Άρθρο του σ. Σ. Σεφεριάδη, που δημοσιεύτηκε στην huffingtonpost, σήμερα, 8/9/15
Βασική όσο και αρχέγονη μέθοδος για την επιβολή της φαυλότητας είναι η προσπάθεια κανονικοποίησής της. Μέσα από τη διαστροφή υφιστάμενων λογικών και αξιακών κωδίκων (της αρχής, λ.χ., ότι όταν λέω Α δεν είναι δυνατόν να εννοώ Β, διότι τότε παραπλανώ και επιβουλεύομαι), επέρχεται ο ηθικός εκείνος εκμαυλισμός που επιτρέπει σε πρόδηλα φαύλα διαβήματα να επιβιώνουν. Οι φαύλοι διόλου δεν ενοχλούνται (το ακριβώς αντίθετο μάλιστα, αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκουν) από το ότι, με την πρακτική αυτή, δυναμιτίζεται δραματικά και το λεγόμενο επικοινωνιακό πεδίο»: οι όποιες, περισσότερες ή λιγότερες, δυνατότητες για την έλλογη διεξαγωγή διαλόγου. Αυτό είναι δυστυχώς το συντακτικό των εκλογών-παρωδία της 20ης Σεπτεμβρίου, που πάνω τους, ας μην αμφιβάλλουμε, θα πέσει βαρύς ο αξιολογικός πέλεκυς της μελλοντικής ιστορίας.
Ο ελληνικός λαός κλήθηκε δύο φορές μέσα στο 2015 να εκφέρει γνώμη για το αν συναινεί στην εξακολούθηση της νεοφιλελεύθερης συνταγής για την αντιμετώπιση της κρίσης, και αποφάνθηκε με τρόπο εκκωφαντικά αρνητικό. Πρώτα στις εκλογές του Ιανουαρίου, και ύστερα -με τρόπο που για τους φαύλους υπήρξε αναπάντεχα βροντερός- στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη, αποφάνθηκε αρνητικά, είπε ΟΧΙ. Οι εντολοδόχοι του όμως παραχάραξαν την εντολή επειδή…δεν ήξεραν τι ακριβώς να την κάνουν. Ψέλλισαν με κατασκευασμένη σοβαροφάνεια το επιχείρημα πως, ό,τι έκαναν, το έκαναν διότι ο αντίπαλος ήταν ισχυρός και αποφασισμένος (σάμπως κι αυτό να μην ήταν ήδη σε όλους γνωστό), και βάλθηκαν στη συνέχεια να πείσουν είτε ότι η υποταγή τους είναι πρόσκαιρη (σε εξαιρετικά θρασείς περιπτώσεις, μάλιστα, υπαινίχθηκαν ότι μπορεί και να είναι στρατηγική)· είτε ότι η υποταγή αυτή δεν είναι τελικά και τόσο σοβαρή (βλ. το επιχείρημα περί χαμηλών πρωτογενών πλεονασμάτων)· είτε ότι -τέλος πάντων- υπάρχουν και τα «ισοδύναμα» του φαντασματικού «παράλληλου προγράμματος». Αναλογιζόμενος κανείς το ότι η μια εκδοχή αναιρεί την άλλη, καταλήγει αδήριτα σε προτάσεις απλώς επιφωνηματικές: Πόση απίστευτη θρασύτητα, πόση απίστευτη φαυλότητα!
Όμως τα παραπάνω δεν πρέπει να προκαλούν την παραμικρή έκπληξη: πρόκειται για στάσεις και συμπεριφορές που, καταδεικνύοντας έναν απίστευτο ηθικό εκμαυλισμό (όσο και αν αυτός εξακολουθεί να είναι οδυνηρός), εκπορεύονται από τον προσβλητικά ιδιοτελή πυρήνα της κάθε γραφειοκρατικής εξουσίας: τη με κάθε τρόπο αναπαραγωγή της στην εξουσία. Οι πρώτοι διδάξαντες, ήδη συγκαταλέγονται σε εκλόγιμες θέσεις στα μνημονιακά ψηφοδέλτια, και ήδη μαζικά διασπείρουν επικοινωνιακά μοτίβα που κάποτε θα τους έκαναν (και σε λίγους μήνες, αν όχι εβδομάδες, ασφαλώς και πάλι θα τους κάνουν) να ντρέπονται: αίφνης το μοτίβο ότι, όπως και πριν αναφέρθηκε, ο αντι-νεοφιλελεύθερος στρατηγός που κιότεψε ενώ όλο το στράτευμά του του έλεγε «προχώρα-σε στηρίζουμε», δικαιούται του στρατηγικού κλέους επειδή ο νεοφιλελεύθερος αντίπαλος υπήρξε ισχυρός και αποφασισμένος· ή ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι υφής τεχνικής: δηλαδή ότι η αντιμετώπισή τους απαιτεί την παρουσία των ίδιων που είναι «έμπειροι» και με διαδρομή στους διαδρόμους της εξουσίας -της ίδιας που νυχθημερόν και οι ίδιοι στηλιτεύουν!
Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια ζοφερή κατάσταση πραγμάτων, όπου ο πολιτικά προωθημένος και κινηματικά ασίγαστος ελληνικός λαός, που όλο το προηγούμενο διάστημα ενέπνευσε και εμπνεύστηκε από αλληλέγγυους ευρωπαϊκούς λαούς, καλείται σήμερα (βομβαρδιζόμενος από άνευρα προεκλογικά σποτ που θα ντρόπιαζαν ακόμα και το στρατηγικό επιτελείο του Τραμπ) να αποφασίσει για το ποιος καλύτερα θα υλοποιήσει το ΝΑΙ στο νεοφιλελευθερισμό που όμως ποτέ δεν είπε: το γεγονός ότι 222 βουλευτές της προηγούμενης Βουλής είπαν ΝΑΙ στο νεοφιλελεύθερο Μνημόνιο 3, ενώ 61,3% του λαού είχε πριν λίγες εβδομάδες πει ΟΧΙ, είναι απολύτως αποκαλυπτικό της ηθικής, έλλογης και πολιτικής διαστροφής που βιώνουμε. Πρόκειται για συγκυρία άκρως δραματική. Πάμε σε εκλογές, όπου το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει για το ποιος θα το…παραχαράξει καλύτερα (οι γνήσιοι ή οι όψιμοι Μνημονιακοί;): πρόκειται βέβαια για κόλαφο του αστικού κοινοβουλευτισμού που ήδη οι Πλατείες του 2011 είχαν αναδείξει («ψηφίζεις άσπρο και βγαίνει μαύρο»), κριτική που σίγουρα -και σύντομα- θα ξαναβρούμε μπροστά μας.
Ο τέως πρωθυπουργός (ακριβώς όπως και όλοι ανεξαιρέτως οι προκάτοχοί του) αρειμάνια θα επικαλείται ασφαλώς το δόγμα ΤΙΝΑ [δεν υπάρχει εναλλακτική]. Θα επικαλείται όμως και την Αριστερά, Και εδώ κάποιος πρέπει επιτέλους να του διαμηνύσει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Η Αριστερά είναι αξίες, εναλλακτικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του εχθρού (όχι επειδή είναι συνεργάσιμος αλλά -ακριβώς- επειδή είναι αδίστακτος εχθρός), κίνημα· δεν είναι προσαρμογές φίλων, γνωστών και πολιτικά αφερέγγυων συμβούλων που, σε πρώτο χρόνο δεν έχουν καμιά σχέση με τη συγκρουσιακή πολιτική (και ζητούμενο είναι αν έχουν και κάποια σχέση με τη θεσμική), και σε δεύτερο δεν ενδιαφέρονται παρά μόνο για τη γραφειοκρατική αναπαραγωγή τους. Στο βαθμό που, λόγω της απευκταία ελλιπούς αντίστασης, η ρητορική της τέως κυβέρνησης καταφέρει να πείσει ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική που προτάσσει είναι… Αριστερά, αναπόδραστα θα προκύψουν τερατογενέσεις. Και είναι ευθύνη κρίσιμη αυτές να αποτραπούν.
