Δημοσιεύουμε σε τρία μέρη την έκδοση του «Ξ» με τίτλο «Η ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος – Από τον 19ο αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5)» – σήμερα το γ’ μέρος. Εάν θέλετε να προμηθευτείτε τη μπροσούρα μας, ελάτε σ’ επαφή εδώ.
Διαβάστε το α’ μέρος εδώ και το β’ μέρος εδώ.
Η πρώτη Ιντιφάντα
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1987 ξέσπασε η πρώτη Ιντιφάντα (εξέγερση) στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Η Ιντιφάντα ξεκίνησε αυθόρμητα και εντελώς αναπάντεχα τόσο για την PLO όσο και το κράτος του Ισραήλ. Αφορμή για την εξέγερση ήταν ο θάνατος τεσσάρων Παλαιστινίων εργατών τους οποίους παρέσυρε στρατιωτικό όχημα του Ισραήλ στη Γάζα. Οι αιτίες, ασφαλώς, ήταν βαθύτερες.
Οι Παλαιστίνιοι που ζούσαν στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα είχαν χάσει, σε μεγάλο βαθμό, την ελπίδα ότι η αποτίναξη της κατοχής και η εθνική ανεξαρτησία θα επιτυγχάνονταν από τους αντάρτες της PLO ή την εξωτερική επέμβαση των αραβικών κρατών. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η PLO είχε χάσει μεγάλο μέρος από το κύρος της μετά την ήττα και την αποχώρησή της από το Λίβανο. Από την άλλη, τα αραβικά καθεστώτα είχαν προδώσει επανειλημμένα το παλαιστινιακό κίνημα και σε αρκετές περιπτώσεις είχαν διαπράξει σφαγές εναντίον των Παλαιστίνιων προσφύγων και εναντίον των μαχητών της PLO. Οι συνθήκες ζωής για τις Παλαιστινιακές μάζες στα κατεχόμενα εδάφη ήταν ένας συνδυασμός φτώχειας, διαρκούς αγώνα για την επιβίωση και εθνικής καταπίεσης χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης της κατάστασης.
Σε αυτές τις συνθήκες βρίσκεται η καύσιμη ύλη που τροφοδότησε την πρώτη Ιντιφάντα για έξι ολόκληρα χρόνια!
Η αντίδραση του κράτους του Ισραήλ ήταν εξαρχής η ωμή καταστολή. Ο ισραηλινός στρατός χρησιμοποίησε πλαστικές και πραγματικές σφαίρες, δακρυγόνα, κανόνια νερού, απέκλεισε περιοχές και χωριά των Παλαιστινίων και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και βασανισμούς. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσε να κάμψει το κίνημα. Αντίθετα, η εξέγερση απέκτησε πολύ γρήγορα λαϊκό χαρακτήρα και σε αυτή συμμετείχε η μεγάλη πλειοψηφία των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, ενώ σημαντικές κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και από τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ.
Η εικόνα με την οποία έχει ταυτιστεί η πρώτη Ιντιφάντα είναι αυτή των νεαρών Παλαιστίνιων, πολλές φορές ακόμη παιδιών, που φοράνε την Καφίγια (παλαιστινιακή μαντίλα) και με σφεντόνες πετάνε πέτρες σε πάνοπλους Ισραηλινούς στρατιώτες και τανκς. Και είναι γεγονός ότι οι διαδηλώσεις, οι οδομαχίες και τα οδοφράγματα ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό της Ιντιφάντα. Ο ηρωισμός της παλαιστινιακής νεολαίας που αντιμετώπισε άοπλη τα πυρά των Ισραηλινών προκάλεσε κύμα αλληλεγγύης διεθνώς και ταρακούνησε σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Όμως, οι παλαιστινιακές μάζες υιοθέτησαν κι άλλες, πολύ ισχυρές μορφές μαζικής πάλης. Οι γενικές απεργίες (στα κατεχόμενα και μέσα στο Ισραήλ) και η πολιτική ανυπακοή (άρνηση πληρωμής φόρων στο κράτος, άρνηση τήρησης των ωραρίων των εμπορικών καταστημάτων κ.α.) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να πάρει η εξέγερση τις διαστάσεις που πήρε.
Επιπλέον, η πρώτη Ιντιφάντα γέννησε μια νέα μορφή οργάνωσης, που αρχικά βρισκόταν έξω από τον έλεγχο της ηγεσίας της PLO, και εξέφραζε με πιο άμεσο τρόπο τις διαθέσεις των Παλαιστινιακών μαζών στα Κατεχόμενα, τις Λαϊκές Επιτροπές.
Οι Λαϊκές Επιτροπές οργάνωναν τις διαδηλώσεις και τις διάφορες κινητοποιήσεις, τις περιόδους των γενικών απεργιών έκαναν διανομή των τροφίμων και προμηθειών και είχαν αναλάβει και τη φύλαξη των γειτονιών των Παλαιστινίων. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1988 δημιουργήθηκε η «Ενιαία Εθνική Διοίκηση της Εξέγερσης» με σκοπό το συντονισμό του κινήματος. Παρότι η ηγεσία της PLO δεν είχε παίξει ρόλο στην έναρξη της εξέγερσης, σύντομα πήρε τον έλεγχο του κινήματος το οποίο ανέδειξε όμως και μια νέα γενιά ηγετών.
