Η Κυριακή της 9ης Γενάρη του 1905, πέρασε στην ιστορία σαν η «Ματωμένη Κυριακή» που αποτέλεσε το ξεκίνημα της επανάστασης του 1905, της «πρόβας τζενεράλε» για τη νικηφόρα ρωσική επανάσταση του Οκτώβρη του 1917. Με αφορμή αυτό το γεγονός δημοσιεύσουμε παλιότερο αφιέρωμα από το site του «Ξ».
Τα συγκλονιστικά γεγονότα του 1905 αποκάλυψαν στην εργατική τάξη της Ρωσίας ότι είχε πια τη δύναμη να παραλύσει όλη τη βιομηχανία και να σταματήσει όποτε ήθελε τους σιδηροδρόμους, τη βιομηχανία αερίου και την παραγωγή ηλεκτρικού, όπως κανείς ανοιγοκλείνει έναν απλό διακόπτη φωτός. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι έδειξαν στην εργατική τάξη ότι είναι μια δύναμη ικανή να φέρει σε πέρας την ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Το 1905 ήταν η αρχή της Ρώσικης Επανάστασης. Ήταν οι εμπειρίες εκείνης της χρονιάς που εξασφάλισαν στη συνέχεια την πετυχημένη ανατροπή του καπιταλισμού το 1917. Πάνω από ένα αιώνα μετά υπάρχουν ακόμα πολλά που μπορούμε να μάθουμε. Η ιστορία γενικά είναι πλούσια σε μαθήματα για τους μαρξιστές, αλλά τα γεγονότα του 1905 είναι ζωτικής σημασίας για όποιον παλεύει να αλλάξει την κοινωνία. Αυτό το άρθρο θα αγγίξει τα πιο σημαντικά σημεία. Τα γραπτά του Λένιν και του Τρότσκι πάνω στα γεγονότα και την εμπειρία της επανάστασης του 1905 είναι πολύτιμα και αξίζει να διαβαστούν από κάθε αναγνώστη.
Από τη σφαγή της «Ματωμένης Κυριακής» στις 9 Ιανουαρίου (σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο – με το καινούριο στις 22 Ιανουαρίου) βρέθηκαν αντιμέτωπα δύο αντίπαλα ταξικά στρατόπεδα. Οι συγκεκριμένες συνθήκες που οδήγησαν σ’ αυτή τη σύγκρουση είναι πολύ σημαντικές. Ο Τρότσκι σκιαγραφεί την ανατριχιαστική εικόνα της απίστευτης δυστυχίας των φτωχών αγροτών οι οποίοι αποτελούσαν την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού. Σε μερικές περιοχές οι αγρότες έτρωγαν μόνο σκέτο αλεύρι με πριονίδια, ενώ η παρουσία κατσαρίδων ήτανε σημάδι ενός σχετικού «πλούτου».
Η Ρωσία δεν είχε ποτέ ως τότε γνωρίσει τη φάση της ανάπτυξης μιας καπιταλιστικής, εθνικής βιομηχανικής τάξης, όπως πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, τα αστικοδημοκρατικά καθήκοντα που η γαλλική αστική δημοκρατική επανάσταση είχε φέρει σε πέρας το 1789, όπως το να εγκαθιδρύσει την κοινοβουλευτική δημοκρατία και να εξαλείψει τις φεουδαρχικές και μισοφεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, έπεφταν στις πλάτες της εργατικής τάξης της Ρωσίας να τα επιβάλει σαν ένα μέρος του αγώνα για το σοσιαλισμό.
Την ίδια περίοδο, η εισαγωγή στη Ρωσία των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών δανείων και των ιδιωτικών τους επιχειρήσεων σήμαινε ότι ένα μέρος των αγροτών απορροφήθηκε άμεσα στα εργοστάσια και πως οι αρχαϊκές πόλεις μεταμορφώθηκαν μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα σε μοντέρνα βιομηχανικά κέντρα.
