Η επανεκλογή του Αχιλλέα Μπέου στη θέση του δημάρχου Βόλου –για τρίτη συνεχόμενη θητεία, με 55% από τον πρώτο γύρο– έχει προκαλέσει προβληματισμό και ανησυχία εντός και εκτός Βόλου. Για μεγάλο μέρος των προοδευτικών και αριστερών ανθρώπων είναι ακόμη ένα σοκ που συνοδεύεται από απογοήτευση, τάσεις παραίτησης και αίσθησης αδιεξόδου. Ο Μπέος είναι ό,τι πιο οπισθοδρομικό και αντιδραστικό έχει αναρριχηθεί στην τοπική εξουσία.
Η προεκλογική του «τακτική», εν μέσω τεράστιων καταστροφών από τις πλημμύρες, ήταν η κλιμάκωση του τραμπουκισμού. Έφτασε στο σημείο να χαστουκίσει έναν πλημμυροπαθή πολίτη μπροστά στις κάμερες και την αστυνομία και στη συνέχεια το δικαιολόγησε δημόσια λέγοντας πως έτσι κάνουν οι άντρες, «δεν είμαστε λουλούδες».
Κοινωνική βάση του Μπέου
Είναι φανερό και ταυτόχρονα επικίνδυνο το ότι ο Μπέος έχει αποκτήσει μια μεγάλη και αρκετά σταθερή κοινωνική βάση υποστήριξης. Δεν είναι όμως η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης.
Στις φετινές εκλογές η συμμετοχή έπεσε στο 54% και ο Μπέος πήρε το 55% των έγκυρων ψήφων. Σε απόλυτους αριθμούς τον ψήφισαν 32.000 από τους 110.000 εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους, δηλαδή περίπου το 30% του εκλογικού σώματος. Σε απόλυτο αριθμό ψήφων ο Μπέος έχασε περισσότερες από 5.000 ψήφους σε σχέση με το 2019. Τα στοιχεία αυτά δίνουν μια πιο ισορροπημένη εικόνα, χωρίς βέβαια διάθεση για ωραιοποίηση.
Το κρίσιμο ζήτημα παραμένει ότι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που συμπεριλαμβάνει και φτωχά εργατικά στρώματα, ψηφίζει για τρίτη φορά έναν τραμπούκο που βρίζει και δέρνει όποιον θέλει. Επιπλέον, αυτό το μέρος της κοινωνίας φαίνεται να αδιαφορεί απέναντι στα μεγάλα θέματα/προβλήματα της πόλης. Πως εξηγείται και πως μπορεί να αλλάξει αυτό;
Οι αιτίες
Πρώτα από όλα στον Βόλο υπάρχει ήδη κοινωνική βάση που ψηφίζει Δεξιά – Ακροδεξιά. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου η ΝΔ, ο Βελόπουλος, η ΝΙΚΗ και οι Σπαρτιάτες πήραν αθροιστικά 32.000 ψήφους, δηλαδή το 53%, με τη συμμετοχή να βρίσκεται στο 55%.
Ο Μπέος απευθύνεται σε αυτή τη μερίδα της κοινωνίας. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις άλλωστε στήριξαν κρυφά ή φανερά την υποψηφιότητά του.
Την ίδια ώρα, μεγάλα τμήματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων δεν έχουν την προσδοκία ότι μπορεί να αλλάξει ριζικά η καθημερινότητα στην πόλη και να βελτιωθούν οι όροι ζωής. Αυτό εκφράζεται και από την μεγάλη αποχή. Η αιτία είναι η συνθηκολόγηση και ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο κατεστημένο. Σε συνδυασμό με την αδυναμία να καλυφθεί το κενό από άλλες δυνάμεις, το αποτέλεσμα ήταν η «Αριστερά» να χάσει την αξιοπιστία της.
Μια άλλη πολύ σημαντική πτυχή είναι ότι ο Αχιλλέας Μπέος ελέγχει απόλυτα σχεδόν όλα τα τοπικά ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, ιστοσελίδες).
