Φέτος συμπληρώνονται 57 χρόνια από τα ιστορικά γεγονότα του Ιούλη του 1965 – και πιο ειδικά από τη γενική απεργία της 27ης Ιούλη του 1965. Με αυτή την αφορμή, αναδημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του συντρόφου Παναγιώτη Βογιατζή.
Την περίοδο που σ’ ολόκληρη σχεδόν την υδρόγειο, απ’ τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, μέχρι το Βιετνάμ και την Τσεχοσλοβακία, η νεολαία και οι εργαζόμενοι ξεσηκωνόντουσαν διεκδικώντας έναν καινούριο κόσμο, η Ελλάδα βρισκόταν κάτω από τη μπότα της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Κι όμως, το ελληνικό εργατικό κίνημα μπορεί να περηφανεύεται πως έζησε τον δικό του «Μάη», και μάλιστα τρία χρόνια νωρίτερα, το καλοκαίρι του 1965.
Η Ελλάδα μετά τον εμφύλιο
Η δεκαετία του ’50 βρήκε την Ελλάδα κατεστραμμένη απ’ τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Ωστόσο, όσο βαθιές ήταν οι καταστροφές που άφησαν πίσω τους οι πόλεμοι, άλλο τόσο γρήγορη ήταν η ανάκαμψη που ακολούθησε. Ξεκινώντας από ένα πολύ χαμηλό σημείο και υποστηριζόμενη από το σχέδιο Μάρσαλ των Αμερικανών (παρά την απίστευτη ρεμούλα που το συνόδευσε) η ελληνική οικονομία άρχισε ν’ αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς. Τεράστιες στρατιές εργατών, κυρίως οικοδόμων και εργαζομένων στη βιομηχανία, συγκεντρώνονται στις πόλεις και βοηθούν το εργατικό κίνημα να ξεπεράσει το σοκ της ήττας του στον εμφύλιο και να βάλει τις βάσεις για καινούριες μάχες και διεκδικήσεις. Άλλωστε, αυτή η οικονομική ανάπτυξη απέχει πάρα πολύ απ’ την εικόνα της «χρυσής εποχής» του ελληνικού καπιταλισμού που κάποιοι θέλουν να ζωγραφίσουν για κείνη την περίοδο, αφού συνοδεύεται από μια εκρηκτική αύξηση των ανισοτήτων και τα ρήμαγμα της υπαίθρου απ’ την αστυφιλία και την εξωτερική μετανάστευση, που ερημώνουν ολόκληρες περιοχές.
Το εργατικό κίνημα
Την επαύριο του εμφυλίου τίποτε δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε ν’ ανακόψει την πορεία της θριαμβεύουσας αντίδρασης. Εργατικά κόμματα και οργανώσεις στην παρανομία. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμάτα. Ο χωροφύλακας είχε αναγορευτεί σε ανώτατο τοπικό άρχοντα. Ακόμα και η ανάγνωση της «Αυγής» ή έστω και κεντρώων εφημερίδων, ήταν μια πράξη που απαιτούσε μια ικανή ποσότητα θάρρους, ιδίως στα χωριά και τις μικρές πόλεις. Και φυσικά, για να πιάσεις την οποιαδήποτε δουλειά, ήταν απαραίτητο το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».
Ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες όμως, ελάχιστος χρόνος απαιτήθηκε για να αρχίσει το εργατικό κίνημα να βγαίνει ξανά στο προσκήνιο, τόσο πολιτικά όσο και συνδικαλιστικά. Σπάνια στην παγκόσμια ιστορία μπορεί να βρεθεί ανάλογο παράδειγμα, πράγμα που δείχνει τη δύναμη και τις κοινωνικές ρίζες που απέκτησε η Αριστερά στην Ελλάδα κατά την περίοδο της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου.
