Η 2η δίκη της Χρυσής Αυγής που ξεκίνησε τον Ιούνη του 2022 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών βρίσκεται στη φάση των απολογιών των κατηγορουμένων. Εκτιμάται ότι –εκτός απροόπτου- θα τελειώσει στα τέλη του 2025 ή στις αρχές του 2026.
Η πλειοψηφία των κατηγορουμένων δεν έχει εμφανιστεί στο δικαστήριο ούτε στις απολογίες. Βασικά εμφανίζεται ο Λαγός που απειλεί μάρτυρες, αποκαλεί «σκουπίδια» τους δικαστές, δηλώνει ναζιστής κοκ.
Ο Μιχαλολιάκος επικαλείται λόγους υγείας και δεν θα απολογηθεί.
Το αποτέλεσμα της 2ης δίκης της Χρυσής Αυγής στο 5μελές Εφετείο Αθηνών έχει μεγάλη σημασία. Καταρχήν ως προς την ετυμηγορία του.
Η σημασία της απόφασης
Όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Το πρώτο και πιο σημαντικό θέμα, είναι να διατηρηθεί η αρχική απόφαση για ενοχή των κατηγορουμένων ναζί, αλλά και το σκεπτικό της απόφασης, με βάση το οποίο η Χρυσή Αυγή χαρακτηρίστηκε εγκληματική οργάνωση που δρούσε με κίνητρο τη ναζιστική ιδεολογία. Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με τις ποινές. Εφόσον η απόφαση για την ενοχή τους παραμείνει, κάποιοι από τους κατηγορούμενους ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης ως και 15 ετών (αντί για 13,5 στο πρωτόδικο). Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο οι ποινές να μειωθούν, κάτι το οποίο δεν έχει πρακτική σημασία, καθώς οι περισσότεροι έχουν ήδη αποφυλακιστεί, έχει όμως μεγάλη συμβολική σημασία.
Σήμερα στη φυλακή έχουν απομείνει ο Κασιδιάρης, ο Λαγός και ο Ρουπακιάς. Όλοι οι υπόλοιποι έχουν αποφυλακιστεί, με πιο πρόσφατη την αποφυλάκιση του Μιχαλολιάκου για «λόγους υγείας».
Το αντιφασιστικό κίνημα και ο ρόλος του
Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δίχως την τεράστια πίεση που άσκησε το αντιφασιστικό κίνημα ειδικά μετά τη δολοφονία Φύσσα δεν θα υπήρχε καμία περίπτωση να συρθεί όλη η ηγετική ομάδα του 3ου κόμματος της Βουλής στα δικαστήρια και τις φυλακές.
Οι κυβερνήσεις και το δικαστικό σύστημα επί 33 χρόνια επώασαν τη Χρυσή Αυγή και την άφηναν ανενόχλητη να κάνει επιθέσεις, πογκρόμ, να δημιουργεί περιοχές άβατα κοκ.
Το δικαστικό σύστημα έριξε στα μαλακά τους αυτουργούς της δολοφονικής επίθεσης στον Δ. Κουσουρή έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων τον Ιούνη του 1998. Εκατοντάδες επιθέσεις σε μετανάστες/τριες, αγωνιστές/τριες της Αριστεράς, κοινωνικούς χώρους και στέκια, πέρασαν «στα ψιλά», με τη δικαιοσύνη και την αστυνομία να «χαϊδεύουν» τους ναζί με κάθε ευκαιρία.
Μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, ο τότε υπουργός Δημόσιας τάξης Δένδιας, «ανακάλυψε» 32 φακέλους με αξιόποινα περιστατικά στα οποία εμπλεκόταν η Χρυσή Αυγή. Είναι απίθανο να είχε συμβεί αυτό αν δεν είχε προηγηθεί η δολοφονία, η τεράστια κοινωνική οργή και οι μεγάλες αντιφασιστικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν. Το γεγονός όμως ότι οι φάκελοι αυτοί υπήρχαν θαμμένοι σε κάποιο συρτάρι και δεν είχαν αξιοποιηθεί μέχρι τότε, είναι ενδεικτικό της σχέσης που έχουν οι φασίστες με τους πολιτικούς εκπροσώπους του συστήματος.