Ήταν η μελέτη αυτού του φαινομένου από τον Τρότσκι που τον οδήγησε στο να αναπτύξει τη θεωρία της «συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης». Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μια οικονομικά καθυστερημένη χώρα μπορεί να υπερπηδήσει ορισμένα στάδια, και να φτάσει σε πολύ σύντομο χρόνο σε επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης που άλλες χώρες χρειάστηκαν αιώνες. Έτσι, από την αρχή, η εντελώς «φρέσκια» (με την έννοια ότι μόλις είχε δημιουργηθεί, έχοντας μετακινηθεί από την αγροτική παραγωγή στη βιομηχανία των πόλεων) ρώσικη εργατική τάξη συγκεντρώθηκε σε εργοστάσια πολύ μεγαλύτερα από εκείνα της Ευρώπης.
Μια από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού είναι ότι συγκεντρώνει σ’ ένα εργατικό χώρο εκείνους που εκμεταλλεύεται και έτσι δημιουργεί την ευκαιρία για δική τους αυτοοργάνωση. Κι όπως θα δούμε, η κοινή εμπειρία των εργατών μέσα σ’ ένα τεράστιο εργατικό χώρο γίνεται η βάση στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Η Ματωμένη Κυριακή
Η επαναστατική χρονιά του 1905 ξεκίνησε στις 3 Γενάρη όταν ξέσπασε μια απεργία σε ένα μόνο εργοστάσιο. Ωστόσο, μέχρι τις 7 Ιανουαρίου η απεργία είχε εξαπλωθεί σε 140,000 εργάτες.
Τόσο εύφλεκτο ήταν το προσάναμμα που φούντωσε ανάμεσα στους εργάτες μετά τα χρόνια του ρωσοϊαπωνικού πολέμου και την ήττα της Ρωσίας. Μια οικονομική απεργία, που ξεκίνησε από τυχαίους παράγοντες, εξαπλώθηκε σε δεκάδες χιλιάδες εργάτες και μεταμορφώθηκε τότε σε πολιτικό γεγονός. Έτσι, την Κυριακή, 9 Ιανουαρίου 1905, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες έκαναν πορεία στα Χειμερινά Ανάκτορα της Πετρούπολης.Επικεφαλής της πορείας ήταν ένας ιερέας, ο παπά Γκαπόν.
Τα αιτήματά τους περιέγραφαν όλη την καταπίεση και τις προσβολές που υπόφεραν. Είχαν τη μορφή καταλόγου που περιείχε τα πάντα: από την έλλειψη θέρμανσης στα εργοστάσια μέχρι την απουσία πολιτικών δικαιωμάτων κάτω από το τσαρικό καθεστώς. Ζητούσαν αμνηστία, πολιτικές ελευθερίες, το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, 8ώρη εργασία, ένα βιώσιμο μεροκάματο και τη σταδιακή μεταβίβαση της γης στο λαό. Στην κορυφή όλων αυτών τοποθετούσαν τη σύγκληση μιας Συντακτικής Συνέλευσης, που να εκλεγεί με καθολική και ισότιμη ψηφοφορία.
Η πορεία ήταν ειρηνική, αλλά η αντίδραση του καθεστώτος ήταν βάναυση. Σε κάθε γωνία παραταγμένα στρατεύματα πυροβολούσαν ασταμάτητα εναντίον τους. Μέχρι το τέλος της ημέρας οι νεκροί ήτανε χιλιάδες. Αυτή η μέρα, που έγινε γνωστή σαν «Ματωμένη Κυριακή» διέλυσε τις λαϊκές ψευδαισθήσεις για την «καλοσύνη» του Τσάρου.
Ο αντίκτυπος όμως αυτής της σφαγής στην εργατική τάξη ήταν πολύ πιο βαθύς και σημαντικός από αυτό. Ένα κύμα απεργιών σάρωσε τη χώρα από άκρη σε άκρη συγκλονίζοντας ολόκληρο το έθνος.
