Δημοσιεύουμε την έκδοση του «Ξ» με τίτλο «Η ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος – Από τον 19ο αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5)». Εάν θέλετε να προμηθευτείτε τη μπροσούρα μας, ελάτε σ’ επαφή εδώ.
Από τον 19ο αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-5)
Εισαγωγή
Τις μέρες που εκδίδεται αυτή η μπροσούρα, συμπληρώνεται ένας χρόνος από την 7η Οκτωβρίου του 2023. Την ημέρα αυτή μαχητές της Χαμάς και άλλων παλαιστινιακών οργανώσεων εξαπέλυσαν μια πρωτοφανή επίθεση εναντίον του Ισραήλ εφορμώντας από τη Λωρίδα της Γάζας. Υπολογίζεται ότι 1.200 Ισραηλινοί και ξένοι υπήκοοι έχασαν τη ζωή τους από την επίθεση αυτή ενώ περίπου 250 μεταφέρθηκαν ως όμηροι πίσω στη Γάζα.
Η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ήταν ένα τεράστιο πλήγμα στο γόητρο του κράτους του Ισραήλ που φάνηκε εντελώς απροετοίμαστο και ανίκανο να αποτρέψει μια επίθεση τόσο μεγάλης έκτασης παρά τον πανίσχυρο στρατό του (Israeli Defense Forces – IDF) και τις διαβόητες μυστικές του υπηρεσίες.
Η κυβέρνηση του Μπεντζαμίν Νεντανιάχου και των ακροδεξιών του συμμάχων απάντησε στην επίθεση της Χαμάς εξαπολύοντας έναν γενοκτονικό πόλεμο κατά του παλαιστινιακού λαού. Ο πόλεμος αυτός, που συνεχίζεται ως τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 40.000 Παλαιστίνιους.
Το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη ήταν άμαχοι, γυναίκες και παιδιά, καθώς ο IDF βομβάρδισε αμέτρητες φορές σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, προσφυγικούς καταυλισμούς ακόμη και υποδομές της UNRWA(Υπηρεσία του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες).
Μετά από ένα χρόνο ανελέητου σφυροκοπήματος η Γάζα έχει ισοπεδωθεί και έχει μετατραπεί σε κρανίου τόπο. Όλες οι βασικές υποδομές – στέγαση, ύδρευση, αποχέτευση, ενέργεια, παραγωγή τροφίμων, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κοκ – έχουν καταστραφεί, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι τραυματισμένοι. Οι δυο και πλέον εκατομμύρια Παλαιστίνιοι κάτοικοι της Γάζας μετακινούνται διαρκώς αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο σε ένα κομμάτι γης ελάχιστα μεγαλύτερο από την Αττική που βομβαρδίζεται διαρκώς. Την ίδια ώρα, κλιμακώνονται οι επιθέσεις του ισραηλινού στρατού και ένοπλων ισραηλινών εποίκων εναντίον των Παλαιστινίων της Δυτικής Όχθης. Μέσα στον Σεπτέμβρη, το Ισραήλ προχώρησε σε μια νέα κλιμάκωση της σύγκρουσης με τις τρομοκρατικές επιθέσεις σε βομβητές και γουόκι τόκι, με ισοπέδωση ολόκληρων οικοδομικών μπλοκ στην Βυρητό και με την δολοφονία του ηγέτη της Χεσμπολά Χ. Νασράλα. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Νετανιάχου έχει αποφασίσει να ανοίξει νέο πολεμικό μέτωπο στο Λίβανο. Παράλληλα οι αντάρτες Χούθι στην Υεμένη και το ισλαμικό καθεστώς του Ιράν έχουν ανοιχτά μέτωπα με το Ισραήλ. Ολόκληρη η Μέση Ανατολή μοιάζει με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί.
Το Ξεκίνημα έχει αναλύσει και έχει πάρει θέση για τα δραματικά αυτά γεγονότα σε μια σειρά από άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο xekinima.org και την εφημερίδα μας τους τελευταίους δώδεκα μήνες. Δεν θα επαναλάβουμε εδώ το σύνολο της ανάλυσης και των θέσεων μας1. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να σκιαγραφήσει, εν συντομία, τους βασικούς σταθμούς της ιστορικής εξέλιξης του παλαιστινιακού ζητήματος, από τη γέννησή του στα τέλη του 19ου αιώνα ως τις Συμφωνίες του Όσλο (1993-1995).
Πιστεύουμε πως η πιο ολοκληρωμένη γνώση και κατανόηση της ιστορίας του παλαιστινιακού ζητήματος μπορεί να εξοπλίσει καλύτερα όσους και όσες στέκονται αλληλέγγυοι στο αίτημα του παλαιστινιακού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία, όσες και όσους συμμετέχουν στο κίνημα ενάντια στον πόλεμο και την γενοκτονία που υφίστανται οι Παλαιστίνιοι και αγωνίζονται για την ειρήνη, την ελευθερία και την ευημερία όλων των λαών της Μέσης Ανατολής και της ευρύτερης περιοχής, ανεξάρτητα από θρησκεία ή εθνικότητα.
Η γέννηση του παλαιστινιακού εθνικού ζητήματος
Το παλαιστινιακό ζήτημα έχει πάρει διαφορετικές μορφές μέσα στην εκατόχρονη ιστορία του. Μια ιστορία μαζικού ξεριζωμού, κατοχής, σκληρής καταπίεσης, ατελείωτων σφαγών και ανείπωτης δυστυχίας, τα οποία ο παλαιστινιακός λαός βιώνει μέχρι σήμερα.
Οι πολιτικές των ιμπεριαλιστικών χωρών και της σιωνιστικής-εβραϊκής αστικής τάξης είναι οι κατεξοχήν υπεύθυνες για την γέννηση του παλαιστινιακού ζητήματος, την εθνική καταπίεση και την αιματοχυσία τόσων δεκαετιών. Από την άλλη, οι άρχουσες τάξεις των αραβικών χωρών και οι, ανά χρονικές περιόδους διαφορετικές, ηγεσίες των Παλαιστινίων δεν έχουν καταφέρει να οδηγήσουν τον παλαιστινιακό λαό στο στόχο της ελευθερίας και της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κράτους. Ο κύκλος βίας και το χάος μοιάζει αδύνατο να σπάσουν και το κόστος το πληρώνουν αθώοι άνθρωποι, κατά συντριπτικό ποσοστό Παλαιστίνιοι αλλά και αθώοι Ισραηλινοί πολίτες.
Ο παλαιστινιακός λαός βιώνει μια διαρκή γενοκτονία και εθνοκάθαρση, ζει σε άθλιες συνθήκες και δεν έχει δικό του κράτος. Όμως, ούτε οι ισραηλινοί πολίτες ζουν σε συνθήκες ασφάλειας και ειρήνης όπως υποσχόταν το σιωνιστικό αφήγημα.
Για να κατανοήσουμε το παλαιστινιακό ζήτημα σε βάθος χρειάζεται να πάμε πίσω στην ιστορία και να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Οι ρίζες του παλαιστινιακού ζητήματος βρίσκονται στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ουαιώνα. Οι ιστορικές συνθήκες εκείνης της περιόδου είναι, επιγραμματικά, οι εξής:
Η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην οποία ανήκε η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική.
Η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική διείσδυση του βρετανικού και γαλλικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Οι προσπάθειες συγκρότησης ανεξάρτητων εθνικών αραβικών κρατών.
Ο αντισημιτισμός και τα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ουαιώνα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του πολιτικού ρεύματος του Σιωνισμού.
Η αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης. Οι μεγάλες καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης (κύρια η Αγγλία και η Γαλλία) διεισδύουν οικονομικά και πολιτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή.
Η διείσδυση αυτή και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της αυτοκρατορίας ανοίγουν το δρόμο στις καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής. ευρωπαϊκά κεφάλαια κάνουν επενδύσεις με τη στήριξη των εθνικών τους κυβερνήσεων, χτίζουν σιδηροδρομικές γραμμές και άλλες υποδομές και έτσι ανοίγουν την εγχώρια οικονομία στην παγκόσμια αγορά.
Οι φεουδαρχικές σχέσεις υποχωρούν, οι καπιταλιστικές σχέσεις αναπτύσσονται. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν σημαντικά και την ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης, όπου η γη αρχίζει να συγκεντρώνεται σε λίγα χέρια πλούσιων ιδιωτών.
Παράλληλα, η Γαλλία και η Αγγλία διαρκώς ενισχύουν την πολιτική τους επιρροή ανοίγοντας προξενεία και «εκπαιδευτικά ιδρύματα». Προετοιμάζονται έτσι για να μοιράσουν μεταξύ τους τα λάφυρα που θα προκύψουν από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για τις δεκαετίες πριν τον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις πιο ισχυρές ιμπεριαλιστικές χώρες για τις διεθνείς αγορές και για παγκόσμια κυριαρχία παίρνει όλο και πιο οξύ χαρακτήρα.
Όπως τα Βαλκάνια, έτσι και η γεωγραφική περιοχή της Μ. Ανατολής είναι ένα μωσαϊκό από πολλές διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες: Άραβες Μουσουλμάνοι (κύρια Σουνίτες και Σιίτες), Δρούζοι, Εβραίοι, Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Έλληνες αλλά και Άραβες), Καθολικοί Χριστιανοί. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Παλαιστίνης στις αρχές του 20ου αιώνα είναι Άραβες μουσουλμάνοι (δείτε στοιχεία στη συνέχεια).
Οι διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες ζουν πλάι πλάι, χωρίς διαχωρισμούς συνόρων (αφού όλοι ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία). Το διοικητικό σύστημα της εξουσίας του Σουλτάνου βασίζεται σε ένα δίκτυο τοπικών προκρίτων που αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του κεντρικού κράτους και των διαφόρων επαρχιών.
Από το τέλος του 19ου αιώνα και ως το 1948, περίπου 50 οικογένειες προκρίτων της Παλαιστίνης συγκεντρώνουν στα χέρια τους σημαντική πολιτική, οικονομική και θρησκευτική εξουσία. Κατά κανόνα οι πρόκριτοι κατέχουν θέσεις στη θρησκευτική ιεραρχία του Ισλάμ (μουφτήδες, ιμάμηδες κλπ).
Την ίδια περίοδο αρχίζουν να αναπτύσσονται τα διάφορα ρεύματα του αραβικού εθνικισμού. Ο αραβικός εθνικισμός εκφράζει τα συμφέροντα των ανερχόμενων αστικών και μικροαστικών στρωμάτων των μεγάλων πόλεων, που είναι κυρίως έμποροι και απέκτησαν δύναμη μέσα από το άνοιγμα της αγροτικής οικονομίας της Παλαιστίνης στη διεθνή αγορά.
Παράλληλα, όμως, ο αραβικός εθνικισμός εκφράζει και τις αγωνίες των λαϊκών, κυρίως αγροτικών, στρωμάτων (φελάχοι). Οι φελάχοι, που είναι πλέον μισθωτές γης, κινδυνεύουν με έξωση οποτεδήποτε το αποφασίσει ο νέος, συχνά ξένος, ιδιοκτήτης.
Η άνοδος του αραβικού εθνικισμού αντανακλά τον φόβο των αραβικών μαζών απέναντι στην διογκούμενη μετανάστευση Εβραίων από την Ευρώπη, κάτι που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1880 με οργανωτή το σιωνιστικό κίνημα. Αυτή την περίοδο οι Σιωνιστές αγοράζουν γη και δημιουργούν αγροκτήματα στην Παλαιστίνη.
Ένας από τους στόχους της σιωνιστικής πολιτικής είναι να αδειάσει τη γη από τους ντόπιους Παλαιστίνιους φελάχους ώστε να υπάρξει γη και εργασία για τους νέους Εβραίους εποίκους. Οι πρώτες εκρήξεις βίας ξεσπούν όταν μεγαλοκτηματίες, κυρίως μη Παλαιστίνιοι, πουλούν εκτάσεις αγροτικής γης σε Σιωνιστές.
Σιωνισμός και εβραϊκό σοσιαλιστικό κίνημα
Στην Παλαιστίνη όπως και σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής και τη Βόρειας Αφρικής υπήρχαν κοινότητες Εβραίων για πολλές εκατονταετίες. Οι Εβραίοι της περιοχής ήταν μια μικρή μειοψηφία και η συντριπτική πλειοψηφία ήταν Άραβες Μουσουλμάνοι.
Η πλειοψηφία των Εβραίων βρισκόταν στη διασπορά. Μεγάλες κοινότητες Εβραίων υπήρχαν στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ανατολική, σε χώρες όπως η Ρωσία και η Πολωνία. Οι Εβραίοι της Ευρώπης ονομάστηκαν Ασκεναζίμ, ενώ οι Εβραίοι που εκδιώχτηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο Σεφαραδίτες.
Στην περίοδο που αναφερόμαστε οι Εβραίοι της διασποράς βιώνουν διακρίσεις, ρατσισμό, διώξεις και καταπίεση. Οι άρχουσες τάξεις και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθιστούν τους Εβραίους τα εξιλαστήρια θύματα και φορτώνουν πάνω τους όλα τα κοινωνικά αδιέξοδα που οι ίδιες δημιουργούν (όπως γίνεται στη σημερινή εποχή με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες).
Στην Πολωνία και τη Ρωσία εξαπολύονται βίαια πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Σαν αποτέλεσμα περίπου 4 εκατομμύρια Εβραίοι μεταναστεύουν προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ για να γλιτώσουν.
Οι εβραϊκές κοινότητες βέβαια δεν είναι κάτι το ενιαίο. Στο εσωτερικό τους υπάρχει ταξική διαίρεση. Από τη μια υπάρχουν οι πλούσιοι Εβραίοι (έμποροι, τραπεζίτες, βιομήχανοι κλπ) και από την άλλη οι φτωχοί εργάτες και μεροκαματιάρηδες Εβραίοι.
Η ταξική αυτή διαίρεση βρίσκει την πολιτική της έκφραση σε δύο αντιθετικά ρεύματα στο εσωτερικό των Εβραϊκών κοινοτήτων.
Σταδιακά, τμήματα της εβραϊκής αστικής τάξης στρέφονται στον Σιωνισμό ενώ η εβραϊκή εργατική τάξη στις σοσιαλιστικές και επαναστατικές ιδέες.
Οι Εβραίοι εργάτες, λόγω της διπλής καταπίεσης που βιώνουν, αποκτούν πολύ έντονη παρουσία στο εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα μέσα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα των χωρών τους ή μέσα από την Γενική Εργατική Εβραϊκή Ομοσπονδία (Μπούντ). Για τους σοσιαλιστές Εβραίους το πρωταρχικό καθήκον είναι η πάλη για δικαιώματα και χειραφέτηση στις χώρες όπου κατοικούν και συνδέουν αυτό τον αγώνα με την επαναστατική πάλη του συνόλου της εργατικής τάξης ενάντια στο σύστημα.
Αντίθετα, για τους Σιωνιστές ο κεντρικός στόχος είναι η δημιουργία μια «εβραϊκής πατρίδας», ενός εβραϊκού κράτους. Για τους Εβραίους καπιταλιστές το εβραϊκό κράτος που υπόσχεται ο Σιωνισμός μπορεί να εξυπηρετήσει καλύτερα τα δικά τους ταξικά συμφέροντα απέναντι στους άλλους ανταγωνιστές καπιταλιστές αλλά και απέναντι στην εργατική τάξη.
Κάποιες από τις τάσεις του σιωνιστικού κινήματος της πρώιμης αυτής περιόδου έχουν αναφορά στο σοσιαλισμό. Η σημαντικότερη οργάνωση αυτού του ρεύματος είναι η Poale Zion (Εργάτες της Σιών) που ιδρύθηκε το 1905 στη Ρωσία και το 1907 απέκτησε διεθνή χαρακτήρα. Στην ουσία του όμως ο Σιωνισμός είναι η πολιτική έκφραση των ταξικών συμφερόντων των Εβραίων καπιταλιστών.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής ή Τρίτη Διεθνής), την περίοδο που στην ηγεσία της βρίσκονταν ο Λένιν, ο Τρότσκι και άλλοι μεγάλοι μαρξιστές επαναστάτες, αρνείται την ένταξη φιλοσιωνιστικών «σοσιαλιστικών» οργανώσεων στις γραμμές της και χαρακτηρίζει το Σιωνισμό ως εργαλείο του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Επίσης, προβλέπει αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων σαν συνέπεια της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη.
Ο Σιωνισμός, στα πρώτα του βήματα, αποτελεί μειοψηφικό ρεύμα στους Εβραίους της διασποράς για τους οποίους η μόνη «πατρίδα» είναι οι χώρες όπου κατοικούν και κατά βάση νοιώθουν κομμάτι της εργατικής τάξης σε αυτές τις χώρες. Ο Σιωνισμός αντιπροσωπεύει όχι τον αγώνα για χειραφέτηση αλλά την «απόδραση» προς μια άγνωστη χώρα.
