Δημοσιεύουμε κείμενο που μας έστειλε ο σύντροφος Ανέστης Ταρπάγκος, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ Θεσ/νίκης.
Οι συμπληγάδες των αστικών κοινοβουλευτικών συσχετισμών
Συνεχίζουμε και σήμερα να χαρακτηριζόμαστε από την επίκληση της αναγκαιότητας διεξαγωγής βουλευτικών εκλογών, σε λιγότερο από έναν χρόνο από την διεξαγωγή των εκλογών του Ιουνίου 2012, όπου ναι μεν ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση με το 27% που κατακτήσαμε, αλλά και το μπλοκ των μνημονιακών κυβερνητικών δυνάμεων κατέγραψε αθροιστικά μια πλειοψηφική εκλογική επίδοση της τάξης του 47%. Μάλιστα απαιτούμε την οικειοθελή παραίτηση της τρικομματικής συγκυβέρνησης, επικαλούμενοι τον κοινωνικά καταστροφικό χαρακτήρα της πολιτικής της και την απουσία από την πλευρά της σχεδίου για την έξοδο από την κρίση. Είναι προφανέστατο βέβαια ότι μια τέτοια μνημονιακή συγκυβέρνηση δεν έχει κανέναν λόγο να παραδόσει την διακυβέρνηση στην Αριστερά και να παραιτηθεί από τον ρόλο της (όπως βέβαια και οι αντίστοιχες αστικές οικονομικές δυνάμεις που την στηρίζουν), πολύ περισσότερο μάλιστα που εφαρμόζει ένα σαφέστατο και διακηρυγμένο σχέδιο εξόδου της καπιταλιστικής οικονομίας από την κρίση υπερσυσσώρευσης με την συντριβή του κόσμου της μισθωτής εργασίας και την μαζική εκκαθάριση παγίων κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού.
Από την άλλη πλευρά, όλες οι διαθέσιμες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, διαπιστώνουν την σχετική στασιμότητα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και τη σταθερότητα των άλλων αριστερών δυνάμεων στα επίπεδα του Ιουνίου 2012. Και παράλληλα καταγράφουν τον μνημονιακό κυβερνητικό συνασπισμό (ΝΔ+ΠΑΣΟΚ+ΔΗΜΑΡ) αθροιστικά στο πλειοψηφικό επίπεδο του 43%, ενώ εξίσου διαπιστώνεται η σχετική ισχύς και σταθερότητα της αντιμνημονιακής μεν, ωστόσο νεοσυντηρητικής – νεοφιλελεύθερης δεξιάς (ΑΝΕΛ+ΧΑ) στο 18% περίπου της εκλογικής επιρροής. Μ’ αυτά τα δεδομένα, ακόμη και η προσφυγή στην λαϊκή ετυμηγορία, και με δεδομένη την δεξιά δεξαμενή που βρίσκεται δίπλα στη ΝΔ, το πιθανότερο είναι να αναπαραχθεί το πολιτικό σενάριο της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης, με το ΝΔ στην εκλογική πρωτοκαθεδρία και με εκ νέου σχηματισμό τρικομματικής συγκυβέρνησης, που αν δεν διαθέτει συνολικά 170 βουλευτές, σίγουρα θα έχει τον αριθμό των 160 βουλευτών.
Τα αδιέξοδα στο κρίσιμο πολιτικό σταυροδρόμι
Κι’ όλα αυτά γιατί ναι μεν έχει επέλθει η όξυνση της λαϊκής οργής και εξαθλίωσης με την υιοθέτηση και εφαρμογή του τρίτου μνημονίου, εντούτοις όμως με δεδομένη την καθίζηση που καταγράφεται στην κινητικότητα του εργατικού και κοινωνικού κινήματος, αυτή η καταφανής αγανάκτηση αδυνατεί να μεταπλαστεί σε αριστερές πολιτικές επιλογές, αφού απουσιάζει εδώ και πάνω από έναν χρόνο η κοινωνική κινηματική διαμεσολάβηση. Αυτή η απουσία είναι ακριβώς που προκαλεί την εκλογική καθήλωση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ και της υπόλοιπης Αριστεράς, και από την άλλη πλευρά δεν μετατρέπει την κοινωνική απονομιμοποίηση της τρικομματικής συγκυβέρνησης σε πολιτική απονομιμοποίηση. Όσο δηλαδή απουσιάζει η έκδηλη κοινωνική συναίνεση στη συνεχιζόμενη μνημονιακή πολιτική, άλλο τόσο εντούτοις απουσιάζει και η ενεργός λαϊκή συνδικαλιστική αντιπαλότητα σ’ αυτήν, που θα μπορούσε να προκαλέσει την πτώση της αστικής διακυβέρνησης και την εκ νέου άνοδο της εκλογικής επιρροής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Το πολιτικό αδιέξοδο που αναδεικνύεται είναι περισσότερο από εμφανές, ακόμη και στην περίπτωση της κατάκτησης της εκλογικής πρωτοκαθεδρίας του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Κι’ αυτό γιατί :
Εάν μεν πραγματοποιούνταν το αναγκαίο μέτωπο των αριστερών δυνάμεων, και με την δυναμική που θα μπορούσε να αποκτήσει, στα σίγουρα θα διασφάλιζε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Αριστεράς, όσο και μιαν ορισμένη συντονισμένη κοινή λαϊκή ενεργοποίηση. Παρόλα αυτά με βάση τις πολιτικές τοποθετήσεις άτεγκτης περιχαράκωσης του ΚΚΕ (παρόλες τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του), και πολιτικών διαφοροποιήσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η οποία ωστόσο τοποθετείται στο επίπεδο κοινής δράσης των αριστερών δυνάμεων, όπως στην περίπτωση του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων), μια τέτοια αριστερή συμπαράταξη δεν βρίσκεται στον άμεσο πολιτικό ορίζοντα, και άρα η κυβερνητική προοπτική της Αριστεράς γίνεται ανέφικτη.
