Με αφορμή τη επέτειο της πτώσης της Παρισινής Κομμούνας που έγινε σαν σήμερα, 28 Μάη του 1871, δημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο-αφιέρωμα του σ. Κυριάκου Χάλαρη. Το κείμενο αυτό είχε γραφτεί για τα 150 χρόνια από την Κομμούνα του Παρισιού και καταπιάνεται με το ιστορικό υπόβαθρο της περιόδου μέχρι και την ήττα της Γαλλίας στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, που αποτέλεσε την αφορμή για την εξέγερση της Κομμούνας, καθώς και με τα γεγονότα της Κομμούνας, τα επιτεύγματα, τις αδυναμίες, την ήττα και την παρακαταθήκη που άφησε.
Η Παρισινή Κομμούνα ήταν η πρώτη επανάσταση που έγινε από την εργατική τάξη και πήρε την εξουσία. Κράτησε 72 μέρες, από τις 18 Μάρτη μέχρι τις 28 Μάη του 1871 και τελείωσε με τη σφαγή των εργατών του Παρισιού από τα στρατεύματα του προέδρου Θιέρσου την «τραγική εβδομάδα του Μάη» όταν χιλιάδες Κομμουνάροι (οι αγωνιστές που υπερασπίζονταν την Κομμούνα) αλλά και άμαχοι, γυναίκες και παιδιά εξολοθρεύθηκαν από τους εχθρούς της Κομμούνας
1848
«Η Κομμούνα ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».
Καρλ Μαρξ
Τη γαλλική επανάσταση του 1789 ακολούθησε μια περίοδος πραξικοπημάτων, συνταγματικών μοναρχιών, βοναπαρτιστικών καθεστώτων με μικρές περιόδους δημοκρατίας. Αυτό που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό όμως την πορεία της ταξικής πάλης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ήταν το 1848, μια από τις πιο σημαδιακές χρονιές του 19ου αιώνα που ονομάστηκε επίσης ως «χρονιά της Επανάστασης» ή «Άνοιξη των λαών». Ήταν η χρονιά που σύμφωνα με τον Μαρξ «θα καθόριζε πιθανότατα για αιώνες το πεπρωμένο του κόσμου».
Η επαναστατική έκρηξη του 1848, εμφανιζόμενη πάνω στη βάση της βαθιάς οικονομικής κρίσης του 1847, εξαπλώθηκε σε όλες τις μητροπόλεις του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Στο Παρίσι, τη Βιέννη, το Βερολίνο, το Μιλάνο, τη Δρέσδη δόθηκε «η πρώτη μεγάλη μάχη για την εξουσία ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη», σύμφωνα με τον Ένκγελς. Το Παρίσι αποδείχθηκε η καρδιά της γαλλικής και της ευρωπαϊκής επανάστασης. Παρά την απαγόρευση συγκεντρώσεων που είχε επιβάλλει το καθεστώς του βασιλιά Λουδοβίκου Φίλιππου οι εργάτες του Παρισιού έσπασαν την απαγόρευση και προχώρησαν σε μαχητικές κινητοποιήσεις. Η Εθνοφρουρά που κινητοποιήθηκε για να καταστείλει την εξέγερση αρνήθηκε να επιβάλει την τάξη και να σώσει το καθεστώς. Όλα τα στηρίγματα του βασιλικού καθεστώτος κατέρρευσαν και ο Λουδοβίκος Φίλιππος εγκατέλειψε τον θρόνο και τη χώρα, περνώντας στην ιστορία ως ο τελευταίος βασιλιάς της Γαλλίας.
Η προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε κάτω από την πίεση της εξέγερσης αναγκάστηκε να πάρει σημαντικά μέτρα υπέρ των εργαζομένων και να εγκαινιάσει αυτό που ονομάζεται μέχρι σήμερα Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία. Ήταν όμως τέτοια η δύναμη που αποκτούσαν σιγά σιγά οι εξεγερμένοι που η άρχουσα τάξη, παρά τις αρχικές υποχωρήσεις της, αποφάσισε να χτυπήσει την εξέγερση. Το ζήτημα, όπως κάθε ζήτημα εξουσίας, λύθηκε βίαια με πραξικόπημα το Δεκέμβρη του 1851 από τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη που ανακήρυξε τον εαυτό του «Αυτοκράτορα».
Το νέο βοναπαρτιστικό καθεστώς έμοιαζε αρχικά ανίκητο, ακριβώς επειδή πάτησε στην ήττα της εξέγερσης του 1848. Στα τέλη όμως της δεκαετίας του 1860 το εργατικό κίνημα αρχίζει να ξαναβρίσκει τα βήματά του, ενώ η οικονομική ύφεση δημιούργησε μαζική δυσαρέσκεια στα φτωχότερα στρώματα των πόλεων.