Πολιτικά, η Αριστερά βρήκε την έκφρασή της στην Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ) που ιδρύθηκε το 1951, σαν συνασπισμός μικρών αριστερών κομμάτων που εξακολουθούσαν να είναι νόμιμα εκείνη την περίοδο. Βέβαια, ο βασικός της κορμός σχηματίστηκε από μέλη του ΚΚΕ, που βρισκόταν εκτός νόμου απ’ το 1947. Το 1956 η ΕΔΑ μετατρέπεται σε ενιαίο κόμμα και το 1958 το ΚΚΕ αποφασίζει να διαλύσει όλες τις παράνομες οργανώσεις του και να στείλει όλα τα στελέχη και τα μέλη του να δουλέψουν μέσα σ’ αυτήν.
Η άνοδος του εργατικού κινήματος αντανακλάται στην ραγδαία αύξηση των απεργιών, ήδη απ’ τις αρχές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’50. Απ’ το 1956 ως το 1958, ο αριθμός των απεργών τριπλασιάζεται σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο και φτάνει συνολικά το 1,1 εκατομμύρια εργάτες.
Την ίδια εποχή κάνει την εμφάνισή του και το φοιτητικό κίνημα, καθώς η ανώτατη εκπαίδευση έχει αρχίσει να μαζικοποιείται. Αυτή η άνοδος γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή στο πολιτικό πεδίο: Στις εκλογές του 1958, η CIA, που παίζει έναν εξαιρετικά ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της εποχής, σχεδιάζει ένα εκλογικό σύστημα ειδικά φτιαγμένο για να εμφανίσει μειωμένη τη δύναμη της Aριστεράς, αφού τα αστυνομικά μέτρα δεν έχουν τα επιθυμητά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Υπολογίζουν να δώσουν σχεδόν όλες τις βουλευτικές έδρες στα δυο μεγαλύτερα κόμματα, την δεξιά ΕΡΕ του Καραμανλή και τον κεντρώο συνασπισμό, ωστόσο τα σχέδια τους γίνονται μπούμερανγκ. Η ΕΡΕ βγαίνει μεν πρώτο κόμμα, αλλά η ΕΔΑ, με 24,4% των ψήφων (το μεγαλύτερο ποσοστό που πήρε ποτέ αριστερό κόμμα στην Ελλάδα) ανακηρύσσεται αξιωματική αντιπολίτευση κι εκλέγει 79 βουλευτές.
Σ’ αυτή την άνοδο του εργατικού κινήματος, η αντίδραση απαντάει, όχι με κάποιες περιορισμένες έστω παροχές, αλλά με ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση της στάσης της. Και αποφασίζει να δώσει την πλήρη υποστήριξή της στην ΕΡΕ και όχι στην Ένωση Κέντρου (ΕΚ) του Γ. Παπανδρέου (παππού του Γιωργάκη) παρ’ ότι κι αυτή ήταν ένα καθαρά αστικό κόμμα, που το πρόγραμμά της δεν είχε και μεγάλες διαφορές με τη δεξιά.
Οι λόγοι αυτής της επιλογής ήταν δύο: Οι συνθήκες του ψυχρού πολέμου που επικρατούσαν διεθνώς απαιτούσαν μια «διπλά σίγουρη» για τους Αμερικανούς κυβέρνηση στην Ελλάδα, μια κυβέρνηση που δεν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Αριστερά, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και δεν θα έβαζε σε κίνδυνο τα στρατηγικά τους σχέδια στην περιοχή. Το κυριότερο όμως ήταν ο ίδιος ο χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού που στηριζόταν για την ανάπτυξή του αποκλειστικά στο φτηνό εργατικό δυναμικό και δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στους εργαζομένους, αφού θα έχανε έτσι το όποιο συγκριτικό του πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες καπιταλιστικές ευρωπαϊκές χώρες.
Βία και νοθεία
Οι εκλογές του 1961 έμειναν στην ιστορία σαν «εκλογές βίας και νοθείας», παρά το γεγονός ότι καμιά εκλογική αναμέτρηση εκείνης της περιόδου δεν έγινε κάτω από πραγματικά δημοκρατικές συνθήκες. Μπορούμε να καταλάβουμε λοιπόν το μέγεθος της απάτης που συντελέστηκε. Το Παλάτι και ολόκληρος ο μηχανισμός του κράτους και του παρακράτους, τέθηκαν στη διάθεση του Καραμανλή. Η τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Οι …νεκροί που «ψήφισαν» ήταν χιλιάδες. Έτσι το σχέδιο, δηλαδή η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ, επιτεύχθηκε, αλλά για τους αστούς αυτή ήταν μια πύρρεια νίκη.