Από την άλλη πλευρά, η κυβερνητική συμμαχία των δυνάμεών μας με σχηματισμούς της κεντροαριστεράς και της λαϊκής δεξιάς, θα είχε κάτω από ορισμένους όρους, τη δυνατότητα σχηματισμού διακυβέρνησης. Εντούτοις μια τέτοια κυβερνητική συμμαχία, ακόμη και αν οριακά οδηγούνταν στην κατάργηση των μνημονίων, θα είχε μπροστά της να αντιμετωπίσει την κοινωνική κατάσταση οικονομικής καταστροφής (αντιμετώπιση μαζικής ανεργίας, κατάρρευσης των ασφαλιστικών ταμείων, αποκατάστασης των μισθών και συντάξεων κλπ.), που η αποτελεσματική της αντιμετώπιση απαιτεί ρηξικέλευθα αντισυστημικά μέτρα, που προφανώς οι σύμμαχες κεντροαριστερές και λαϊκές δεξιές δυνάμεις απορρίπτουν κατηγορηματικά. Μ’ άλλες λέξεις μια τέτοια κυβερνητική προοπτική θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι εφικτή, ωστόσο θα οδηγούσε σε μια καταφανή αναποτελεσματικότητα αντιμετώπισης των ολέθριων συνεπειών της κρίσης κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, που είναι και το μείζον επίδικο ζήτημα.
Να βαδίσουμε τον δρόμο που μας έχει αναδείξει στο επίκεντρο
Αν η πολιτική μας επιρροή εξαπλασιάστηκε στην εκλογική αναμέτρηση του Μαίου – Ιουνίου 2012, αυτό οφείλονταν σε έναν βαθμό στις γόνιμες πολιτικές μας επιλογές (απεύθυνση ενότητας, κυβερνητική εναλλακτική λύση της Αριστεράς, επικέντρωση στο κύριο ζήτημα της συγκυρίας δηλαδή στην αντιπαλότητα στην πολιτική των μνημονίων), αλλά κυρίως στο φαντασμαγορικό λαϊκό απεργιακό εργατικό και κοινωνικό κίνημα από την άνοιξη του 2010 μέχρι τον χειμώνα του 2011, που μπροστά στην αναποτελεσματικότητα και την καταστολή που συναντούσε αναζήτησε την πολιτική διέξοδο στην αριστερή ριζοσπαστική μας παράταξη. Αυτό το γεγονός υποδεικνύει και την πολιτική κατεύθυνση που έχουμε να ακολουθήσουμε στην περίοδο που διανύουμε, αν θέλουμε να ξεπεράσουμε την φαινομένη πολιτική μας στάσιμη επιρροή, καθώς και τα πολιτικά αδιέξοδα που ορθώνονται μπροστά μας.
Μ’ άλλες λέξεις είναι μέγιστης πολιτικής προτεραιότητας απαίτηση, αντί να επικαλούμαστε την πραγματοποίηση εκλογών, αντί να αναλωνόμαστε στους κυβερνητικούς μας σχεδιασμούς, κι’ αντί να εξαντλούμαστε στην πρωτοκαθεδρία της κοινοβουλευτικής διαπάλης, να προσανατολιστούμε στην πολιτική, συνδικαλιστική, κοινωνική και ιδεολογική οργάνωση του εργαζόμενου λαού που πλήττεται σ’ όλα τα επίπεδα, να προάγουμε την κινηματική του ανάταξη, να επανατροφοδοτήσουμε το λαϊκό κίνημα (όπως αυτό μας τροφοδότησε εκλογικά πριν από έναν σχεδόν χρόνο, εξοφλώντας το πολιτικό «γραμμάτιο» που έχουμε υπογράψει μαζί του). Μ’ αυτό τον τρόπο προώθησης του «κοινωνικού ανένδοτου» διαρκείας, έχουμε τη δυνατότητα διαμόρφωσης του πεδίου κοινής λαϊκής δράσης των αριστερών δυνάμεων και εξαναγκασμού της τρικομματικής κυβέρνησης σε πτώση. Έτσι μόνον μπορούμε να ανοίξουμε το δρόμο για τη διεξαγωγή ελεύθερων δημοκρατικών εκλογών και να κατακτήσουμε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των αριστερών πολιτικών και λαϊκών κινηματικών δυνάμεων, και να δεσμεύσουμε την πολιτική διακυβέρνηση σε μια αριστερή ριζοσπαστική τροχιά. Αν δεν κάνω λάθος, ο Ν. Πουλαντζάς στο τελευταίο του έργο (Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός) αυτόν τον δρόμο μετάβασης αναδείκνυε, της πολιτικής κοινοβουλευτικής διαπάλης σε άρρηκτη σύνδεση με την αναγκαία γενικευμένη λαϊκή κινητοποίηση.
Ανέστης Ταρπάγκος
Θεσσαλονίκη – Απρίλιος 2013