Η Ευρώπη που αλλάζει
Είναι η εποχή που αρχίζουν να συγκροτούνται τα καπιταλιστικά μπλοκ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που οι αστικές τάξεις αναδεικνύονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους, ενώ οι αλλαγές στην κοινωνική δομή φαινόντουσαν αναγκαίες προκειμένου να εξυπηρετήσουν αυτόν τον ανταγωνισμό.
Στη Γερμανία τα προνόμια της φεουδαρχίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό, ενώ η άρχουσα τάξη εμφανιζόταν ανίκανη να ενοποιήσει τη χώρα σε ένα ενιαίο σύγχρονο κράτος και παρέμενε κατακερματισμένη σε ανεξάρτητα βασίλεια. Στην αυτοκρατορική Αυστρία διατηρούνταν οι ίδιες φεουδαρχικές σχέσεις, ενώ το χρηματιστικό κεφάλαιο στήριζε τον θρόνο. Στην Ιταλία, ο φεουδαρχικός κατακερματισμός έμπαινε εμπόδιο στην καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας. Ήταν η Γερμανία όμως που άρχισε να αλλάζει πολύ πιο γρήγορα κάτω από την ηγεμονία της Πρωσίας.
Στο άρθρο του στην εφημερίδα «New York Daily Tribune» της 1.2.1859, ο Κ. Μαρξ έγραφε:
«Όποιος είδε το Βερολίνο πριν 10 χρόνια, δε θα το αναγνώριζε σήμερα. Ήταν τόπος αδέξιων και χοντροκομμένων στρατιωτικών παρελάσεων και τώρα έχει γίνει το ολοζώντανο κέντρο της γερμανικής βιομηχανίας μηχανοκατασκευών. Διασχίζοντας τη ρηνανική Πρωσία και τη Βεστφαλία, νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Λάνκασαϊαρ ή στο Γιόρκσαϊαρ [σ.σ. της Αγγλίας]».
Η βιομηχανική ανάπτυξη της Γερμανίας και η προσπάθεια ενοποίησής της υπό την ηγεμονία της Πρωσίας θα έδινε ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα στον γερμανικό καπιταλισμό στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει στην Ευρώπη και ταυτόχρονα θα ήταν ένα καίριο πλήγμα στη γαλλική άρχουσα τάξη που μέχρι τότε έπαιζε κεντρικό ρόλο. Ήδη, η καπιταλιστική ανάπτυξη στη Γερμανία ήταν πολύ πιο γρήγορη και πολύ πιο προσανατολισμένη σε μια βιομηχανική κατεύθυνση σε σχέση με τη Γαλλία.
Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870
Η εποχή των αλλεπάλληλων θριάμβων των Ναπολεόντιων πολέμων είχε παρέλθει. Ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης προσπάθησε να την ανακτήσει αλλά η εκστρατεία που επιχείρησε στο Μεξικό κατέληξε σε φιάσκο.
Η νίκη του πρωσικού στρατού απέναντι στον στρατό της συμμάχου του Λουδοβίκου, Αυστρίας, το 1866 ήταν ακόμα ένα χτύπημα στο κύρος της Γαλλίας. Τα εσωτερικά προβλήματα οξύνονταν και το όριο που έβαζε το τέλος της εποχής των προσαρτήσεων έφερε το καθεστώς σε αδιέξοδο.
Αποτέλεσμα όλων αυτών αλλά και του τυχοδιωκτισμού του καθεστώτος του Λουδοβίκου ήταν ο πόλεμος που επιχείρησε με την Πρωσία. Βασικός του στόχος ήταν αφενός να εξωτερικεύσει τα εσωτερικά προβλήματα του καθεστώτος αλλά κυρίως η ματαίωση της ενοποίησης της Γερμανίας υπό την Πρωσία, που θα έδινε τεράστιο πλεονέκτημα στο γερμανικό καπιταλισμό έναντι του Γαλλικού.
Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος είναι συνδεδεμένος με την ιστορία της Κομμούνας. Αυτός ήταν η αφορμή για το ξέσπασμά της και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πολλές φορές στην ιστορία συμβαίνει μετά από έναν πόλεμο το ξέσπασμα μιας επανάστασης.
Αναλογίες για αυτό μπορούν να γίνουν με την Οκτωβριανή επανάσταση που ήρθε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, όπως και με τη γερμανική επανάσταση που ήρθε μετά το τέλος του. Παρόμοια, και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είχαμε επαναστατικές εκρήξεις σε Ελλάδα, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία και αλλού.
Και αυτό συμβαίνει επειδή η εργατική τάξη την περίοδο του πολέμου πληρώνει με το αίμα της τις επιλογές της άρχουσας τάξης, με αποτέλεσμα να βάζει στο μικροσκόπιο τις ευθύνες της και να αντιλαμβάνεται την ωμή πραγματικότητα της ταξικής πάλης όπως είναι.