Η Ιντιφάντα πέτυχε μέσα σε λίγους μήνες όσα δεν είχαν πετύχει δεκαετίες ένοπλης πάλης. Η άρχουσα τάξη του Ισραήλ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει με στρατιωτικά μέσα έναν ολόκληρο λαό. Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης του Ισραήλ άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τους Παλαιστίνιους και να ζητά πολιτική λύση ώστε να μπει τέλος στις δεκαετίες αιματοχυσίας. Επίσης, σε διεθνές επίπεδο, αναπτύχθηκε ένα πολύ σημαντικό κίνημα αλληλεγγύης προς την Ιντιφάντα και μεγάλες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε πολλές χώρες.
Η πρώτη Ιντιφάντα προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και στο παλαιστινιακό κίνημα και τις οργανώσεις του. Ο Αραφάτ και η εξόριστη ηγεσία της PLO είδαν στην Ιντιφάντα ένα μέσο πίεσης προς τον «διεθνή παράγοντα» και το Ισραήλ, ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για επίτευξη πολιτικής λύσης. Το 1988 το Εθνικό Παλαιστινιακό Συμβούλιο συνεδρίασε στο Αλγέρι, ως εξόριστο κοινοβούλιο, και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης.
Ο Αραφάτ, εκ μέρους της PLO, αποκήρυξε την τρομοκρατία και τις τρομοκρατικές μεθόδους πάλης. Στην πράξη αποκήρυττε και εγκατέλειπε κάθε είδους ένοπλη πάλη. Παράλληλα, η PLO εγκατέλειψε το στόχο της καταστροφής του Ισραήλ – το αναγνώρισε ως κράτος και έθεσε ως στόχο τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτος στα κατεχόμενα εδάφη του 1967.
Αυτές ήταν πολύ σημαντικές αλλαγές στη στρατηγική της PLO, της ιστορικής ηγεσίας των Παλαιστινίων, η οποία έχοντας φτάσει σε αδιέξοδο με το αντάρτικο στράφηκε προς τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις. Μια διαδικασία που σε λίγα χρόνια θα οδηγούσε στις συμφωνίες του Όσλο, την αυτονομία μέρους των παλαιστινιακών εδαφών και την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής (1993-1995).
Στον αντίποδα αυτών των εξελίξεων, ένα πολύ σημαντικό γεγονός κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα ήταν η ίδρυση της Χαμάς (ακρωνύμιο που σημαίνει Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης). Στο καταστατικό της χάρτη (Αύγουστος 1988), η Χαμάς δήλωνε τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, χαρακτήριζε ως αδιαίρετο μουσουλμανικό βακούφι την παλαιστινιακή γη, έθετε ως στόχο της την απελευθέρωση του συνόλου της ιστορικής Παλαιστίνης και την εγκαθίδρυση ισλαμικού καθεστώτος.
Αυτό στην πράξη σήμαινε όχι μόνο την καταστροφή του Σιωνισμού αλλά και την άρνηση συλλογικών εθνικών δικαιωμάτων για τους Ισραηλινούς σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη.
Η Χαμάς έχτισε την κοινωνική της βάση βασιζόμενη στα πιο φτωχά στρώματα των Παλαιστινίων που ζούσαν στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, δημιουργώντας ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών με επίκεντρο τη θρησκεία και τα τζαμιά. Ακολουθώντας τις μεθόδους των Ισλαμιστών του Χομεϊνί, η Χαμάς οργάνωσε συσσίτια, έφτιαξε σχολεία και νοσοκομεία, στήριξε τις οικογένειες των νεκρών Παλαιστίνιων μαχητών και ταύτισε τη θρησκευτική πίστη με τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης.
Είναι πλέον αρκετά γνωστό (και τεκμηριωμένο) ότι το κράτος του Ισραήλ είδε θετικά την ίδρυση της Χαμάς και την υποστήριξε στα πρώτα της βήματα με σκοπό να υποσκάψει τη δύναμη της PLO και του Αραφάτ.
Σύντομα μετά την ίδρυσή της, η Χαμάς οργάνωσε τη δική της ένοπλη πτέρυγα, τις ταξιαρχίες του Αλ-Κασάμ, και άρχισε να πραγματοποιεί επιθέσεις αυτοκτονίας που στόχο είχαν το να προκαλέσουν τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων μεταξύ άμαχων Ισραηλινών.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, η Χαμάς αρνήθηκε να ενταχθεί στην «Ενιαία Διοίκηση της Εξέγερσης» που ελεγχόταν από την PLO και απέρριπτε την στρατηγική των διαπραγματεύσεων, την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ και τον στόχο της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους στα κατεχόμενα.