Το 1896 ο Αυστρο-ούγγρος δημοσιογράφος Θεοντόρ Χερτζλ δημοσιεύει το βιβλίο «Το Εβραϊκό Κράτος», που προπαγανδίζει την «επιστροφή στην Παλαιστίνη», και το 1897 πραγματοποιείται το πρώτο διεθνές συνέδριο των σιωνιστικών οργανώσεων στη Βασιλεία της Ελβετίας κατά το οποίο ιδρύεται η Παγκόσμια Οργάνωση Σιωνιστών. Το 1906 πραγματοποιείται το 5ο συνέδριο των Σιωνιστών που αποφασίζει ότι στόχος του Σιωνισμού είναι η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ σε ένα τμήμα των παλαιστινιακών εδαφών.
Από το 1882 ως το 1914 πραγματοποιούνται δυο μεγάλα κύματα μετανάστευσης περίπου 65.000 Εβραίων της Ευρώπης προς την Παλαιστίνη που ανεβάζουν τον εβραϊκό πληθυσμό της περιοχής στο 13% του συνόλου. Οι Σιωνιστές χρησιμοποιούν το σύνθημα «Μια γη δίχως λαό για ένα λαό δίχως γη». Όμως η Παλαιστίνη δεν είναι μια ακατοίκητη γη. Ο αραβικός πληθυσμός την αυγή του 20ου αιώνα ξεπερνά τις 600.000.
Η πίεση που νοιώθουν οι Άραβες από τη διαρκή αύξηση του εβραϊκού πληθυσμού της Παλαιστίνης και οι εξώσεις των φτωχών Παλαιστινίων αγροτών από τη γη τους, προκαλεί τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δυο κοινότητες. Το 1909 οι σιωνιστικές οργανώσεις συγκροτούν παραστρατιωτικές ένοπλες ομάδες με το όνομα «Χα-Σομέρ» (ο Φρουρός). Οι οργανώσεις αυτές αναλαμβάνουν την περιφρούρηση των νέων γαιών και των εβραϊκών αγροκτημάτων που διαρκώς πληθαίνουν.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός
Οι Σιωνιστές ηγέτες ακολουθούν μια διπλή τακτική. Από τη μια οργανώνουν και χρηματοδοτούν (με τα χρήματα μεγαλο-καπιταλιστών Σιωνιστών) την μετανάστευση Εβραίων προς την Παλαιστίνη με σκοπό την αλλαγή του πληθυσμιακού συσχετισμού. Από την άλλη, προσεγγίζουν τις ιμπεριαλιστικές χώρες και επιδιώκουν να τις πείσουν ότι η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη θα είναι μια πολύ συμφέρουσα εξέλιξη για τα συμφέροντα τους. Καταρχάς γιατί θα δώσει «λύση» στο εβραϊκό ζήτημα και κατά δεύτερον επειδή ένα εβραϊκό κράτος θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστικών χωρών στην Μ. Ανατολή μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι, το σιωνιστικό κίνημα αποκτά στενές σχέσεις με την οικονομική και πολιτική ελίτ της Ευρώπης, ιδιαίτερα στη Βρετανία.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά τον Αύγουστο του 1914. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμμετέχει στον πόλεμο με την πλευρά της Γερμανίας. Οι Βρετανοί ιμπεριαλιστές, για να πλήξουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπόσχονται στους Άραβες ανεξαρτησία σε αντάλλαγμα για μια Αραβική εξέγερση ενάντια στους Οθωμανούς και κατά συνέπεια στο στρατόπεδο της Γερμανίας.
Το 1916 πράγματι ξεκινά η αραβική εξέγερση με επικεφαλής τον Σερίφ Χουσεΐν στην περιοχή Χετζάζ (δυτική ακτή της σημερινής Σαουδικής Αραβίας) υπό την άμεση καθοδήγηση των Βρετανών. Η εξέγερση επικρατεί, η Οθωμανική αυτοκρατορία ηττάται και το 1918 ο γιός του Χουσεΐν, Φεϊζάλ, συγκροτεί αραβική κυβέρνηση στη Δαμασκό με τη συμμετοχή Σύρων, Ιρακινών και Παλαιστινίων.
Όμως, οι ιμπεριαλιστές δεν φημίζονται για την ειλικρίνεια και την τιμιότητά τους. Την ίδια στιγμή που υπόσχονται ανεξαρτησία στους Άραβες, η Βρετανία και η Γαλλία υπογράφουν τη μυστική συμφωνία Sykes-Picot (από τα ονόματα των υπουργών εξωτερικών των δυο χωρών) το 1916.
Με τη συμφωνία Sykes-Picot η Μ. Ανατολή μοιράζεται σε ζώνες επιρροής ανάμεσα στη Βρετανία και τη Γαλλία. Η Βρετανία παίρνει την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και το Ιράκ. Η Γαλλία παίρνει την Συρία και το Λίβανο. Οι ιμπεριαλιστές χαράσσουν αυθαίρετα σύνορα με έναν χάρακα πάνω στο χάρτη –έτσι προέκυψαν οι ευθείες γραμμές των σημερινών συνόρων– και ο Φεϊζάλ εκδιώκεται από τους Γάλλους το 1920. Η προοπτική για ένα ανεξάρτητο αραβικό κράτος, της Μεγάλης Συρίας, θάβεται οριστικά.
Σαν αντίδραση στη συμφωνία Sykes-Picot ξεσπούν βίαιες ταραχές στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ το 1919-1920.
Σαν αποτέλεσμα της συμφωνίας, μετά το 1917 η Παλαιστίνη περνά στην κατοχή και τη διοίκηση της Βρετανίας, μια κατοχή που λήγει το 1948 με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Το καθεστώς της Παλαιστίνης σ’ αυτή την περίοδο ονομάστηκε επίσημα «Παλαιστίνη υπό Βρετανική Εντολή».
Σημείο καμπής στην πορεία ίδρυσης του Ισραήλ αποτελεί η περίφημη δήλωση Μπάλφουρ. Τον Νοέμβριο του 1917 ο Βρετανός υπουργός εξωτερικών, Λόρδος Μπάλφουρ, σε επιστολή προς τον Σιωνιστή ηγέτη και μεγαλο-καπιταλιστή Ρότσιλντ δηλώνει ότι η κυβέρνηση της Βρετανίας:
«…διάκειται ευνοϊκά προς την ίδρυση στην Παλαιστίνη μιας εθνικής εστίας για τον εβραϊκό λαό…»
Η δήλωση Μπάλφουρ αποτελεί την πρώτη ρητή δέσμευση του βρετανικού ιμπεριαλισμού για υποστήριξη του σιωνιστικού σχεδίου για ίδρυση του κράτους του Ισραήλ στην Παλαιστίνη.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Η δήλωση Μπάλφουρ περιλαμβάνεται αυτούσια στο επίσημο κείμενο της «Βρετανικής Εντολής» που υιοθέτησε η Κοινωνία των Εθνών το 1923. Η Κοινωνία των Εθνών ήταν ο πρόδρομος του ΟΗΕ την περίοδο του μεσοπολέμου και ο Λένιν την χαρακτήρισε, όχι τυχαία, ως Κοινωνία των Ληστών.
Σύμφωνα με την Εντολή, η Βρετανία αναλαμβάνει να δημιουργήσει τις συνθήκες για την ίδρυση Εβραϊκής Εθνικής Εστίας και είναι υπόχρεη να βοηθά τη μετανάστευση και εγκατάσταση Εβραίων στη γη της Παλαιστίνης. Επίσης, η Εντολή δίνει στο «Εβραϊκό Πρακτορείο» νομική υπόσταση δημόσιου φορέα με διευρυμένες οικονομικές και κοινωνικές αρμοδιότητες. Το Εβραϊκό Πρακτορείο είχε, ως τότε, την ευθύνη για την μετανάστευση και την εγκατάσταση Εβραίων της διασποράς στην Παλαιστίνη. Έτσι, το Εβραϊκό Πρακτορείο, με τις ευλογίες της Βρετανίας, μετεξελίσσεται σε ένα παράλληλο εμβρυακό κράτος και οργανώνει την Εβραϊκή Πολιτοφυλακή, «Χαγκανά», που αποτελεί τον πρόδρομο του ισραηλινού στρατού.
Η Βρετανική Εντολή ενισχύει την πλευρά των Σιωνιστών και δίνει νέα ώθηση στη μετανάστευση και εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη.
Η αναλογία Αράβων-Εβραίων αλλάζει ταχύτατα. Σύμφωνα με κάποια δημογραφικά στοιχεία, στις αρχές της δεκαετίας του 1920 στην Παλαιστίνη κατοικούν 700.000 Άραβες Παλαιστίνιοι, 83.000 Εβραίοι και 80.000 Χριστιανοί και Δρούζοι. Τη δεκαετία του ’30 ο εβραϊκός πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία και φτάνει το 30% στα μέσα της δεκαετίας.
Σημαντικές είναι οι μεταβολές και στην κατοχή γης καθώς οι Σιωνιστές αγοράζουν διαρκώς γη από φτωχούς και υπερχρεωμένους Παλαιστίνιους αγρότες. Επιπλέον, πολύ σημαντική είναι η εισροή εβραϊκών κεφαλαίων από το εξωτερικό, που επενδύονται σε εβραϊκές επιχειρήσεις.
Κατά συνέπεια, στα μάτια των Παλαιστινίων η Βρετανική Εντολή ταυτίζεται με το σιωνιστικό σχέδιο και αυτό πυροδοτεί την πρώτη μαζική σύγκρουση Παλαιστινίων Αράβων με τον Σιωνισμό και τις Εβραϊκές κοινότητες τον Απρίλιο του 1920.
Το 1929 η κατάσταση έχει γίνει εκρηκτική. Στις 23 Αυγούστου, υπό την επιρροή του Μεγάλου Μουφτή της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίναλ Χουσεϊνί, εθνικιστές Άραβες εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον Εβραίων σε απάντηση στις προκλήσεις των Σιωνιστών. Οι ταραχές ξεκινούν από το Τείχος των Δακρύων στην Ιερουσαλήμ. Οι επιθέσεις των Αράβων στοχεύουν εκτός από τις σιωνιστικές δομές και τις εβραϊκές κοινότητες. Ο απολογισμός σε νεκρούς είναι 133 Εβραίοι και 116 Άραβες.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις το νεαρό ΠΚΚ (Παλαιστινιακό Κομμουνιστικό Κόμμα) παίρνει θέση κατά των εθνικιστικών συγκρούσεων και υπέρ της ενότητας ανάμεσα σε Άραβες και Εβραίους εργάτες.
Σύμφωνα με τον τότε (εβραϊκής καταγωγής) ηγέτη του ΠΚΚ, Τζόζεφ Μπέργκερ, η Βρετανία υποδαύλισε το εθνικιστικό-ρατσιστικό μίσος προκειμένου να διαιρέσει τις δυο κοινότητες επειδή φοβόταν την ενότητα Εβραίων και Αράβων εργατών.
Σε ανακοίνωση του το ΠΚΚ αναφέρει ως κύρια αιτία των ταραχών του 1929 την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των Αράβων εργατών και αγροτών. Σύμφωνα με το ΠΚΚ η βρετανική αποικιακή διοίκηση κατάφερε να μετατρέψει το αρχικά αντιαποικιακό κίνημα σε αντιεβραϊκό πογκρόμ και οι αντιδραστικοί Εβραίοι και Άραβες έπαιξαν ο καθένας το ρόλο του στην υποδαύλιση της θρησκευτικής σύγκρουσης μετατρέποντας το Τείχος των Δακρύων σε σύμβολο ενός αγώνα για την εξουσία.
Την περίοδο εκείνη το ΠΚΚ διατηρεί τη συνεπή ταξική-διεθνιστική τοποθέτηση που επεξεργάστηκε η Κομιντέρν όταν στην ηγεσία της βρίσκονταν ο Λένιν και ο Τρότσκι και πριν την άνοδο του Στάλιν το 1924. Η θέση του ΠΚΚ προωθεί την ενότητα Αράβων και Εβραίων εργαζομένων ενάντια στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, το Σιωνισμό και τις αραβικές αντιδραστικές εθνικές ελίτ. Το ΠΚΚ την περίοδο εκείνη εκδίδει δυο εφημερίδες, στις δυο γλώσσες, ενώ επιδιώκει την οργάνωση των Παλαιστινίων και των Εβραίων εργαζομένων σε κοινά συνδικάτα.
Αργότερα, όταν η επικράτηση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ μετατρέπει την Κομιντέρν σε εκπρόσωπο των συμφερόντων της σοβιετικής γραφειοκρατίας στο εξωτερικό, το ΠΚΚ εγκαταλείπει την ανεξάρτητη ταξική τοποθέτηση. Από τη δεκαετία του ‘30 η πολιτική της Κομιντέρν και της ΕΣΣΔ απέναντι στο Παλαιστινιακό χαρακτηρίζεται από διαρκή «ζιγκ-ζαγκ» ανάλογα με το τι εξυπηρετεί κάθε στιγμή τα συμφέροντα της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Έτσι, ενώ τη δεκαετία του ’30 η γραφειοκρατία και ο Στάλιν επιδιώκουν την «εθνική ενότητα» με το αραβικό εθνικιστικό κίνημα, αργότερα, κατά τον πόλεμο του ‘48 φαίνεται πως προσπαθούν να συμμαχήσουν με τον Σιωνισμό, αναγνωρίζουν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και στέλνουν όπλα μέσω της Τσεχοσλοβακίας στην Χαγκανά2.
Η πρώτη αραβική εξέγερση του 1936-1939
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, και άλλων φασιστικών κυβερνήσεων σε χώρες της Ευρώπης την ίδια περίοδο, αυξάνει τις διώξεις εναντίον των Εβραίων της Ευρώπης και ενισχύει περαιτέρω τον Σιωνισμό και τα μεταναστευτικά κύματα. Την περίοδο 1929-1939 επιπλέον 250.000 Εβραίοι μεταναστεύουν από την Ευρώπη στην Παλαιστίνη.
Αυτή η κατάσταση οδηγεί τον Απρίλιο του 1936 στην πρώτη μεγάλη παλαιστινιακή εξέγερση. Στην πρώτη της φάση η εξέγερση παίρνει την μορφή μιας τεράστιας γενικής απεργίας των Αράβων που κρατά έξι ολόκληρους μήνες, ως τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Στη δεύτερη φάση, μεταξύ 1937-1939, η εξέγερση εξελίσσεται σε σύγκρουση ένοπλων ομάδων και οπλαρχηγών στην ύπαιθρο.
Ηγετικό ρόλο στην εξέγερση παίζει αρχικά η Ανώτατη Αραβική Επιτροπή (ΑΑΕ), στην οποία κυριαρχούν τα αστικά-εθνικιστικά στοιχεία, οι πρόκριτοι και οι μουφτήδες. Η ΑΑΕ στόχευε κυρίως το Σιωνισμό αλλά δεν ήθελε τη μετωπική σύγκρουση με τους Βρετανούς, επιδιώκοντας τη διαπραγμάτευση μαζί τους.
Στη δεύτερη φάση της εξέγερσης ο ηγετικός ρόλος περνά από την Ανώτατη Αραβική Επιτροπή στο θρησκευτικό-ισλαμικό κίνημα των Κασαμιστών. Οι Κασαμιστές πήραν το όνομα τους από τον ισλαμιστή αντάρτη Ιζαλ-Ντιν αλ-Κασάμ που σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με τους Βρετανούς το 1935. Το κίνημα των Κασαμιστών έχει σχέσεις με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και εντάσσεται στο ισλαμικό δόγμα της Σαλαφίγια, που υποστηρίζει τον ιερό πόλεμο. «Τζιχάντ, για το Θεό και την πατρίδα» είναι το κεντρικό τους σύνθημα.
Τον Ιούλιο του 1937 μια επιτροπή της βρετανικής κυβέρνησης υπό τον Ουίλιαμ Πιλ προτείνει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης σε δυο κράτη.
Σύμφωνα με το σχέδιο Πιλ, οι Εβραίοι θα πάρουν το 20% των εδαφών της Παλαιστίνης ενώ οι Άραβες περίπου το 70% που θα αποτελεί μέρος της Υπεριορδανίας στο πλαίσιο ενός ενιαίου αραβικού κράτους. Η Βρετανία θα διατηρούσε τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ και ενός διαδρόμου ως το λιμάνι της Γιάφα. Επιπλέον, προβλέπεται η μετακίνηση πληθυσμών η οποία είναι συντριπτικά εις βάρος των Αράβων Παλαιστινίων. Την περίοδο εκείνη η Βρετανία ασκεί τεράστια επιρροή στα βασίλεια της Ιορδανίας και της Αιγύπτου και αντιμετωπίζει τις δυο χώρες ως «στρατηγικούς συμμάχους». Μέσω των δυο αυτών Μουσουλμανικών χωρών επιδιώκει να εφαρμόζει την πολιτική που εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα χωρίς αντιδράσεις από την πλευρά των αραβικών μουσουλμανικών μαζών. Γι’ αυτό και θέλει την ενσωμάτωση των παλαστινιακών εδαφών στην Υπεριορδανία και όχι την ίδρυση ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Οι Σιωνιστές υποδέχονται θετικά το σχέδιο διχοτόμησης που τους ευνοεί ενώ οι Παλαιστίνιοι Άραβες το απορρίπτουν. Το σχέδιο Πιλ παίζει αποφασιστικό ρόλο στη μετεξέλιξη της εξέγερσης από ένα μαζικό κίνημα γενικών απεργιακών κινητοποιήσεων, διαδηλώσεων και διαμαρτυριών, υπό την ηγεσία προκρίτων και Αράβων εθνικιστών, σε ένα ένοπλο κίνημα υπό την ηγεσία των Κασαμιστών.