Ο Τρότσκι περιγράφει τα γεγονότα ως εξής:
«στην απεργία συμμετείχαν περίπου 1,000,000 άντρες και γυναίκες. Για σχεδόν δύο μήνες, χωρίς κανένα σχέδιο και σε μερικές περιπτώσεις χωρίς καν να προβάλει κανένα συγκεκριμένο αίτημα, σταματώντας και ξαναξεκινώντας, υπάκουη μόνο στο ένστικτο της αλληλεγγύης, η απεργία κατάφερε να κυριαρχήσει σε όλη τη χώρα».
Μια απεργία που αρχικά καθοδηγήθηκε από την Ένωση Εργοστασιακών Εργατών, μια οργάνωση που ελεγχόταν από την αστυνομία(!) κύρια με οικονομικά αιτήματα, μέσα σε λίγες μέρες κυριολεκτικά μεταμορφώθηκε. Μετατράπηκε σε ένα πολιτικό κίνημα που καθοδηγούνταν από τους Σοσιαλδημοκράτες (που ήταν τότε πραγματικά κόμματα των εργαζομένων και της Αριστεράς κι όχι σαν τα σημερινά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τύπου ΠΑΣΟΚ, που έχουν γίνει σοσιαλ-νεοφιλελεύθερα και πρωτοστατούν στις σκληρές επιθέσεις εναντίον της εργατικής τάξης) των οποίων τα πολιτικά συνθήματα υιοθετήθηκαν από τις μάζες.
Διαιρεμένη η άρχουσα τάξη
Η εργατική τάξη δεν ήταν η μόνη τάξη που μεταμορφώθηκε από αυτά τα γεγονότα. Η άρχουσα τάξη διαιρέθηκε για τον τρόπο που έπρεπε να αντιδράσει. Ο τσαρισμός αντικατέστησε το προσωπείο της κυβέρνησης με μια πολύ πιο κτηνώδη στρατιωτική δικτατορία.
Οι καπιταλιστές από την άλλη ταλαντευόντουσαν για το πως να αντιδράσουν απέναντι σ’ αυτό το πανίσχυρο κίνημα. Τελικά επέλεξαν να προβάλουν το φιλελεύθερο προσωπείο τους με την ελπίδα ότι υποχωρώντας σε κάποια από τα αιτήματα των εργατών αυτό θα τους έκανε να επιστρέψουν στα εργοστάσια.
Δεν κατανοούσαν βέβαια, ότι από τη στιγμή που η εργατική τάξη αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι είναι ικανή να κυριαρχήσει μόνη της, σπάζοντας τα δεσμά του καπιταλισμού, λίγες πενιχρές δωροδοκίες δεν επαρκούν. Αργότερα, τον ίδιο χρόνο, οι ίδιοι καπιταλιστές θα αναζητούσαν ξανά την προστασία του «μαστίγιου» της αστυνομίας.
Αυτή η αμφιταλάντευση της αδύναμης αστικής τάξης μεταξύ των παραχωρήσεων και της καταστολής έδωσε στην εργατική τάξη ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Μια ακόμα περιγραφή από εκείνη την περίοδο δείχνει τη μεγάλη αντοχή του απεργιακού κινήματος.
«Από επάγγελμα σε επάγγελμα, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από πόλη σε πόλη η δουλειά σταματάει. Το προσωπικό των σιδηροδρόμων λειτουργεί σαν ο πυροκροτητής της απεργίας. Οι σιδηροδρομικές γραμμές είναι τα κανάλια κατά μήκος των οποίων η απεργία εξαπλώνεται σαν επιδημία. Οικονομικά αιτήματα προβάλλονται και ικανοποιούνται ολικώς ή μερικώς, σχεδόν αμέσως».
Αυτές οι απεργίες, χωρίς να είναι πάντα καλά μελετημένες, ήταν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις μιας εργατικής τάξης που μόλις ανακάλυπτε την πρωτοφανή δύναμη της.