Κάθε πόλεμος αρχικά συμπαρασύρει τα λαϊκά στρώματα σε έναν ενθουσιώδη πατριωτισμό και τείνει να τα τοποθετεί στο πλευρό της άρχουσας τάξης της χώρας τους. Πολύ γρήγορα ωστόσο, ο πατριωτικός ενθουσιασμός συχνά μετατρέπεται σε προβληματισμό και ο προβληματισμός σε οργή για τους νεκρούς, τους τραυματίες, για τις καταστροφές του πολέμου.
Η συντριβή της Γαλλίας
Στις 2 Αυγούστου 1870 ξεκινάει ο γαλλοπρωσικός πόλεμος και εξελίσσεται με μεγάλη ταχύτητα. Από τις 4 Αυγούστου κιόλας τα γαλλικά στρατεύματα είναι σε διαρκή υποχώρηση. Αρχηγός του στρατού είναι ο ίδιος ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης. Οι στρατιωτικές ήττες προκαλούν τεράστιες διαδηλώσεις στη Γαλλία. Και στις αρχές Σεπτεμβρίου έρχεται η συντριβή. Ο γαλλικός στρατός κυριολεκτικά διαλύθηκε μετά από μόλις 6 βδομάδες πολέμου. Ο Λουδοβίκος όχι μόνο συνθηκολόγησε αλλά συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους συγκαταλέγονται 40 στρατηγοί, 4.000 αξιωματικοί, 84.000 άνδρες!
Την κατάρρευση του μετώπου ακολουθεί λαϊκή εξέγερση στο Παρίσι και η κατάρρευση του καθεστώτος. Τη θέση του παίρνει μια κυβέρνηση αποτελούμενη ως επί το πλείστο από στελέχη του παλιού μοναρχικού καθεστώτος, ονομάζει τον εαυτό της «Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας» και κάτω από την πίεση των γεγονότων καταργεί τη μοναρχία και επαναφέρει την κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Ήταν μια κυβέρνηση αποτελούμενη από τη μέχρι τότε μοναρχική εξουσία και τα στελέχη της κοινοβουλευτικής-καπιταλιστικής αντιπολίτευσης.
Τα εργατικά στρώματα του Παρισιού και των μεγάλων πόλεων αποδέχονται σιωπηρά αυτήν την νέα πραγματικότητα. Δεν υπήρχε μέχρι τότε κανένα διαμορφωμένο κόμμα ή ρεύμα της εργατικής τάξης που να μπορεί να εκφράζεται ανεξάρτητα και να μπορεί με έναν οργανωμένο τρόπο να παίξει ρόλο στις κατακλυσμιαίες πολιτικές εξελίξεις. Ο Ένγκελς έγραψε αναφερόμενος σε αυτή τη στιγμή:
«Η αυτοκρατορία σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος. Ο εχθρός όμως βρισκόταν έξω από τις πύλες του Παρισιού, οι στρατιές της αυτοκρατορίας ήταν περικυκλωμένες στο Μετς χωρίς ελπίδα να ξεφύγουν ή κρατούνταν αιχμάλωτες στη Γερμανία. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο λαός επέτρεψε στους βουλευτές του Παρισιού του προηγούμενου νομοθετικού σώματος να εμφανιστούν σαν κυβέρνηση εθνικής άμυνας».
Η Εθνοφρουρά
Η νέα κυβέρνηση, βλέποντας τους Πρώσους να προχωρούν προς το Παρίσι, με διαλυμένο το γαλλικό στρατό, δημιουργεί την Εθνοφρουρά, για την υπεράσπιση της πρωτεύουσας. Εξοπλίζει δηλαδή τους ίδιους τους κατοίκους του Παρισιού για να υπερασπίσουν την πόλη τους. Την ίδια ώρα τα λαϊκά στρώματα του Παρισιού, μπροστά στον κίνδυνο κατάληψής του από τους Πρώσους αρχίζουν και δημιουργούν τις δικές τους ανεξάρτητες οργανώσεις, τις Επιτροπές Επαγρύπνησης. Ποιοι τις αποτελούν;
Δεν υπάρχουν ακόμα σχηματισμένες οργανωμένες δυνάμεις των εργατών που να εκφράζουν μια ενιαία γραμμή σε κεντρικό επίπεδο. Η Πρώτη Διεθνής παρακολουθεί τα γεγονότα του Παρισιού και στηρίζει την εργατική του τάξη αλλά με περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι στις Επιτροπές Επαγρύπνησης κυριάρχησαν, όπως ήταν φυσιολογικό, τα πιο μαχητικά στρώματα του Παρισιού και ανάμεσα σε αυτά αναδείχθηκαν οπαδοί του Προυντόν, του Μπλανκί και του Μπακούνιν.