Εναπόκειται, άρα, σε όσες και όσους ενδιαφέρονται να διαφυλάξουν τον έλλογο αξιακό πυρήνα της εναλλακτικής της ανθρώπινης χειραφέτησης, να αντιδράσουν στον άνοα σκοταδισμό της γραφειοκρατικής ιδιοτέλειας. Οι λόγοι δεν είναι μόνο πολιτικοί· άπτονται και της ίδιας της δυνατότητάς μας να σκεπτόμαστε -προϋπόθεση ώστε και να μπορούμε να (αντι-)δράσουμε.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα παραπάνω αποτελούν το κάδρο του δράματος. Παρότι όμως οι συντεταγμένες της συγκυρίας που διανύουμε είναι γνωστές, η τρομακτική τους πυκνότητα (η μεγάλη, η εκπληκτική ταχύτητα που μπροστά στα μάτια μας επαλλάσσονται: η μια αμέσως μετά ή -όχι σπάνια- μαζί με την άλλη) επιβάλλει να τις αποσυσκευάσουμε. Αυτός είναι και ο στόχος του παρόντος κειμένου -ταυτόχρονα αναλυτικός και πραξιακός: η αποκωδικοποίηση της εξαιρετικά πυκνής συγκυρίας συνδυαστικά με την επισήμανση των συνεπειών που έχει για τις απαιτούμενες δράσεις. Τρία είναι κατά τη γνώμη μου τα κύρια σημεία τα οποία τη συνθέτουν -και αυτά αποτελούν τις τρεις κειμενικές ενότητες που ακολουθούν.
Ι
Το πρώτο σημείο δεν είναι βέβαια άλλο από την πρόδηλη πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Με ευθύνη της ηγετικής ομάδας, μια ευθύνη που υπήρξε τόσο πολιτική-προγραμματική (την άποψη, δηλαδή, ότι τα λαϊκά συμφέροντα μπορούν να υπηρετηθούν χωρίς ρήξη με τον χρηματιστικοποιημένο «καπιταλισμό της καταστροφής»), όσο και οργανωτική (μια ευθύνη που άπτεται της απόλυτης καταστρατήγησης της δημοκρατικής εσωτερικής λειτουργίας του κόμματος -του γεγονότος δηλαδή ότι, εδώ και καιρό, και πάντως καθ’ όλη τη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης», ο ΣΥΡΙΖΑ, στην καλύτερη περίπτωση λειτουργούσε ως χώρος επικύρωσης προειλημμένων αποφάσεων, και στη χειρότερη δε λειτουργούσε καθόλου), το κόμμα αυτό μετατράπηκε από φάρο, στήριγμα και ελπίδα των λαϊκών στρωμάτων σε έναν νέο -επιθετικό και, κάθε ώρα που περνάει, όλο και πιο θρασύ- επίδοξο δυνάστη τους.
Και πρέπει κανείς εδώ να επαναλάβει και να τονίσει ότι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, το Μνημόνιο 3 που η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε στον ελληνικό λαό βάναυσα παραχαράσσοντας την ετυμηγορία του ανεπανάληπτου 61,3% της 5ης Ιούλη, θα είναι απολύτως καταστρεπτικό όχι μόνο για τα λαϊκά και μεσαία στρώματα, αλλά και για την ίδια την οικονομία.
Οι επιπτώσεις, βέβαια, έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται (π.χ. με τις συντάξεις), όμως αυτό που έρχεται είναι πέρα από κάθε φαντασία και εκτίμηση· είναι ένας νεοφιλελεύθερος υφεσιακός Αρμαγεδδώνας: μια λιτότητα κοινωνικά αντιδραστική και οικονομικά ανορθολογική που, για να υλοποιηθεί, θα απαιτήσει, περιστολή δικαιωμάτων και -βεβαίως- καταστολή. Γι’ αυτό άλλωστε, για να μην προλάβουν να γίνουν αντιληπτές οι επιπτώσεις αυτές, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε να προκηρύξει εκλογές εξπρές -ανερυθρίαστα προσβάλλοντας τη νοημοσύνη, κυριολεκτικά κοροϊδεύοντας τον κόσμο που την ανέδειξε και τη στήριξε. Σε αυτό το θλιβερό σημείο είναι που οδήγησαν η προγραμματική ανεπάρκεια, η γραφειοκρατική εσωτερική λειτουργία και το απαραίτητο συμπλήρωμά της, η πολιτική άνοια της ηγετικής ομάδας.
ΙΙ
Δεύτερο κεντρικό σημείο της εξαιρετικά πυκνής πραγματικότητας που βιώνουμε, είναι βέβαια αυτό που σε ένα πρόσφατο κείμενό μου αποκάλεσα «μετατραυματικό σύνδρομο»: το βιωματικό και ηθικό σοκ που τα λαϊκά στρώματα βίωσαν: το γεγονός ότι οι άνθρωποι των αγώνων, της νεολαίας και των κινημάτων -όλοι εκείνοι που το προηγούμενο διάστημα δημιούργησαν, στήριξαν και ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη πολιτικά μετέωροι με άμεσο και έντονο τον κίνδυνο της άρνησης της πραγματικότητας -στάση που όμως νομοτελειακά οδηγεί στην αποστράτευση και η οποία, με τη σειρά της, κυοφορεί τον κίνδυνο της ανάδειξης του φασισμού ως της μόνης πραγματικά αντισυστημικής δύναμης.