Η εργατική τάξη ανακάλυψε ότι είχε την ικανότητα να σταματήσει τη βιομηχανική παραγωγή και να την ξαναρχίσει όποτε εκείνη επιθυμούσε. Οι εργάτες ανακάλυψαν στους ίδιους τους εαυτούς τους μια τάξη, μια δύναμη στην κοινωνία, δεν είχαν όμως ακόμα δει το πραγματικό καθήκον που βρισκόταν μπροστά τους. Η απεργία ήταν το μέσο για να εκφράσουν τη δύναμη της τάξης τους, αλλά για να επιτευχθούν οι στόχοι τους μόνιμα και διαρκώς έπρεπε πρώτα να ανατραπεί το σύστημα…
Μέρα και νύχτα, η νέα συνείδηση της εργατικής τάξης εκδηλωνόταν μέσα στις συνεχείς συγκεντρώσεις που γίνονταν καθημερινά στα πανεπιστήμια, ένα από τα ελάχιστα μέρη στα οποία οι συγκεντρώσεις δεν ήταν παράνομες. Άνθρωποι οι οποίοι ποτέ πριν δεν είχαν μπει σε πανεπιστημιακό χώρο πήγαιναν τώρα εκεί τρέχοντας μόλις τελείωνε η δουλειά τους.
Οι δημόσιες συζητήσεις για την τακτική, την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία έγιναν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής στις πόλεις της Ρωσίας. Και από αυτές τις συζητήσεις προέκυψαν τα πιο σημαντικά συμπεράσματα για την επιτυχία και το μέλλον της επανάστασης.
Έχοντας αρχίσει να κατανοεί την ικανότητά της και τις ανάγκες της σαν τάξη, η εργατική τάξη κατάλαβε ότι για να συνεχίσει άμεσα τον αγώνα της για την κατάληψη της εξουσίας ήταν αναγκαία η δημιουργία νέων μορφών οργάνωσης.
Τα Σοβιέτ (εργατικά συμβούλια) που πρωτοδημιουργήθηκαν το 1905, παρείχαν στους εργαζόμενους την ικανότητα να σχεδιάζουν και να συντονίζουν μόνοι τους τη δράση τους.
Ο αγώνας εντείνεται
Στις 19 Σεπτέμβρη οι στοιχειοθέτες στα τυπογραφεία του Sytin στη Μόσχα απέργησαν απαιτώντας λιγότερες ώρες εργασίας και ψηλότερο μεροκάματο. Η απεργία αυτή εξαπλώθηκε σαν φωτιά.
Μέχρι τις 24 Σεπτέμβρη απεργούσαν 50 τυπογραφεία. Ένα κοινό πρόγραμμα διεκδικήσεων που συντάχθηκε στις 25 του μήνα προκάλεσε την αδέξια απόπειρα της αστυνομίας να συντρίψει την απεργία.
Ήταν όμως πολύ αργά.
Οι αρτοποιοί της Μόσχας, όπως επίσης και οι τυπογράφοι κατέβηκαν κι αυτοί σε απεργία σαν ένδειξη αλληλεγγύης.
Στις 30 Σεπτέμβρη οι εργάτες του σιδηρόδρομου μπήκαν σε κινητοποιήσεις. Ένα επίσημο συνέδριο εκπροσώπων των εργατών στους σιδηρόδρομους, που επρόκειτο να συζητήσει τα συνταξιοδοτικά τους, μετατράπηκε σε πολιτικό συνέδριο που ίδρυσε ένα νέο ανεξάρτητο συνδικάτο.
Η ιδέα μιας γενικής απεργίας στους σιδηροδρόμους σύντομα άρχισε να κερδίζει έδαφος. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε μάλλον διστακτικά στην αρχή, από τις 7 Οκτώβρη η διακοπή της λειτουργίας των σιδηροδρόμων παρέλυσε τη χώρα.
Οι ανοιχτές αρτηρίες της έφραξαν καθώς η απεργία εξαπλώθηκε. Οι απεργοί δεν παρέλειψαν καμιά λεπτομέρεια και παρέλυσαν όλη την βιομηχανική και εμπορική ζωή: σταθμοί ενέργειας, τηλέφωνα, ασανσέρ και γερανοί. Οτιδήποτε μπορούσε να κινηθεί δεν κινούνταν.