Οι Κασαμιστές κερδίζουν τη μαζική υποστήριξη των φτωχών αγροτών στην Παλαιστινιακή ύπαιθρο και φτάνουν τους 20.000 ενόπλους μαχητές. Απέναντί τους η Βρετανία κινητοποιεί στρατεύματα και απαντά με σκληρή καταστολή που έχει ως αποτέλεσμα 5.000 νεκρούς Παλαιστίνιους, 10.000 τραυματίες, 30.000 εκτοπισμένους ενώ κατεδαφίζονται περισσότερα από 2.000 σπίτια υπόπτων για συμμετοχή στην εξέγερση.
Στο τέλος της εξέγερσης, το 1939, οι Σιωνιστές βγαίνουν ενισχυμένοι. Οι Εβραίοι αποτελούν πλέον το 31% του συνολικού πληθυσμού και κυριαρχούν στη βιομηχανία, στον τραπεζικό και τον εμπορικό τομέα. Επιπλέον, η Χαγκανά είναι πλέον μια εμπειροπόλεμη στρατιωτική δύναμη. Από την άλλη, κάποια από τα ισλαμικά ρεύματα που ηγούνται της εξέγερσης αναπτύσσουν σχέσεις με το Ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ σαν απάντηση στην πολιτική του βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Συγκεκριμένα, ο Μεγάλος Μουφτής της Ιερουσαλήμ, Χατζ Αμίναλ Χουσεϊνί, στρέφεται προς τη Γερμανία του Χίτλερ, στη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι σύμμαχός μου». Ο Χουσεϊνί συναντά τον Χίτλερ το 1941, διαμένει στο Βερολίνο μεταξύ 1941-1945, κρατά δημόσια φιλική στάση προς το ναζιστικό καθεστώς και βοηθά στην οργάνωση μιας μονάδας Βόσνιων Μουσουλμάνων των WaffenSS.
Το 2015 ο Νετανιάχου προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτά τα γεγονότα για να ρίξει στους Παλαιστίνιους Μουσουλμάνους την ευθύνη για το ολοκαύτωμα των Εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, κάτι που συνιστά παραχάραξη της ιστορίας και έμμεση «αθώωση» των Ναζί.
Ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και παλαιστινιακή Νάκμπα
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος παίζει, επίσης, κομβικό ρόλο στην εξέλιξη του παλαιστινιακού.
Η εξόντωση 6 εκατομμυρίων Εβραίων –μαζί με Ρομά, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, κομμουνιστές, συνδικαλιστές κοκ– στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί, επιδρά καταλυτικά στη συνείδηση των Εβραίων.
Το σιωνιστικό σχέδιο υπόσχεται στους Εβραίους μια ασφαλή πατρίδα στην Παλαιστίνη. Η προοπτική ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη υποστηρίζεται και από τις ΗΠΑ που βγαίνουν ενισχυμένες από τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο και αναλαμβάνουν τα ηνία της παγκόσμιας κυριαρχίας από τη Βρετανία.
Στις 29 Νοεμβρίου του 1947, ο ΟΗΕ εγκρίνει το ψήφισμα 181 που προβλέπει τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης και τη δημιουργία ενός αραβικού και ενός εβραϊκού κράτους, ενώ η Ιερουσαλήμ προβλέπεται να παραμείνει σε διεθνή έλεγχο. Η Βρετανία ανακοινώνει ότι θα αποχωρήσει από την Παλαιστίνη.
Η απόφαση του ΟΗΕ ευνοεί την πλευρά των Σιωνιστών. Διότι, ενώ οι Παλαιστίνιοι αποτελούν γύρω στο 70% του πληθυσμού (περίπου 1,4 εκ) και πριν το 1947 είχαν το 92% των εδαφών, με την απόφαση του ΟΗΕ παίρνουν μόλις το 43% των εδαφών. Από την άλλη ενώ οι Εβραίοι αποτελούν το 30% του πληθυσμού (600.000) παίρνουν το 57% των εδαφών.
Αμέσως μετά την δημοσιοποίηση της απόφασης του ΟΗΕ και την ανακοίνωση ότι η Βρετανία θα αποχωρήσει, η Χαγκανά και άλλες σιωνιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις αρχίζουν εκκαθαρίσεις περιοχών από τους Παλαιστίνιους κατοίκους τους.
Στις 14 Μαΐου του 1948, μια ημέρα πριν λήξει η βρετανική κατοχή στην Παλαιστίνη, το Ανώτατο Εβραϊκό Συμβούλιο ανακηρύσσει την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Την επομένη, στις 15 Μαΐου, ξεκινά ο πρώτος αραβοϊσραηλινός πόλεμος όταν στρατεύματα της Αιγύπτου, της Ιορδανίας, της Συρίας, του Λιβάνου, του Ιράκ, της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας εισβάλλουν στα παλαιστινιακά εδάφη.
Ο Α’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος λήγει το καλοκαίρι του 1949 με νίκη του Ισραήλ που καταλαμβάνει το 77% της Παλαιστίνης. Τα εδάφη αυτά είναι κατά πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με την πρόβλεψη του ΟΗΕ στο ψήφισμα 181 του 1947. Επιπλέον, η Αίγυπτος καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας και η Ιορδανία την Δυτική και την Ανατολική όχθη του Ιορδάνη ποταμού.
Λόγω του πολέμου, 750.000 Παλαιστίνιοι ξεριζώνονται από τα σπίτια τους και γίνονται πρόσφυγες στις γειτονικές αραβικές χώρες (Ιορδανία, Λίβανος, Συρία, Αίγυπτος). Τα σπίτια και οι περιουσίες τους απαλλοτριώνονται από τους Σιωνιστές.
Οι πρόσφυγες εγκαθίστανται σε προσφυγικούς καταυλισμούς και ζουν σε άθλιες συνθήκες, μέσα στη φτώχεια. Ένα μικρό μέρος των Παλαιστινίων παραμένει σε εδάφη που αποτελούν πλέον επικράτεια του κράτους του Ισραήλ και αντιμετωπίζει την καταπίεση, την καταστολή και τις διακρίσεις. Το κράτος του Ισραήλ επιβάλλει στρατιωτικό νόμο στα παλαιστινιακά χωριά και πόλεις που κατέλαβε το 1948, ο όποιος κρατά μέχρι το 1966.
Στο Ισραήλ ο πόλεμος του 1948-1949 ονομάζεται επίσημα ως «πόλεμος της ανεξαρτησίας». Για τους Παλαιστίνιους όμως έχει μείνει στην ιστορία ως «Νάκμπα», που σημαίνει «Καταστροφή».
Η Νάκμπα σηματοδοτεί τη σύγχρονη μορφή του παλαιστινιακού ζητήματος, κεντρικά στοιχεία του οποίου είναι α) ο τεράστιος αριθμός Παλαιστίνιων προσφύγων μαζί με την κατάληψη παλαιστινιακών εδαφών από το νεογέννητο κράτος του Ισραήλ και β) η ανυπαρξία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Ο μεταπολεμικός κόσμος
Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διαμόρφωσε έναν νέο συσχετισμό δύναμης σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ΗΠΑ βγήκαν εξαιρετικά ενισχυμένες σε σχέση με την Βρετανία και τη Γαλλία και έγιναν ο αδιαμφισβήτητος επικεφαλής των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης.
Η σοβιετική Ρωσία επίσης ενίσχυσε την επιρροή της στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ανατράπηκε ο καπιταλισμός και η εξουσία πέρασε στα Κομμουνιστικά Κόμματα – κάτω από συνθήκες μιας μονοκομματικής γραφειοκρατίας. Στην Ανατολική Ευρώπη δεν εγκαθιδρύθηκαν πραγματικά σοσιαλιστικά καθεστώτα με εργατική δημοκρατία, στοιχεία που χαρακτήριζαν τη σοβιετική Ρωσία τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1917. Τα καθεστώτα της Ανατολής Ευρώπης ήταν εξαρχής «παραμορφωμένα/εκφυλισμένα εργατικά κράτη», όπως είχε γίνει η ΕΣΣΔ την εποχή μετά την άνοδο του Στάλιν στην εξουσία.
Στην ΕΣΣΔ και την Ανατολή Ευρώπη η οικονομία κρατικοποιήθηκε, το κεφάλαιο απαλλοτριώθηκε και εφαρμόστηκε κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία. Όμως, αντί η εξουσία να περάσει τις εργατικές μάζες, συγκεντρώθηκε στα χέρια ενός προνομιούχου και παρασιτικού γραφειοκρατικού στρώματος, στο κράτος και στο κόμμα. Η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ ήταν συνέχεια της εσωτερικής πολιτικής της γραφειοκρατίας και αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στη διατήρηση των προνομίων της και όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού διεθνώς. Στη βάση αυτή, ο Στάλιν συμφώνησε στη Γιάλτα με τον αμερικανοβρετανικό ιμπεριαλισμό να μοιράσει τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής και σε ένα νέο παγκόσμιο «στάτους κβο».
Η νέα ισορροπία των δυο ανταγωνιστικών μπλοκ που προέκυψε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ονομάστηκε Ψυχρός Πόλεμος.
Η Μέση Ανατολή, στα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ, με τα μεγάλα πετρελαϊκά αποθέματα, και η Αίγυπτος, με τη διώρυγα του Σουέζ, απέκτησαν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Επίσης, μετά τον ΒΠΠ οι λαοί στις πρώην αποικιακές χώρες ξεσηκώνονται απαιτώντας ανεξαρτησία από τα δεσμά και τη στυγνή εκμετάλλευση του ιμπεριαλισμού της Βρετανίας, της Γαλλίας και των άλλων δυτικών χωρών. Μαζικά κινήματα και επαναστάσεις ξεσπούν σε πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής (Κίνα, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ κα). Είναι η εποχή της Αποικιακής Επανάστασης – των επαναστάσεων των αποικιακών λαών.
Στον αραβικό κόσμο οι εργατικές και οι φτωχές λαϊκές μάζες ριζοσπαστικοποιούνται προς τα αριστερά και κοιτούν προς την ΕΣΣΔ (και κατά δεύτερο λόγο στην Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ). Όμως, η μαζική Αριστερά στις αραβικές χώρες δεν έχει την ανεξάρτητη, ταξική, διεθνιστική πολιτική που ακολουθούσαν οι Μπολσεβίκοι στο εθνικό ζήτημα.
Αντί για την πολιτική των Μπολσεβίκων, η αραβική Αριστερά υιοθετεί την πολιτική της σοβιετικής γραφειοκρατίας η οποία υπαγορεύεται από τη διατήρηση του μεταπολεμικού στάτους κβο και όχι από την προώθηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως τον δρόμο για την αποτίναξη του ιμπεριαλιστικού ζυγού και της εθνικής καταπίεσης.
Η Αριστερά στον αραβικό κόσμο υιοθετεί τη σταλινική «Θεωρία των Σταδίων». Σύμφωνα με αυτήν, στις καταπιεσμένες από τον ιμπεριαλισμό χώρες, θα έπρεπε πρώτα να επιτευχθεί η εθνική ανεξαρτησία και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία τότε να τεθεί το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Το πρακτικό καθήκον που προκύπτει από τη Θεωρία των Σταδίων είναι να δημιουργηθεί ένα «λαϊκό μέτωπο» εθνικής ενότητας, ανάμεσα στις εργατικές-λαϊκές μάζες και τις ντόπιες άρχουσες τάξεις των καταπιεσμένων χωρών, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την εθνική καταπίεση. Αποτέλεσμα της θεωρίας αυτής είναι να βρεθούν επικεφαλής των αντι-αποικιακών κινημάτων αστικές-εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις. Όμως, όπως είναι φυσικό, για τους αστούς εθνικιστές αυτό που προέχει από τον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα είναι η προάσπιση των δικών τους ταξικών συμφερόντων για την επόμενη ημέρα, μετά την ανεξαρτησία. Έτσι η αποχώρηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού από διάφορες κτήσεις του μετά τον ΒΠΠ, σε συνδυασμό με την πολιτική του διαίρει και βασίλευε που εφάρμοσε μεθοδικά η Βρετανία σε όλο τον πλανήτη, οδήγησε σε πολλές εθνικές διαμάχες και ζητήματα που παραμένουν ακόμη άλυτα όπως (για να μιλήσουμε μόνο για την περιοχή μας), το κυπριακό, το κουρδικό και το μεσανατολικό.
Ο δεύτερος αραβοϊσραηλινός πόλεμος – Η κρίση του Σουέζ
Ας δούμε ποια ήταν η επίδραση της νέας παγκόσμιας κατάστασης στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση.
Καταρχάς, η σιωνιστική άρχουσα τάξη του Ισραήλ αποκτά στρατηγική σχέση συμμαχίας με τις ΗΠΑ που θέλουν το Ισραήλ να γίνει ο χωροφύλακας των συμφερόντων τους στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Έτσι το Ισραήλ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, εξοπλίζεται και φτιάχνει έναν πολύ αξιόμαχο στρατό. Το κράτος παίζει κεντρικό ρόλο στην οικονομία, η οποία αναπτύσσεται γρήγορα και δίνονται μεγάλες κοινωνικές παροχές στους Εβραίους. Αυτή κρατική παρέμβαση μάλιστα προβάλλεται ως «σοσιαλιστική» πολιτική από τους Σιωνιστές του κατ’ όνομα «Εργατικού Κόμματος» (Mapai) το οποίο κυβερνά το Ισραήλ ως τα μέσα της δεκαετίας του ‘70.
Επιπλέον, το Ολοκαύτωμα έχει συνταράξει τους Εβραίους σε όλο τον κόσμο και ωθεί ακόμη περισσότερους προς το νεοδημιούργητο κράτος του Ισραήλ που υπόσχεται ένα ασφαλές καταφύγιο για τους Εβραίους όλου του κόσμου. Μεταξύ 1948 και 1951, 600.000 Εβραίοι μεταναστεύουν στο Ισραήλ διπλασιάζοντας τον εβραϊκό πληθυσμό του στα 1,4 εκατομμύρια.
Μετά την νίκη του 1948-49, το σιωνιστικό κράτος ψηφίζει μια σειρά από νόμους με της οποίους οι περιουσίες των Παλαιστίνιων προσφύγων της Νάκμπα περνούν στην ιδιοκτησία του κράτους και των θεσμών του Ισραήλ. Την ίδια περίοδο 400 χωριά που είχαν εγκαταλειφθεί από της Παλαιστίνιους ισοπεδώνονται.
Η σιωνιστική ηγεσία επιτυγχάνει μια πρωτοφανή εθνική ενότητα μέσα στην ισραηλινή κοινωνία. Η φρίκη του Ολοκαυτώματος, το αίσθημα της περικύκλωσης από έναν εχθρικό αραβικό κόσμο, οι μεγάλες κρατικές παροχές που εξασφαλίζουν ένα ψηλό βιοτικό επίπεδο της Εβραίους πολίτες και η απουσία της μαζικού ανεξάρτητου εργατικού-σοσιαλιστικού κόμματος στο Ισραήλ, είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες χτίζεται η εθνική ενότητα και η στρατιωτικοποίηση της ισραηλινής κοινωνίας.
Από την άλλη, οι αραβικές χώρες και οι κυβερνήσεις της προσπαθούν να συνέλθουν από την ήττα του 1949. Η αποτυχία των αραβικών καθεστώτων, η απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Παλαιστίνης, o κοινωνικός αναβρασμός της Aποικιακής Eπανάστασης, έχουν ως αποτέλεσμα μια σειρά από στρατιωτικά πραξικοπήματα με αριστερό πρόσημο εναντίον των μοναρχικών καθεστώτων των αραβικών χωρών.
Η Αίγυπτος είναι ένα από τα επίκεντρα των εξελίξεων. Το 1952, το κίνημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών» ανατρέπει τον φιλοδυτικό βασιλιά της Αιγύπτου Φαρούκ, και ο Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, στρατιωτικός που πολέμησε το 1948, αναδεικνύεται σε ηγετική φυσιογνωμία.
Το 1953 η Αίγυπτος ανακηρύσσεται σε Δημοκρατία, και το 1954 ο Νάσερ γίνεται ο πρόεδρος της χώρας. Το πρόγραμμα του Νάσερ είναι κατά βάση ο παναραβικός εθνικισμός, ο οποίος, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, παίρνει μια αριστερόστροφη, αντι-ιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Ο Νάσερ αρχίζει να λαμβάνει εκτεταμένα φιλολαϊκά μέτρα, κρατικοποιεί πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις και τράπεζες και αντιτίθεται στα ισλαμιστικά κινήματα, όπως είναι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Η πολιτική του ανεβάζει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών και έτσι ο Νάσερ αποκτά τεράστια λαϊκή υποστήριξη.
Για να αντιμετωπίσει την πίεση των ΗΠΑ και του δυτικού ιμπεριαλισμού, ο Νάσερ στρέφεται προς την ΕΣΣΔ και κλείνει μαζί της εξοπλιστικές-στρατιωτικές συμφωνίες. Παράλληλα, η Αίγυπτος γίνεται η πρώτη μη κομμουνιστική χώρα που αναγνωρίζει την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας.
