Η δολοφονία του ακροδεξιού ινφλουένσερ Τσάρλι Κερκ (Charlie Kirk) έχει προκαλέσει έντονες αναταραχές στην αμερικανική κοινωνία. Με αφορμή τη δολοφονία, αλλά και την κριτική που ακολούθησε στις απόψεις του Κερκ, πολλοί Ρεπουμπλικανοί πολιτικοί άνοιξαν ξανά τη συζήτηση για την επιρροή που ασκούν στην καθημερινή ζωή τα social media και μέχρι που είναι ανεκτή η ελευθερία του λόγου. Υποστηρίζουν ότι μέσω αυτών υποκινείται η στοχοποίηση ανθρώπων, που μπορεί ακόμα και να οδηγήσει σε δολοφονίες. Φαίνεται ακόμα να «ζητάνε εξηγήσεις» και από εταιρείες κολοσσούς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την πρόσφατη τάση ριζοσπαστικοποίησης των χρηστών, που εκφράζεται μέσα από τις πλατφόρμες τους.
Είναι βασικά οι ίδιοι πολιτικοί που μέχρι σχετικά πρόσφατα προσπαθούσαν υποκριτικά να πείσουν ότι πάλευαν για το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, είτε την περίοδο του covid, είτε κατά την επίθεση στο Καπιτώλειο (και στις δύο περιπτώσεις η ελευθερία έκφρασης που διεκδικούσαν, ήταν η ελευθερία έκφρασης των δικών τους απόψεων). Εμφανιζόταν ωστόσο ως μεγάλοι υπερασπιστές της ελευθερίας του λόγου, την οποία τώρα καταδιώκουν.
Η απόλυση του Τζίμι Κίμελ
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ προστατεύει την ελευθερία του λόγου, αλλά όλο και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα η ελευθερία αυτή καταπατάται από τα ιδιωτικά, ελεγχόμενα από την κυρίαρχη πολιτική μέσα ενημέρωσης. Στο ίδιο μήκος κύματος, κινήθηκε και το κανάλι ABC ανακοινώνοντας ότι αναστέλλει την επ’ αόριστον τη συνεργασία του με των κωμικό Τζίμι Κίμελ (Jimmy Kimmel) αφού σε μονόλογο του κατά τη διάρκεια της εκπομπής ειρωνεύτηκε τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Τόσο ο ίδιος ο Πρόεδρος όσο και οι υποστηρικτές του δεν χάρηκαν με τη σάτιρα που δέχτηκε και στην ουσία απαίτησαν την απόλυση του κωμικού. Μετά την κατακραυγή, ο Κίμελ επέστρεψε μετά από 6 ημέρες και συνέχισε κανονικά το σόου, σατιρίζοντας για άλλη μία φορά τη στάση του Τράμπ, λέγοντας:
«Προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να με ακυρώσει. Αντ’ αυτού, έκανε εκατομμύρια ανθρώπους να παρακολουθήσουν την εκπομπή. Αυτό του γύρισε μπούμερανγκ. Ίσως χρειαστεί να δημοσιοποιήσει τα αρχεία του Έπστιν για να μας αποσπάσει την προσοχή από αυτό τώρα». [σημ. αναφέρεται στην γενική κατακραυγή απέναντι στον Τραμπ που είχε υποσχεθεί ότι θα δημοσιοποιήσει τα αρχεία του προαγωγού (και προσωπικού του φίλου) Τζέφρι ‘Επστιν]
Υποκρισία και κυνήγι πολιτικών αντιπάλων
Την ίδια στιγμή που ο Τραμπ χρησιμοποιεί την εξουσία του για να σιγήσει οποιαδήποτε φωνή διαφωνεί με τη δική του, υπάρχουν στο διαδίκτυο δηλώσεις του πριν τη δεύτερη εκλογή του, σύμφωνα με τις οποίες βασικός στόχος της πολιτικής του θα ήταν η επαναφορά της ελευθερίας του λόγου, έτσι ώστε να ξαναγίνει η Αμερική ένα ασφαλές μέρος για οποιονδήποτε επιθυμεί να εκφράζεται. Βέβαια μετά την εκλογή του έβαλε στο στόχαστρο δικηγόρους οι οποίοι συνεργάζονται με πολίτικούς του αντιπάλους καθώς και δημοσιογράφους που αναζητούν την αλήθεια για τις καταδίκες του (ο Τραμπ έχει στο παρελθόν απασχολήσει τη δικαιοσύνη για μια σειρά ζητήματα). Κάποιοι από αυτούς φυσικά υποκύπτουν και σταματούν να τον «ενοχλούν». Οι υπόλοιποι, αυτοί που συνεχίζουν, συχνά χάνουν τη δουλειά τους και μπαίνουν στο περιθώριο.