Η έλλειψη εναλλακτικής
Έχοντας πει αυτά, η πιο σημαντική παράμετρος είναι ποια είναι η εναλλακτική απέναντι στον Μπέο. Στις δημοτικές εκλογές κατέβαιναν από τη μια ο συνδυασμός του Νίκου Παπαπέτρου και από την άλλη η ΛΑΣ (ΚΚΕ) με επικεφαλής τον Αποστόλη Ριζόπουλο.
Ο συνδυασμός Παπαπέτρου στηρίχθηκε επίσημα από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ ενώ είχε υποψηφίους που ξεκινούσαν από πρώην Μπεϊκούς και μέλη της ΝΔ, μέχρι ανθρώπους με αναφορά στην Αριστερά και το κίνημα. Πήρε 22.000 ψήφους (38%). Το αποτέλεσμα δείχνει ότι αυτό το μέτωπο αστικών-δημοκρατικών δυνάμεων δεν κατάφερε να αποσπάσει μέρος της εκλογικής βάσης του Μπέου.
Από την άλλη η ΛΑΣ πήρε 3.951 ψήφους (6,8%) και έμεινε ουσιαστικά στάσιμη σε σχέση με το 2019 (3.925 και 6%). Η αιτία για αυτό είναι ότι η ΛΑΣ δεν έκανε άνοιγμα σε άλλες οργανώσεις της ανατρεπτικής Αριστεράς και του κινήματος (παρότι αρκετοί αγωνιστές το είχαν επιδιώξει) και περιχαρακώθηκε στις παραδοσιακές δυνάμεις του ΚΚΕ. Η υποψηφιότητα και η εκλογή του ανένταχτου αριστερού, πρώην ΣΥΡΙΖΑ, Κώστα Γαργάλα ήταν η εξαίρεση στον κανόνα και συνάδει με την πανελλαδική τακτική του ΚΚΕ να συμπεριλαμβάνει άτομα που δεν είναι μέλη του κόμματος αλλά να μην συνεργάζεται με οργανωμένες δυνάμεις.
Τι χρειάζεται να γίνει
Κατά τη γνώμη μας δυο είναι το βασικά καθήκοντα που έχουν οι οργανώσεις και τα κόμματα που αναφέρονται στην Αριστερά και το μαζικό κίνημα και θέλουν να εκφράσουν τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας.
Το πρώτο είναι η συνεργασία στο κίνημα και τους αγώνες, με ισοτιμία, σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις και δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτή η συνεργασία (ενιαίο μέτωπο της Αριστεράς) θα πρέπει να επιδιώξει να οργανώσει αγώνες και διεκδικήσεις για θέμα που αφορούν την πόλη συνολικά αλλά και τις συνοικίες. Το παράδειγμα της Πόλης Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη είναι το πιο σημαντικό που έχει να παρουσιάσει η αντικαπιταλιστική Αριστερά.
Το δεύτερο είναι η πολιτική συνεργασία σε επίπεδο Δήμου. Ένα ενωτικό και μαχητικό δημοτικό σχήμα της ανατρεπτικής Αριστεράς (κάτι που ως οργάνωση έχουμε προτείνει επανειλημμένα) το οποίο θα προτείνει συγκεκριμένες διεκδικήσεις και προτάσεις στα συγκεκριμένα προβλήματα, θα μπορούσε να συσπειρώσει και να εμπνεύσει μεγαλύτερα κομμάτια των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων. Δυστυχώς, τίποτα δεν δείχνει ότι το ΚΚΕ και το μεγαλύτερο μέρος των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς θα κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση. Για αυτό χρειάζεται να δώσουμε τη μάχη για να χτίσουμε μια διαφορετική Αριστερά, που να συνδυάζει την αντικαπιταλιστική μαχητική τοποθέτηση, με συγκεκριμένες και τεκμηριωμένες απαντήσεις και διεκδικήσεις στα θέματα του Δήμου και η οποία να είναι ενωτική. Όσο κι αν αυτό σήμερα φαίνεται δύσκολο και μακρινό, άλλος δρόμος δεν υπάρχει και το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στο Βόλο το έδειξε με καθαρό τρόπο.