Μια ακόμη τρομακτική περίπτωση αστυνομικής βίας ήρθε στη δημοσιότητα πριν από μερικές μέρες θυμίζοντας για ακόμη μια φορά τη δολοφονική συμπεριφορά της αστυνομίας απέναντι στους ανθρώπους του αγώνα και όσους κρίνονται ανεπιθύμητοι. Πρόκειται για την περίπτωση του σοβαρότατου τραυματισμού συμμετέχοντα στην κατάληψη του Ευαγγελισμού στο Ηράκλειο Κρήτης κατά τη διάρκεια της επιχείρησης εκκένωσής της. Όπως περιγράφει έτερος συλληφθέντας, κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης ο τραυματίας και μεταπτυχιακός φοιτητής του Πανεπιστημίου Κρήτης έπεσε από την ταράτσα του κτηρίου (από ύψος 12 μέτρων) σπάζοντας τα δύο του πόδια και προκαλώντας κατάγματα στη σπονδυλική του στήλη:
«[…] Ο νεαρός που έπεσε είχε δεχθεί ήδη ξυλοδαρμό από τις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας καθώς τον έσερναν από τα μαλλιά στη μισή ταράτσα μέχρι να του φορέσουν χειροπέδες. Κόσμος από τα γειτονικά μπαλκόνια είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται και εκείνη την στιγμή ο Α. βρέθηκε στο χείλος της ταράτσας του κτηρίου και στη συνέχεια σε δευτερόλεπτα στο κενό. Την ίδια στιγμή τα ΕΚΑΜ παρότι ήμουν χειροπεδημένος και μπρούμυτα με κλωτσούσαν στο κεφάλι φωνάζοντας μου στο αυτί «βούλωσε το γιατί και εσύ θα βρεθείς στο νεκροτομείο». Αυτό το τρομακτικό γεγονός, η πτώση ενός ανθρώπου από τα δώδεκα μέτρα ύψος ενώ φορούσε πισθάγκωνα χειροπέδες, καθαρά από τύχη δεν οδήγησε στον θάνατο. […] Από θαύμα ζει και δεν έμεινε παράλυτος. Το βασανιστήριο του όμως συνεχίστηκε καθώς είχε την ατυχία να πέσει σε βάρδια γιατρού από το Βενιζέλειο που προσπάθησε να κουκουλώσει την υπόθεση, ξαναστέλνοντας τον πίσω στην Αστυνομική διεύθυνση. Εκεί για περίπου δέκα ώρες βρίσκονταν ακινητοποιημένος σε αμαξίδιο καθώς η υποδιευθύντρια της υπηρεσίας ισχυριζόταν ότι είναι καλυμμένη από το εξιτήριο του Βενιζελείου και η μόνη της υποχρέωση είναι να του δίνει κανένα ντεπόν. Μετά από πολύ έντονες διαμαρτυρίες, δεκατρείς ώρες αργότερα τον παρέλαβε το ΕΚΑΒ και τον εισήγαγε στο ΠΑΓΝΗ όπου με τις πρόσθετες εξετάσεις έγινε γνωστό το πλήρες εύρος των τραυματισμών.»
Η παραπάνω περιγραφή μόνο τρόμο και οργή μπορεί να προκαλέσει. Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία του άλλου συλληφθέντα, ο τραυματίας αφού είχε ξυλοκοπηθεί αγρίως και ενώ φορούσε χειροπέδες, βρέθηκε στο χείλος της ταράτσας προειδοποιώντας τους αστυνομικούς ότι θα πέσει εάν αυτοί πλησιάσουν. Η απάντηση της αστυνομίας, κόντρα σε κάθε πρωτόκολλο αλλά και στην κοινή λογική, ήταν να τρέξουν κατά πάνω του οδηγώντας στην πτώση και τον τραυματισμό του (ο οποίος θα μπορούσε κάλλιστα να αποβεί θανατηφόρος). Επιπλέον το γεγονός ότι έλαβε εξιτήριο στην κατάσταση την οποία βρισκόταν πέραν του ότι είναι εξωφρενικό και απαράδεκτο, δημιουργεί και σοβαρά ερωτηματικά για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε αυτό. Διόλου απίθανο ο υπεύθυνος γιατρός να απειλήθηκε από τους αστυνομικούς ώστε να κουκουλωθεί η υπόθεση.