Οι συμφωνίες του Όσλο και η 2η Ιντιφάντα
Τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και οι αρχές της δεκαετίας του ‘90 έφεραν νέες κοσμοϊστορικές αλλαγές στη διεθνή κατάσταση. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου τον Δεκέμβρη του 1989 άνοιξε μια διαδικασία που κατέληξε στην κατάρρευση της σχεδιασμένης κρατικοποιημένης οικονομίας και την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση και ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ.
Όπως είχε προβλέψει ο Λέον Τρότσκι το 1936, στο βιβλίο του «Η Προδομένη Επανάσταση», το προνομιούχο στρώμα της γραφειοκρατίας αποφάσισε ότι είναι πλέον πιο συμφέρον να πάρει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντί απλώς να τα διοικεί. Έτσι, μέσα σε λίγους μήνες, η ΕΣΣΔ και τα υπόλοιπα παραμορφωμένα εργατικά καθεστώτα κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος δίνοντας τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να εμφανιστούν ως ο νικητής της ιστορικής περιόδου του ψυχρού πολέμου.
Οι επιπτώσεις από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ρωσία και το ανατολικό μπλοκ ήταν παγκόσμιες και σε όλα τα επίπεδα. Σε ότι αφορά το παλαιστινιακό ζήτημα οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
Τα αραβικά καθεστώτα και η PLO έχασαν τη δυνατότητα να αξιοποιούν τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για δικό τους όφελος και για να πιέζουν το Ισραήλ.
Ο συσχετισμός δύναμης στη Μέση Ανατολή άλλαξε απότομα και ριζικά και οι ΗΠΑ ήθελαν να αξιοποιήσουν αυτή την αλλαγή για τα δικά τους συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας το αφήγημα της Pax Americana (της Νέας Διεθνούς Τάξης πραγμάτων υπό την αμερικανική ηγεμονία), ήθελαν να δείξουν ότι ως μοναδική υπερδύναμη μπορούσαν να δώσουν λύση στα διάφορα διεθνή ζητήματα και να επιφέρουν τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, είτε με την στρατιωτική ισχύ (όπως με τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, το 1991) είτε με τη διπλωματία.
Στο εσωτερικό του παλαιστινιακού κινήματος, οι αριστερές Παλαιστινιακές οργανώσεις (PFLP, DFLP, ΚΚΠ κλπ) έχασαν επιρροή καθώς το όραμα της επανάστασης και του σοσιαλισμού υπέστη μεγάλο πλήγμα.
Η ηγεσία της PLO και ο Αραφάτ στράφηκαν ακόμη πιο αποφασιστικά προς τον «ρεαλισμό» δηλαδή την προσέγγιση με τις ΗΠΑ και τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις με στόχο κάποιου είδους πολιτική λύση και συμφωνία με το κράτος του Ισραήλ.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι ΗΠΑ οργάνωσαν το συνέδριο της Μαδρίτης, τον Οκτώβριο του 1991, με σκοπό να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για το παλαιστινιακό. Στο συνέδριο συμμετείχαν δεκάδες χώρες, ανάμεσά τους και η ΕΣΣΔ, λίγους μόνο μήνες πριν αυτοδιαλυθεί. Οι διαπραγματεύσεις της Μαδρίτης δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα, άνοιξαν όμως μια διαδικασία συζητήσεων με τις ΗΠΑ στο ρόλο του συντονιστή.
Παράλληλα με τις επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών στις ΗΠΑ, η PLO και το Ισραήλ ξεκίνησαν απευθείας μυστικές συνομιλίες στην Νορβηγία. Το καλοκαίρι του 1992, το δεξιό κόμμα Λικούντ έχασε τις εκλογές και στην κυβέρνηση επανήλθε το «Εργατικό Κόμμα», με επικεφαλής το Γιτζάκ Ράμπιν.
Το Εργατικό Κόμμα δεν είχε φυσικά σχέση με εργατικά συμφέροντα και ο Ράμπιν ήταν ένας Σιωνιστής που επί δεκαετίες είχε πολεμήσει εναντίον των Αράβων. Το 1948 πολέμησε στον 1ο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, ήταν αρχηγός του στρατού στον πόλεμο των 6 ημερών το 1967 και Υπουργός Άμυνας από το 1984 ως το 1995. Αντιμετώπισε την πρώτη Ιντιφάντα με σκληρή βία και καταστολή. Κατά συνέπεια, η αλλαγή της στάσης του δεν είχε σχέση με κάποια ανθρωπιστικά κίνητρα αλλά με την αλλαγή στάσης ενός σημαντικού τμήματος της ισραηλινής άρχουσας τάξης.
Η πρώτη Ιντιφάντα συνεχιζόταν επί έξι χρόνια παρά την σκληρή καταστολή του ισραηλινού στρατού εναντίον των εξεγερμένων Παλαιστινιακών μαζών. Μια μερίδα της ισραηλινής άρχουσας τάξης κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η απευθείας και επ’ αόριστον κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών ήταν κάτι πολύ δύσκολο να συνεχιστεί.
