να ξεπεράσουμε τα ατομικά μας προβλήματα.