Μετά από σχεδόν δύο μήνες εγκλεισμού και καραντίνας για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού ήρθε η ώρα να επανέρθουμε κάπως βίαια στην καθημερινότητα. Και η λέξη «βίαια» εδώ δεν επιλέγεται τυχαία, καθώς περιγράφει ακριβώς τη βιαιότητα με την οποία πολλοί εργαζόμενοι-ες έχασαν τις δουλειές τους ή τέθηκαν σε αναστολή, που συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες έμειναν στο έλεος της τύχης, όπως οι πρόσφυγες, οι χρήστες ουσιών, οι ψυχικά πάσχοντες, οι γυναίκες που υφίστανται ενδοοικογενειακή βία κλπ, τον τρόπο με τον οποίο μικρά παιδιά έμειναν μακριά από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση ως «επικίνδυνοι εν δυνάμει φορείς», και τέλος τον τρόπο με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε ο φόβος στην καθημερινότητα μας μαζί με ισχυρές, ως συνήθως, δόσεις παραπληροφόρησης.
Πλέον λοιπόν καλούμαστε με την ίδια βιαιότητα να βγούμε έξω, να δουλέψουμε (όσοι έχουμε ακόμα δουλειά) να ξαναζήσουμε απλά με σύνεση, όχι φυσικά γιατί πέρασε ο κίνδυνος αλλά γιατί η οικονομία πρέπει να επανεκκινηθεί. Τι σήμαιναν όμως αυτοί οι δύο μήνες και τι σημαίνει για τον ψυχισμό μας η κρίση που ζούμε κι αυτή που έρχεται;
Εκπαίδευση
Σε προηγούμενα άρθρα έχουμε αναφερθεί στα νομοσχέδια και τις κινήσεις της κυβέρνησης στον τομέα της εκπαίδευσης, κινήσεις που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην απαξίωση του δημόσιου συστήματος παιδείας και την ενίσχυση του ιδιωτικού. Ας δούμε όμως τι ακριβώς έγινε και τι δεν έγινε από την κυβέρνηση, για τα παιδιά και τους εκπαιδευτικούς, την περίοδο του κορονοιού.
Τα παιδιά από τη μία μέρα στην άλλη έμειναν σπίτια τους, κόπηκαν τα μαθήματα τους, απομακρύνθηκαν από φίλους και δασκάλους, βίωσαν έναν άνευ προηγουμένου φόβο για κάτι που δεν ήταν εύκολο να αντιληφθούν, πολλά από αυτά ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με την έννοια του θανάτου, άκουγαν από το πρωί μέχρι το βράδυ πόσο επικίνδυνα ήταν για τις οικογένειές τους ως εν δυνάμει φορείς, διαταράχθηκε η καθημερινότητα και οι σχέσεις τους σε όλα τα επίπεδα.
Ποια ήταν λοιπόν η απάντηση του αρμόδιου υπουργείου; Τηλεκπαίδευση.
Η επικοινωνία και η διατήρηση μιας αίσθησης κανονικότητας στη σχολική καθημερινότητα ήταν πράγματι λογική και αναγκαία. Πολλοί εκπαιδευτικοί είπαν ότι τα παιδιά ανταποκρίθηκαν πρόθυμα σε ασκήσεις κτλ αλλά αλήθεια το υπουργείο θεωρεί ότι για τα παιδιά του δημοτικού η ύλη ήταν η ύψιστη προτεραιότητα; Η προχειρότητα της κατάστασης βγάζει μάτι! Οι εκπαιδευτικοί ουσιαστικά αφέθηκαν να κάνουν ότι καταλαβαίνουν, σε ένα σύστημα τηλεκπαίδευσης με τεράστια προβλήματα και χωρίς κοινές κατευθυντήριες γραμμές.
Στο σωστό και έγκαιρο μέτρο του να μείνουν τα παιδιά στο σπίτι, απαραίτητη θα ήταν και η δική τους προετοιμασία αλλά και των εκπαιδευτικών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την καραντίνα.