Επιπλέον, ανησυχούσε για την επίδραση που είχε η Ιντιφάντα στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας. Στο εσωτερικό του Ισραήλ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού είχε αρχίσει να μην υποστηρίζει τη βία του ισραηλινού στρατού εναντίον άοπλων Παλαιστινίων. Σημαντικές ήταν και οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο εξωτερικό για την ισραηλινή καταστολή της Ιντιφάντα.
Έτσι, η μερίδα της άρχουσας τάξης που εκπροσωπούσε ο Γιτζάκ Ράμπιν άρχισε να βλέπει την πιθανότητα μιας πολιτικής-διπλωματικής συμφωνίας ως τον καλύτερο δρόμο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Ταυτόχρονα η εκλογή του Ράμπιν αντανακλούσε το λαϊκό αίτημα για ειρήνη που υποστήριζε ένα όλο και αυξανόμενο τμήμα του ισραηλινού πληθυσμού.
Παρότι οι επίσημες διαπραγματεύσεις στις ΗΠΑ δεν προχωρούσαν λόγω σημαντικών διαφορών, οι συζητήσεις που διεξάγονταν με άκρα μυστικότητα μεταξύ PLO και Ισραήλ στο Όσλο, κατέληξαν σε συμφωνία τον Αύγουστο του 1993.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, στην Ουάσιγκτον, ο Γιασέρ Αραφάτ και ο Γιτζάκ Ράμπιν υπέγραψαν τη «Διακήρυξη Αρχών για τις Προσωρινές Ρυθμίσεις Αυτοδιοίκησης» και έκαναν την ιστορική χειραψία υπό το βλέμμα του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον.
Η υπογραφή της Διακήρυξης έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη συμφωνία του Όσλο. Η δεύτερη συμφωνία του Όσλο υπογράφηκε στην Τάμπα της Αιγύπτου το 1995.
Οι βασικοί άξονες των προσωρινών αυτών συμφωνιών ήταν οι εξής:
Οι Παλαιστίνιοι θα αποκτούσαν αυτονομία σε κάποια τμήματα της Δυτικής Όχθης και στη Λωρίδα της Γάζας. Την διοίκηση θα αναλάμβανε η «Παλαιστινιακή Αρχή» (ΠΑ) η οποία όμως θα είχε περιορισμένες εξουσίες.
Ο ισραηλινός στρατός θα αποσυρόταν μερικώς από τα Κατεχόμενα, αλλά θα διατηρούσε το δικαίωμα της επέμβασης (στο όνομα της ασφάλειας του Ισραήλ).
Τα παλαιστινιακά εδάφη που είχε υπό την κατοχή του το Ισραήλ μετά το 1967 χωρίζονταν σε τρεις ζώνες. Η πρώτη ζώνη περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Γάζας και 14 θύλακες στην Δυτική Όχθη (μόλις το 18% του συνόλου) και εκεί η Παλαιστινιακή Αρχή θα είχε τον πλήρη έλεγχο. Στη δεύτερη ζώνη (22% του συνόλου), η ΠΑ θα είχε τον πολιτικό έλεγχο και το Ισραήλ τον στρατιωτικό έλεγχο. Και η τρίτη ζώνη (60%) θα παρέμενε ουσιαστικά υπό τον πλήρη έλεγχο του Ισραήλ.
Η μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ των αυτόνομων παλαιστινιακών θυλάκων και της επικράτειας του Ισραήλ θα ελεγχόταν από την ισραηλινή αστυνομία και το στρατό σε πολλά σημεία ελέγχου (chek-points).
Η Παλαιστινιακή Αρχή θα ίδρυε Παλαιστινιακή Αστυνομία που θα ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της τάξης στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη και για την ασφάλεια του Ισραήλ έναντι ένοπλων επιθέσεων από παλαιστινιακές οργανώσεις όπως η Χαμάς και η ισλαμική Τζιχάντ. Όμως, η Παλαιστινιακή Αστυνομία δεν θα είχε εξουσία επί των Ισραηλινών εποίκων (στα Κατεχόμενα).
Η PLO αναγνώριζε το κράτος του Ισραήλ και αποκήρυττε την «τρομοκρατία» (δηλαδή την ένοπλη πάλη).
Το κράτος του Ισραήλ έπαυε να θεωρεί την PLO ως τρομοκρατική οργάνωση και την αναγνώριζε ως τον επίσημο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού και ο Γιασέρ Αραφάτ θα μπορούσε να επιστρέψει στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη από την Τύνιδα όπου βρισκόταν εξόριστος.
Μετά την εφαρμογή της προσωρινής συμφωνίας θα ξεκινούσε μια μακρά περίοδος διαπραγματεύσεων (τουλάχιστον 5 ετών) με στόχο μια οριστική συμφωνία, που ενδεχομένως θα οδηγούσε στην ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, κάποια στιγμή στο απροσδιόριστο μέλλον.