Μια –ακόμα– παραλίγο δολοφονία
Ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν φυσικά (και ήδη έχουν κινηθεί διαδικασίες από την ΟΕΝΓΕ) εις βάρος του γιατρού αλλά και τις διοίκησης του νοσοκομείου. Επίσης σοβαρότατες ευθύνες φέρει και η Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Κρήτης η οποία απαίτησε την εκκένωση του χώρου κόντρα στην αντίθετη γνώμη των Φοιτητικών Συλλόγων αλλά και των υποψηφίων διδακτόρων, κάποιοι εκ των οποίων διέμεναν και συμμετείχαν στην εν λόγω κατάληψη.
Το μείζων ζήτημα που ανακύπτει όμως είναι ότι η κυβέρνηση καλύπτει αυτές τις δολοφονικές επιθέσεις της αστυνομίας. Μια κυβέρνηση που στην πράξη είναι ο ηθικός αυτουργός αυτών των εγκλημάτων αφού, εδώ και 4 χρόνια έχει κάνει σαφές ότι η αστυνομική βία και αυθαιρεσία αποτελούν πολιτική της στόχευση. Η βίαιη διάλυση πορειών και συγκεντρώσεων (με νωπά παραδείγματα τις πορείες στις πλημμυρισμένες περιοχές), οι συλλήψεις στο σωρό κατά τη διάρκεια αυτών, οι βασανισμοί κατά τη διάρκεια της σύλληψης ή της κράτησης (συχνό φαινόμενο ειδικά στο διαβόητο Α.Τ. Ομόνοιας), δεν είναι μεμονωμένα περιστατικά όπως θέλουν να τα παρουσιάζουν τα συστημικά ΜΜΕ αλλά παγιωμένη τακτική της αστυνομίας.
Όταν αυτές οι πρακτικές γίνονται καθημερινότητα, η κλιμάκωση τους, δηλαδή η δολοφονία, δεν αργεί να έρθει. Και δυστυχώς ήδη τα τελευταία 4 χρόνια θρηνούμε αρκετά θύματα αστυνομικής βίας. Ας μην ξεχνάμε τις δολοφονίες Σαμπάνη και Φραγκούλη για τη δεύτερη εκ των οποίων μάλιστα ζητήθηκε δίωξη για ανθρωποκτονία με πρόθεση, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση από τον Εισαγγελέα Ας μη ξεχνάμε επίσης την περίπτωση του Κώστα Μανιουδάκη που βρέθηκε νεκρός μετά από αστυνομικό έλεγχο με την οικογένειά του να καταγγέλλει ότι πρόκειται για δολοφονία. Και φυσικά η εν λόγω περίπτωση μόνο κατά τύχη δεν συγκαταλέγεται στην παραπάνω λίστα.
Η αστυνομική βία έχει πάρει πλέον διαστάσεις επιδημίας. Η δε ατιμωρησία των αστυνομικών οδηγεί σε περαιτέρω κλιμάκωση του φαινομένου. Είναι συνεπώς επιτακτική ανάγκη να απαντήσουμε με τους αγώνες μας. Να καταγγείλουμε την αστυνομική βία και αυθαιρεσία όπου αυτές εμφανίζονται, να στηρίζουμε τα θύματα ιδίως όταν αντιμετωπίζουν δικαστικές διώξεις, να απαιτήσουμε την παραδειγματική τιμωρία των αστυνομικών-δολοφόνων και όσων αυθαιρετούν, να παλέψουμε ώστε να ενισχυθεί το νομικό πλαίσιο προστασίας των πολιτών (κατάργηση του νόμου ενάντια στις διαδηλώσεις, τοποθέτηση ονόματος και αριθμού στις στολές των αστυνομικών, ανεμπόδιστη παρουσία δημοσιογράφων και καταγραφής της δράσης της αστυνομίας κ.α.). Επιπλέον να απαιτήσουμε την κατάργηση των ειδικών δυνάμεων ΜΑΤ και ΔΡΑΣΗ που η μόνη τους ουσιαστική αρμοδιότητα είναι να επιτίθενται στο οργανωμένο κίνημα. Και φυσικά να εντάξουμε αυτή την πάλη στα πλαίσια της συνολικότερης πάλης ενάντια στη πολιτική της κυβέρνησης και του συστήματος το οποίο βασίζεται στη βία της αστυνομίας για να επιβάλει την πολιτική του, δηλαδή την πολιτική της φτώχειας και της εξαθλίωσης.