Θα έπρεπε να δημιουργηθεί διαδικτυακό εκπαιδευτικό και χρήσιμο υλικό που να εξηγεί την κατάσταση ανάλογα με την κατανόηση της κάθε ηλικίας, εξοικείωση με έννοιες όπως οι πανδημίες και ο θάνατος, επαφή με σχολικούς ψυχολόγους σε επίπεδο τάξης και ατομικό για κάθε παιδί αν το χρειάζεται, υποστήριξη των εκπαιδευτικών με ένα συγκεκριμένο πλάνο αλλά και με στήριξη της δουλειάς από ειδικούς.
Οι γονείς επίσης θα έπρεπε να έχουν στήριξη όπως και οι εκπαιδευτικοί για το πως προχωράνε, πως εξηγούν, πως αντιμετωπίζουν τα σημάδια στρες και άγχους που εκδηλώνουν τα παιδιά.
Φυσικά κάτι τέτοιο ισχύει και στην «παράλληλη πραγματικότητα» των ιδιωτικών σχολείων που οι εκπαιδευτικοί τρέχαν πανικόβλητοι να καλύψουν τα χαμένα μαθήματα και να επινοήσουν εκατοντάδες διαδικτυακές ασκήσεις.
Όσον αφορά στην επάνοδο στα σχολεία, αυτή γίνεται με την ίδια προχειρότητα. Έτσι, ξαφνικά παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικοί καλούνται να επιστρέψουν με ελάχιστα μέτρα προφύλαξης για μόνο 10 ουσιαστικά μέρες, αφού τα τμήματα θα πηγαίνουν εναλλάξ.
Με τι αίσθηση ασφάλειας καλούνται οι καθηγητές να επιστρέψουν; Γιατί οι γονείς αφήνονται να αποφασίσουν αυτοί αν θα στείλουν τα παιδιά και σηκώνουν μόνοι τους το βάρος μιας τέτοιας απόφασης;
Ψυχολογική υποστήριξη
Οι δημόσιες δομές ψυχικής υγείας και οι υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης ούτως ή άλλως λειτουργούσαν και προ κορονοϊού με πολλές ελλείψεις και δυσκολίες. Με το lockdown και το προσωπικό ασφαλείας ή το μειωμένο προσωπικό, λόγω αδειών ειδικού σκοπού, λήπτες και επαγγελματίες δυσκολεύονταν να προσφέρουν και να λάβουν αντίστοιχα όσα ήταν απαραίτητα.
Δημιουργήθηκαν προκηρύξεις-αστραπή, όπως αυτή στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας στις 30/3, η οποία είχε διορία 4 μέρες (!) και ζητούσε 68 άτομα προσωπικό για την κάλυψη αναγκών λόγω κορονοϊού σε Θεσσαλονίκη και γειτονικούς δήμους. Στην επείγουσα προκήρυξη δεν ζητούνταν προσόντα, δεν υπήρχε κάποια μοριοδότηση, δεν ζητούνταν καν η αποστολή βιογραφικού, ενώ την αίτηση έπρεπε να την ψάξει ο/η ενδιαφερόμενος/η στο ίντερνετ. Τα αποτελέσματα αναρτήθηκαν στις 7/5 ονομαστικά στη διαύγεια χωρίς να εξηγούνται φυσικά ποτέ τα κριτήρια επιλογής.
Σημαντικό είναι επίσης να αναρωτηθεί κανείς αν αυτοί που θα προσληφθούν έχουν επαρκή ή θα λάβουν κάποιου είδους εκπαίδευση, αν θα έχουν κάποιου είδους στήριξη και εποπτεία ή αν θα αφεθούν στη μοίρα τους να κάνουν ότι θεωρούν καλύτερο.