Η κυβέρνηση Τραμπ όμως δεν μένει μόνο σε αυτούς που εναντιώνονται στον ίδιο τον πρόεδρο, αλλά και σε αυτούς που βρίσκονται απέναντι στη συνολική πολιτική της. Με πρόσφατο προεδρικό διάταγμα, ανακηρύχθηκαν τρομοκρατική οργάνωση οι «αντίφα» με το πρόσχημα ότι αποτελούν κίνδυνο για την ασφάλεια και την ευημερία της χώρας. Ο όρος «αντίφα» βέβαια, δεν αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη πολιτική οργάνωση αλλά αποτελεί έναν όρο ομπρέλα για αυτούς που παλεύουν ενάντια στον φασισμό, και τον ρατσισμό, τις διακρίσεις οποιουδήποτε χαρακτήρα, την αστυνομική καταστολή, κλπ. Επομένως, όταν η κυβέρνηση των ΗΠΑ στοχοποιεί μία τόσο γενική και ευρεία ομάδα ανθρώπων, σημαίνει ότι μπορεί να κυνηγήσει στην ουσία όλους όσους δεν συμφωνούν με τις ρατσιστικές πολιτικές της κυβέρνησης του. Μια από τις πιο ακραίες εκφράσεις αυτής της πολιτικής ήταν η πρόσφατη διαταγή του Τραμπ να αναπτυχθεί στρατός στους δρόμους του Πορτλαντ και αν χρειαστεί να χρησιμοποιήσει βία ενάντια σε όσους διαμαρτύρονται για τα σκληρά αντιμεταναστευτικά μέτρα του ICE (της αστυνομίας μετανάστευσης).
Η λογοκρισία είναι όπλο του συστήματος
Είναι προφανές ότι το παραπάνω φαινόμενο δεν αποτελεί κάποια πρωτοτυπία της Αμερικής. Αντίθετα, σε κάθε χώρα όπου η ακροδεξιά νιώθει αρκετά ισχυρή, επιχειρεί να επιβάλλει λογοκρισία απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους. Ζωντανό παράδειγμα αποτελεί η απόλυση του κωμικού Πάρη Ρούπου από την Pizza Fan με την οποία συνεργαζόταν, λόγω ενός σατιρικού σχολίου που είχε κάνει σε προσωπική του παράσταση για την ελληνική πραγματικότητα- απόλυση ήρθε μετά από πίεση ακροδεξιών πολιτικών προσώπων.
Η ελευθερία του λόγου αποτελεί θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, το οποίο το σύστημα προσπαθεί να χτυπήσει κάθε φορά που νιώθει ότι απειλείται. Από τη μεριά της, η ακροδεξιά επικαλείται την ελευθερία του λόγου, μόνο όταν πρόκειται να υπερασπιστεί το δικό της «δικαίωμα» να προωθεί το μίσος, τον ρατσισμό, τον σκοταδισμό και τη συντήρηση. Αποτελεί καθήκον της Αριστεράς να παλεύει μαχητικά για την υπεράσπιση αυτού του δικαιώματος.