Του Χρήστου Κεφαλή*
Με αφορμή τα 200 χρόνια του Μαρξ, κυκλοφόρησε μόλις το βιβλίο του Νικολάι Μπουχάριν Η Διδασκαλία του Μαρξ (εκδόσεις Τόπος, σελ. 208, 12 €). Περιλαμβάνει δυο σημαντικά κείμενα του Μπουχάριν, την μπροσούρα του για τον Μαρξ (1933) και την εισήγησή του στο συνέδριο του Λονδίνου «Η Επιστήμη σε Σταυροδρόμι» (1931). Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο επίλογος στο εισαγωγικό δοκίμιο του Χρήστου Κεφαλή.
Μια ολοκληρωμένη παρουσίαση και κριτική του θεωρητικού έργου του Μπουχάριν ξεφεύγει από τα όρια του παρόντος δοκιμίου. Ούτε είναι δυνατό, στον επίλογό του, να προβούμε σε μια αναλυτική αποτίμηση της κληρονομιάς του και της σημασίας της αναφορικά με τα τωρινά προβλήματα του μαρξισμού. Αντί γι’ αυτό θα σταθούμε στις αναμνήσεις του Μπόρις Νικολαέβσκι, οι οποίες είναι διαφωτιστικές για το πνεύμα της προσέγγισης του Μπουχάριν στην τελευταία φάση της ζωής του.
Το Φλεβάρη του 1936, μερικούς μήνες πριν από την πρώτη δίκη των Κάμενεφ και Ζινόβιεφ, ο Μπουχάριν ταξίδεψε στο Παρίσι, το Άμστερνταμ και την Κοπεγχάγη, για να διαπραγματευτεί την αγορά των αρχείων των Μαρξ και Ένγκελς που ανήκαν στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Αρκετοί θεωρούν βάσιμα ότι το ταξίδι ήταν μια παγίδα του Στάλιν· πραγματικά, οι επαφές του εκεί αξιοποιήθηκαν για να στηθεί το κατηγορητήριο στη Δίκη του το 1938. Ωστόσο, οι συζητήσεις που είχε ο Μπουχάριν με τον Νικολαέβσκι, τον διευθυντή του αρχείου, ρίχνουν ένα αυθεντικό φως στην προσωπικότητά του και τις εκτιμήσεις του γύρω από τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ.
Ο Νικολαέβσκι, ένας Ρώσος Μενσεβίκος θεωρητικός, συνεργάτης του Μάρτοφ, είχε φύγει από την ΕΣΣΔ το 1922. Ήταν ένας έντιμος δημοσιολόγος, ο οποίος είχε οργανώσει το Ινστιτούτο Μαρξ – Ένγκελς στο Βερολίνο, και αργότερα, όταν οι ναζί ήρθαν στην εξουσία, το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ, γράφοντας και μια αξιόλογη βιογραφία του Μαρξ. Ενώ τα συμπεράσματα και οι συναγωγές του είναι ανοικτά σε κριτική, δεν αμφισβητείται η ακρίβεια των λεγομένων του όσον αφορά τα γεγονότα.