Η κατάσταση στο Παρίσι πήρε εξεγερσιακά χαρακτηριστικά, αλλά δεν ήταν μόνο το Παρίσι. Είχαν προηγηθεί η Μασσαλία και πριν από αυτή η Λυών.
Ο Μπακούνιν στη Λυών
Στη Λυών, στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1870, οργανώθηκε εξέγερση που ανακήρυξε τη Δημοκρατία και δημιούργησε την Κομμούνα της πόλης, καθοδηγούμενη κυρίως από μέλη της Πρώτης Διεθνούς, που ήταν οπαδοί του Μπακούνιν (ανήκε στην Πρώτη Διεθνή όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς) .
Ήταν τέτοια η γοητεία που άσκησε η εξέγερση της Λυών στον ίδιο τον Μπακούνιν που έφυγε από την Ελβετία και πήγε στη Λυών. Εκεί όμως οι αναρχικές του αντιλήψεις, έδειξαν τα όρια τους.
Γράφουν γι’ αυτό το γεγονός ο Μαρξ και ο Ένγκελς:
«Ο Μπακούνιν έσπευσε να βοηθήσει τον ανθυπολοχαγό του, Αλμπέρ Ρισάρ, και τους υπαξιωματικούς του Μπαστελικά και Γκασπάρ Μπλαν. Στις 28 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που έφτασε εκεί, ο λαός είχε καταλάβει το Δημαρχείο. Ο Μπακούνιν εγκαταστάθηκε σε αυτό. Ιδού, λοιπόν, έφθασε η κρίσιμη στιγμή που περίμεναν τόσα χρόνια, η στιγμή που ο Μπακούνιν απέκτησε τη δυνατότητα να εκτελέσει την πιο επαναστατική πράξη που είδε ποτέ ο κόσμος: εξέδωσε διάταγμα για την κατάργηση του Κράτους».
Τα γεγονότα στη Λυών υπήρξαν ενδεικτικά της αντίληψης του Μπακούνιν για την κατάργηση του κράτους. Το διάταγμα που εξέδωσε έλεγε:
«Οι αντιπρόσωποι των Ομοσπονδιακών Επιτροπών για τη Σωτηρία της Γαλλίας και η Κεντρική τους Επιτροπή προτείνουν την άμεση υιοθέτηση των ακόλουθων ψηφισμάτων:
- Ο διοικητικός και κυβερνητικός μηχανισμός έχοντας καταστεί ανίκανος καταργείται
- Όλα τα ποινικά και αστικά δικαστήρια καταργούνται και αντικαθίστανται από τη λαϊκή δικαιοσύνη
- Καταργείται η πληρωμή φόρων και δόσεων δανείων
- Όλα τα διοικητικά σώματα καταργούνται
- Οι επιτροπές της πρωτεύουσας κάθε νομού θα στείλουν από δυο αντιπροσώπους στο συνέδριο για τη σωτηρία της Γαλλίας»
Όμως η εξέγερση δεν θα ήταν δυνατό να πετύχει με ένα απλό διάγγελμα. Ο ίδιος ο Μπακούνιν φυγαδεύτηκε λίγο πριν παρέμβει ο γαλλικός στρατός και αποτύπωσε την απογοήτευσή του αυτή αργότερα σε μια επιστολή:
«… δεν πιστεύω πια καθόλου στην Επανάσταση στη Γαλλία. Ο λαός αυτός έχει πάψει να είναι πια επαναστάτης. Ο ίδιος ο λαός έγινε δογματικός, υπολογιστής και αστικός σαν τους αστούς. Εγκαταλείπω αυτή τη χώρα κατεχόμενος από βαθιά απογοήτευση».
Τα γεγονότα της Κομμούνας του Παρισιού λίγους μήνες μετά θα έρθουν να τον διαψεύσουν.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποτύπωσαν την επίσκεψη του Μπακούνιν στη Λυών με τον εξής τρόπο:
«Τα γεγονότα στη Λυών απέδειξαν ότι ένα σκέτο διάταγμα για την κατάργηση του κράτους δεν είναι διόλου αρκετό για να εκπληρωθούν όλες αυτές οι θαυμάσιες επαγγελίες. Αντίθετα, δυο λόχοι του στρατού αποδείχθηκαν αρκετοί για να διαλύσουν αυτή την υπέροχη οπτασία και να αναγκάσουν τον Μπακούνιν, με το θαυματουργό διάταγμα στην τσέπη, να το βάλει στα πόδια για τη Γενεύη».
Το Παρίσι στους εξοπλισμένους εργάτες
Το Παρίσι ωστόσο είναι αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο, ακριβώς επειδή έχει εξοπλισμένους εργάτες. Και όντως, οι κυρίαρχες δυνάμεις της Γαλλίας αρχίζουν και τρομοκρατούνται από το γεγονός αυτό.