Οι συμφωνίες του Όσλο δεν άγγιζαν μια σειρά από καυτά ζητήματα, όπως:
Ποιο θα ήταν το καθεστώς εξουσίας στην Ιερουσαλήμ, το ανατολικό τμήμα της οποίας βρισκόταν υπό ισραηλινή κατοχή από το 1967.
Το μέλλον των περίπου 116.000 Ισραηλινών έποικων που βρίσκονταν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Το Ισραήλ δεν αναλάμβανε καμία ρητή δέσμευση απόσυρσής τους.
Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία δέσμευση απελευθέρωσης των δεκάδων χιλιάδων Παλαιστίνιων πολιτικών κρατούμενων που βρίσκονταν σε ισραηλινές φυλακές.
Και, κυρίως, δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη επιστροφής για τα εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες του 1948 και του 1967 που ζούσαν επί δεκαετίες σε άθλιους προσφυγικούς καταυλισμούς στη Μέση Ανατολή.
Οι παραχωρήσεις του Ισράηλ στις συμφωνίες του Όσλο σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσαν στην εθνική απελευθέρωση των Παλαιστινίων και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της εποχής, πάνω από το 70% των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα δήλωνε πως συμφωνούσε και τις αποδεχόταν.
Στην ισραηλινή πλευρά οι συμφωνίες έγιναν αποδεκτές με ενθουσιασμό από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στα μάτια των απλών ανθρώπων υπόσχονταν την επικράτηση της ειρήνης και της ηρεμίας μετά από δεκαετίες ατελείωτης αιματοχυσίας και διαρκούς φόβου για τον πόλεμο.
Παρόλα αυτά, οι συμφωνίες του Όσλο ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Όπως εξηγούσε το Ξεκίνημα και άλλες μαρξιστικές οργανώσεις, η συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει η σιωνιστική άρχουσα τάξη του Ισραήλ, η παλαιστινιακή ηγεσία, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα άφηνε άλυτες τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του εθνικού ζητήματος. Η εθνική καταπίεση των Παλαιστινίων από το κράτος του Ισραήλ θα συνεχιζόταν με άλλη μορφή. Επιπλέον, στο έδαφος του καπιταλισμού θα ήταν αδύνατο να ανυψωθεί το βιοτικό επίπεδο των παλαιστινιακών μαζών ενώ οι παλαιστινιακές αρχές θα έτειναν να γίνουν μια νέα προνομιούχα, αστική και καταπιεστική εξουσία.
Οι αντιφάσεις αυτές αργά ή γρήγορα θα έρχονταν στην επιφάνεια και θα μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν οι εξτρεμιστικές δυνάμεις της μιας και της άλλης πλευράς για να πυροδοτήσουν έναν νέο κύκλο βίας.
Ουσιαστικά η αμφισβήτηση της συμφωνίας ξεκίνησε από τη στιγμή της υπογραφής της. Η δεξιά αντιπολίτευση στο Ισραήλ οργάνωνε συνεχείς διαδηλώσεις ενάντια στη συμφωνία. Το 1994 ένας ισραηλινός εθνικιστής άνοιξε πυρ κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού στο τέμενος Ιμπραχίμι στη Χεβρώνα, σκοτώνοντας 29 Παλαιστίνιους. Ταυτόχρονα, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ, οι οποίες βγήκαν πολύ ενισχυμένες από την πρώτη Ιντιφάντα, εξαπέλυαν επιθέσεις αυτοκτονίας και βομβιστικές επιθέσεις σε λεωφορεία, εστιατόρια, μπάρ, σκοτώνοντας εκατοντάδες Ισραηλινούς πολίτες.
Κορύφωση αυτού του κύκλου βίας ήταν η δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν, από τον ισραηλινό εθνικιστή Τζιγκάλ Αμίρ, στις 4 Νοεμβρίου του 1995, στην Πλατεία των Βασιλέων του Ισραήλ κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης υπέρ των συμφωνιών του Όσλο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν διέψευσαν τις προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει οι συμφωνίες του Όσλο. Το κράτος του Ισραήλ συνέχιζε να έχει τον ασφυκτικό έλεγχο πάνω στα παλαιστινιακά εδάφη. Ο στρατός μπορούσε να επεμβαίνει όποτε ήθελε και η Παλαιστινιακή Αρχή, με την Παλαιστινιακή Αστυνομία που είχε ιδρύσει, άρχισε να φαίνεται στα μάτια των όλο και περισσότερων Παλαιστινίων ως μια προδοτική δύναμη που αναλάμβανε την βρώμικη δουλειά για λογαριασμό των Ισραηλινών κατακτητών.
Η ηγεσία και οι αξιωματούχοι της Φατάχ πήραν τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, την οποία άρχισαν να διοικούν χωρίς κανένα έλεγχο από την κοινωνία, αντιδημοκρατικά και αυταρχικά. Η καταστολή των πολιτικών αντιπάλων της Φατάχ ήταν σκληρή, ιδιαίτερα των υποστηρικτών της Χαμάς. Η διαδικασία αυτή γέννησε μια διεφθαρμένη και πλούσια ελίτ και ένα πελατειακό δίκτυο που ζούσε πλουσιοπάροχα σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες που συνέχισαν να μαστίζονται από τη φτώχεια και την ανεργία.
