Tου Αλέξανδρου Πραντούνα
Η ήττα του Δημοκρατικού Κόμματος στις ενδιάμεσες εκλογές του Κογκρέσου στις 2 Νοεμβρίου δεν ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Αν πριν δυο χρόνια, εκατομμύρια εργαζόμενοι και νεολαίοι στις ΗΠΑ (αλλά και διεθνώς) έβλεπαν με ενθουσιασμό την ανάληψη της αμερικάνικης προεδρίας από έναν άνθρωπο που θεωρούσαν πως θα προχωρούσε σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις υπέρ των δικών τους συμφερόντων, τώρα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
Οι Δημοκρατικοί στα δύο χρόνια που μεσολάβησαν, στήριξαν με νύχια και με δόντια την πολιτική των τεράστιων “πακέτων διάσωσης” προς τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, διατήρησαν τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν, δεν προχώρησαν σε κανένα πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της ανεργίας και των κατασχέσεων σπιτιών και κάλυψαν πλήρως την καταστροφή του περιβάλλοντος από πολυεθνικές εταιρίες όπως η ΒΡ. Για όλους αυτούς τους λόγους η δημοτικότητα του Ομπάμα έπεσε στο 45% από το 78% στην διάρκεια της προεδρίας του.
Οι εκλογές και η επόμενη μέρα
Οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία στην Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ στην Γερουσία οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να κρατήσουν οριακή πλειοψηφία, παρόλο που έχασαν 6 έδρες προς όφελος των Ρεπουμπλικάνων. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο Ομπάμα δεν θα μπορεί (όπως συνέβαινε μέχρι τώρα) να περνάει τις νομοθεσίες που επιθυμεί χωρίς την συναίνεση των Ρεπουμπλικάνων. Στην πραγματικότητα, τα επόμενα 2 χρόνια μπορεί να μετατραπούν σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Κι αν κάποια από τα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων (ιδιαίτερα οι ακροδεξιοί του Tea Party) φλερτάρουν με αυτή την ιδέα, ο Ομπάμα έσπευσε την επόμενη μέρα να προτείνει συνεργασία μεταξύ των δύο κομμάτων ώστε να αποφευχθεί αυτό το ενδεχόμενο.
Το Tea Party ενισχυμένο από τις εκλογές
Οι εκλογές αυτές έβγαλαν πολύ ενισχυμένους τους ηγέτες του Tea Party, ενός ρατσιστικού και ακραία συντηρητικού “κινήματος” που λειτουργεί ως “τάση” στα πλαίσια του Ρεπουμπλικάνικου Κόμματος. Σε ρητορικό επίπεδο, το Tea Party, υποτίθεται πως πολεμά ενάντια στο κατεστημένο. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα ηγετικά του στελέχη είναι πολυεκατομμυριούχοι, ενώ ο βασικός χρηματοδότης του είναι ο μεγιστάνας του Τύπου και ιδιοκτήτης του καναλιού Fox News, Ρούπερτ Μέρντοχ. Σε πολιτικό επίπεδο, το Tea Party, έχει μπει ενεργητικά μπροστά στην προσπάθεια ενός τμήματος του αμερικάνικου κατεστημένου να στρέψει την οργή των πολιτών για την οικονομική κρίση ενάντια στους μετανάστες και τους μαύρους, ενώ είναι φανατικά ενάντια στο να χρηματοδοτούνται από το κράτος η παιδεία και η υγεία, και υπέρ των φοροαπαλλαγών για τους πλούσιους.
“Στροφή προς τα δεξιά”;
Τα αποτελέσματα των εκλογών, καθώς και η εκλογή στελεχών του Tea Party οδήγησαν μια σειρά πολιτικούς αναλυτές στο συμπέρασμα πως έχει συντελεστεί “δεξιά στροφή” στην αμερικάνικη κοινωνία και πως οι ψηφοφόροι απέρριψαν τον Ομπάμα επειδή “κινήθηκε πολύ αριστερά”. Τίποτα δεν απέχει περισσότερο από την αλήθεια.
Κατ’ αρχήν, όλες οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν πως εκατομμύρια ψηφοφόροι που στήριξαν τον Ομπάμα το 2008, αυτή την φορά απείχαν απογοητευμένοι από την διάψευση των προσδοκιών τους. Η αύξηση των ψήφων των Ρεπουμπλικάνων σε απόλυτους αριθμούς ήταν πολύ μικρή. Ήταν η αποχή των υποστηρικτών του Ομπάμα που χάρισε τη νίκη στους Ρεπουμπλικάνους και όχι κάποια υποτιθέμενη μεταστροφή του εκλογικού σώματος.
Φυσικά, ένα τμήμα της αμερικάνικης κοινωνίας – όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά σε περιόδους οικονομικής κρίσης – έχει καταλήξει σε αντιδραστικά συμπεράσματα, όμως αυτό συμβαίνει ενώ παράλληλα, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι και νεολαίοι εξοργίζονται με τα εγκλήματα των πολυεθνικών και την υποκρισία των Δημοκρατικών και αναζητούν ριζοσπαστικές απαντήσεις στα αδιέξοδα του συστήματος.
Μόλις έναν μήνα πριν τις εκλογές, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες τα συνδικάτα οργάνωσαν μια πανεθνική κινητοποίηση στην Ουάσιγκτον στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 200.000 εργαζόμενοι. Σε πρόσφατη πανεθνική δημοσκόπηση, 30% των ερωτηθέντων “θεωρεί προτιμότερο τον σοσιαλισμό από τον καπιταλισμό”, ενώ στις ηλικίες 18-30 ετών, το ποσοστό φτάνει το 43%.
Την επόμενη περίοδο, ολοένα και περισσότεροι Aμερικάνοι εργαζόμενοι θα κατανοούν πως τα δύο μεγάλα κόμματα δουλεύουν για τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και της Γουόλ Στριτ και πως χρειάζεται να χτίσουν το δικό τους πολιτικό κόμμα.