Μόνο η θέληση των απεργών μπορούσε να κινήσει ξανά τα πράγματα.
«Όταν οι απεργοί χρειάστηκαν καινούρια ενημερωτικά φυλλάδια για την επανάσταση άνοιξαν τα τυπογραφεία. Χρησιμοποίησαν τον τηλέγραφο για να στείλουν οδηγίες σχετικά με την απεργία. Άφησαν επίσης τα τρένα που μετέφεραν αντιπροσώπους των απεργών να περνούν ελεύθερα».
Στις 13 Οκτώβρη πραγματοποιήθηκε η ιδρυτική συνεδρίαση των Σοβιέτ. Οι απεργίες είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους. Οι αντίπαλοι βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο. Η εργατική τάξη μπορούσε να διακρίνει τον αντικειμενικό της στόχο, αλλά απαιτούνταν ακόμα ένα παραπέρα βήμα αυτοοργάνωσης. Για να χτιστεί μια καινούρια κοινωνία έπρεπε πρώτα η εξουσία να περάσει στα χέρια των εργατών.
Οι εργάτες είδαν το Σοβιέτ σαν την κυβέρνησή τους. Ήταν δημοκρατικό και υπεύθυνο. Ήταν από την αρχή μια οργάνωση της εργατικής τάξης και τα μέλη του κατανοούσαν ότι ο στόχος του ήταν ο αγώνας για την κατάκτηση της επαναστατικής εξουσίας.
Αυτή η εικόνα του αγώνα και της αυτοοργάνωσης δεν ήταν περιορισμένη μόνο στις πόλεις. Οι χωρικοί που υπόφεραν αβάσταχτες κακουχίες από την τσαρική εξουσία και το φεουδαρχικό καθεστώς ξεσηκώθηκαν ενάντια στους γαιοκτήμονες, άρπαξαν τη γη και τα ζώα τους κι έκαψαν τα σπίτια τους.
Έκκληση στους αγρότες
Το Σοβιέτ κατανόησε ότι οι χωρικοί θα μπορούσαν να είναι ένας σημαντικός σύμμαχος τους στην επανάσταση. Έτσι, οι εξεγερμένοι εργάτες οργάνωσαν συσκέψεις των αγροτών και τους ενθάρρυναν να ψηφίσουν προτάσεις για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη. Έστρεψαν μ’ αυτό τον τρόπο τους αγρότες ενάντια στους γαιοκτήμονες.
Μέχρι τον Αύγουστο γίνονταν ακόμα και συνέδρια αγροτών. Τα συγκεκριμένα όμως χαρακτηριστικά τους σήμαιναν ότι αν και οι αγρότες θα μπορούσαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην επανάσταση, ο ρόλος τους θα ήταν πάντα δευτερεύον.
Ο Τρότσκι εξήγησε ότι είναι η ετερογενής και διασκορπισμένη φύση της αγροτικής τάξης που την εμποδίζει να παίξει έναν αυτόνομο ρόλο. Αυτό σημαίνει ότι οι αγρότες πάντα θα τραβιούνται πίσω ή από την εργατική ή από την άρχουσα τάξη. Το 1905 η εργατική τάξη ενστικτωδώς κατανόησε την ανάγκη να κάνει έκκληση στους αγρότες για κοινό αγώνα και έτσι τους κέρδισε κάτω από τη σημαία της.
Μαθήματα για τη σημερινή εποχή
Ανάμεσα στα πιο σημαντικά μαθήματα της επανάστασης του 1905 ήταν η ανάγκη της επανάστασης να οργανώσει την ύπαιθρο και να προωθήσει κοινά αιτήματα που θα διασφαλίζουν τη σύνδεση και την εμπιστοσύνη των αγροτών στην εργατική τάξη των πόλεων.
Ήτανε επίσης η ανάγκη να κερδίσει τους απλούς στρατιώτες στο πλευρό της, όπως και να εξοπλιστεί η εργατική τάξη με σκοπό να υπερασπίσει τον εαυτό της ενάντια στις επιθέσεις του καπιταλιστικού κράτους.