Επίσης, ο Νάσερ προσφέρει βοήθεια στα εθνικιστικά, αντιαποικιακά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα αραβικών χωρών όπως το Μαρόκο, η Τυνησία, η Αλγερία και η Παλαιστίνη. Το 1961, ο Νάσερ παίζει κεντρικό ρόλο στο κίνημα των «Αδεσμεύτων», στο οποίο συμμετέχουν χώρες που δεν ευθυγραμμίζονται ούτε με τις ΗΠΑ ούτε και με την σοβιετική Ρωσία, όπως η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η Κύπρος του Μακάριου, η Ινδία της Ιντίρα Γκάντι κ.α.
Όμως, ο Νάσερ δεν είναι μαρξιστής, δεν ηγείται ενός εργατικού επαναστατικού κόμματος και ως εκ τούτου δεν προχωρά στην ανατροπή των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και της εξουσίας του κεφαλαίου και στο χτίσιμο της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Η αριστερή του στροφή, και η προσέγγιση με την ΕΣΣΔ, είναι μια εμπειρική κίνηση μέσα στις συγκεκριμένες διεθνείς συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή η πολιτική βέβαια κάνει τον Νάσερ «κόκκινο πανί» για τις ΗΠΑ.
Μετά την ήττα του 1949, οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν (αντάρτες) αναπτύσσουν ένοπλη δράση κατά του Ισραήλ, με την υποστήριξη της Αιγύπτου, της Ιορδανίας και της Συρίας.
Στις 26 Ιουλίου του 1956, ο Νάσερ προχωρά στην κρατικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ που ως τότε βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Βρετανίας και της Γαλλίας και είχε στρατηγική σημασία για το διεθνές εμπόριο.
Η κρατικοποίηση του Σουέζ, η φιλοσοβιετική πολιτική του Νάσερ και η στήριξη των Παλαιστίνιων Φενταγίν είναι οι αιτίες που η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ αποφασίζουν να αντιδράσουν στρατιωτικά.
Έτσι, στις 29 Οκτώβρη 1956, το Ισραήλ εισβάλλει και καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας που βρισκόταν υπό αιγυπτιακό έλεγχο από τον πόλεμο του 1948. Στις 31 Οκτωβρίου, η Γαλλία και η Βρετανία αποβιβάζουν στρατό στο αιγυπτιακό λιμάνι Πόρτ Σαΐντ με στόχο να πάρουν τον έλεγχο του Σουέζ και να ανατρέψουν τον Νάσερ από την εξουσία.
Η επέμβαση των Βρετανών, των Γάλλων και των Ισραηλινών δεν έχει τη σύμφωνη γνώμη των ΗΠΑ που φοβούνται τη διατάραξη της απρόσκοπτης τροφοδοσίας πετρελαίου προς τη Δύση αλλά και την αντίδραση της ΕΣΣΔ που απειλεί με στρατιωτική επέμβαση. Κάτω από την πίεση των ΗΠΑ, ανακοινώνεται η κατάπαυση του πυρός στις 7 Νοεμβρίου και στις 22 Δεκεμβρίου ξεκινά η αποχώρηση των στρατευμάτων της Βρετανίας και της Γαλλίας από το Σουέζ και του Ισραήλ από τη χερσόνησο του Σινά και την Λωρίδα της Γάζας.
Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες του Ισραήλ και των συμμάχων του, η κατάληξη του πολέμου καταγράφεται ως μια μερική νίκη του Νάσερ ο οποίος κερδίζει μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη στις αραβικές μάζες εντός κι εκτός Αιγύπτου. Το ρεύμα του παναραβικού εθνικισμού ενισχύεται.
Η ίδρυση της Φατάχ και της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO)
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, μια ολιγομελής ομάδα νέων Παλαιστινίων, που ζουν εξόριστοι στο Κουβέιτ, αποφασίζει να ιδρύσει μια νέα αντιστασιακή οργάνωση με σκοπό την απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Η οργάνωση παίρνει το όνομα Φατάχ (Παλαιστινιακό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης). Οι Γιασέρ Αραφάτ και Καλίλαλ Βαζίρ (ο λεγόμενος Αμπού Τζιχάντ) είναι δύο από τα ιδρυτικά της μέλη. Η Φατάχ υιοθετεί ως μέθοδο πάλης τον ένοπλο-αντάρτικο αγώνα και έχει σαν πρότυπο τα απελευθερωτικά κινήματα της Αλγερίας, της Κούβας και του Βιετνάμ.
Η Φατάχ έχει εθνικιστική ιδεολογία και πρόγραμμα και στοχεύει στην ένωση όλων των Παλαιστινίων, ανεξάρτητα από ταξικές διαιρέσεις και πολιτικές πεποιθήσεις, με σκοπό την απελευθέρωση της Παλαιστίνης, τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη και τη διάλυση του κράτους του Ισραήλ. Βλέπει αυτό τον αγώνα ως καθήκον των Παλαιστινίων και των αραβικών λαών και επιζητά την υποστήριξη των αραβικών καθεστώτων της περιοχής.
Η Φατάχ αποκτά τους πρώτους υποστηρικτές της κυρίως ανάμεσα στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζουν εκτοπισμένοι στα γειτονικά αραβικά κράτη. Χτίζει πυρήνες στη Γάζα, την Ιορδανία, την Αίγυπτο, τη Συρία, το Λίβανο, το Κατάρ, το Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία κ.α. Το 1962 εξασφαλίζει την υποστήριξη της Αλγερίας και το 1963 την υποστήριξη της Συρίας και δημιουργεί βάσεις εκπαίδευσης Φενταγίν στην Ιορδανία όπου ζουν οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες.
Την 1η Ιανουαρίου 1965, η Φατάχ πραγματοποιεί την πρώτη ένοπλη επιχείρηση εναντίον του Ισραήλ ανατινάζοντας υποδομές ύδρευσης.
Λίγο νωρίτερα, τον Μάη του 1964 συνέρχεται στην Ανατολική Ιερουσαλήμ το πρώτο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο με τη στήριξη των αραβικών κρατών που επιδιώκουν τον έλεγχο του παλαιστινιακού κινήματος, καθώς αντιμετωπίζουν την Παλαιστίνη ως δικό τους έδαφος υπό ισραηλινή κατοχή.
Το πρώτο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο αποφασίζει να ιδρύσει την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ / PLO) ως τον εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού και τον οργανωτή του αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Στη θέση του προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής της PLO εκλέγεται ο πρώην διπλωμάτης Αχμένταλ Σακουάρι. Το συνέδριο θεωρεί ότι η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ είναι άκυρη και επιδιώκει τη διάλυσή του.
Επίσης, ιδρύεται ο «Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός της Παλαιστίνης» και δημιουργούνται μονάδες στην Αίγυπτο, τη Συρία και το Ιράκ. Στην πράξη οι μονάδες αυτές βρίσκονται υπό τον έλεγχο των αραβικών κρατών όπου εδρεύουν και όχι της PLO. Αρχικά η PLO είναι κυρίως όργανο των αραβικών καθεστώτων και επομένως μια όχι και τόσο ανεξάρτητη παλαιστινιακή οργάνωση, ενώ η Φατάχ κρατά κριτική στάση απέναντί της.
Ο πόλεμος των 6 ημερών και η άνοδος της PLO
Από το 1965 και μετά οι σχέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τα γειτονικά αραβικά κράτη επιδεινώνονται ραγδαία. Οι Φενταγίν της Φατάχ εντείνουν τις επιθέσεις τους εναντίον του Ισραήλ, εφορμώντας από τις βάσεις τους στην Ιορδανία και με τη στήριξη της Συρίας.
Τον Νοέμβρη του 1966 η Συρία, όπου κυβερνά ο Χαφέζ αλ Άσαντ και το (αριστερό εθνικιστικό) κόμμα Μπάαθ, υπογράφει συμφωνία κοινής άμυνας με την Αίγυπτο. Τον Απρίλιο του 1967 η Συρία και το Ισραήλ φτάνουν στα πρόθυρα του πολέμου με αψιμαχίες του στρατού και της αεροπορίας. Αμυντική συμφωνία με την Αίγυπτο υπογράφει και η Ιορδανία, του βασιλιά Χουσεΐν, τον Μάιο του 1967. Επίσης, η Ιορδανία επιτρέπει σε στρατιωτικές δυνάμεις του Ιράκ να μπουν στην επικράτειά της στο πλαίσιο της συγκέντρωσης αραβικών στρατιωτικών δυνάμεων και της προετοιμασίας για πόλεμο εναντίον του Ισραήλ.
Απέναντι σε αυτή την προετοιμασία το Ισραήλ δεν περιμένει από τα αραβικά κράτη να επιτεθούν. Στις 5 Ιουνίου 1967 η στρατιωτική αεροπορία του Ισραήλ εξαπολύει αστραπιαία επίθεση εναντίον της Αιγύπτου και καταστρέφει μέσα σε μια ημέρα πάνω από 300 αιγυπτιακά αεροσκάφη τα οποία δεν προλαβαίνουν καν να απογειωθούν. Στη συνέχεια στρέφεται κατά της Ιορδανίας διαλύοντας και την ιορδανική στρατιωτική αεροπορία.
Την ίδια ώρα ο Ισραηλινός στρατός εισβάλλει και καταλαμβάνει τη Λωρίδα της Γάζας και τη χερσόνησο του Σινά από την Αίγυπτο, την Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ από την Ιορδανία και τα υψίπεδα του Γκολάν από τη Συρία.
Η ήττα των αραβικών κρατών μέσα σε 6 ημέρες είναι συντριπτική και ταπεινωτική. Το κράτος του Ισραήλ καταλαμβάνει πλέον το σύνολο των εδαφών της ιστορικής Παλαιστίνης που κατείχαν τα αραβικά κράτη μετά τον πόλεμο του 1948. Τα εδάφη αυτά ονομάστηκαν στη συνέχεια «κατεχόμενα».
Ο πόλεμος των 6 ημερών οδηγεί στην προσφυγιά άλλους 400.000 Παλαιστίνιους, κυρίως της Δυτικής Όχθης, οι οποίοι περνάνε τον Ιορδάνη ποταμό και εγκαθίστανται σε προσφυγικούς καταυλισμούς στην Ιορδανία. Το σιωνιστικό καθεστώς αξιοποιεί την νίκη του για προωθήσει τους εβραϊκούς εποικισμούς στα εδάφη που κατέκτησε με τον πόλεμο.
Η ταπεινωτική ήττα των αραβικών κρατών έχει σημαντική επίπτωση στη συνείδηση των παλαιστινιακών μαζών. Ένα σημαντικό τμήμα των Παλαιστινίων προσφύγων βγάζει το συμπέρασμα ότι πρέπει να βασιστεί στις δικές του δυνάμεις για την απελευθέρωση και χιλιάδες Παλαιστίνιοι εντάσσονται στις διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, με κυριότερη την Φατάχ.
Οι παλαιστινιακές μάζες που ζουν σε άθλιες συνθήκες στους προσφυγικούς καταυλισμούς ριζοσπαστικοποιούνται προς τα αριστερά. Τον Δεκέμβρη του 1967 ιδρύεται το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) που ενώ αρχικά έχει παναραβική ιδεολογία σύντομα στρέφεται προς τις μαοϊκές ιδέες και πρότυπό του είναι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας στο Βιετνάμ.
Το αντάρτικο εντείνεται και η παλαιστινιακή αντίσταση δυναμώνει, κάτι που προκαλεί μεγάλη ανησυχία στα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα, τα οποία θέλουν να έχουν τον έλεγχο του παλαιστινιακού κινήματος και την ίδια ώρα φοβούνται για τη δική τους εξουσία.
Σημείο καμπής για τη μαζικοποίηση του αντιστασιακού κινήματος των Φενταγίν είναι η μάχη στο χωριό αλ-Καράμα. Στις 21 Μάρτη του 1968, ισχυρές ισραηλινές δυνάμεις περνάνε τον Ιορδάνη ποταμό και εισβάλλουν στην Ιορδανία με σκοπό να συντρίψουν τη βάση της Φατάχ που βρίσκεται στο χωριό αλ-Καράμα. Η Φατάχ με τη στήριξη μονάδων του ιορδανικού στρατού υπερασπίζεται σθεναρά το χωριό και οι απώλειες των Ισραηλινών είναι μεγάλες.
Ο ηρωισμός των ανταρτών αυξάνει την απήχηση των αντιστασιακών οργανώσεων και πολλοί νέοι Παλαιστίνιοι εντάσσονται στις γραμμές της Φατάχ και άλλων οργανώσεων.
Τον Φλεβάρη του 1969, στο 5ο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Κάιρο, η Φατάχ κερδίζει την πλειοψηφία της PLO και ο Γιασέρ Αραφάτ εκλέγεται πρόεδρός της. Η PLO μετεξελίσσεται σε «ομπρέλα» όλων των αντιστασιακών οργανώσεων που διεξάγουν αντάρτικο αγώνα και θέτει ως στόχο την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, με κοσμικό χαρακτήρα που θα εγγυάται τα δημοκρατικά δικαιώματα όλων των πολιτών του ανεξαρτήτως θρησκείας ή γλώσσας.
Ο Μαύρος Σεπτέμβρης του 1970
Μετά την ήττα των Αραβικών κρατών στον πόλεμο του 1967 και την μάχη στο αλ-Καράμα, η PLO αποκτά πολύ μεγάλη υποστήριξη από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες της Ιορδανίας, οι οποίοι αποτελούν περίπου το μισό του πληθυσμού της χώρας. Οι οπλισμένοι Φενταγίν της PLO ελέγχουν τους προσφυγικούς καταυλισμούς στην πρωτεύουσα Αμμάν και σε άλλες πόλεις, δημιουργώντας μια παράλληλη εξουσία απέναντι στην εξουσία του βασιλιά Χουσεΐν.
Οι ιορδανικές μάζες επηρεάζονται από τη ριζοσπαστικοποίηση των Παλαιστινίων, σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο από επαναστατικά κινήματα (με πιο χαρακτηριστικά το Μάη του 68 και το Βιετνάμ) και οι επαναστατικές διαθέσεις τους ανεβαίνουν. Γίνονται έτσι μια σοβαρή απειλή για το αντιδραστικό μοναρχικό καθεστώς του Ιορδανού βασιλιά Χουσεΐν. Κάποιες πτέρυγες της PLO μιλούν πλέον ανοιχτά για την ανάγκη ανατροπής της μοναρχίας και δυο φορές ο βασιλιάς Χουσεΐν γλιτώνει από απόπειρες δολοφονίας.
Η πόλωση κορυφώνεται τον Ιούλιο του 1970, όταν ο Αμπντέλ Νάσερ και ο Χουσεΐν μπαίνουν σε συζητήσεις για διευθέτηση της αραβο-ισραηλινής σύγκρουσης με βάση το σχέδιο που παρουσιάζουν οι ΗΠΑ (σχέδιο Ρότζερς). Ο Γιασέρ Αραφάτ και η PLO απορρίπτουν το σχέδιο Ρότζερς και καταγγέλλουν τον Νάσερ και τον Χουσεΐν.
Ήδη από το 1968 το PFLP, που είναι μέρος της PLO, έχει ξεκινήσει της αεροπειρατείες ισραηλινών και δυτικών αεροσκαφών τα οποία στη συνέχεια οδηγεί σε διάφορα αραβικά κράτη. Αντιδρώντας στο σχέδιο Ρότζερς, και απαιτώντας την απελευθέρωση Παλαιστινίων που βρίσκονται σε ισραηλινές φυλακές, το PFLP πραγματοποιεί μια θεαματική, τριπλή αεροπειρατεία μεταξύ 6 και 9 Σεπτεμβρίου του 1970.
Δυο αμερικανικά και ένα ελβετικό αεροπλάνο καταλαμβάνονται από το PFLP και οδηγούνται στην Ιορδανία. Την 12η Σεπτεμβρίου, το PFLP ανατινάζει τα τρία αεροπλάνα σε ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη αφότου έχει απελευθερώσει τους επιβάτες του. Το σχέδιο του PFLP είναι να μετατρέψει το Αμμάν σε ένα «Αραβικό Ανόι», δηλαδή σε μια εξωτερική βάση ώστε η PLO να κλιμακώσει τον πόλεμο εναντίον του Ισραήλ, στα πρότυπα του Βόρειου Βιετνάμ. Ο Χουσεΐν εμφανίζεται να έχει χάσει τον έλεγχο της χώρας του.
Στις μάζες επικρατεί επαναστατικός αναβρασμός και η PLO φαίνεται πως έχει επαρκή κοινωνική υποστήριξη για να επιχειρήσει να ανατρέψει τον Χουσεΐν και να πάρει την εξουσία στην Ιορδανία. Όμως, η ηγεσία της PLO διστάζει να σπάσει τους δεσμούς της με τις αραβικές άρχουσες τάξεις, που βλέπουν εχθρικά τον παλαιστινιακό ριζοσπαστισμό και την ανεξάρτητη κίνηση των φτωχών λαϊκών μαζών. Η PLO θέλει καλές σχέσεις με τα αραβικά καθεστώτα από τα οποία περιμένει υποστήριξη του εθνικού αγώνα.