Το μέγεθος του οργίου ήταν τόσο μεγάλο, που ο Γ. Παπανδρέου, αυτός ο αστός πολιτικός, ο σφαγέας του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη του ’44, αναγκάστηκε να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και να καλέσει το λαό
«…σε άμυνα εναντίον των ενόπλων και αόπλων που του στερούν το δικαίωμα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του».
Έτσι, το καθαρά αστικό κόμμα της ΕΚ, γεννημένο μέσα στο παλιρροιακό κύμα της ανόδου των εργατικών αγώνων, γίνεται, σε μεγάλο βαθμό άθελά του, φορέας της παραπέρα ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Καθώς οι παρακρατικοί αποθρασύνονται, φτάνοντας τον Μάη του 1963 να δολοφονήσουν στη Θεσσαλονίκη τον συνεργαζόμενο με την ΕΔΑ βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, η ΕΚ σπρώχνεται από την δυναμική των πραγμάτων ολοένα και πιο αριστερά.
Εργατικοί αγώνες
Πολιτικοί και συνδικαλιστικοί αγώνες πηγαίνουν χέρι χέρι σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο. Παρά το γεγονός ότι η ΓΣΕΕ ελέγχεται πλήρως από την κυβέρνηση, παρά την ύπαρξη του «Συνδικαλιστικού» της Ασφάλειας, που γεμίζει κάθε εργασιακό χώρο με χαφιέδες, η Αριστερά αρχίζει σταδιακά ν’ αναλαμβάνει την ηγεσία των αγώνων, ήδη πριν από το 1960.
Οι Συνεργαζόμενες Εργατικές Οργανώσεις, που είναι το εναλλακτικό κέντρο απέναντι στην εργοδοτική ΓΣΕΕ, έχουν 35 σωματεία μέλη όταν ιδρύονται το ‘62, φτάνουν τα 115 τον Απρίλη του ‘64 και τα 315 στο τέλος της χρονιάς.
Η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση γίνεται στα τέλη του 1960 από τους οικοδόμους. Η πανελλαδική τους απεργία έχει μεγάλη επιτυχία. Και στις 1 του Δεκέμβρη συγκρούονται στο κέντρο της Αθήνας με την αστυνομία, ξηλώνουν τα πεζοδρόμια, στήνουν οδοφράγματα και αντιπαρατίθενται με τις μηχανοκίνητες αστυνομικές δυνάμεις. Είναι η πρώτη φορά από τα τέλη του ’40 που εργατικός αγώνας συγκρούεται ανοιχτά και μάλιστα πετυχημένα, με τις δυνάμεις καταστολής. Καταφέρνουν να πετύχουν το 7ωρο και μια σειρά άλλα αιτήματα. Δεν λεγόταν τυχαία τότε πως «οι οικοδόμοι γκρέμισαν τον Καραμανλή».
Χρόνο με τον χρόνο οι απεργίες πολλαπλασιάζονται, για να φτάσουν στο αποκορύφωμα του 1966, με 1,6 εκατομμύρια απεργούς. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πληθαίνουν οι απεργίες κι οι διαδηλώσεις που βάζουν πολιτικά αιτήματα, ξεκινώντας από τις βασικές δημοκρατικές ελευθερίες και φτάνοντας μέχρι την κατάργηση της μοναρχίας. Σ’ αυτό το τελευταίο όμως δεν θα βρουν πουθενά υποστήριξη…
Προς την Αποστασία
Αντιμέτωπος με τη λαϊκή οργή που φούντωνε καθημερινά, ο Καραμανλής αναγκάζεται να κάνει εκλογές το 1963, τις οποίες χάνει, παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των αστών. Ο μετέπειτα «εθνάρχης», το σκάει στο Παρίσι με το όνομα Τριανταφυλλίδης στο διαβατήριό του. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί την οριστική απόδειξη για το κίνημα πως έχει τις δυνάμεις να πετύχει πολύ περισσότερα…
Μια και η ΕΚ δεν πετυχαίνει αυτοδυναμία, οι εκλογές επαναλαμβάνονται τον Φλεβάρη του 1964 και δίνουν στον Παπανδρέου μια συντριπτική νίκη με 52,7%. Καθώς όμως το κίνημα φτάνει στο ζενίθ των προσπαθειών του, αποκαλύπτονται και τα όρια της ηγεσίας του. Ούτε η ΕΚ ούτε η ΕΔΑ τολμούν να θίξουν το θεσμό της μοναρχίας και να ζητήσουν δημοψήφισμα.