Ακόμη και οι ποινές που επιβλήθηκαν τελικά στους 68 κατηγορούμενους ναζί θα μπορούσαν να είναι μεγαλύτερες. Η δολοφονική επίθεση στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα 4 ημέρες πριν τη δολοφονία Φύσσα μετατράπηκε από κακούργημα σε πλημμέλημα. 13 χρόνια και 6 μήνες για τους διευθυντές εγκληματικής οργάνωσης είναι μικρή ποινή.
Γι αυτό άλλωστε μια εβδομάδα περίπου μετά την έκδοση της απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έστειλε στη φυλακή την πλειοψηφία των κατηγορουμένων στην υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, ο Εισαγγελέας Εφετών Στέλιος Κωσταρέλος (αναπληρωτής Εισαγγελέας στη δίκη κατά τον πρώτο βαθμό) άσκησε έφεση για το ύψος των ποινών που επιβλήθηκαν στους καταδικασθέντες ως διευθύνοντες την εγκληματική οργάνωση, αφού έκρινε ότι έπρεπε να επιβληθούν μεγαλύτερες ποινές.
Τέλος, οι αποφυλακίσεις πληρούσαν μεν τα τυπικά όρια του ποινικού κώδικα, όμως σε καμία περίπτωση δεν ήταν υποχρεωτική η αποδοχή τους από τους δικαστές. Σύμφωνα με τους δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής: «Το άρθρο 106 Π.Κ., τόσο στην παλαιά όσο και στη νέα μορφή του, εξαρτά την υφ’ όρον απόλυση από την επικινδυνότητα τέλεσης νέων αξιόποινων πράξεων. Συνεπώς η ευθύνη για την αποφυλάκιση ανήκει στους δικαστές που θα λάβουν την απόφαση».
Από όλα τα παραπάνω είναι καθαρό ότι κάθε φορά που το κράτος νιώθει ότι μπορεί να είναι «χαλαρό» απέναντι στους φασίστες, θα το κάνει. Θα αγνοεί την εγκληματική τους δράση, θα τους οδηγεί στη δικαιοσύνη μόνο όταν είναι αδύνατο να το αποφύγει και κατά κανόνα θα φροντίζει να πέσουν στα μαλακά.
Αυτό συμβαίνει επειδή παρά τις κραυγές τους για το αντίθετο, οι ναζί δεν είναι «αντισυστημικοί», αλλά μια από τις καλύτερες εφεδρείες του συστήματος. Θα χρησιμοποιηθούν ως συμπλήρωμα του κατασταλτικού μηχανισμού κάθε φορά που το σύστημα θα νιώθει την πίεση των διεκδικήσεων της κοινωνίας, του εργατικού και του νεολαιίστικου κινήματος. Είναι επομένως απαραίτητο αυτές οι δυνάμεις, το αντιφασιστικό κίνημα, οι εργαζόμενοι και η νεολαία, να βρίσκονται διαρκώς σε επαγρύπνηση σε αυτόν τον κίνδυνο.
Δεν έχουμε τελειώσει με τους φασίστες και την ΧΑ
Η Χρυσή Αυγή συνεχίζει να υπάρχει και να προσπαθεί να επανενώσει τα συντρίμμια της. Διατηρεί γραφεία στη Θεσσαλονίκη, ιστοσελίδα και socialmedia, κάνει δημόσιες συγκεντρώσεις και εμφανίσεις, το καλοκαίρι επιτέθηκε στα γραφεία του ΚΚΕ στα Χανιά, ενώ στις 15/9 «εκπροσώπησε» τη χώρα σε διεθνές συνέδριο νεοφασιστικών οργανώσεων που οργανώθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας.
Η μάχη ενάντια στον φασισμό δεν τελειώνει ούτε μετά την ανακοίνωση της απόφασης της δίκης σε δεύτερο βαθμό, ακόμη κι αν αυτή είναι η ευνοϊκότερη για το αντιφασιστικό κίνημα και την κοινωνία. Τόσο η άνοδος της πιο «καθωσπρέπει» ακροδεξιάς στην Ελλάδα και διεθνώς, όσο και η προσπάθεια των αμιγώς νεοφασιστικών οργανώσεων να συγκροτηθούν ξανά, πρέπει να βρει απέναντί της το αντιφασιστικό, εργατικό, νεολαιίστικο κίνημα, τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, της οποίας οι κατακτήσεις και τα δικαιώματα απειλούνται από την ακροδεξιά και τους φασίστες.