Έτσι, απέναντι στην απειλή της ανατροπής, ο Χουσεΐν ανακοινώνει στρατιωτικό νόμο στις 16 Σεπτεμβρίου του 1970 και κατεβάζει τα τανκς στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς και τις εργατικές συνοικίες του Αμμάν.
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ κινητοποιούν στρατιωτικές δυνάμεις υπέρ της Ιορδανίας χωρίς όμως να επέμβουν. Αυτό γέρνει την πλάστιγγα υπέρ του Χουσεΐν.
Οι μάχες στο Αμμάν και αλλού κρατάνε πάνω από 10 ημέρες κατά τις οποίες τα στρατόπεδα της PLO βομβαρδίζονται ακόμη και με βόμβες ναπάλμ και φωσφόρου. Περισσότεροι από 3.000 Παλαιστίνιοι αντάρτες και άμαχοι χάνουν τη ζωή τους στη σφαγή. Στις 27 Σεπτέμβρη, η PLO υπογράφει ανακωχή με τον Χουσεΐν, ενώ την επόμενη ημέρα πεθαίνει ο Νάσερ από καρδιακή προσβολή. Οι συγκρούσεις ανάμεσα σε Παλαιστίνιους Φενταγίν και τον ιορδανικό στρατό συνεχίζονται ως τον Ιούλιο του 1971, όμως η παλαιστινιακή αντίσταση έχει υποστεί μια βαριά και αιματηρή ήττα από το «συμμαχικό» αραβικό καθεστώς. Σαν αποτέλεσμα, η PLO εγκαταλείπει την Ιορδανία και μεταφέρει το αρχηγείο της στον Λίβανο. Την ακολουθούν πολλές χιλιάδες πρόσφυγες Παλαιστίνιοι.
Ο Μαύρος Σεπτέμβρης, όπως έμεινε στην ιστορία η σφαγή της Ιορδανίας, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη του παλαιστινιακού κινήματος.
Η PLO χάνει τη σταθερή στρατιωτική και κοινωνική βάση που είχε στην Ιορδανία, από όπου μπορούσε να εξαπολύει επιδρομές στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη της Δυτικής Όχθης. Επιπλέον, για πρώτη φορά οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν δέχονται βαρύ στρατιωτικό πλήγμα από αραβική χώρα που ως τότε θεωρούταν σύμμαχος του παλαιστινιακού αγώνα. Μετά τα γεγονότα το καθεστώς της Ιορδανίας ανοίγει διαύλους επικοινωνίας με την Δύση και το Ισραήλ.
Για να εκδικηθεί τη σφαγή και για να αυξήσει την πίεση προς τα δυτικά κράτη, η PLO δημιουργεί (όχι φανερά) την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης», με σκοπό ένοπλα χτυπήματα στο εξωτερικό. Τρομοκρατικές ενέργειες σε πολλές χώρες πραγματοποιούνται στο όνομα του «Μαύρου Σεπτέμβρη». Την ίδια περίοδο αναπτύσσει σχέσεις με ένοπλες οργανώσεις άλλων χωρών όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, η Φράξια Κόκκινος Στρατός στη Γερμανία (Μπάαντερ-Μάινχοφ), ο «Κόκκινος Στρατός» στην Ιαπωνία κα.
Το Σεπτέμβρη του 1972, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου, ο «Μαύρος Σεπτέμβρης» πραγματοποιεί επίθεση εναντίον της αθλητικής αποστολής του Ισραήλ, με σκοπό την απαγωγή Ισραηλινών αθλητών και την ανταλλαγή τους με φυλακισμένους Παλαιστινίους. Η όλη επιχείρηση καταλήγει σε αιματοχυσία και στο τέλος χάνουν τη ζωή τους 11 Ισραηλινοί αθλητές, 3 Παλαιστίνιοι και 3 Γερμανοί αστυνομικοί.
Μετά την εκδίωξη από την Ιορδανία, ο Λίβανος γίνεται η βάση από όπου η PLO συνεχίζει το αντάρτικο κατά του Ισραήλ. Παράλληλα, η PLO διατηρεί σημαντικές δυνάμεις και στη Συρία. Όμως, ο Λίβανος είναι μια χώρα σε εύθραυστη κατάσταση, με μεγάλες εσωτερικές εθνικές και θρησκευτικές αντιθέσεις που αξιοποιούνται από εξωτερικές δυνάμεις για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
Η εσωτερική πόλωση, σε συνδυασμό με την παρέμβαση του ιμπεριαλισμού και του Ισραήλ οδηγούν τον Λίβανο σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που κρατά από το 1975 ως το 1990.
Η PLO και οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που ζουν στην Βηρυτό και στο νότιο τμήμα της χώρας, επηρεάζουν σημαντικά τον συσχετισμό δύναμης, και έτσι γίνονται μέρος του εμφυλίου πολέμου. Εν τω μεταξύ, το 1973 ξεσπά ο τέταρτος αραβο-ισραηλινός πόλεμος, ο λεγόμενος πόλεμος του Γιομ Κιπούρ.
Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ – 1973
Με τον πόλεμο των 6 ημερών, το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη από την Ιορδανία, τη Λωρίδα της Γάζας και το Σινά από την Αίγυπτο και τα υψήπεδα του Γκολάν από τη Συρία. Μεταξύ 1969 και 1970, ο Νάσερ διεξάγει έναν πόλεμο «φθοράς» με το Ισραήλ στο κανάλι του Σουέζ που αποτελεί το σύνορο των δυο χωρών. Επίσης προετοιμάζεται για έναν νέο πόλεμο, με σκοπό να δώσει απάντηση στην ήττα του ‘67.
Μετά τον θάνατο του Νάσερ, στις 28 Σεπτέμβρη 1970, πρόεδρος της Αιγύπτου γίνεται ο Ανουάρ Σαντάτ. Στη Συρία, στην εξουσία βρίσκεται ο φιλοσοβιετικός δικτάτορας Χαφέζ αλ Άσαντ και το κόμμα Μπαάθ. Και τα δυο καθεστώτα θέλουν να πάρουν πίσω τα εδάφη που έχασαν από τον πόλεμο του 1967 και να ενισχύσουν την θέση τους στον ευρύτερο συσχετισμό δύναμης στη Μέση Ανατολή.
Έτσι, στις 6 Οκτώβρη του 1973, ξεκινούν συντονισμένη επίθεση εναντίον του Ισραήλ, την ημέρα της μεγάλης εβραϊκής θρησκευτικής γιορτής του Γιομ Κιπούρ (Ημέρα της Εξιλέωσης). Παράλληλα με την επίθεση, η Σαουδική Αραβία και οι άλλες πετρελαιοπαραγωγές αραβικές χώρες επιβάλλουν εμπάργκο εξαγωγών πετρελαίου προς τις αμερικανικές εταιρείες και μειώνουν τις εξαγωγές προς την Ευρώπη κατά 5% κάθε μήνα. Η κίνηση αυτή πυροδοτεί την πρώτη διεθνή πετρελαϊκή κρίση.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου, οι δυο Αραβικοί στρατοί πετυχαίνουν σημαντικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Όμως, πολύ γρήγορα το Ισραήλ καταφέρνει να σταματήσει την προέλαση και να μπει την αντεπίθεση καταλαμβάνοντας ακόμη περισσότερα εδάφη από όσα είχε πριν. Η Σοβιετική Ένωση, φοβούμενη ότι θα χάσει τη διώρυγα του Σουέζ, απειλεί με στρατιωτική επέμβαση υπέρ της Αιγύπτου και της Συρίας. Πριν από την έναρξη του πολέμου, στην Αίγυπτο βρίσκονται περίπου 20.000 Σοβιετικοί στρατιώτες.
Οι δυο υπερδυνάμεις τις εποχής φοβούνται ότι ο πόλεμος μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο και να μετατραπεί σε παγκόσμια σύγκρουση, τη στιγμή μάλιστα που το Ισραήλ απειλεί με χρήση των πυρηνικών του όπλων. Απέναντι στον κίνδυνο της πυρηνικής σύγκρουσης, η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ έρχονται σε συμφωνία και σαν αποτέλεσμα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ παίρνει απόφαση για κατάπαυση του πυρός στις 22 Οκτωβρίου. Στις 28 Οκτωβρίου υπογράφεται η τελική εκεχειρία.
Η λήξη του 4ου αραβοϊσραηλινού πολέμου βρίσκει τη Συρία στα προ του πολέμου σύνορα και την Αίγυπτο να παίρνει σταδιακά μέρος των εδαφών που είχε χάσει το ‘67 και το κανάλι του Σουέζ. Το Ισραήλ τυπικά είναι ο νικητής της σύγκρουσης αλλά το γόητρό του έχει πληγεί.
Μετά την ήττα στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ ο πρόεδρος της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ ξεκινά μια σταδιακή αλλαγή στρατηγικής και επιδιώκει μια μόνιμη συμφωνία με το Ισραήλ και μια προσέγγιση με τις ΗΠΑ. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους πραγματοποιείται η διάσκεψη της Γενεύης υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Στην διάσκεψη παίρνουν μέρος η Αίγυπτος, η Ιορδανία και το Ισραήλ. Η Συρία αρνείται να συμμετέχει και η PLO δεν είναι προσκεκλημένη.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Σαντάτ, του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπεγκίν και του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ καταλήγουν στις συμφωνίες του Κάμπ Ντέιβιντ (στις ΗΠΑ) τον Σεπτέμβριο του 1978.
Η τέταρτη στρατιωτική ήττα των αραβικών κρατών από το Ισραήλ επηρεάζει και τη στρατηγική του Αραφάτ και της πλειοψηφίας της PLO. Η PLO συνεχίζει μεν τον αντάρτικο αγώνα, αλλά αρχίζει παράλληλα να κάνει ανοίγματα προς τη Δύση ευελπιστώντας όλο και περισσότερο στην αναγνώριση από τους διεθνείς οργανισμούς και τις ΗΠΑ.
Τον Ιούνιο του 1974, στο 12ο Εθνικό Παλαιστινιακό Συνέδριο, η πλειοψηφία της PLO υιοθετεί το Πρόγραμμα των «Δέκα Σημείων», το οποίο αφήνει ανοικτή την προοπτική απελευθέρωσης ενός μέρους και όχι ολόκληρης της ιστορικής Παλαιστίνης και, κατά συνέπεια, αναγνωρίζει εμμέσως την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ.
Τον Νοέμβριο του 1974, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνωρίζει το δικαίωμα των Παλαιστινίων στην αυτοδιάθεση, την ανεξαρτησία και την εθνική κυριαρχία.
Ο ΟΗΕ αναγνωρίζει την PLO ως παρατηρητή στη Γενική Συνέλευση και ως εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού. Στις 13 Νοεμβρίου 1974, ο Αραφάτ βγάζει λόγο στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, κάτι που προβάλλεται από τον ίδιο ως αναγνώριση της PLO από τη «διεθνή κοινότητα». Εκεί, φορώντας την θήκη από το όπλο του, λέει «έχω έρθει εδώ με ένα κλαδί ελιάς και ένα όπλο. Μην αφήσετε το κλαδί ελιάς να μου πέσει από το χέρι».
Αυτή η σταδιακή αλλαγή στρατηγικής και το πρόγραμμα των «Δέκα Σημείων» δεν γίνονται αποδεκτά από το σύνολο της PLO με αποτέλεσμα τη διάσπαση της. Τον Οκτώβριο του 1974 δημιουργείται το Εθνικό Μέτωπο της Απόρριψης (της συμφωνίας των Δέκα Σημείων) στο οποίο συμμετέχει το PFLP και άλλες τάσεις της PLO και υποστηρίζεται από τα καθεστώτα της Συρίας και της Λιβύης. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στο Εθνικό Μέτωπο της Απόρριψης και την πλειοψηφία της PLO υπό τον Αραφάτ παίρνει βίαιο χαρακτήρα, με δολοφονίες στελεχών της PLO που είναι υποστηρικτές του Αραφάτ από το Εθνικό Μέτωπο Απόρριψης.
Ο εμφύλιος του Λιβάνου
Ο Λίβανος ήταν και παραμένει μια πολυεθνική και πολυθρησκευτική χώρα. Μετά την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές και τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα αξιοποίησαν και υποδαύλισαν τις εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις του Λιβάνου για τα δικά τους συμφέροντα. Ο δυτικός ιμπεριαλισμός στήριζε τους Μαρωνίτες Χριστιανούς, από τους οποίους προερχόταν το πιο πλούσιο και ισχυρό τμήμα της άρχουσας τάξης της χώρας, και επεδίωκε να τους δώσει τον έλεγχο του Λιβάνου απέναντι στους Μουσουλμάνους και τους Δρούζους, που κατά πλειοψηφία ήταν φτωχά λαϊκά στρώματα.
Τα γεγονότα του Μαύρου Σεπτέμβρη στην Ιορδανία, όπως προαναφέραμε, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά του αρχηγείου της PLO μαζί με χιλιάδες Φενταγίν και Παλαιστίνιους πρόσφυγες στην Βηρυτό και τον Νότιο Λίβανο. Η δυναμική της εσωτερικής κοινωνικής πόλωσης και των θρησκευτικών/εθνικιστικών διαιρέσεων οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο τον Απρίλιο του 1975. Η PLO ενεπλάκη στον εμφύλιο και πολέμησε στο πλευρό μιας συμμαχίας, κυρίως Μουσουλμάνων και Δρούζων, με αριστερές αναφορές. Από την άλλη πλευρά ήταν η συμμαχία των Μαρωνιτών Καθολικών Χριστιανών, με ηγετική δύναμη το φασιστικό κόμμα των Φαλαγγιτών.
Το Ισραήλ είδε τον εμφύλιο του Λιβάνου ως μια ευκαιρία για να τσακίσει την παλαιστινιακή αντίσταση και την PLO και για αυτό πήρε την πλευρά των Φαλαγγιτών.
Ο πόλεμος ξεκινά στις 13 Απριλίου του 1975, όταν Φαλαγγίτες δολοφονούν 30 Παλαιστινίους που επιβαίνουν σε λεωφορείο έξω από τη Βηρυτό. Τον Μάιο του 1976, ο στρατός της Συρίας εισβάλλει στο Βόρειο Λίβανο και αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει τους Παλαιστίνιους μαχητές της PLO. Είναι η δεύτερη φορά, μετά την Ιορδανία, που αραβικό κράτος συγκρούεται με Παλαιστίνιους αντάρτες της PLO. Τον Αύγουστο του 1976 πέφτει ο προσφυγικός καταυλισμός του Ταλ-αλ-Ζατάρ στη Βηρυτό μετά από επτά μήνες πολιορκίας από τους Φαλαγγίτες. Η απολογισμός είναι πάνω από 2.000 νεκροί Παλαιστίνιοι, κυρίως γυναίκες και παιδιά.
Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό του Ισραήλ αυξάνονται οι αντιδράσεις των Παλαιστινίων εναντίον της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης της γης που ανήκει σε Άραβες πολίτες του Ισραήλ. Η Επιτροπή Υπεράσπισης της Γης των Αράβων που δημιουργείται τον Ιανουάριο του 1976 οργανώνει μαζικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις. Στις 30 Μαρτίου 1976 προχωρά σε γενική απεργία στην οποία συμμετέχουν Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη και το Λίβανο. Το κράτος του Ισραήλ καταστέλλει βίαια τις κινητοποιήσεις αυτές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 6 άοπλοι Παλαιστίνιοι και να τραυματιστούν πάνω από 100. Από τότε οι Παλαιστίνιοι τιμούν κάθε χρόνο στις 30 Μαρτίου την «Ημέρα της Γης».
Το 1977 κερδίζει τις εκλογές στο Ισραήλ το δεξιό κόμμα Λικούντ, για πρώτη φορά από την ίδρυση του κράτους το 1948. Η κυβέρνηση του Λικούντ, με πρωθυπουργό τον Μεναχέμ Μπεκίν, αρχηγό της σιωνιστικής πολιτοφυλακής Ιργκούν, που έχει διαπράξει εθνοκάθαρση εναντίον των Παλαιστινίων την περίοδο 1943-1948, και Υπουργό Άμυνας τον Αριέλ Σαρόν, είναι ακόμη πιο επιθετική σε σχέση με τις κυβερνήσεις των «Εργατικών». Το Λικούντ προωθεί τους εποικισμούς με σκοπό να κάνει την κατοχή μη αναστρέψιμη. Ο Μπεγκίν βλέπει τον εμφύλιο του Λιβάνου ως μια ευκαιρία για την οριστική συντριβή της παλαιστινιακής αντίστασης και την εκδίωξη της PLΟ από τον Λίβανο, από όπου οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν συνεχίζουν να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον του Ισραήλ.
Μεταξύ 1975 και 1978 η PLO πραγματοποιεί μια σειρά από επιθέσεις ακόμη και μέσα στο Τελ Αβίβ. Με αφορμή μια από αυτές τις επιχειρήσεις, το Ισραήλ εισβάλλει στον Νότιο Λίβανο τον Μάρτιο του 1978 αλλά σύντομα αποσύρεται και οι Παλαιστίνιοι Φενταγίν κρατάνε τις δυνάμεις τους. Η δύναμή τους υπολογίζεται μεταξύ 15.000-18.000 μαχητές.