Παρόλο που τα πρωσικά στρατεύματα φτάνουν και περικυκλώνουν το Παρίσι στις 19 Σεπτέμβρη, ο φόβος της γαλλικής άρχουσας τάξης δεν είναι πια οι Πρώσοι αλλά οι εξοπλισμένοι εργάτες του Παρισιού.
Οι εξοπλισμένοι εργάτες αρνούνται να υποταχθούν στις πρωσικές δυνάμεις του Μπίσμαρκ, και είναι αποφασισμένοι να υπερασπίσουν την πόλη τους.
Ολόκληρη η άρχουσα τάξη της Γαλλίας, ακριβώς επειδή βλέπει την εργατική τάξη πλέον να καθορίζει τις εξελίξεις και να μπαίνει στο προσκήνιο, ως ανεξάρτητη τάξη, αρχίζει και προσανατολίζεται σε συμφωνία με τον εχθρό, στην ουσία σε εθνική προδοσία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον ταξικό της αντίπαλο: τους οπλισμένους εργάτες του Παρισιού.
Την ίδια ώρα η γερμανική άρχουσα τάξη έχει κερδίσει τον πόλεμο, έχει περικυκλώσει το Παρίσι αλλά παράλληλα έχει επίγνωση των γενικότερων ταξικών της συμφερόντων. Θέλει την υποταγή της Γαλλίας, αλλά θέλει και τη συντριβή του Παρισιού. Ωστόσο, παρά τη υπεροχή του γερμανικού στρατού, οι Πρώσοι δεν τόλμησαν να μπουν μέσα στην πόλη. Κατέλαβαν μια μικρή γωνιά αφού το περικύκλωσαν. Δεν τόλμησαν να έρθουν σε σύγκρουση με τους εξοπλισμένους εργάτες της πόλης.
Όπως σημείωνε ο Ένγκελς:
«Τέτοιος ήταν ο σεβασμός που εμπνέανε οι εργάτες του Παρισιού στο στρατό, στον οποίο είχαν καταθέσει τα όπλα όλες οι στρατιές της αυτοκρατορίας».
Επαίσχυντη συνθηκολόγηση
Στις 28 Γενάρη 1871 η γαλλική κυβέρνηση υπογράφει την παράδοσή της στους Πρώσους. Η συμφωνία προβλέπει την παράδοση στους Γερμανούς των φρουρίων του Παρισιού, 200 εκ. φράγκα και τον αφοπλισμό της Εθνοφρουράς. Επρόκειτο για μια εθνική προδοσία, από εκείνους που μέχρι πριν είχαν κάνει σημαία τον γαλλικό πατριωτισμό.
Η συνθηκολόγηση ήταν η σαφής δήλωση της γαλλικής κυβέρνησης ότι προτιμούσε την κατάληψη του Παρισιού από τους Πρώσους παρά από τους οπλισμένους εργάτες. Αυτή η συνθηκολόγηση είναι που εγκαινιάζει τον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία.
Οι εργάτες του Παρισιού αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα και με αυτόν τον τρόπο τάσσονται απέναντι από την επίσημη γαλλική κυβέρνηση. Στις 8 Φλεβάρη η κυβέρνηση προκηρύσσει εκλογές αναζητώντας νομιμοποίηση και κύρος στον εαυτό της. Πράγματι, τα αγροτικά στρώματα κυρίως της Γαλλίας την υποστηρίζουν στο όνομα της «ειρήνης» που προσπαθεί να φέρει με τους Πρώσους. Είναι μια καθαρή νίκη της κυβέρνησης που συνεχίζει όμως να αποτελείται από παλιούς μοναρχικούς και εκπροσώπους των καπιταλιστών. Πρόεδρος της κυβέρνησης αναδεικνύεται ο Αδόλφος Θιέρσος, για τον οποίο ο Μαρξ έχει γράψει ότι:
«Ο τερατώδης αυτός νάνος, επί μισό και πάνω αιώνα, κρατούσε κάτω από τη γοητεία του τη γαλλική αστική τάξη, γιατί αποτελεί την πιο τέλεια διανοητική έκφραση της ταξικής διαφθοράς… Το χρονικό της δημόσιας ζωής του είναι το χρονικό των συμφορών της Γαλλίας».