Το Παλάτι κι ο στρατός αντίθετα σκληραίνουν ολοένα τη στάση τους, κατανοώντας πλήρως την αδυναμία των αντιπάλων τους. Το καλοκαίρι του 1965 είναι πια σε όλους φανερό πως τα πράγματα οδηγούνται σε ρήξη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενάντια σε κάθε συνταγματική νομιμότητα, επιμένει να ορίσει υπουργό Άμυνας πιστό στον ίδιο, παρ’ ότι κάτι τέτοιο αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωθυπουργού. Στις 15 του Ιούλη αποπέμπει τον Γ. Παπανδρέου και ορκίζει μια κυβέρνηση αποστατών βουλευτών της ΕΚ που συνεργάζονται με την ΕΡΕ.
Η βάση γι’ αυτή την αποστασία πρέπει ν’ αναζητηθεί από τη μια στην ανοιχτή δωροδοκία δεκάδων βουλευτών με τεράστια ποσά, αλλά και στον φόβο μιας μερίδας της ΕΚ μπροστά στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση που γι’ αυτούς αντιπροσώπευε τον χειρότερο εφιάλτη τους: τον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Ανοίγει μια περίοδος τριών περίπου μηνών με τον λαό να διαδηλώνει μέρα νύχτα, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Τότε δημιουργείται το κίνημα του 1-1-4, που ήταν μια αναφορά στο άρθρο 114 του Συντάγματος: «Η τήρησις του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», που αντιπροσώπευε το αίσθημα του λαού για δημοκρατία, ενάντια στις παρεμβάσεις του Παλατιού.
Σε μια Αθήνα των 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων, η αποπομπή του Παπανδρέου οδηγεί αυθόρμητα 1 εκατομμύριο διαδηλωτές στους δρόμους. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία είναι καθημερινές, οι τραυματίες εκατοντάδες. Στις 21 του Ιούλη δολοφονείται ο φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής Νεολαίας της ΕΔΑ, Σωτήρης Πέτρουλας. Η Ασφάλεια, φοβούμενη την έκρηξη του κόσμου στην κηδεία του, προσπαθεί να τον θάψει νύχτα, αλλά σκοντάφτει στην αντίδραση του παπά. (θεωρείται αντιχριστιανικό να τελεστεί λειτουργία πριν την ανατολή του ηλίου). Έτσι, η κηδεία του μετατρέπεται στην μεγαλύτερη μέχρι τότε διαδήλωση.
Στο διάστημα των 40 ημερών από το μοναρχικό πραξικόπημα καταγράφηκαν 400 συγκεντρώσεις σ’ ανοιχτό χώρο. Η Βουλή ήταν κάθε μέρα αποκλεισμένη.