Τον Σεπτέμβριο του 1978 υπογράφεται συμφωνία ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ στο Κάμπ Ντέιβιντ στις ΗΠΑ, υπό την καθοδήγηση του Αμερικανού προέδρου Κάρτερ. Η Αίγυπτος γίνεται το πρώτο αραβικό κράτος που αναγνωρίζει το κράτος του Ισραήλ και το Ισραήλ επιστρέφει στην Αίγυπτο τη χερσόνησο του Σινά την οποία κατέχει από το 1973. Έτσι έχοντας διασφαλίσει τα νότια σύνορά του το Ισραήλ στρέφεται προς το Λίβανο με σκοπό να εξαλείψει την PLO.
Στις 6 Ιουνίου του 1982, το Ισραήλ προχωρά σε μια πολύ μεγαλύτερη εισβολή στο Λίβανο, την οποία μάλιστα ονομάζει «Ειρήνη για τη Γαλιλαία». Ο Ισραηλινός στρατός φτάνει ως τη Βηρυτό και για περισσότερους από τρεις μήνες προχωρά σε πολιορκία και σε διαρκείς βομβαρδισμούς των προσφυγικών καταυλισμών των Παλαιστινίων. Τις δυο πρώτες εβδομάδες της εισβολής τουλάχιστον 14.000 Παλαιστίνιοι χάνουν τη ζωή τους από τον ισραηλινό στρατό.
Μετά από σκληρές μάχες, η PLO αναγκάζεται να αποχωρήσει, σχεδόν εξολοκλήρου, από το Λίβανο διατηρώντας πολύ μικρές δυνάμεις. Τον Αύγουστο του 1982, περίπου 14.000 μαχητές της PLO επιβιβάζονται σε πλοία και εκκενώνουν τη Βηρυτό, κάτω από την επιτήρηση μιας διεθνούς στρατιωτικής δύναμης Γάλλων, Ιταλών και Αμερικανών. Ο Γιασέρ Αραφάτ φεύγει από τη Βηρυτό και μεταφέρει το αρχηγείο της PLO στην Τυνησία.
Λίγες ημέρες μετά την αποχώρηση των Φενταγίν της PLO από τη Βηρυτό, οι Φαλαγγίτες, με τη βοήθεια του ισραηλινού στρατού και την επίβλεψη μετέπειτα πρωθυπουργού του Ισραήλ, Αριέλ Σαρόν, διαπράττουν μια από τις μεγαλύτερες σφαγές εναντίον του παλαιστινιακού λαού. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1982, οπλισμένοι Φαλαγγίτες εισβάλλουν στην συνοικία της Βηρυτού Σάμπρα και στον προσφυγικό καταυλισμό Σατίλα, που ήταν περικυκλωμένος από τον ισραηλινό στρατό, και σφαγιάζουν περισσότερους από 3.000 άμαχους Παλαιστίνιους, γυναίκες, γέρους και παιδιά.
Ο Αριέλ Σαρόν και οι σιωνιστές θεωρούν ότι με την εκδίωξη της PLO από το Λίβανο έχουν πετύχει μια συντριπτική νίκη επί της παλαιστινιακής αντίστασης. Στην πραγματικότητα όμως θέτουν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός νέου αντιπάλου, της Χεζμπολάχ.
Η Χεζμπολάχ είναι μια ισλαμική οργάνωση που έχει τη βάση της στο Νότιο Λίβανο όπου πλειοψηφία είναι Σιίτες, οι οποίοι βιώνουν τις διαρκείς επιθέσεις του Ισραήλ, αλλά και τη φτώχεια και τον αποκλεισμό μέσα στη δική τους χώρα.
Η Χεζμπολάχ χρηματοδοτήθηκε και εξοπλίστηκε από το ισλαμικό καθεστώς του Χομεΐνί, το οποίο εγκαθιδρύθηκε μετά την επανάσταση του 1979 στο Ιράν. Από την πρώτη στιγμή το Ιράν του Χομεϊνί στρέφεται κατά των ΗΠΑ και του Ισραήλ ως χώρες οι οποίες στήριζαν έμπρακτα το δικτατορικό καθεστώς του Σάχη που ανατράπηκε το 1979.
Η Χεζμπολάχ αποκτά μαζική κοινωνική βάση δημιουργώντας αρχικά ένα δίκτυο κοινωνικής προστασίας για τους φτωχούς Λιβανέζους Σιίτες. Από τις αρχές του 1980 η Χεζμπολάχ στρέφεται στον ένοπλο αγώνα και την ατομική τρομοκρατία.
Στα 1982-83 πραγματοποιεί τις πρώτες επιθέσεις αυτοκτονίας (κάτι άγνωστο ως τότε) με αυτοκίνητα γεμάτα εκρηκτικά που πέφτουν πάνω σε κτίρια όπου διαμένουν Αμερικάνοι και Γάλλοι στρατιωτικοί στη Βηρυτό, σκοτώνοντας πάνω από 300 άτομα.
Σήμερα, η Χεζμπολάχ είναι μια πολύ καλά εξοπλισμένη και υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη. Η ίδια ισχυρίζεται ότι έχει 100.000 μαχητές ενώ οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ εκτιμούν ότι έχει περίπου 45.000. Το 2006 αντιμετώπισε τον στρατό του Ισραήλ, που είχε επιχειρήσει εισβολή στο νότιο Λίβανο, και τον ανάγκασε σε υποχώρηση. Εκτός από το Ιράν, υποστηρίζεται και από τον καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ στη Συρία. Ελέγχει το Νότιο Λίβανο και εκτός από στρατιωτική δύναμη κατέχει μέρος της πολιτικής εξουσίας, μετέχοντας στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση.
Μετά την ήττα στη Βηρυτό το 1982, ο Αραφάτ και η πλειοψηφία της ηγεσίας της PLO επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση με την μοναρχία της Ιορδανίας και αρχίζουν να συζητούν το σχέδιο που παρουσιάζει η αμερικανική κυβέρνηση Ρίγκαν για την επίλυση του Παλαιστινιακού. Αυτή η στροφή προκαλεί ένα νέο, ακόμη πιο βαθύ, σχίσμα στην ίδια τη Φατάχ. Ο Αμπού Μούσα, υψηλόβαθμό στέλεχος της Φατάχ και οργανωτής της υπεράσπισης της Βηρυτού, απορρίπτει αυτή την τακτική και ιδρύει την Φατάχ-Ιντιφάντα (Φατάχ-εξέγερση) η οποία στηρίζεται και εξοπλίζεται από το καθεστώς της Συρίας.
Η Φατάχ-Ιντιφάντα έρχεται σε ένοπλη σύγκρουση με την Φατάχ του Γιασέρ Αραφάτ τον Μάιο του 1983. Η κυβέρνηση του Άσαντ ανακηρύσσει τον Γιασέρ Αραφάτ ανεπιθύμητο και τον απελαύνει από την Δαμασκό. Παράλληλα, τον Δεκέμβριο του 1983, οι τελευταίοι 4.000 Παλαιστίνιοι Φενταγίν της Φατάχ που είναι πιστοί στον Αραφάτ αναγκάζονται να αποχωρήσουν από το Λίβανο ο οποίος βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος υπό συριακή κατοχή.
Το τέλος ενός ιστορικού κύκλου
Η εκδίωξη της PLO και του Αραφάτ από το Λίβανο και τη Συρία σηματοδοτεί μια καμπή για την παλαιστινιακή αντίσταση.
Τριανταπέντε χρόνια πέρασαν από την Νάκμπα. Αυτές τις δεκαετίες, τα αραβικά κράτη ήρθαν σε στρατιωτική σύγκρουση με το Ισραήλ τέσσερις φορές αλλά απέτυχαν να φέρουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία στον παλαιστινιακό λαό. Έτσι κάποια από τα καθεστώτα αλλάζουν στρατηγική και επιδιώκουν τη συνεννόηση με το Ισραήλ, εγκαταλείποντας τον παλαιστινιακό λαό.
Όπως προαναφέραμε, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ υπογράφει μονομερείς συμφωνίες με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό του Λικούντ, Μπεγκίν, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Οι συμφωνίες προβλέπουν την αυτονομία των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα εδάφη του 1967 και μια μακρά και σταδιακή μετάβαση σε κάποιου είδους κράτος.
Εκτός από την προσέγγιση της Αιγύπτου με το Ισραήλ, η Ιορδανία πρώτα (1970) και η Συρία έπειτα (1983) έρχονται σε στρατιωτική σύγκρουση με την PLO και διαπράττουν σφαγές και διώξεις εναντίον των Παλαιστινίων.
Οι προσδοκίες ετών ότι η απελευθέρωση της Παλαιστίνης και η επιστροφή των προσφύγων θα πραγματοποιηθεί με τη στήριξη των αραβικών καθεστώτων, την εθνική ενότητα όλων των Αράβων, την υποστήριξη της ΕΣΣΔ και τον αντάρτικο αγώνα της PLO έχουν διαψευσθεί.
Παρά τους τέσσερις αραβοϊσραηλινούς πολέμους, παρά τον ηρωικό αγώνα δεκάδων χιλιάδων Παλαιστινίων που πήραν τα όπλα, παρά τις αμέτρητες θυσίες και τα θύματα, η εθνική ανεξαρτησία, η αποτίναξη της καταπίεσης και η επιστροφή των προσφύγων δεν επιτεύχθηκαν.
Τα αδιέξοδα αυτά θα οδηγήσουν σύντομα σε έναν νέο δρόμο. Αυτόν της μαζικής εξέγερσης των Παλαιστινίων που ζουν στα κατεχόμενα από το Ισραήλ παλαιστινιακά εδάφη. Τον Δεκέμβριο του 1987 ξεσπά η πρώτη Ιντιφάντα.
Λίγα χρόνια αργότερα (1989) έχουμε την πτώση του τείχους του Βερολίνου που πυροδοτεί τη διαδικασία κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ και την παλινόρθωση του καπιταλισμού σε αυτές τις χώρες (1989-1991). Παρά τον μαζικό ξεσηκωμό της Ιντιφάντα, ο Αραφάτ και η ηγετική ομάδα της PLO γύρω από αυτόν στρέφονται προς τον δυτικό ιμπεριαλισμό, μια διαδικασία που θα οδηγήσει στις συμφωνίες του Όσλο το 1993 και 1995.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, ιδρύεται και μαζικοποιείται μια νέα πολιτική οργάνωση στην παλαιστινιακή αντίσταση, η Χαμάς.
Η πρώτη Ιντιφάντα
Στις 7 Δεκεμβρίου του 1987 ξέσπασε η πρώτη Ιντιφάντα (εξέγερση) στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη. Η Ιντιφάντα ξεκίνησε αυθόρμητα και εντελώς αναπάντεχα τόσο για την PLO όσο και το κράτος του Ισραήλ. Αφορμή για την εξέγερση ήταν ο θάνατος τεσσάρων Παλαιστινίων εργατών τους οποίους παρέσυρε στρατιωτικό όχημα του Ισραήλ στη Γάζα. Οι αιτίες, ασφαλώς, ήταν βαθύτερες.
Οι Παλαιστίνιοι που ζούσαν στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα είχαν χάσει, σε μεγάλο βαθμό, την ελπίδα ότι η αποτίναξη της κατοχής και η εθνική ανεξαρτησία θα επιτυγχάνονταν από τους αντάρτες της PLO ή την εξωτερική επέμβαση των αραβικών κρατών. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η PLO είχε χάσει μεγάλο μέρος από το κύρος της μετά την ήττα και την αποχώρησή της από το Λίβανο. Από την άλλη, τα αραβικά καθεστώτα είχαν προδώσει επανειλημμένα το παλαιστινιακό κίνημα και σε αρκετές περιπτώσεις είχαν διαπράξει σφαγές εναντίον των Παλαιστίνιων προσφύγων και εναντίον των μαχητών της PLO. Οι συνθήκες ζωής για τις Παλαιστινιακές μάζες στα κατεχόμενα εδάφη ήταν ένας συνδυασμός φτώχειας, διαρκούς αγώνα για την επιβίωση και εθνικής καταπίεσης χωρίς καμία προοπτική βελτίωσης της κατάστασης.
Σε αυτές τις συνθήκες βρίσκεται η καύσιμη ύλη που τροφοδότησε την πρώτη Ιντιφάντα για έξι ολόκληρα χρόνια!
Η αντίδραση του κράτους του Ισραήλ ήταν εξαρχής η ωμή καταστολή. Ο ισραηλινός στρατός χρησιμοποίησε πλαστικές και πραγματικές σφαίρες, δακρυγόνα, κανόνια νερού, απέκλεισε περιοχές και χωριά των Παλαιστινίων και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις, φυλακίσεις και βασανισμούς. Παρόλα αυτά δεν μπόρεσε να κάμψει το κίνημα. Αντίθετα, η εξέγερση απέκτησε πολύ γρήγορα λαϊκό χαρακτήρα και σε αυτή συμμετείχε η μεγάλη πλειοψηφία των Παλαιστινίων στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, ενώ σημαντικές κινητοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν και από τους Παλαιστίνιους πολίτες του Ισραήλ.
Η εικόνα με την οποία έχει ταυτιστεί η πρώτη Ιντιφάντα είναι αυτή των νεαρών Παλαιστίνιων, πολλές φορές ακόμη παιδιών, που φοράνε την Καφίγια (παλαιστινιακή μαντίλα) και με σφεντόνες πετάνε πέτρες σε πάνοπλους Ισραηλινούς στρατιώτες και τανκς. Και είναι γεγονός ότι οι διαδηλώσεις, οι οδομαχίες και τα οδοφράγματα ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό της Ιντιφάντα. Ο ηρωισμός της παλαιστινιακής νεολαίας που αντιμετώπισε άοπλη τα πυρά των Ισραηλινών προκάλεσε κύμα αλληλεγγύης διεθνώς και ταρακούνησε σημαντική μερίδα της κοινής γνώμης μέσα στο ίδιο το Ισραήλ.
Όμως, οι παλαιστινιακές μάζες υιοθέτησαν κι άλλες, πολύ ισχυρές μορφές μαζικής πάλης. Οι γενικές απεργίες (στα κατεχόμενα και μέσα στο Ισραήλ) και η πολιτική ανυπακοή (άρνηση πληρωμής φόρων στο κράτος, άρνηση τήρησης των ωραρίων των εμπορικών καταστημάτων κ.α.) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να πάρει η εξέγερση τις διαστάσεις που πήρε.
Επιπλέον, η πρώτη Ιντιφάντα γέννησε μια νέα μορφή οργάνωσης, που αρχικά βρισκόταν έξω από τον έλεγχο της ηγεσίας της PLO, και εξέφραζε με πιο άμεσο τρόπο τις διαθέσεις των Παλαιστινιακών μαζών στα Κατεχόμενα, τις Λαϊκές Επιτροπές.
Οι Λαϊκές Επιτροπές οργάνωναν τις διαδηλώσεις και τις διάφορες κινητοποιήσεις, τις περιόδους των γενικών απεργιών έκαναν διανομή των τροφίμων και προμηθειών και είχαν αναλάβει και τη φύλαξη των γειτονιών των Παλαιστινίων. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1988 δημιουργήθηκε η «Ενιαία Εθνική Διοίκηση της Εξέγερσης» με σκοπό το συντονισμό του κινήματος. Παρότι η ηγεσία της PLO δεν είχε παίξει ρόλο στην έναρξη της εξέγερσης, σύντομα πήρε τον έλεγχο του κινήματος το οποίο ανέδειξε όμως και μια νέα γενιά ηγετών.
Η Ιντιφάντα πέτυχε μέσα σε λίγους μήνες όσα δεν είχαν πετύχει δεκαετίες ένοπλης πάλης. Η άρχουσα τάξη του Ισραήλ άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσει με στρατιωτικά μέσα έναν ολόκληρο λαό. Επιπλέον, ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης του Ισραήλ άρχισε να βλέπει με συμπάθεια τους Παλαιστίνιους και να ζητά πολιτική λύση ώστε να μπει τέλος στις δεκαετίες αιματοχυσίας. Επίσης, σε διεθνές επίπεδο, αναπτύχθηκε ένα πολύ σημαντικό κίνημα αλληλεγγύης προς την Ιντιφάντα και μεγάλες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν σε πολλές χώρες.
Η πρώτη Ιντιφάντα προκάλεσε σημαντικές αλλαγές και στο παλαιστινιακό κίνημα και τις οργανώσεις του. Ο Αραφάτ και η εξόριστη ηγεσία της PLO είδαν στην Ιντιφάντα ένα μέσο πίεσης προς τον «διεθνή παράγοντα» και το Ισραήλ, ώστε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για επίτευξη πολιτικής λύσης. Το 1988 το Εθνικό Παλαιστινιακό Συμβούλιο συνεδρίασε στο Αλγέρι, ως εξόριστο κοινοβούλιο, και ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Παλαιστίνης.