Κατά την επίσκεψή του στο αρχείο στην Κοπεγχάγη, αφηγείται ο Νικολαέβσκι, ο Μπουχάριν του ζήτησε να δει το μέρος του χειρογράφου του Κεφαλαίου που αναφέρεται στις κοινωνικές τάξεις. «Ο Μπουχάριν», συνεχίζει, «πήρε προσεκτικά από μένα τις γραμμένες από τον Μαρξ σελίδες, κράτησε το κεφάλι του και με τα δυο του χέρια και άρχισε να διαβάζει αυτές τις καλά γνωστές γραμμές στις οποίες ο Μαρξ είχε για πρώτη φορά επιχειρήσει να διατυπώσει τις ιδέες του για το ζήτημα. Είχαν σημειωθεί με ένα πολύ άνισο τρόπο, σε αυτό που φαινόταν βιαστικό γράψιμο, σαν η πένα του Μαρξ μετά βίας να μπορούσε να συμβαδίσει με τις γρήγορα εκτυλισσόμενες σκέψεις του. Αλλά οι ιδέες δεν είχαν ολοκληρωθεί· είχαν διακοπεί, σχεδόν σαν κάποιος να είχε έρθει και διακόψει τον Μαρξ στην εργασία του. Ο Μπουχάριν διάβασε το κείμενο ως το τέλος και μετά στράφηκε στις σελίδες, κοιτάζοντας τη μια πλευρά και μετά την άλλη. Ξεκάθαρα έλεγχε να δει αν το σχέδιο ίσως περιείχε κάποια ένδειξη για την παράλειψη η οποία θα έριχνε νέο φως στην πορεία της σκέψης του Μαρξ… και δεν τη βρήκε. Άρχισε να διαβάζει το κείμενο και πάλι, αλλά έχοντας πειστεί ότι τίποτα νέο δεν θα βρισκόταν, διέκοψε αναστενάζοντας, “Αχ, Κάρλιουσκα, Κάρλιουσκα, γιατί δεν το τέλειωσες; Ήταν δύσκολο για σένα, αλλά πόσο θα μας είχες βοηθήσει”!»1
Ο Μπουχάριν συνοδευόταν στο ταξίδι του από τον Βλαντιμίρ Αντοράτσκι, έναν γνώστη του Μαρξ αλλά δογματικής κλίσης Σοβιετικό θεωρητικό της περιόδου. Με αυτή την αφορμή, ο Νικολαέβσκι φέρνει μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη ανάμεσά τους:
«Θυμάμαι που αντάλλαξαν ματιές με τον Αντοράτσκι, που είχε έρθει μαζί μας. Ήταν επίσης ένας ειδικός στον Μαρξ, αλλά εντελώς διαφορετικού είδους. Από τη νεότητά του, ο Μπουχάριν ήταν ερωτευμένος με τις μεγάλες ιδέες του Μαρξ, και σε αυτές τις ιδέες ο Μαρξ συνέχιζε να ζει γι’ αυτόν· με αυτές τις ιδέες ο Μπουχάριν μπορούσε να συζητά, ακόμη και να επιχειρηματολογεί. Ο Αντοράτσκι, από την άλλη, ήταν ένας στεγνός δογματιστής… Για τον Αντοράτσκι, οι ιδέες του Μαρξ ήταν σκορπισμένες σε τετράδια, συστηματοποιημένες και απλωμένες σε ράφια βιβλιοθηκών. Ήξερε όλες τις αναγκαίες και ακόμη τις μη αναγκαίες παραπομπές, ήξερε τι να σκεφτεί γι’ αυτές, πού να τις βρει. Αλλά δεν τον ενδιέφερε να τις εφαρμόσει στις αλλαγμένες εποχές. Ο Μπουχάριν ζούσε ακριβώς γι’ αυτή την προέκταση των ιδεών του Μαρξ στο παρόν, και γι’ αυτό το λόγο επεδίωκε να διακρίνει τις μη δηλωμένες σκέψεις του Μαρξ και να επιλύει ανεπίλυτα προβλήματα»2.
Ο Νικολαέβσκι συλλαμβάνει εδώ σωστά την ουσία της προσωπικότητας του Μπουχάριν. Ο Μπουχάριν ήταν ένας δημιουργικός μαρξιστής, του οποίου η κύρια έγνοια ήταν η παραπέρα προώθηση της μαρξιστικής θεωρίας, ώστε να επιτευχθεί μια σωστή, επαρκής σύλληψη των νέων φαινομένων του καπιταλισμού και μια αποτελεσματική καθοδήγηση του αγώνα της εργατικής τάξης. Και ενώ στα έργα του της δεκαετίας του 1910 και των αρχών της δεκαετίας του 1920 το σχολαστικό στοιχείο στένευε και φαλκίδευε αυτή τη δημιουργική τάση, η θεωρητική παραγωγή του της δεκαετίας του 1930 έδωσε αρκετά πλούσια δείγματά της. Αυτός είναι ο λόγος που τα έργα του, με τις ζωντανές τοποθετήσεις των προβλημάτων του μαρξισμού, τις δημιουργικές αναζητήσεις και τους ανοικτούς ορίζοντές τους, θα υποκινούν για πάντα το μαρξιστικό φιλοσοφικό στοχασμό.