Η αποξένωση της Φατάχ και της Παλαιστινιακής Αρχής από τις λαϊκές μάζες είχε ως αποτέλεσμα να δυναμώσουν σημαντικά οι φονταμενταλιστικές οργανώσεις της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ.
Η ακραία σιωνιστική δεξιά του Ισραήλ αξιοποίησε αυτές τις επιθέσεις για να ενισχύσει τη θέση της. Μετά από διαρκείς και ατελέσφορες διαπραγματεύσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, και ενώ η βία κλιμακώνεται και οι προσδοκίες από τις συμφωνίες του Όσλο καταρρέουν, ξεσπά η 2η Ιντιφάντα στις 28 Σεπτεμβρίου του 2000. Η δεύτερη παλαιστινιακή εξέγερση έχει σημαντικές διαφορές σε σχέση με την πρώτη καθώς πολιτικά κυριαρχεί η Χαμάς. Σε αντίθεση με την εξέγερση του 1987, η δεύτερη Ιντιφάντα χαρακτηρίζεται πολύ λιγότερο από την μαζική κινητοποίηση και την οργάνωση των λαϊκών μαζών και πολύ περισσότερο από τις ρουκέτες και τις επιθέσεις αυτοκτονίας της Χαμάς.
Μετά τη 2η Ιντιφάντα
Η λήξη της 2ης Ιντιφάντα οδηγεί στον «ενταφιασμό» της διαδικασίας του Όσλο, με την έννοια ότι οι διαπραγματεύσεις επί της ουσίας σταμάτησαν και η βία άρχισε να κλιμακώνεται σταθερά.
Το Ισραήλ ξεκινά την κατασκευή ενός πελώριου φράχτη γύρω από τη Δυτική Όχθη. Ο φράχτης και τα αμέτρητα check-points απομονώνουν τους παλαιστινιακούς θύλακες και κάνουν την μετακίνηση από και προς αυτούς έναν καθημερινό εφιάλτη.
Τα κύρια γεγονότα που ακολούθησαν μετά την 2η Ιντιφάντα και οι μετέπειτα σημαντικότερες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό έχουν αναλυθεί από το Ξεκίνημα σε εκτενή αρθρογραφία όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Εν συντομία αναφέρουμε εδώ ότι η Χαμάς κερδίζει τις εκλογές για την Παλαιστινιακή Αρχή το 2006. Ακολουθεί μια περίοδος εμφυλίου πολέμου για την εξουσία ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ που καταλήγει στο να πάρει τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας η Χαμάς και της Δυτικής Όχθης η Φατάχ.
Σαν απάντηση στην ανάληψη της εξουσίας από τη Χαμάς, το Ισραήλ προχωρά στον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας και την μετατρέπει στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου αφού ο ισραηλινός στρατός ελέγχει την μετακίνηση των ανθρώπων, την τροφοδοσία σε νερό και ενέργεια, την τροφοδοσία σε φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό αλλά και σε τρόφιμα.
Ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός, οι χιλιάδες Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι, ο καθημερινός εξευτελισμός Παλαιστινίων στα check-points του ισραηλινού στρατού, η τεράστια φτώχεια, η έλλειψη μέλλοντος και προοπτικής είναι το υπόβαθρό που οδήγησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και στον πόλεμο που εξαπέλυσε το Ισραήλ εναντίον της Γάζας αλλά και της Δυτικής Όχθης.
Ποια η διέξοδος;
Όπως έδειξε η πιο πάνω ανάλυση, το παλαιστινιακό ζήτημα -δηλαδή η εθνική καταπίεση και η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού και ο φαύλος κύκλος βίας- ήταν το αποτέλεσμα πρώτα από όλα της πολιτικής του αμερικανικού και του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της σιωνιστικής άρχουσας τάξης.
Τα αραβικά καθεστώτα (αντιδραστικά και αυταρχικά στην πολιτική τους, καπιταλιστικά με φεουδαρχικά κατάλοιπα στην ταξικό τους χαρακτήρα) έχουν επίσης τις δικές τους μεγάλες ευθύνες στην ιστορική εξέλιξη του προβλήματος. Παρότι για καιρό εμφανιζόντουσαν ως σύμμαχοι των Παλαιστινίων, εν τούτοις πολλές φορές όχι μόνο τους πρόδωσαν αλλά δεν δίστασαν να διαπράξουν σφαγές εναντίον τους.
Για δεκαετίες, οι αστικές κυβερνήσεις και οι άρχουσες τάξεις της Δύσης, του Ισραήλ και των αραβικών χωρών έκαναν πολλές απόπειρες να «διευθετήσουν» τη διαμάχη και να επιβάλλουν μια «λύση» που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Όμως απέτυχαν παταγωδώς, όπως δείχνει ο πόλεμος που ξεκίνησε μετά τις 7 Οκτώβρη του 2023 και που σήμερα απειλεί να βάλει φωτιά σε όλη την Μέση Ανατολή.