Ο Αραφάτ, εκ μέρους της PLO, αποκήρυξε την τρομοκρατία και τις τρομοκρατικές μεθόδους πάλης. Στην πράξη αποκήρυττε και εγκατέλειπε κάθε είδους ένοπλη πάλη. Παράλληλα, η PLO εγκατέλειψε το στόχο της καταστροφής του Ισραήλ – το αναγνώρισε ως κράτος και έθεσε ως στόχο τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτος στα κατεχόμενα εδάφη του 1967.
Αυτές ήταν πολύ σημαντικές αλλαγές στη στρατηγική της PLO, της ιστορικής ηγεσίας των Παλαιστινίων, η οποία έχοντας φτάσει σε αδιέξοδο με το αντάρτικο στράφηκε προς τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις. Μια διαδικασία που σε λίγα χρόνια θα οδηγούσε στις συμφωνίες του Όσλο, την αυτονομία μέρους των παλαιστινιακών εδαφών και την ίδρυση της Παλαιστινιακής Αρχής (1993-1995).
Στον αντίποδα αυτών των εξελίξεων, ένα πολύ σημαντικό γεγονός κατά τη διάρκεια της Ιντιφάντα ήταν η ίδρυση της Χαμάς (ακρωνύμιο που σημαίνει Ισλαμικό Κίνημα Αντίστασης). Στο καταστατικό της χάρτη (Αύγουστος 1988), η Χαμάς δήλωνε τμήμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, χαρακτήριζε ως αδιαίρετο μουσουλμανικό βακούφι την παλαιστινιακή γη, έθετε ως στόχο της την απελευθέρωση του συνόλου της ιστορικής Παλαιστίνης και την εγκαθίδρυση ισλαμικού καθεστώτος.
Αυτό στην πράξη σήμαινε όχι μόνο την καταστροφή του Σιωνισμού αλλά και την άρνηση συλλογικών εθνικών δικαιωμάτων για τους Ισραηλινούς σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη.
Η Χαμάς έχτισε την κοινωνική της βάση βασιζόμενη στα πιο φτωχά στρώματα των Παλαιστινίων που ζούσαν στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, δημιουργώντας ένα δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών με επίκεντρο τη θρησκεία και τα τζαμιά. Ακολουθώντας τις μεθόδους των Ισλαμιστών του Χομεϊνί, η Χαμάς οργάνωσε συσσίτια, έφτιαξε σχολεία και νοσοκομεία, στήριξε τις οικογένειες των νεκρών Παλαιστίνιων μαχητών και ταύτισε τη θρησκευτική πίστη με τον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης.
Είναι πλέον αρκετά γνωστό (και τεκμηριωμένο) ότι το κράτος του Ισραήλ είδε θετικά την ίδρυση της Χαμάς και την υποστήριξε στα πρώτα της βήματα με σκοπό να υποσκάψει τη δύναμη της PLO και του Αραφάτ.
Σύντομα μετά την ίδρυσή της, η Χαμάς οργάνωσε τη δική της ένοπλη πτέρυγα, τις ταξιαρχίες του Αλ-Κασάμ, και άρχισε να πραγματοποιεί επιθέσεις αυτοκτονίας που στόχο είχαν το να προκαλέσουν τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων μεταξύ άμαχων Ισραηλινών.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα, η Χαμάς αρνήθηκε να ενταχθεί στην «Ενιαία Διοίκηση της Εξέγερσης» που ελεγχόταν από την PLO και απέρριπτε την στρατηγική των διαπραγματεύσεων, την αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ και τον στόχο της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους στα κατεχόμενα.
Οι συμφωνίες του Όσλο και η 2η Ιντιφάντα
Τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και οι αρχές της δεκαετίας του ‘90 έφεραν νέες κοσμοϊστορικές αλλαγές στη διεθνή κατάσταση. Η πτώση του τείχους του Βερολίνου τον Δεκέμβρη του 1989 άνοιξε μια διαδικασία που κατέληξε στην κατάρρευση της σχεδιασμένης κρατικοποιημένης οικονομίας και την παλινόρθωση του καπιταλισμού στη Σοβιετική Ένωση και ολόκληρο το ανατολικό μπλοκ.
Όπως είχε προβλέψει ο Λέον Τρότσκι το 1936, στο βιβλίο του «Η Προδομένη Επανάσταση», το προνομιούχο στρώμα της γραφειοκρατίας αποφάσισε ότι είναι πλέον πιο συμφέρον να πάρει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντί απλώς να τα διοικεί. Έτσι, μέσα σε λίγους μήνες, η ΕΣΣΔ και τα υπόλοιπα παραμορφωμένα εργατικά καθεστώτα κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος δίνοντας τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να εμφανιστούν ως ο νικητής της ιστορικής περιόδου του ψυχρού πολέμου.
Οι επιπτώσεις από την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην Ρωσία και το ανατολικό μπλοκ ήταν παγκόσμιες και σε όλα τα επίπεδα. Σε ότι αφορά το παλαιστινιακό ζήτημα οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής:
Τα αραβικά καθεστώτα και η PLO έχασαν τη δυνατότητα να αξιοποιούν τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ για δικό τους όφελος και για να πιέζουν το Ισραήλ.
Ο συσχετισμός δύναμης στη Μέση Ανατολή άλλαξε απότομα και ριζικά και οι ΗΠΑ ήθελαν να αξιοποιήσουν αυτή την αλλαγή για τα δικά τους συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ, εγκαινιάζοντας το αφήγημα της Pax Americana (της Νέας Διεθνούς Τάξης πραγμάτων υπό την αμερικανική ηγεμονία), ήθελαν να δείξουν ότι ως μοναδική υπερδύναμη μπορούσαν να δώσουν λύση στα διάφορα διεθνή ζητήματα και να επιφέρουν τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή, είτε με την στρατιωτική ισχύ (όπως με τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, το 1991) είτε με τη διπλωματία.
Στο εσωτερικό του παλαιστινιακού κινήματος, οι αριστερές Παλαιστινιακές οργανώσεις (PFLP, DFLP, ΚΚΠ κλπ) έχασαν επιρροή καθώς το όραμα της επανάστασης και του σοσιαλισμού υπέστη μεγάλο πλήγμα.
Η ηγεσία της PLO και ο Αραφάτ στράφηκαν ακόμη πιο αποφασιστικά προς τον «ρεαλισμό» δηλαδή την προσέγγιση με τις ΗΠΑ και τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις με στόχο κάποιου είδους πολιτική λύση και συμφωνία με το κράτος του Ισραήλ.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι ΗΠΑ οργάνωσαν το συνέδριο της Μαδρίτης, τον Οκτώβριο του 1991, με σκοπό να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία για το παλαιστινιακό. Στο συνέδριο συμμετείχαν δεκάδες χώρες, ανάμεσά τους και η ΕΣΣΔ, λίγους μόνο μήνες πριν αυτοδιαλυθεί. Οι διαπραγματεύσεις της Μαδρίτης δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα, άνοιξαν όμως μια διαδικασία συζητήσεων με τις ΗΠΑ στο ρόλο του συντονιστή.
Παράλληλα με τις επίσημες διαπραγματεύσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών στις ΗΠΑ, η PLO και το Ισραήλ ξεκίνησαν απευθείας μυστικές συνομιλίες στην Νορβηγία. Το καλοκαίρι του 1992, το δεξιό κόμμα Λικούντ έχασε τις εκλογές και στην κυβέρνηση επανήλθε το «Εργατικό Κόμμα», με επικεφαλής το Γιτζάκ Ράμπιν.
Το Εργατικό Κόμμα δεν είχε φυσικά σχέση με εργατικά συμφέροντα και ο Ράμπιν ήταν ένας Σιωνιστής που επί δεκαετίες είχε πολεμήσει εναντίον των Αράβων. Το 1948 πολέμησε στον 1ο αραβοϊσραηλινό πόλεμο, ήταν αρχηγός του στρατού στον πόλεμο των 6 ημερών το 1967 και Υπουργός Άμυνας από το 1984 ως το 1995. Αντιμετώπισε την πρώτη Ιντιφάντα με σκληρή βία και καταστολή. Κατά συνέπεια, η αλλαγή της στάσης του δεν είχε σχέση με κάποια ανθρωπιστικά κίνητρα αλλά με την αλλαγή στάσης ενός σημαντικού τμήματος της ισραηλινής άρχουσας τάξης.
Η πρώτη Ιντιφάντα συνεχιζόταν επί έξι χρόνια παρά την σκληρή καταστολή του ισραηλινού στρατού εναντίον των εξεγερμένων Παλαιστινιακών μαζών. Μια μερίδα της ισραηλινής άρχουσας τάξης κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η απευθείας και επ’ αόριστον κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών ήταν κάτι πολύ δύσκολο να συνεχιστεί.
Επιπλέον, ανησυχούσε για την επίδραση που είχε η Ιντιφάντα στο εσωτερικό της ισραηλινής κοινωνίας. Στο εσωτερικό του Ισραήλ ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού είχε αρχίσει να μην υποστηρίζει τη βία του ισραηλινού στρατού εναντίον άοπλων Παλαιστινίων. Σημαντικές ήταν και οι αντιδράσεις της κοινής γνώμης στο εξωτερικό για την ισραηλινή καταστολή της Ιντιφάντα.
Έτσι, η μερίδα της άρχουσας τάξης που εκπροσωπούσε ο Γιτζάκ Ράμπιν άρχισε να βλέπει την πιθανότητα μιας πολιτικής-διπλωματικής συμφωνίας ως τον καλύτερο δρόμο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Ταυτόχρονα η εκλογή του Ράμπιν αντανακλούσε το λαϊκό αίτημα για ειρήνη που υποστήριζε ένα όλο και αυξανόμενο τμήμα του ισραηλινού πληθυσμού.
Παρότι οι επίσημες διαπραγματεύσεις στις ΗΠΑ δεν προχωρούσαν λόγω σημαντικών διαφορών, οι συζητήσεις που διεξάγονταν με άκρα μυστικότητα μεταξύ PLO και Ισραήλ στο Όσλο, κατέληξαν σε συμφωνία τον Αύγουστο του 1993.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1993, στην Ουάσιγκτον, ο Γιασέρ Αραφάτ και ο Γιτζάκ Ράμπιν υπέγραψαν τη «Διακήρυξη Αρχών για τις Προσωρινές Ρυθμίσεις Αυτοδιοίκησης» και έκαναν την ιστορική χειραψία υπό το βλέμμα του Αμερικανού προέδρου Μπιλ Κλίντον.
Η υπογραφή της Διακήρυξης έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη συμφωνία του Όσλο. Η δεύτερη συμφωνία του Όσλο υπογράφηκε στην Τάμπα της Αιγύπτου το 1995.
Οι βασικοί άξονες των προσωρινών αυτών συμφωνιών ήταν οι εξής:
Οι Παλαιστίνιοι θα αποκτούσαν αυτονομία σε κάποια τμήματα της Δυτικής Όχθης και στη Λωρίδα της Γάζας. Την διοίκηση θα αναλάμβανε η «Παλαιστινιακή Αρχή» (ΠΑ) η οποία όμως θα είχε περιορισμένες εξουσίες.
Ο ισραηλινός στρατός θα αποσυρόταν μερικώς από τα Κατεχόμενα, αλλά θα διατηρούσε το δικαίωμα της επέμβασης (στο όνομα της ασφάλειας του Ισραήλ).
Τα παλαιστινιακά εδάφη που είχε υπό την κατοχή του το Ισραήλ μετά το 1967 χωρίζονταν σε τρεις ζώνες. Η πρώτη ζώνη περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Γάζας και 14 θύλακες στην Δυτική Όχθη (μόλις το 18% του συνόλου) και εκεί η Παλαιστινιακή Αρχή θα είχε τον πλήρη έλεγχο. Στη δεύτερη ζώνη (22% του συνόλου), η ΠΑ θα είχε τον πολιτικό έλεγχο και το Ισραήλ τον στρατιωτικό έλεγχο. Και η τρίτη ζώνη (60%) θα παρέμενε ουσιαστικά υπό τον πλήρη έλεγχο του Ισραήλ.
Η μετακίνηση ανθρώπων μεταξύ των αυτόνομων παλαιστινιακών θυλάκων και της επικράτειας του Ισραήλ θα ελεγχόταν από την ισραηλινή αστυνομία και το στρατό σε πολλά σημεία ελέγχου (chek-points).
Η Παλαιστινιακή Αρχή θα ίδρυε Παλαιστινιακή Αστυνομία που θα ήταν υπεύθυνη για την τήρηση της τάξης στα αυτόνομα παλαιστινιακά εδάφη και για την ασφάλεια του Ισραήλ έναντι ένοπλων επιθέσεων από παλαιστινιακές οργανώσεις όπως η Χαμάς και η ισλαμική Τζιχάντ. Όμως, η Παλαιστινιακή Αστυνομία δεν θα είχε εξουσία επί των Ισραηλινών εποίκων (στα Κατεχόμενα).
Η PLO αναγνώριζε το κράτος του Ισραήλ και αποκήρυττε την «τρομοκρατία» (δηλαδή την ένοπλη πάλη).
Το κράτος του Ισραήλ έπαυε να θεωρεί την PLO ως τρομοκρατική οργάνωση και την αναγνώριζε ως τον επίσημο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού και ο Γιασέρ Αραφάτ θα μπορούσε να επιστρέψει στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη από την Τύνιδα όπου βρισκόταν εξόριστος.
Μετά την εφαρμογή της προσωρινής συμφωνίας θα ξεκινούσε μια μακρά περίοδος διαπραγματεύσεων (τουλάχιστον 5 ετών) με στόχο μια οριστική συμφωνία, που ενδεχομένως θα οδηγούσε στην ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, κάποια στιγμή στο απροσδιόριστο μέλλον.
Οι συμφωνίες του Όσλο δεν άγγιζαν μια σειρά από καυτά ζητήματα, όπως:
Ποιο θα ήταν το καθεστώς εξουσίας στην Ιερουσαλήμ, το ανατολικό τμήμα της οποίας βρισκόταν υπό ισραηλινή κατοχή από το 1967.
Το μέλλον των περίπου 116.000 Ισραηλινών έποικων που βρίσκονταν στη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Το Ισραήλ δεν αναλάμβανε καμία ρητή δέσμευση απόσυρσής τους.
Επιπλέον, δεν υπήρχε καμία δέσμευση απελευθέρωσης των δεκάδων χιλιάδων Παλαιστίνιων πολιτικών κρατούμενων που βρίσκονταν σε ισραηλινές φυλακές.
Και, κυρίως, δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη επιστροφής για τα εκατομμύρια Παλαιστίνιους πρόσφυγες του 1948 και του 1967 που ζούσαν επί δεκαετίες σε άθλιους προσφυγικούς καταυλισμούς στη Μέση Ανατολή.
Οι παραχωρήσεις του Ισράηλ στις συμφωνίες του Όσλο σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσαν στην εθνική απελευθέρωση των Παλαιστινίων και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της εποχής, πάνω από το 70% των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα δήλωνε πως συμφωνούσε και τις αποδεχόταν.
Στην ισραηλινή πλευρά οι συμφωνίες έγιναν αποδεκτές με ενθουσιασμό από την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στα μάτια των απλών ανθρώπων υπόσχονταν την επικράτηση της ειρήνης και της ηρεμίας μετά από δεκαετίες ατελείωτης αιματοχυσίας και διαρκούς φόβου για τον πόλεμο.
Παρόλα αυτά, οι συμφωνίες του Όσλο ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία. Όπως εξηγούσε το Ξεκίνημα και άλλες μαρξιστικές οργανώσεις, η συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει η σιωνιστική άρχουσα τάξη του Ισραήλ, η παλαιστινιακή ηγεσία, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός και τα αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα άφηνε άλυτες τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του εθνικού ζητήματος. Η εθνική καταπίεση των Παλαιστινίων από το κράτος του Ισραήλ θα συνεχιζόταν με άλλη μορφή. Επιπλέον, στο έδαφος του καπιταλισμού θα ήταν αδύνατο να ανυψωθεί το βιοτικό επίπεδο των παλαιστινιακών μαζών ενώ οι παλαιστινιακές αρχές θα έτειναν να γίνουν μια νέα προνομιούχα, αστική και καταπιεστική εξουσία.
Οι αντιφάσεις αυτές αργά ή γρήγορα θα έρχονταν στην επιφάνεια και θα μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν οι εξτρεμιστικές δυνάμεις της μιας και της άλλης πλευράς για να πυροδοτήσουν έναν νέο κύκλο βίας.
Ουσιαστικά η αμφισβήτηση της συμφωνίας ξεκίνησε από τη στιγμή της υπογραφής της. Η δεξιά αντιπολίτευση στο Ισραήλ οργάνωνε συνεχείς διαδηλώσεις ενάντια στη συμφωνία. Το 1994 ένας ισραηλινός εθνικιστής άνοιξε πυρ κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού στο τέμενος Ιμπραχίμι στη Χεβρώνα, σκοτώνοντας 29 Παλαιστίνιους. Ταυτόχρονα, η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ, οι οποίες βγήκαν πολύ ενισχυμένες από την πρώτη Ιντιφάντα, εξαπέλυαν επιθέσεις αυτοκτονίας και βομβιστικές επιθέσεις σε λεωφορεία, εστιατόρια, μπάρ, σκοτώνοντας εκατοντάδες Ισραηλινούς πολίτες.