Δυαδική εξουσία
Στην ανακήρυξη νέας κυβέρνησης το Παρίσι απάντησε με τη συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς ως το αντίπαλό της δέος. Εδώ έχουμε τη δυαδική εξουσία στην κλασική της μορφή (δηλαδή ένα κέντρο εξουσίας της άρχουσας τάξης και ένα άλλο κέντρο εξουσίας που εκπροσωπεί τους εξεγερμένους) όπως σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις. Και όπως σε όλες τις μεγάλες επαναστάσεις η δυαδική εξουσία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Είτε η επίσημη γαλλική κυβέρνηση θα επικρατήσει του Παρισιού, είτε το εργατικό Παρίσι θα επικρατήσει της γαλλικής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση αποφασίζει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στις Βερσαλλίες και παίρνει μέτρα με στόχο το Παρίσι. Απαγορεύει την κυκλοφορία των εφημερίδων, καταδικάζει σε θάνατο πολλούς από τους ηγέτες του, μεταξύ των οποίων και τον Μπλανκί, αποκαλεί του Παριζιάνους «ληστές και εγκληματίες», κόβει τον ήδη μικρό μισθό της εθνοφρουράς που κρατούσε στη ζωή το λαό του Παρισιού κλπ. Πρόκειται για σφυροκόπημα που μόνο στόχο έχει να εξαντλήσει το Παρίσι.
Από την άλλη, η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, η οποία αποτελείται πια και από αρκετά στελέχη της Πρώτης Διεθνούς, συγκεντρώνει τις δυνάμεις της και ανακηρύσσει αρχιστράτηγό της τον μεγάλο Ιταλό επαναστάτη Γκαριμπάλντι.
Η Κεντρική Επιτροπή έχει την εξουσία στο Παρίσι αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει. Δεν έχει ένα συγκροτημένο και έμπειρο επιτελείο, δεν έχει μια συγκεκριμένη στρατηγική αντιμετώπισης της κυβέρνησης.
Η 18η Μάρτη είναι μια καμπή. Η κυβέρνηση απαιτεί από το Παρίσι την άμεση παράδοση του πυροβολικού που βρισκόταν στην πόλη και στέλνει 20.000 στρατιώτες να το πάρουν. Η ΚΕ της Εθνοφρουράς παρακολουθεί σαστισμένη και το πυροβολικό παραδίδεται. Εξαιτίας όμως της καθυστέρησης στη μεταφορά του (δεν είχε προβλεφθεί τρόπος) οι εργάτες του Παρισιού αρχίζουν να αντιδρούν. Και η προσπάθεια των κυβερνητικών αξιωματούχων να επιβάλουν την τάξη καταλήγει σε φιάσκο. Ο κυβερνητικός στρατός συναδελφώνεται με τους εργάτες, αρνείται να τους χτυπήσει και η προσπάθεια αφοπλισμού του Παρισιού καταρρέει στην πράξη. Το Παρίσι βρίσκεται οριστικά κάτω από τον έλεγχο των εργατών και η κυβέρνηση είναι απομονωμένη, χωρίς στρατό στις Βερσαλλίες.
Η Κομμούνα
Στις 18 Μαρτίου το Παρίσι βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο των εξοπλισμένων εργατών. Η ΚΕ της Εθνοφρουράς με διακήρυξή της την ίδια μέρα αναλαμβάνει καθήκοντα εξουσίας:
«Οι προλετάριοι του Παρισιού μέσα από τις αποτυχίες και τις προδοσίες των κυρίαρχων τάξεων κατάλαβαν ότι έφτασε η ώρα να σώσουν την κατάσταση, παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημόσιων υποθέσεων… κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό τους καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία.»
Η ΚΕ Εθνοφρουράς καλεί σε εκλογές κατά κοινότητες (κομμούνες) με σύνθημα «Ζήτω η Κομμούνα του Παρισιού». Η κυβέρνηση είναι οργισμένη που δεν μπορεί να επιβάλει την τάξη στο Παρίσι αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα – η Κομμούνα είναι μια πραγματικότητα. Το μόνο που της μένει είναι να παρακαλεί τους Γερμανούς να απελευθερώσουν τους σχεδόν 100.000 αιχμάλωτους στρατιώτες του γαλλοπρωσικού πολέμου, προκειμένου να μπορέσει να καταστείλει το Παρίσι.
Στο Παρίσι εκλεγμένοι και ανακλητοί εκπρόσωποι όλων των διαμερισμάτων της πόλης συνιστούν την Κομμούνα. Η αστική τάξη όλων των τάσεων αρνήθηκε να συμμετάσχει στις εκλογές για την Κομμούνα και το αποτέλεσμα ήταν να κυριαρχούν σε αυτήν εργατικά και φτωχά λαϊκά στρώματα. Η ΚΕ της Εθνοφρουράς παρέδωσε όλες τις εξουσίες στην Κομμούνα και η πρώτη μορφή διακυβέρνησης από την εργατική τάξη ήταν γεγονός. Αυτά που έκανε η Κομμούνα τις 72 μέρες που επέζησε είναι εντυπωσιακά:
- Κατάργησε τη στρατιωτική θητεία και ανακήρυξε ένοπλη δύναμη την εθνοφυλακή στην οποία υπάγονται όλοι όσοι μπορούν να κρατάνε όπλα
- Χάρισε όλα τα ενοίκια και επέστρεψε τα ενέχυρα
- Επέβαλε μέγιστο μισθό σε όλους και στα μέλη της κομμούνας
- Προχώρησε σε πλήρη διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος και απομάκρυνε τα θρησκευτικά σύμβολα από τα σχολεία
- Κατάργησε τη νυχτερινή δουλειά
- Κατέγραψε τα εγκαταλειμμένα εργοστάσια και σχεδίασε πως θα δουλέψουν από τους εργάτες και τους συνεταιρισμούς τους.