Μεγάλο τμήμα της ισραηλινής κοινωνίας και των λαϊκών στρωμάτων, δυστυχώς συντάχθηκε ιστορικά πίσω από την ισραηλινή άρχουσα τάξη. Οι Σιωνιστές υποσχέθηκαν στους Εβραίους μια χώρα που θα εγγυάται πάνω από όλα ασφάλεια τους μετά από αμέτρητους διωγμούς, με τραγικότερο όλων το Ολοκαύτωμα από τους Ναζί και τους συμμάχους τους στην Ευρώπη. Η οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ και της Δύσης έδωσε τη δυνατότητα στην ισραηλινή άρχουσα τάξη να ασκήσει για δεκαετίες μια πολιτική παροχών και κοινωνικού κράτους που εξασφάλισε την εθνική ενότητα στο εσωτερικό και οδήγησε σε μια ταύτιση ενός πολύ μεγάλου μέρους των Ισραηλινών πολιτών με το κράτος και το στρατό. Η απουσία μιας αριστερής πολιτικής δύναμης που να βρίσκεται σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και να προβάλλει μια διαφορετική εναλλακτική στο Ισραήλ έπαιξε κομβικό ρόλο στην δημιουργία κλίματος εθνικής ενότητας.
Η ιστορία, και ο σημερινός πόλεμος, δείχνουν ότι η υπόσχεση για ασφάλεια είναι ένα ψέμα. Κανένα αίσθημα ασφάλειας και καμία μόνιμη ειρήνη δεν πρόκειται να βιώσουν οι Ισραηλινοί πολίτες όσο συνεχίζεται η καταπίεση και η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού. Η ιστορία δείχνει ότι κάθε στρατιωτική νίκη του Ισραήλ επί των παλαιστινιακών οργανώσεων οδηγούσε στη συνέχεια στην εμφάνιση νέων ακόμη πιο σκληρών αντιπάλων. Έτσι το «ασφαλές λιμάνι» που υπόσχονταν οι Σιωνιστές είναι σήμερα μια χώρα σε διαρκή πόλεμο όπου κανείς δεν νοιώθει ασφαλής.
Από την άλλη, το Ισραήλ ήταν και παραμένει μια αστική-καπιταλιστική κοινωνία. Ως τέτοια επηρεάζεται από την γενική πορεία του καπιταλισμού, της αντιφάσεις και τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει, και αδυνατεί να προσφέρει ένα μόνιμα υψηλό βιοτικό επίπεδο. Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα μέσα στο Ισραήλ βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης και τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στο βιοτικό τους επίπεδο.
Όπως διδάσκει λοιπόν η ιστορία, και όπως έχουμε γράψει «ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να λύσει το πρόβλημα Ισραήλ-Παλαιστίνης. Ούτε μια λύση «δύο κρατών» ούτε μια λύση «ενός κράτους» είναι εφικτή στο καπιταλιστικό σύστημα – στην πραγματικότητα καμία λύση δεν είναι εφικτή».
Από τη μεριά τους, οι παλαιστινιακές μάζες έχουν δώσει αμέτρητους και ηρωικούς αγώνες κι έχουν κάνει τεράστιες θυσίες στην μακρόχρονη πάλη τους για ανεξαρτησία και ελευθερία. Για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια αυτής της πάλης βάσισαν τις ελπίδες τους στην εθνική ενότητα όλων των Αράβων και τα γειτονικά αραβικά καθεστώτα.
Η πολιτική γραμμή της ηγεσίας της PLO, ένας συνδυασμός αριστερόστροφου – φιλοσοβιετικού αραβικού εθνικισμού, και το αντάρτικο ως μέθοδος πάλης έδειξαν τα όρια τους και δεν κατάφεραν να προσφέρουν ελευθερία και ανεξαρτησία στον παλαιστινιακό λαό. Η στροφή στη διπλωματία και στον δυτικό ιμπεριαλισμό από τον Αραφάτ και την PLO επίσης αποδείχτηκε αδιέξοδη και εν τέλει καταστροφική.
Η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού της Χαμάς και οι επιθέσεις (συχνά αυτοκτονίας) εναντίον και πολιτικών στόχων στο εσωτερικό του Ισραήλ δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ακριβώς το αντίθετο!