Κορύφωση αυτού του κύκλου βίας ήταν η δολοφονία του Γιτζάκ Ράμπιν, από τον ισραηλινό εθνικιστή Τζιγκάλ Αμίρ, στις 4 Νοεμβρίου του 1995, στην Πλατεία των Βασιλέων του Ισραήλ κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης υπέρ των συμφωνιών του Όσλο.
Τα χρόνια που ακολούθησαν διέψευσαν τις προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει οι συμφωνίες του Όσλο. Το κράτος του Ισραήλ συνέχιζε να έχει τον ασφυκτικό έλεγχο πάνω στα παλαιστινιακά εδάφη. Ο στρατός μπορούσε να επεμβαίνει όποτε ήθελε και η Παλαιστινιακή Αρχή, με την Παλαιστινιακή Αστυνομία που είχε ιδρύσει, άρχισε να φαίνεται στα μάτια των όλο και περισσότερων Παλαιστινίων ως μια προδοτική δύναμη που αναλάμβανε την βρώμικη δουλειά για λογαριασμό των Ισραηλινών κατακτητών.
Η ηγεσία και οι αξιωματούχοι της Φατάχ πήραν τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, την οποία άρχισαν να διοικούν χωρίς κανένα έλεγχο από την κοινωνία, αντιδημοκρατικά και αυταρχικά. Η καταστολή των πολιτικών αντιπάλων της Φατάχ ήταν σκληρή, ιδιαίτερα των υποστηρικτών της Χαμάς. Η διαδικασία αυτή γέννησε μια διεφθαρμένη και πλούσια ελίτ και ένα πελατειακό δίκτυο που ζούσε πλουσιοπάροχα σε αντίθεση με τις λαϊκές μάζες που συνέχισαν να μαστίζονται από τη φτώχεια και την ανεργία.
Η αποξένωση της Φατάχ και της Παλαιστινιακής Αρχής από τις λαϊκές μάζες είχε ως αποτέλεσμα να δυναμώσουν σημαντικά οι φονταμενταλιστικές οργανώσεις της Χαμάς και της Ισλαμικής Τζιχάντ.
Η ακραία σιωνιστική δεξιά του Ισραήλ αξιοποίησε αυτές τις επιθέσεις για να ενισχύσει τη θέση της. Μετά από διαρκείς και ατελέσφορες διαπραγματεύσεις μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, και ενώ η βία κλιμακώνεται και οι προσδοκίες από τις συμφωνίες του Όσλο καταρρέουν, ξεσπά η 2η Ιντιφάντα στις 28 Σεπτεμβρίου του 2000. Η δεύτερη παλαιστινιακή εξέγερση έχει σημαντικές διαφορές σε σχέση με την πρώτη καθώς πολιτικά κυριαρχεί η Χαμάς. Σε αντίθεση με την εξέγερση του 1987, η δεύτερη Ιντιφάντα χαρακτηρίζεται πολύ λιγότερο από την μαζική κινητοποίηση και την οργάνωση των λαϊκών μαζών και πολύ περισσότερο από τις ρουκέτες και τις επιθέσεις αυτοκτονίας της Χαμάς.
Μετά τη 2η Ιντιφάντα
Η λήξη της 2ης Ιντιφάντα οδηγεί στον «ενταφιασμό» της διαδικασίας του Όσλο, με την έννοια ότι οι διαπραγματεύσεις επί της ουσίας σταμάτησαν και η βία άρχισε να κλιμακώνεται σταθερά.
Το Ισραήλ ξεκινά την κατασκευή ενός πελώριου φράχτη γύρω από τη Δυτική Όχθη. Ο φράχτης και τα αμέτρητα check-points απομονώνουν τους παλαιστινιακούς θύλακες και κάνουν την μετακίνηση από και προς αυτούς έναν καθημερινό εφιάλτη.
Τα κύρια γεγονότα που ακολούθησαν μετά την 2η Ιντιφάντα και οι μετέπειτα σημαντικότερες εξελίξεις στο Παλαιστινιακό έχουν αναλυθεί από το Ξεκίνημα σε εκτενή αρθρογραφία όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Εν συντομία αναφέρουμε εδώ ότι η Χαμάς κερδίζει τις εκλογές για την Παλαιστινιακή Αρχή το 2006. Ακολουθεί μια περίοδος εμφυλίου πολέμου για την εξουσία ανάμεσα στη Χαμάς και τη Φατάχ που καταλήγει στο να πάρει τον έλεγχο της Λωρίδας της Γάζας η Χαμάς και της Δυτικής Όχθης η Φατάχ.
Σαν απάντηση στην ανάληψη της εξουσίας από τη Χαμάς, το Ισραήλ προχωρά στον αποκλεισμό της Λωρίδας της Γάζας και την μετατρέπει στη μεγαλύτερη ανοιχτή φυλακή του κόσμου αφού ο ισραηλινός στρατός ελέγχει την μετακίνηση των ανθρώπων, την τροφοδοσία σε νερό και ενέργεια, την τροφοδοσία σε φάρμακα και ιατρικό εξοπλισμό αλλά και σε τρόφιμα.
Ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός, οι χιλιάδες Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι, ο καθημερινός εξευτελισμός Παλαιστινίων στα check-points του ισραηλινού στρατού, η τεράστια φτώχεια, η έλλειψη μέλλοντος και προοπτικής είναι το υπόβαθρό που οδήγησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και στον πόλεμο που εξαπέλυσε το Ισραήλ εναντίον της Γάζας αλλά και της Δυτικής Όχθης.
Ποια η διέξοδος;
Όπως έδειξε η πιο πάνω ανάλυση, το παλαιστινιακό ζήτημα -δηλαδή η εθνική καταπίεση και η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού και ο φαύλος κύκλος βίας- ήταν το αποτέλεσμα πρώτα από όλα της πολιτικής του αμερικανικού και του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της σιωνιστικής άρχουσας τάξης.
Τα αραβικά καθεστώτα (αντιδραστικά και αυταρχικά στην πολιτική τους, καπιταλιστικά με φεουδαρχικά κατάλοιπα στην ταξικό τους χαρακτήρα) έχουν επίσης τις δικές τους μεγάλες ευθύνες στην ιστορική εξέλιξη του προβλήματος. Παρότι για καιρό εμφανιζόντουσαν ως σύμμαχοι των Παλαιστινίων, εν τούτοις πολλές φορές όχι μόνο τους πρόδωσαν αλλά δεν δίστασαν να διαπράξουν σφαγές εναντίον τους.
Για δεκαετίες, οι αστικές κυβερνήσεις και οι άρχουσες τάξεις της Δύσης, του Ισραήλ και των αραβικών χωρών έκαναν πολλές απόπειρες να «διευθετήσουν» τη διαμάχη και να επιβάλλουν μια «λύση» που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. Όμως απέτυχαν παταγωδώς, όπως δείχνει ο πόλεμος που ξεκίνησε μετά τις 7 Οκτώβρη του 2023 και που σήμερα απειλεί να βάλει φωτιά σε όλη την Μέση Ανατολή.
Μεγάλο τμήμα της ισραηλινής κοινωνίας και των λαϊκών στρωμάτων, δυστυχώς συντάχθηκε ιστορικά πίσω από την ισραηλινή άρχουσα τάξη. Οι Σιωνιστές υποσχέθηκαν στους Εβραίους μια χώρα που θα εγγυάται πάνω από όλα ασφάλεια τους μετά από αμέτρητους διωγμούς, με τραγικότερο όλων το Ολοκαύτωμα από τους Ναζί και τους συμμάχους τους στην Ευρώπη. Η οικονομική υποστήριξη των ΗΠΑ και της Δύσης έδωσε τη δυνατότητα στην ισραηλινή άρχουσα τάξη να ασκήσει για δεκαετίες μια πολιτική παροχών και κοινωνικού κράτους που εξασφάλισε την εθνική ενότητα στο εσωτερικό και οδήγησε σε μια ταύτιση ενός πολύ μεγάλου μέρους των Ισραηλινών πολιτών με το κράτος και το στρατό. Η απουσία μιας αριστερής πολιτικής δύναμης που να βρίσκεται σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και να προβάλλει μια διαφορετική εναλλακτική στο Ισραήλ έπαιξε κομβικό ρόλο στην δημιουργία κλίματος εθνικής ενότητας.
Η ιστορία, και ο σημερινός πόλεμος, δείχνουν ότι η υπόσχεση για ασφάλεια είναι ένα ψέμα. Κανένα αίσθημα ασφάλειας και καμία μόνιμη ειρήνη δεν πρόκειται να βιώσουν οι Ισραηλινοί πολίτες όσο συνεχίζεται η καταπίεση και η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού. Η ιστορία δείχνει ότι κάθε στρατιωτική νίκη του Ισραήλ επί των παλαιστινιακών οργανώσεων οδηγούσε στη συνέχεια στην εμφάνιση νέων ακόμη πιο σκληρών αντιπάλων. Έτσι το «ασφαλές λιμάνι» που υπόσχονταν οι Σιωνιστές είναι σήμερα μια χώρα σε διαρκή πόλεμο όπου κανείς δεν νοιώθει ασφαλής.
Από την άλλη, το Ισραήλ ήταν και παραμένει μια αστική-καπιταλιστική κοινωνία. Ως τέτοια επηρεάζεται από την γενική πορεία του καπιταλισμού, της αντιφάσεις και τις πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζει, και αδυνατεί να προσφέρει ένα μόνιμα υψηλό βιοτικό επίπεδο. Οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα μέσα στο Ισραήλ βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης και τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στο βιοτικό τους επίπεδο.
Όπως διδάσκει λοιπόν η ιστορία, και όπως έχουμε γράψει «ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να λύσει το πρόβλημα Ισραήλ-Παλαιστίνης. Ούτε μια λύση «δύο κρατών» ούτε μια λύση «ενός κράτους» είναι εφικτή στο καπιταλιστικό σύστημα – στην πραγματικότητα καμία λύση δεν είναι εφικτή».
Από τη μεριά τους, οι παλαιστινιακές μάζες έχουν δώσει αμέτρητους και ηρωικούς αγώνες κι έχουν κάνει τεράστιες θυσίες στην μακρόχρονη πάλη τους για ανεξαρτησία και ελευθερία. Για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια αυτής της πάλης βάσισαν τις ελπίδες τους στην εθνική ενότητα όλων των Αράβων και τα γειτονικά αραβικά καθεστώτα.
Η πολιτική γραμμή της ηγεσίας της PLO, ένας συνδυασμός αριστερόστροφου – φιλοσοβιετικού αραβικού εθνικισμού, και το αντάρτικο ως μέθοδος πάλης έδειξαν τα όρια τους και δεν κατάφεραν να προσφέρουν ελευθερία και ανεξαρτησία στον παλαιστινιακό λαό. Η στροφή στη διπλωματία και στον δυτικό ιμπεριαλισμό από τον Αραφάτ και την PLO επίσης αποδείχτηκε αδιέξοδη και εν τέλει καταστροφική.
Η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού της Χαμάς και οι επιθέσεις (συχνά αυτοκτονίας) εναντίον και πολιτικών στόχων στο εσωτερικό του Ισραήλ δεν έφερε κανένα θετικό αποτέλεσμα. Ακριβώς το αντίθετο!
Ένα χρόνο μετά την πιο μεγάλη επίθεση της Χαμάς εναντίον του Ισραήλ, ο παλαιστινιακός λαός έχει πληρώσει έναν τρομακτικό φόρο αίματος αλλά ο στρατός και το κράτος του Ισραήλ δεν έχουν αποδυναμωθεί καθόλου. Ο παλαιστινιακός λαός δεν είναι πιο κοντά στο να αποκτήσει ανεξάρτητο κράτος, ελευθερία και λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι ο υπεύθυνος και ο ένοχος για τη σφαγή και την ισοπέδωση της Γάζας είναι άλλος από το καθεστώς του Ισραήλ. Αλλά ότι το πρόγραμμα και οι μέθοδοι πάλης που υιοθετούν οι ηγεσίες του παλαιστινιακού λαού πρέπει να γίνονται αντικείμενο συζήτησης και κριτικής ως προς την αποτελεσματικότητά τους.
Για αυτούς τους λόγους, οι Μαρξιστές έχουν ευθύνη να εξηγούν ότι μόνο η ταξική-διεθνιστική προσέγγιση μπορεί να δώσει πραγματική λύση στο παλαιστινιακό. Μια λύση που να ικανοποιεί το αίτημα των παλαιστινιακών μαζών για ελευθερία, ανεξαρτησία αλλά και επίλυση των τεράστιων κοινωνικών προβλημάτων. Και την ίδια ώρα να εξασφαλίζει στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα του Ισραήλ ασφάλεια και ευημερία.
Για να γίνει αυτό πρέπει να σπάσει η εθνική ενότητα ανάμεσα στην πλειοψηφία της κοινωνίας στο Ισραήλ και το σιωνιστικό κράτος. Και παράλληλα να έρθουν κοντά τα εργατικά και λαϊκά στρώματα των δυο πλευρών σε ένα κοινό αγώνα ενάντια στη σιωνιστική άρχουσα τάξη, ενάντια στον δυτικό ιμπεριαλισμό (χωρίς όμως αυταπάτες στο ανερχόμενο κινεζορωσικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο), ενάντια στα αντιδραστικά καθεστώτα της περιοχής.
Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την άκριτη υποστήριξη της Χαμάς ή της Χεζμπολάχ. Κεντρικό καθήκον σε αυτή την κατεύθυνση είναι η προσπάθεια να χτιστούν ανεξάρτητα εργατικά κόμματα, με επαναστατικό- σοσιαλιστικό πρόγραμμα στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ. Όπως και το χτίσιμο αντίστοιχων κομμάτων στις γειτονικές χώρες της Μέσης Ανατολής και της ΝΑ Μεσογείου καθώς και διεθνώς.
Το Ξεκίνημα και η διεθνής κίνηση στην οποία συμμετέχει, το Internationalist Standpoint, θέλουν να συμβάλλουν σε αυτό το στόχο. Οι βασικές πολιτικές προτάσεις μας, που υιοθετήθηκαν στο 2ο συνέδριο του ISp τον Μάρτιο του 2024, συνοπτικά, είναι οι εξής:
- Αγωνιζόμαστε ενάντια στον πόλεμο, παλεύουμε για το χτίσιμο ενός μαζικού αντιπολεμικού κινήματος ώστε να ασκηθεί η μέγιστη δυνατή πίεση στους δυτικούς συμμάχους του ισραηλινού κράτους.
- Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του παλαιστινιακού λαού να αποκτήσει το δικό του κράτος – το «δικαίωμα του στην αυτοδιάθεση».
- Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα των Παλαιστινίων προσφύγων να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
- Πρέπει να αποκαλύπτουμε την εμετική υποκρισία της Δύσης και τις προσπάθειες εκ μέρους της να καταστείλει το δημοκρατικό δικαίωμα στη διαμαρτυρία ενάντια στη εθνοκάθαρση του ισραηλινού στρατού, χαρακτηρίζοντας όλες τις διαμαρτυρίες ως «αντισημιτισμό».
- Είναι απαραίτητη η κινητοποίηση των συνδικάτων, ώστε να εμποδιστεί η εξαγωγή και μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού που θα χρησιμοποιηθεί από το Ισραήλ στην επίθεση ενάντια στη Γάζα και στον Λίβανο.
- Καλούμε σε ένα επιλεκτικό και στοχευμένο μποϊκοτάζ κατά των ισραηλινών ή πολυεθνικών εταιρειών που ενισχύουν τη στρατιωτική μηχανή του Ισραήλ, χρηματοδοτούν τον πόλεμο ή εκμεταλλεύονται τα κατεχόμενα εδάφη, στο πλαίσιο του κινήματος BDS (μποϊκοτάζ, αποεπένδυση, κυρώσεις). Ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι μπορεί η παραπάνω δράση να οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου και σε μια δίκαιη λύση του παλαιστινιακού προβλήματος, όπως πιστεύουν (τουλάχιστον ορισμένοι) από τους εμπνευστές του.
- Ενθαρρύνουμε τους Ισραηλινούς πολίτες να αρνηθούν να υπηρετήσουν την υποχρεωτική στρατιωτική τους θητεία, να γίνουν αντιρρησίες συνείδησης, αλλά και τους Ισραηλινούς που ήδη υπηρετούν στον ισραηλινό στρατό, να αρνηθούν τη συμμετοχή τους σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Γάζα, τη Δυτική Όχθη και τον Λίβανο.
- Παλεύουμε ενάντια στον αντισημιτισμό όπου τον συναντάμε, αντιπαλεύουμε την ιδέα ότι το Ισραήλ είναι το μόνο «ασφαλές καταφύγιο» για τον εβραϊκό λαό, όπως ορίζει η σιωνιστική προπαγάνδα.
- Παλεύουμε για την ανατροπή της επέκτασης των ισραηλινών εποικισμών, που σήμερα αριθμούν 700.000 στα κατεχόμενα εδάφη (οι εποικισμοί θεωρούνται έγκλημα πολέμου από την τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης).
- Υπερασπιζόμαστε ταυτόχρονα το δικαίωμα του ισραηλινού λαού να έχει τη δική του πατρίδα.