Το κομμάτι της εκπαίδευσης αφορά και τα κέντρα του ΕΟΔΥ (Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας). Έγιναν πολλές καταγγελίες για το προσωπικό στα τηλεφωνικά κέντρα το οποίο δεν είχε κάποια γνώση η εξειδίκευση για τον ιό πόσο μάλλον για συμπτώματα όμοια με του ιού που όμως έχουν άλλα αίτια. Η δυσκολία στην αναπνοή, οι πόνοι στο στήθος, το τρέμουλο και η αδυναμία είναι κάποια από τα συμπτώματα των κρίσεων πανικού και είναι ασφαλές να θεωρήσουμε ότι οι κρίσεις πανικού αυτό το διάστημα αυξήθηκαν. Οι άνθρωποι λοιπόν με τέτοια συμπτώματα που θα μπορούσαν να απευθυνθούν; Υπήρξε οποιαδήποτε μέριμνα να εκπαιδευτεί το προσωπικό του ΕΟΔΥ για να τους παραπέμψει; Η απάντηση είναι προφανής.
Ερωτήματα δίχως απάντηση
Αυτοί οι σχεδόν δύο μήνες ήταν εφιαλτικοί για πολλούς ανθρώπους. Ο φόβος, ο πανικός, η αβεβαιότητα, η μοναξιά, η επαφή με το θάνατο, το άγχος ήταν καθημερινότητα.
Εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ζούσαν παράλληλα το ίδιο τραύμα και αυτό το τραύμα, το συλλογικό πέρα από τα άμεσα συμπτώματα πρέπει να δούμε τι άλλο θα φέρει στο μέλλον. Ήδη οι πρώτες έρευνες μιλούν για αυξημένα επίπεδα άγχους στα παιδιά και τους ενήλικες και κατάθλιψη, ενώ οι υγειονομικοί παγκοσμίως έφτασαν στα όρια των αντοχών τους.
Μαζί με αυτούς, κάποιες ομάδες ήταν ακόμα πιο μόνες όπως οι ψυχικά πάσχοντες, τα άτομα με αναπηρία, οι άνθρωποι που υφίστανται κακοποίηση στα σπίτια τους, οι πρόσφυγες, οι χρήστες ουσιών και οι πρώην χρήστες που ήταν στη προσπάθεια απεξάρτησης. Όλοι αυτοί αφέθηκαν στο έλεος χωρίς καμία κρατική μέριμνα.
Την ώρα που τα κανάλια πήραν 20 εκ. ευρώ, την ώρα που περνούσαν νομοσχέδια καταστροφής και ξεπουλήματος του περιβάλλοντος, την ώρα που η παιδεία γυρνάει χρόνια πίσω και παγκόσμια μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο ύφεσης, ανήλικος και ενήλικος πληθυσμός αφέθηκαν ξεκρέμαστοι.
Στην προηγούμενη κρίση οι αυτοκτονίες, η χρήση ουσιών, τα ψυχικά και σωματικά νοσήματα είχαν ανέβει κατακόρυφα. Αυτή τη φορά, μετά το αρχικό μούδιασμα και τον φόβο για την αρρώστια έρχεται ο φόβος για το αύριο. Όλοι πλήγηκαν από αυτή την πανδημία αλλά οι άνεργοι, οι φτωχοί, οι άνθρωποι για τους οποίους είτε δεν υπήρχε σπίτι (οι άστεγοι) είτε το σπίτι ήταν εφιαλτικό, «γονάτισαν»..
Το επόμενο διάστημα χρειάζεται αλληλεγγύη σε όλους όσους χτυπήθηκαν πιο σκληρά από την κρίση, χρειάζονται πυρήνες ατόμων στις γειτονιές (όπως είδαμε ήδη να συμβαίνει την περίοδο του lockdown), χρειάζεται να είμαστε ενωμένοι/ες και μαζί να βρούμε τρόπους να καλυτερέψουμε το παρόν και να ονειρευτούμε το μέλλον.