Αυτά τα δύο τελευταία κρίσιμα καθήκοντα δεν έγιναν τότε έγκαιρα κατανοητά για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν τη νίκη σε εκείνη την περίσταση. Ο τραγικός αγώνας του θωρηκτού Ποτέμκιν ήταν μια από τις πολλές προσπάθειες που έκαναν αυθόρμητα τμήματα της βάσης του στρατού και του ναυτικού για να συμμετέχουν στον αγώνα για την κατάληψη της εξουσίας.
Στο στρατό και στο ναυτικό τα πιο επαναστατικά τμήματα ήταν οι ειδικευμένοι και τεχνικά εκπαιδευμένοι στρατιώτες που αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από βιομηχανικούς εργάτες, σε αντίθεση με τους στρατιώτες του πεζικού που προέρχονταν από αγράμματους χωρικούς.
Το τραγικό τέλος αυτής της ηρωικής χρονιάς ήρθε το Δεκέμβρη όταν ο κρατικός μηχανισμός κατάφερε να υπερκεράσει τις δυνάμεις της επανάστασης, οι οποίες, αν και μεγαλύτερες σε κουράγιο και αποφασιστικότητα, ήταν πιο αδύναμες σε εξοπλισμό.
Την ήττα του 1905 ακολούθησε μια εποχή μαύρης αντίδρασης.
Ένα από τα πιο οδυνηρά, αλλά καίρια μαθήματα αυτής της περιόδου ήταν πως όταν ο εργάτης αφήσει «το σφυρί» του αλλά δεν το αντικαταστήσει με ένα όπλο είναι ανίκανος πια να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ενάντια στις αντιδραστικές «μαύρες εκατονταρχίες» του τσάρου, που διεξάγουν διωγμούς, βασανιστήρια, δολοφονίες και καταστροφές εκ μέρους του κράτους. Τα σώματα αυτά επανδρώνονταν από τα πιο φτωχά, απελπισμένα και ανοργάνωτα στρώματα, που τα πότιζαν φανατισμό και βότκα.
Αλλά τίποτα δεν έγινε μάταια. Ο Λένιν, ο ηγέτης της Ρώσικης Επανάστασης του 1917, περιέγραψε το επαναστατικό κόμμα σαν «τη μνήμη της εργατικής τάξης».
Ο Λένιν, ο Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι έβγαλαν πολύτιμα μαθήματα από τα λάθη, αλλά και από τα σημαντικά επιτεύγματα του 1905 και τα έθεσαν σε εφαρμογή το 1917, όταν η εργατική τάξη ξεσηκώθηκε ξανά.
Το πιο καίριο μάθημα ήταν ότι κατανόησαν καλά πως ο αυθορμητισμός και το επαναστατικό ένστικτο της εργατικής τάξης δεν ήταν αρκετά για την επιτυχία της επανάστασης. Ήταν ζωτικής σημασίας να υπάρχει ένα κόμμα που να καθοδηγεί την δύναμη και τη δράση της εργατικής τάξης.
Μόνο ένα κόμμα μυημένο στο μαρξισμό και στα πολύτιμα μαθήματα της ιστορίας μπορεί να εγγυηθεί ότι η εργατική τάξη του 21ου αιώνα δε θα κάνει τα ίδια λάθη. Η επανάσταση του 1905 (κι όχι μόνο, βέβαια) μας διδάσκει πόσο γρήγορα μπορεί να εξελιχθούν τα γεγονότα. Όπως και τότε, όμως, έτσι και σήμερα δεν μπορούμε να βασιστούμε μόνο στα γεγονότα. Η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν θα συμβεί αυτόματα. Είναι μια διαδικασία που χρειάζεται συνειδητή παρέμβαση. Η παρουσία ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος (ή μιας «μαζικής επαναστατικής Αριστεράς» για να χρησιμοποιήσουμε ορολογία του σήμερα) είναι ο απαραίτητος όρος για να μπορέσει η επαναστατική ορμή των εργατικών και λαϊκών μαζών να έχει το ποθητό αποτέλεσμα: τη νίκη.