Τέτοιος ρυθμός κινητοποιήσεων δεν είχε προηγούμενο στην ελληνική ιστορία. Η κορυφαία στιγμή αυτής της μάχης ήταν η Γενική Απεργία της 27 του Ιούλη. Γράφει ο ιστορικός Δ. Λιβιεράτος:
«Eίναι πραγματικά μια μεγάλη μέρα για τους αγώνες του ελληνικού προλεταριάτου. Tο εγχείρημα είναι δύσκολο και επικίνδυνο. Aπό το 1946 έχει να γίνει πανεργατική πολιτική απεργία. H προετοιμασία δεν είναι επαρκής… Kαι όμως, αυθόρμητα, μέσα στα εργοστάσια, στα μαγαζιά, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. Αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από αγνώστους μεταξύ τους εργάτες και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά. H συγκοινωνία έχει σχεδόν σταματήσει, αλλά χιλιάδες, πολλές χιλιάδες εργάτες κατεβαίνουν με τα πόδια στη πλατεία Δημαρχίας όπου θα γίνει η συγκέντρωση…»
O κόσμος που ξεχύθηκε στους δρόμους, οργάνωσε τη μεγάλη απεργία και συγκρούστηκε για βδομάδες με την αστυνομία, είχε μια δυναμική πολύ ριζοσπαστικότερη από τους στόχους της EK. Tα συνθήματα για «Δημοψήφισμα», «η Aυλή να μαντρωθεί», έβαζαν στο στόχαστρο τον ίδιο το θεσμό της μοναρχίας, και ουσιαστικά όλο το πολιτικό οικοδόμημα στο οποίο στηριζόταν η άρχουσα τάξη.
Aλλά η ηγεσία του κινήματος ήταν πολύ πιο πίσω από αυτή τη δυναμική. Μια στοιχειωδώς υπεύθυνη ηγεσία, με οδηγό τα βασικά δημοκρατικά συνθήματα που είχαν υιοθετηθεί από ολόκληρη σχεδόν την κοινωνία, θα μπορούσε να πάρει την εξουσία και να προχωρήσει σε σοσιαλιστικά μέτρα, την κατάργηση των αποικιακών συμβάσεων με το ξένο κεφάλαιο, την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας.
Όμως η EΔA σ’ όλη αυτή τη περίοδο ποτέ δεν έβαλε το ζήτημα της Mοναρχίας, προσπάθησε μάλιστα να καταπνίξει αυτά τα συνθήματα.
Έτσι άφησε ανοιχτό το δρόμο στην ηγεσία της EK και τον Παπανδρέου ώστε να προχωρήσουν σε ένα συμβιβασμό με τα ανάκτορα και την ΕΡΕ. Ακόμα και στις αρχές του 1966, όταν αυτός ο συμβιβασμός είχε πια αποκρυσταλλωθεί, η ηγεσία της ΕΔΑ παρουσίασε μια πρόταση 5 σημείων «για έξοδο από την κρίση». Το 4ο σημείο δεν άφηνε περιθώρια γι’ αμφιβολίες: «Κανένα κόμμα δεν θα θέσει πολιτειακό ζήτημα»! Λες και υπήρχε περίπτωση να τεθεί θέμα μοναρχίας από οποιοδήποτε άλλο κόμμα εκτός από την ίδια! Στις 17 Σεπτέμβρη, η τρίτη κυβέρνηση των αποστατών –του Στ. Στεφανόπουλου– κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης.
Tο κίνημα είχε φτάσει στα πρόθυρα της νίκης, αλλά η συμβιβαστική πολιτική της ηγεσίας του τη στέρησε.
Τα γεγονότα του ’65 απέδειξαν για μια ακόμη φορά πως στους ταξικούς αγώνες δεν μπορεί να υπάρχει μακροπρόθεσμα ισοπαλία. Ένα κίνημα που δεν οδηγείται στην νίκη, είναι καταδικασμένο στην ήττα.
Το ελληνικό εργατικό κίνημα ξεκίνησε την προσπάθειά του απ’ το 1958 και για σχεδόν μια δεκαετία συνέχισε να δίνει σκληρές μάχες ξοδεύοντας τεράστια ποσά ενέργειας και χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη προοπτική. Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή έρχεται η κούραση. Πάνω σ’ αυτή την κούραση πάτησαν οι αστοί για να μεθοδεύσουν το πραξικόπημα του 1967. Μάλιστα, σήμερα είναι πια γνωστό πως ετοιμαζόντουσαν δυο πραξικοπήματα: Αυτό του βασιλιά και των στρατηγών, σε συνεργασία με μια μερίδα της «φωτισμένης» δεξιάς και αυτό των συνταγματαρχών που τελικά πραγματοποιήθηκε.