Όντας ένας φωτισμένος μαρξιστής, ο Μπουχάριν δεν μπορούσε να μην αντιληφθεί ότι η εκτροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από τις βάναυσες, χειραγωγητικές γραφειοκρατικές σταλινικές πολιτικές ήταν κάτι πολύ χειρότερο από ένα απλό, ανώδυνο ζιγκ-ζαγκ της ιστορίας. Ο Νικολαέβσκι παραθέτει τις κρίσεις του για τις βαρβαρότητες της κολεκτιβοποίησης και το νοσηρό κλίμα στο κόμμα τις παραμονές των εκκαθαρίσεων:
«Ο ανθρωπισμός του Μπουχάριν είχε κατά μεγάλο μέρος παραχθεί από τη βαρβαρότητα της καταναγκαστικής κολεκτιβοποίησης και τον αγώνα μέσα στο κόμμα που συνδεόταν με αυτή. Μια φορά ανέφερα στον Μπουχάριν ότι πολλά ήταν γνωστά στο εξωτερικό για τους τρόμους της κολεκτιβοποίησης. Θύμωσε μαζί μου και αντέτεινε με οξύτητα πως όλα όσα είχαν γραφτεί έδιναν μόνο την πιο αμυδρή εικόνα αυτού που πραγματικά συνέβηκε εκείνο τον καιρό. Κυριολεκτικά ξεχείλιζε από εντυπώσεις αποκτημένες από τους άμεσους συμμετόχους στην καμπάνια της κολεκτιβοποίησης, ανθρώπους που κλονίστηκαν από όσα είδαν. Αρκετοί κομμουνιστές αυτοκτόνησαν, μερικοί τρελάθηκαν, και πολλοί τα παράτησαν και αποσύρθηκαν εντελώς. “Είδα πολλά πράγματα ακόμη και πριν την κολεκτιβοποίηση”, μου είπε ο Μπουχάριν. “Το 1919, όταν πρότεινα να περιοριστούν τα δικαιώματα εκτελέσεων της Τσεκά… Αλλά το 1919 δεν μπορεί ούτε καν να συγκριθεί με αυτό που συνέβηκε ανάμεσα στο 1930 και το 1932. Το 1919 πολεμούσαμε για τις ζωές μας. Εκτελούσαμε ανθρώπους, αλλά επίσης διακινδυνεύαμε τις ζωές μας στη διαδικασία. Στη μετέπειτα περίοδο, ωστόσο, διεξάγαμε μια μαζική εκμηδένιση εντελώς ανυπεράσπιστων ανθρώπων, μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους”. Παρ’ όλα αυτά, η πιο χειρότερη ανάπτυξη, κατά τη γνώμη του Μπουχάριν, δεν ήταν οι τρόμοι της κολεκτιβοποίησης. Ήταν οι βαθιές αλλαγές στην ψυχολογική θεώρηση των κομμουνιστών που συμμετείχαν σε αυτή την καμπάνια και, αντί να τρελαθούν, έγιναν επαγγελματίες γραφειοκράτες για τους οποίους η τρομοκρατία ήταν εφεξής μια κανονική μέθοδος διοίκησης, και η υποταγή σε οποιαδήποτε διαταγή από τα πάνω μια ύψιστη αρετή. “Δεν είναι πλέον ανθρώπινα όντα”, είπε γι’ αυτούς ο Μπουχάριν. “Είναι στην πραγματικότητα γρανάζια σε κάποια τρομερή μηχανή”. Λαβαίνει χώρα, συνέχισε, μια πραγματική απανθρωποποίηση των ανθρώπων που εργάζονται στο σοβιετικό μηχανισμό, μια διαδικασία που μετασχηματίζει τη σοβιετική εξουσία σε μια αυτοκρατορία της “σιδερένιας φτέρνας”. Αυτή η διαδικασία, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τρόμαζε τον Μπουχάριν, αφυπνίζοντας σε αυτόν την επιθυμία να ανακαλέσει ορισμένες στοιχειώδεις ανθρώπινες αλήθειες. Στον “προλεταριακό ανθρωπισμό” του, η πρώτη λέξη ήταν μόνο ένα επίθετο. Η ουσία της φράσης ήταν ο “ανθρωπισμός”, ο φόβος για τον άνθρωπο, για την επιβίωσή του ως ανθρώπινου όντος… Ο Μπουχάριν… καταλάβαινε ότι ο μεγάλος κίνδυνος του γρήγορου σοσιαλισμού, που αναλάμβαναν οι Μπολσεβίκοι, βρισκόταν στην πιθανή δημιουργία μιας νέας τάξης δικτατόρων… Αργότερα, ανέσκαψα πολλά από τα άρθρα του. Δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι φοβόταν πολύ τον εκφυλισμό του Μπολσεβίκικου Κόμματος σε μια νέα άρχουσα τάξη»3.