- Έκλεισε τα ενεχυροδανειστήρια
- Μετέτρεψε τα εγκαταλειμμένα κτίρια σε σπίτια αστέγων
Την ίδια ώρα απευθύνθηκε στο διεθνές εργατικό κίνημα: Η Κομμούνα «προσάρτησε στη Γαλλία τους εργαζόμενους όλου του κόσμου», πρακτικά εξαφάνισε τον σοβινισμό και είναι ενδεικτική η θέση που είχαν μη Γάλλοι στην Κομμούνα: Υπουργός Εργασίας ήταν ένας Ούγγρος (Λέο Φράνκελ), επικεφαλής της Άμυνας δύο Πολωνοί. Η σημαία της Κομμούνας ήταν η σημαία της παγκόσμιας Δημοκρατίας, όπως ανακήρυσσαν οι Κομμουνάροι.
Η ήττα της Κομμούνας
Πως απάντησε η επίσημη κυβέρνηση; Γράφει ο Ένγκελς:
«Το Παρίσι βομβαρδιζόταν συνεχώς και μάλιστα από τους ίδιους εκείνους ανθρώπους που είχαν στιγματίσει σαν ιεροσυλία το βομβαρδισμό της ίδιας αυτής πόλης από τους Πρώσους. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι εκλιπαρούσαν την πρωσική κυβέρνηση να επιστρέψει γρήγορα τους Γάλλους στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτίσει στο Σεντάν και στο Μετς για να ξανακαταλάβουν το Παρίσι για λογαριασμό τους.»
Όντως τα γαλλικά στρατεύματα που είχαν αιχμαλωτίσει οι Γερμανοί σιγά-σιγά απελευθερώνονταν. Οι Πρώσοι, αντίπαλοι της γαλλικής κυβέρνησης μέχρι τώρα, συνεργάστηκαν μαζί της και τη διευκόλυναν να μπει στο Παρίσι από το σημείο που έλεγχαν.
Σταδιακά ο συσχετισμός δυνάμεων αλλάζει και όσο το Παρίσι δείχνει διστακτικότητα να επιβληθεί στις Βερσαλλίες, τόσο περισσότερο οι Βερσαλλίες δείχνουν αποφασισμένες να χτυπήσουν το Παρίσι. Η σημαδιακή μέρα της 18ης Μάρτη, όταν οι κυβερνητικοί στρατιώτες συμφιλιώθηκαν με τους Κομμουνάρους θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της γαλλικής κυβέρνησης και την επικράτηση του Παρισιού. Τότε, αν το Παρίσι προχωρούσε στις ανοχύρωτες Βερσαλλίες θα είχε επικρατήσει. Η διστακτικότητα και η αναποφασιστικότητα του Παρισιού αναποδογύρισε το πλεονέκτημά του και έδωσε στη γαλλική κυβέρνηση την ευκαιρία να ενισχυθεί και να χτυπήσει.
Τον Μάη ο συσχετισμός είχε ανατραπεί πλήρως. 130.000 στρατιώτες της κυβέρνησης, οι μέχρι πριν από λίγο αιχμάλωτοι του πρωσικού στρατού, θα μπουν στο Παρίσι και θα βρεθούν αντιμέτωποι με 30.000 Κομμουνάρους. Η υπεροχή τους είναι συντριπτική, παρόλα αυτά το Παρίσι θα κρατήσει για 8 μέρες. Αυτό που ακολουθεί είναι σφαγή. 30.000 είναι οι νεκροί της μάχης, μεταξύ τους γυναίκες και παιδιά και άλλες 20.000 εκτελέστηκαν μετά. Οι τελευταίοι 147 Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων.
Η πτώση του Παρισιού «έδειξε τη λύσσα που είναι ικανή να φθάσει η κυρίαρχη τάξη μόλις το προλεταριάτο τολμήσει να παλέψει για το δίκιο του», όπως έγραψε ο Ένγκελς.