Και όμως, η ηγεσία της ΕΔΑ και του ΚΚΕ δεν είχαν καταλάβει τίποτε. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Αυγή» της 21 Απριλίου του 1967, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ, πιάστηκε στο τυπογραφείο με τον τίτλο «Γιατί δεν μπορεί να γίνει πραξικόπημα», ενώ όλοι οι ηγέτες της συνελήφθησαν με τις πυτζάμες.
Η θεωρητική τύφλωση
Οι ευθύνες για αυτή την κωμικοτραγική εξέλιξη δεν πρέπει να αναζητηθούν στις προσωπικές αδυναμίες του ενός ή του άλλου στελέχους. Το ΚΚΕ το 1965 δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναλάβει τις ίδιες θέσεις και τα ίδια λάθη που το συνοδεύουν και το χαρακτηρίζουν από τη στιγμή που απεμπόλησε τις επαναστατικές ιδέες του μαρξισμού, για να καταφεύγει με κάθε ευκαιρία στις συμμαχίες με τα «προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης», από τη στιγμή δηλαδή που έγινε έρμαιο των «ιδεών» του Στάλιν και του Ζαχαριάδη. Έμεινε έτσι πιστό στα ίδια λάθη που έκανε τόσο το 1936 όσο και το 1944-46. Είναι πολύ αποκαλυπτικό να παρακολουθήσουμε την «αυτοκριτική» του ΚΚΕ γι’ αυτά τα γεγονότα, από την απόφαση του 9ου συνεδρίου, του 1974:
«Τα λάθη που έγιναν την περίοδο 1961 – 67, συνδέονται με ορισμένες θέσεις του 8ου συνεδρίου, στις οποίες στηρίχθηκε η δράση του κόμματος. Ενώ το πρόγραμμα καθόριζε σωστά το χαρακτήρα της επανάστασης, χαρακτήριζε τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη σαν «εθνική αστική τάξη» και τη συμπεριλάμβανε στις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης, (σημ: η υπογράμμιση δική μας) έκανε μια μηχανιστική μεταφορά στη χώρα μας του ρόλου που παίζει η εθνική αστική τάξη σ’ άλλες χώρες. Αυτό το λάθος οδήγησε σε οπορτουνιστικές διαστρεβλώσεις και σε πολιτική ουράς με την Ένωση Κέντρου. Το Πρόγραμμα καθόριζε επίσης λαθεμένα ότι η επανάσταση θα γινόταν κυρίως με τον ειρηνικό δρόμο, πράγμα που έτρεφε τη νομιμότητα…»
Η απόφαση αυτή, μαζί μ’ ολόκληρη την βαμμένη με αίμα ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, επιβεβαιώνουν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης, που αναπτύχθηκε από τον Λ. Τρότσκι στις αρχές του 20ου αιώνα: Πως η πλήρης και γνήσια λύση των δημοκρατικών καθηκόντων στις χώρες με καθυστερημένη αστική ανάπτυξη, της πραγματοποίησης της δημοκρατίας και της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εργατική τάξη να μπαίνει επικεφαλής ολόκληρου του έθνους και των καταπιεζόμενων τάξεων για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Η ελληνική αστική τάξη βρέθηκε από την πρώτη στιγμή της γέννησης της σταθερά δεμένη με τα «τζάκια» και το Παλάτι. Η αδυναμία της να λύσει αυτούς τους δεσμούς, να δημιουργήσει μια ισχυρή οικονομία, να παραχωρήσει τις βασικές δημοκρατικές ελευθερίες και να σπάσει την εξάρτησή της απ’ τους ιμπεριαλιστές, οδήγησαν ξανά και ξανά την εργατική τάξη στο να τεθεί πρωτοπορία στους αγώνες. Και μόνο η θεωρητική τύφλωση των ηγετών της δεν επέτρεψαν σ’ αυτούς τους αγώνες να έχουν νικηφόρα κατάληξη.