Η παραπάνω μαρτυρία του Νικολαέβσκι είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί δείχνει την πραγματική, ελεύθερα και αβίαστα διατυπωμένη άποψη του Μπουχάριν για τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ από την έναρξη της βίαιης κολεκτιβοποίησης και έπειτα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι σαφές ότι ο Νικολαέβσκι ερμηνεύει με τη δική του οπτική τις θέσεις του Μπουχάριν. Δεν υπάρχει τίποτα που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του ότι το προλεταριακό στοιχείο στον ανθρωπισμό του ήταν μια ετικέτα4. Απεναντίας, ο πραγματικός φόβος του Μπουχάριν για την επιβίωση της ανθρωπότητας είχε ένα σταθερά προλεταριακό πρόσημο. Επιπρόσθετα, ενώ έβλεπε ότι η στυγνή δικτατορική εξουσία του Στάλιν αποκτούσε γνωρίσματα φασιστικής υφής (η αναφορά του στη «σιδερένια φτέρνα») δεν προκύπτει διόλου ότι ο Μπουχάριν ερμήνευε αυτή την εξέλιξη ως τη δημιουργία μιας «νέας κυρίαρχης τάξης» ή ότι εξίσωνε την ΕΣΣΔ με τη ναζιστική Γερμανία. Ο ίδιος ο Νικολαέβσκι αναφέρει άλλωστε ότι δεν συμφωνούσε με την άποψη του Μπογκντάνοφ ότι «η μπολσεβίκικη επανάσταση» προκάλεσε «την αύξηση της δικτατορίας μιας νέας τάξης οικονομικών διευθυντών»5.
Για τον Μπουχάριν, τον Τρότσκι, τον Λούκατς και άλλους επιφανείς μαρξιστές, η γραφειοκρατία δεν είναι τάξη αλλά παρασιτικό στρώμα. Η βαρβαρότητα της σταλινικής γραφειοκρατίας εξηγούνταν ακριβώς από τον παρασιτισμό της και την επακόλουθη ανάγκη να παραμερίσει κάθε ζωντανό στοιχείο της σοβιετικής κοινωνίας για να επιβληθεί, ενώ η κοινωνική βάση της ΕΣΣΔ δεν έπαυε κατ’ αρχήν να είναι σοσιαλιστική, παρ’ όλες τις σταλινικές αθλιότητες. Ο ίδιος ο Μπουχάριν, σε γράμμα του στην Άννα Λάρινα, την προέτρεπε: «Να θυμάσαι ότι ο μεγάλος σκοπός της ΕΣΣΔ συνεχίζει να ζει, και αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Οι προσωπικές μοίρες είναι παροδικές και ασήμαντες σε σύγκριση»6.
Αυτό που σωστά διαισθανόταν και φοβόταν ο Μπουχάριν είναι η τεράστια απειλή που αντιπροσώπευε η σταλινική διαστροφή για την επιτυχία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην ΕΣΣΔ. Έβλεπε, όπως καθιστά πρόδηλο η μαρτυρία του Νικολαέβσκι, ότι ο συνδυασμός της αναίτιας βαρβαρότητας και της χειραγώγησης του κόμματος και της κοινωνίας, πέρα από τις άμεσες καταστροφές που επέφερε, θα μπορούσε μακροχρόνια να πνίξει τις δημιουργικές διαδικασίες της δεκαετίας του 1920. Αυτό θα οδηγούσε σε μια αποξένωση της κοινωνίας από τις σοσιαλιστικές ιδέες και σε πλήρη απώλεια της εμπιστοσύνης των μαζών, κάνοντας το κόμμα ανίκανο να καθοδηγεί την ιστορική κίνηση.