Γιατί ηττήθηκε η Κομμούνα
Έχουν γραφτεί πολλά για το τί έπρεπε και τί δεν έπρεπε να κάνει η Κομμούνα. Σε κάθε επανάσταση αυτό που μετριέται είναι η ετοιμότητα των δυο στρατοπέδων να δώσουν τη μάχη. Στη Γαλλία το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων ήταν χαμηλό, αποτέλεσμα της περιορισμένης ανάπτυξης του γαλλικού καπιταλισμού. Επομένως δεν είχε δημιουργηθεί ένα συμπαγές προλεταριάτο, με τις δικές του οργανώσεις, το δικό του σχέδιο και την κατανόηση των ιστορικών του προοπτικών. Δεν υπήρχε εμπειρία από προηγούμενα επαναστατικά γεγονότα και κυρίως δεν υπήρχε η οργάνωση της εργατικής τάξης σε κόμμα. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η Κομμούνα να φτάσει στα μισά του δρόμου.
Ο Λένιν έγγραψε ότι η Κομμούνα υποτίμησε την ταξική πάλη. Πράγματι, η υπερβολική μεγαλοψυχία των Κομμουνάρων αντικατοπτρίζεται στη στάση τους τη 18η Μάρτη όταν είχε όλη τη δύναμη να πάρει τις Βερσαλλίες και δεν το έκανε. Με την αυταπάτη μάλιστα ότι το αντίπαλο στρατόπεδο θα είχε παρόμοιες ηθικές αξίες και δεν θα έκανε επίθεση στο Παρίσι. Όμως, η άρχουσα τάξη είχε πλήρη συναίσθηση των ταξικών της συμφερόντων και έδρασε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Η βιαιότητα της καταστολής της Κομμούνας το επιβεβαιώνει αυτό.
Τα επαναστατικά ρεύματα της εποχής δοκιμάστηκαν στην Κομμούνα και διαμορφώθηκαν πάνω στη βάση της ήττας της. Δεν είναι τυχαίο ότι επικεφαλής της βρέθηκαν προσωπικότητες του αναρχισμού και του Μπλανκισμού (η προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας μέσα από τη δράση μικρών συνομωτικών ομάδων) και ότι μπροστά στην πραγματικότητα της εξέγερσης δοκιμάστηκε και η θεωρία τους. Οι Μαρξ και Ένγκελς μελέτησαν την Κομμούνα και έδειξαν τα όρια αυτών των θεωριών στις μεγάλες εκρήξεις της εργατικής τάξης. Για τα ηγετικά τους στελέχη που βρέθηκαν στην εξουσία του Παρισιού, κυρίως Προυντονικοί (αναρχικοί) και Μπλακινστές, ο Ένγκελς, στον πρόλογό του στον «Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία» γράφει:
«η ειρωνεία της ιστορίας θέλησε να κάνουν και οι δύο (προυντονικοί και μπλανκιστές) το αντίθετο από ότι όριζε η θεωρία της σχολής τους».
Πράγματι, οι Προυντονικοί, θεωρητικά ενάντια σε κάθε οργανωτική δομή, αναγκάστηκαν και μπήκαν μπροστά στην οργάνωση της βιομηχανίας και των εργατών σε κάθε επίπεδο. Οι δε Μπλανκιστές, εκπαιδευμένοι στις αντιλήψεις του Μπλανκί για την ανάγκη μικρών συνωμοτικών και αυστηρά πειθαρχημένων ομάδων με στόχο την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, αναγκάστηκαν να καλέσουν στη μαζική οργάνωση όλων των γαλλικών κοινοτήτων εντός και εκτός Παρισιού με στόχο την υπεράσπιση της Κομμούνας.
Η παρακαταθήκη
Οι τομές της Κομμούνας ωστόσο παραμένουν και σήμερα σημεία αναφοράς και καθοδήγησαν τη σκέψη των μεγάλων επαναστατών του 19ου και του 20ου αιώνα. Ανάμεσα σε αυτές, πιο σημαντική ήταν η μορφή που πήρε η νέα εξουσία, η εξουσία της εργατικής τάξης. Εκλεγμένοι αντιπρόσωποι με καθολική ψηφοφορία στις κοινότητες (κομμούνες), αντιπρόσωποι που ήταν άμεσα ανακλητοί και οι οποίοι αμείβονταν με το μισθό που έπαιρναν οι υπόλοιποι εργάτες.
Αυτή η νέα εξουσία που προέκυψε αυθόρμητα από την κίνηση των εργατικών μαζών του Παρισιού επαναλήφθηκε με τον ίδιο τρόπο στη ρωσική επανάσταση του 1905 μέσα από το σχηματισμό των εργατικών συμβουλίων (σοβιέτ), στη ρωσική επανάσταση του 1917, στη γερμανική επανάσταση και σε όλες τις επαναστατικές εκρήξεις της εργατικής τάξης του 20ου αιώνα.
Γι’ αυτούς τους λόγους η Κομμούνα θα παραμένει πάντα ζωντανή και τα διδάγματά της θα είναι πάντα επίκαιρα.