Ένα χρόνο μετά την πιο μεγάλη επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, ο παλαιστινιακός λαός έχει πληρώσει έναν τρομακτικό φόρο αίματος αλλά ο στρατός και το κράτος του Ισραήλ δεν έχουν αποδυναμωθεί καθόλου. Ο παλαιστινιακός λαός δεν είναι πιο κοντά στο να αποκτήσει ανεξάρτητο κράτος, ελευθερία και λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι ο υπεύθυνος και ο ένοχος για τη σφαγή και την ισοπέδωση της Γάζας είναι άλλος από το καθεστώς του Ισραήλ. Αλλά ότι το πρόγραμμα και οι μέθοδοι πάλης που υιοθετούν οι ηγεσίες του παλαιστινιακού λαού πρέπει να γίνονται αντικείμενο συζήτησης και κριτικής ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Για αυτούς τους λόγους, οι Μαρξιστές έχουν ευθύνη να εξηγούν ότι μόνο η ταξική-διεθνιστική προσέγγιση μπορεί να δώσει πραγματική λύση στο παλαιστινιακό. Μια λύση που να ικανοποιεί το αίτημα των παλαιστινιακών μαζών για ελευθερία, ανεξαρτησία αλλά και επίλυση των τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων. Και την ίδια ώρα να εξασφαλίζει στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα του Ισραήλ ασφάλεια και ευημερία.
Για να γίνει αυτό πρέπει να σπάσει η εθνική ενότητα ανάμεσα στην πλειοψηφία της κοινωνίας στο Ισραήλ και το σιωνιστικό κράτος. Και παράλληλα να έρθουν κοντά τα εργατικά και λαϊκά στρώματα των δυο πλευρών σε ένα κοινό αγώνα ενάντια στη σιωνιστική άρχουσα τάξη, ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό (χωρίς όμως αυταπάτες στο ανερχόμενο κινεζορωσικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο), ενάντια στα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής.
Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την άκριτη υποστήριξη της Χαμάς ή της Χεζμπολάχ. Κεντρικό καθήκον σε αυτή την κατεύθυνση είναι η προσπάθεια να χτιστούν ανεξάρτητα εργατικά κόμματα, με επαναστατικό- σοσιαλιστικό πρόγραμμα στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Όπως και το χτίσιμο αντίστοιχων κομμάτων στις γειτονικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της ΝΑ Μεσογείου καθώς και διεθνώς.
Το Ξεκίνημα και η διεθνής κίνηση στην οποία συμμετέχει, το Internationalist Standpoint, θέλουν να συμβάλλουν σε αυτό το στόχο. Οι βασικές πολιτικές προτάσεις μας, που υιοθετήθηκαν στο 2ο συνέδριο του ISp τον Μάρτιο του 2024, συνοπτικά, είναι οι εξής:
- Αγωνιζόμαστε ενάντια στον πόλεμο, παλεύουμε για το χτίσιμο ενός μαζικού αντιπολεμικού κινήματος ώστε να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση στους δυτικούς συμμάχους του ισραηλινού κράτους.
- Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να αποκτήσει το δικό του κράτος – το «δικαίωμα του στην αυτοδιάθεση».
- Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
- Πρέπει να αποκαλύπτουμε την εμετική υποκρισία της Δύσης και τις προσπάθειες εκ μέρους της να καταστείλει το δημοκρατικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία ενάντια στη εθνοκάθαρση του ισραηλινού στρατού, χαρακτηρίζοντας όλες τις διαμαρτυρίες ως «αντισημιτισμό».
- Είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των συνδικάτων, ώστε να εμποδιστεί η εξαγωγή και μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού που θα χρησιμοποιηθεί από το Ισραήλ στην επίθεση ενάντια στη Γάζα και στον Λίβανο.
- Καλούμε σε ένα επιλεκτικό και στοχευμένο μποϊκοτάζ κατά των ισραηλινών ή πολυεθνικών εταιρειών που ενισχύουν τη στρατιωτική μηχανή του Ισραήλ, χρηματοδοτούν τον πόλεμο ή εκμεταλλεύονται τα κατεχόμενα εδάφη, στο πλαίσιο του κινήματος BDS (μποϊκοτάζ, αποεπένδυση, κυρώσεις). Ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η παραπάνω δράση να οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου και σε μια δίκαιη λύση του παλαιστινιακού προβλήματος, όπως πιστεύουν (τουλάχιστον ορισμένοι) από τους εμπνευστές του.
- Ενθαρρύνουμε τους Ισραηλινούς πολίτες να αρνηθούν να υπηρετήσουν την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία, να γίνουν αντιρρησίες συνείδησης, αλλά και τους Ισραηλινούς που ήδη υπηρετούν στον ισραηλινό στρατό, να αρνηθούν τη συμμετοχή τους σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και τον Λίβανο.
- Παλεύουμε ενάντια στον αντισημιτισμό όπου τον συναντάμε, αντιπαλεύουμε την ιδέα ότι το Ισραήλ είναι το μόνο «ασφαλές καταφύγιο» για τον εβραϊκό λαό, όπως ορίζει η σιωνιστική προπαγάνδα.
- Παλεύουμε για την ανατροπή της επέκτασης των ισραηλινών εποικισμών, που σήμερα αριθμούν 700.000 στα κατεχόμενα εδάφη (οι εποικισμοί θεωρούνται έγκλημα πολέμου από την τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης).
- Υπερασπιζόμαστε ταυτόχρονα το δικαίωμα του ισραηλινού λαού να έχει τη δική του πατρίδα.