Η Διαθήκη του, την οποία υπαγόρευσε στην Άννα, επιβεβαιώνει αυτές τις εκτιμήσεις. Ο Μπουχάριν, υπερασπίζοντας τον εαυτό του απέναντι στις ψεύτικες κατηγορίες, εστίασε εκεί στον αδίστακτο μηχανισμό των ιδιοτελών καριεριστών, που στήριζαν την εξουσία του Στάλιν και προέβαιναν σε μαζικά εγκλήματα στο όνομα του σοσιαλισμού:
«Φεύγω από τη ζωή. Είμαι ανήμπορος απέναντι σε μια σατανική μηχανή που φαίνεται να χρησιμοποιεί μεσαιωνικές μεθόδους, αλλά διαθέτει τεράστια εξουσία, κατασκευάζει οργανωμένες συκοφαντίες, δρα τολμηρά και με πεποίθηση… Σήμερα τα περισσότερα από τα λεγόμενα όργανα του NKVD δεν είναι παρά ένας εκφυλισμένος οργανισμός γραφειοκρατών, χωρίς ιδέες, διεφθαρμένων, καλοπληρωμένων, που χρησιμοποιούν την παλιά αυθεντία της Τσεκά για να ικανοποιούν τη νοσηρή καχυποψία του Στάλιν… σε μια προσπάθεια για αξιώματα και φήμη, εξυφαίνοντας τις γλοιώδεις υποθέσεις τους, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι καταστρέφουν ταυτόχρονα τους εαυτούς τους – η ιστορία δεν χαρίζεται στους μάρτυρες των άθλιων έργων»7.
Στο τέλος αναφέρθηκε στο χρέος όχι μόνο των μελλοντικών ηγετών του κόμματος, στους οποίους έκανε έκκληση, αλλά όλων των κομμουνιστών:
«Απευθύνω έκκληση σε εσάς, μια μελλοντική γενιά ηγετών του Κόμματος, η ιστορική αποστολή της οποίας θα είναι η υποχρέωση να απομακρύνει το τερατώδες σύννεφο των εγκλημάτων που μεγαλώνει ολοένα και πιο αδηφάγα σε αυτούς τους τρομακτικούς καιρούς, εξαπλωνόμενο σαν πυρκαγιά ώσπου να πνίξει το κόμμα… Να γνωρίζετε, σύντροφοι, ότι στη σημαία, που θα μεταφέρετε στη νικηφόρα πορεία προς τον κομμουνισμό, υπάρχει μια σταγόνα του αίματός μου»8.
Η τραγωδία του Μπουχάριν βρισκόταν στην ψευδαίσθηση, την οποία έτρεφε για καιρό, ότι το καλό έργο του Οκτώβρη, όντας πιο ισχυρό, μπορούσε να διασωθεί αν αφοσιωνόταν κανείς σε αυτό, παραγνωρίζοντας τα σύννεφα που πύκνωναν στον ορίζοντα και προμήνυαν την επερχόμενη καταιγίδα. Ο Μπουχάριν, όπως και ο Τρότσκι, αντιλαμβανόταν ότι το σταλινικό σύστημα ήταν μια κακοήθης έκφυση, ένα καρκίνωμα που απειλούσε να πνίξει τις κατακτήσεις του Οκτώβρη. Ενώ όμως ο Τρότσκι προσπαθούσε να αφαιρέσει το καρκίνωμα σπασμωδικά και ανυπόμονα, ο Μπουχάριν ήλπιζε ότι κατά κάποιο θαυματουργό τρόπο θα μπορούσε να συμβιώνει με το ζωντανό οργανισμό, χωρίς να βλάπτονται μεταξύ τους.
Η ιστορία απέδειξε πως σε αυτό δεν είχε δίκιο. Ο δρόμος του σοσιαλισμού δεν είναι απαλλαγμένος από διαστροφές και κινδύνους, που δεν προέρχονται μόνο από την αντίδραση της αστικής τάξης, αλλά και από εκφυλιστικές διαδικασίες στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος. Μόνο η έγκαιρη, μεθοδική και βασισμένη στις δρώσες ιστορικές δυνάμεις και δυνατότητες καταπολέμησή τους μπορεί να αποτρέψει από το να γίνουν ανεξέλεγκτες όταν οι συνθήκες τις ευνοούν.
Αλλά η τραγωδία του Μπουχάριν ήταν τελικά η τραγωδία της ίδιας της Οκτωβριανής Επανάστασης. Μιας επανάστασης που οι καθυστερημένες συνθήκες στις οποίες έλαβε χώρα και οι οποίες την προκάλεσαν, η φτώχεια, η αμορφωσιά, η σχετική αδυναμία του βιομηχανικού προλεταριάτου, έθεταν μεγάλα εμπόδια στη συνέχισή της και δυσχέραιναν αφάνταστα την επιτυχή της ολοκλήρωση. Με αυτή την έννοια, οι παραπάνω γραμμές της Διαθήκης του είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια στενή αναφορά στη δική του προσωπική μοίρα. Αντανακλούν τις εν μέρει εκπληρωμένες και εν μέρει ματαιωμένες δυναμικότητες του σοσιαλισμού, με τις οποίες συντονιζόταν η σκέψη του Μπουχάριν.
Σημειώσεις
-
Μπ. Νικολαέβσκι, Power and the Soviet Elite, Hoover Institution & Frederick Praeger, Νέα Υόρκη 1965, σελ. 20.
-
Στο ίδιο, σελ. 20-21.
-
Στο ίδιο, σελ. 18-19, 21-22.
-
Η μετατροπή του Μπουχάριν σε έναν «ιδεαλιστή ανθρωπιστή» έχει αρκετή διάδοση στη φιλελεύθερη αστική φιλολογία. Σε μια επισκόπησή του του Πώς Ξεκίνησαν Όλα στους New York Times ο Ρ. Μπερνστάιν, χαρακτηρίζει τον Μπουχάριν σαν «έναν ιδεαλιστή καταδικασμένο στην τρομοκρατία του Στάλιν… Παρέμεινε», συνεχίζει παραπέρα, «πιστός στον επαναστατικό μαρξισμό ακόμη και μέσα σε μια μαρξιστική φυλακή και έτοιμος να εκτελεστεί από μαρξιστές εκτελεστές. Το μυθιστόρημά του είναι σπαρακτικό και σχίζει την καρδιά, ακριβώς επειδή δείχνει την τρομακτική ισχύ της ιδέας που κυριαρχούσε το νου μιας λαμπρής και ιδεαλιστικής γενιάς που εξαλείφθηκε στην υπηρεσία της» (Ρ. Μπερνστάιν, «“Πώς Ξεκίνησαν Όλα”: Ιδεαλιστής καταδικασμένος στην τρομοκρατία του Στάλιν», https://archive.nytimes.com/www.nytimes.com/books/98/05/24/daily/prison-bookreview.html?scp=13&sq=kolya&st=cse). Αν για φιλελεύθερους όπως ο Μπερνστάιν φαίνεται αυτονόητο πως ο Στάλιν ήταν ένας μαρξιστής, για τους μαρξιστές η σταθερότητα του Μπουχάριν στον επαναστατικό μαρξισμό είναι άλλη μια απόδειξη και ένα κίνητρο για να καταδείξουν το ασύμβατο του μαρξισμού με τη σταλινική κτηνωδία.
-
Στο ίδιο, σελ. 21.
-
Παρατίθεται στο Ν. Μπουχάριν, How it all Began, σελ. 336.
-
Παρατίθεται στο Τζουλιάνο Προκάτσι, «The Bukharin Affair», Australian Left Review, no 66, 1978. Οι κρίσεις αυτές του Μπουχάριν παραμένουν ασφαλώς εξαιρετικά επίκαιρες απέναντι στους σύγχρονους θιασώτες του σταλινισμού, που επιλέγουν παρόμοια να γίνονται ≪μάρτυρες των άθλιων έργων≫ του, δικαιώνοντας και εξαγνίζοντας τη σταλινική κτηνωδία. Για μερικά τυπικά δείγματα αυτών των λογικών από τη μεριά του εγχώριου νεοσταλινισμού, που περιλαμβάνουν θλιβερές επιθέσεις στον Μπουχάριν, βλέπε μεταξύ άλλων τα: «Η υπόθεση Μπουχάριν – Ρίκοφ» στο αφιέρωμα «Ι.Β. Στάλιν. Ένας Μπολσεβίκος ηγέτης», Ριζοσπάστης, 9/3/2003· Δ. Κουτσούμπας, «Η “σταλινολογία” έχει στόχο να κτυπήσει τις βάσεις του σοσιαλισμού», Εφημερίδα των Συντακτών, 12/11/2017· Κ. Σκολαρίκος, «Η σοσιαλιστική οικοδόμηση και τα κριτήρια της κριτικής», Ριζοσπάστης, 8 και 15/2/2009. Το θλιβερό λεύκωμα 1917. Η Πορεία προς την Οκτωβριανή Επανάσταση από Μήνα σε Μήνα (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017), επιμελημένο από την Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 300 περίπου σελίδες του οποίου δεν αναφέρεται καν το όνομα του Μπουχάριν, είναι επίσης εδώ πολύ αντιπροσωπευτικό.
-
Στο ίδιο.