Την αμέσως επαύριο της μεταλλαγής του ΣΥΡΙΖΑ σε μνημονιακή δύναμη (αλλά, ως ένα βαθμό, και σήμερα), ο τρόπος με τον οποίο το σύνδρομο αυτό επενεργούσε στο συνειδητό και κάποτε το ασυνείδητο πολλών ανιδιοτελών αγωνιστών (που διαφέρει -κι αυτό πρέπει να τονιστεί- από την ιδιοτέλεια της ηγεσίας), έτεινε να πάρει δυο κύριες μορφές: υποστηριζόταν συγκεκριμένα, (α) είτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να υλοποιήσει ένα «καλό Μνημόνιο» (αυτό που, χωρίς αιδώ, σήμερα αποκαλείται «παράλληλο πρόγραμμα» ισοδύναμων, την ίδια ώρα βέβαια που παρέχονται διαβεβαιώσεις ότι όλες οι μνημονιακές δεσμεύσεις θα τηρηθούν)∙ (β) είτε ότι «καλύτερα να έχουμε στη μνημονιακή εξουσία άτομα με διαδρομή στην Αριστερά», παρά να έχουμε το λεγόμενο «παλιό πολιτικό σύστημα». Αυτό το δεύτερο φαίνεται λίγο πιο αθώο, είναι όμως απολύτως καταστρεπτικό -κατά το ότι απειλεί να χρεώσει στην Αριστερά (και όχι στα άτομα της ανεξέλεγκτης ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ) το μνημονιακό δρόμο και τις δραματικές του επιπτώσεις.
Όπως ήταν φυσικό, στις περιστάσεις αυτές αναπτύχθηκαν αντιστάσεις. Ο γράφων δραστηριοποιήθηκε ενεργά στη Συνέλευση 17 Ιούλη -κίνηση που, όπως και το όνομά της καταδεικνύει, διαμορφώθηκε αμέσως μετά τη μνημονιακή μεταλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ για να αντιμετωπίσει αυτές τις εν πολλοίς αναμενόμενες (πλην ατελέσφορες και εκ των προτέρων καταδικασμένες και μοιραίες) ανακλαστικές αντιδράσεις. Στην πρώτη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε, εξηγήθηκε ότι αφενός «καλό Μνημόνιο» δεν είναι δυνατόν να υπάρξει (μια πραγματικότητα που, όπως και πριν αναφέρθηκε, ήδη αρχίζει να γίνεται κατανοητή σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού), και αφετέρου ότι το καθήκον της υλοποίησης αυτού του Μνημονίου θα φθείρει και συντρίψει πρόσωπα και μνήμες προσώπων σε βαθμό απίστευτο.
Αυτή η δεύτερη πρόβλεψη επαληθεύτηκε νωρίτερα από κάθε προσδοκία (και βέβαια έπεται οδυνηρή συνέχεια), όμως αυτό δεν θα πρέπει διόλου να μας εκπλήσσει:όποιος υλοποιεί το νεοφιλελευθερισμό -και μάλιστα τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό του Μνημονίου 3- γίνεται και αυτός τόσο απεχθής όσο και οι προκάτοχοί του: δεν είναι οι προθέσεις που διαμορφώνουν την πολιτική ηθική, είναι οι πράξεις.
Σωστά εκτιμώντας τις συνθήκες αυτές και τους μεγάλους κινδύνους που ελλόχευαν (και εξακολουθούν να ελλοχεύουν), η Συνέλευση 17 Ιούλη έθεσε επί τάπητος την πρόκληση μιας άμεσης αντίδρασης, τονίζοντας ότι, καθώς το διαμορφούμενο κενό ήταν πρωτίστως πολιτικό, πολιτική έπρεπε να είναι και η απάντηση που απαιτούνταν.
Φέροντας μαζί στελέχη και αγωνιστές των κινημάτων, τοπικές πρωτοβουλίες, νεολαιίστικα σχήματα και αριστερές οργανώσεις, η Συνέλευση απηύθυνε κάλεσμα για πολιτική συμπόρευση όλων όσων αγωνίζονται για την εναλλακτική της ανθρώπινης χειραφέτησης (είναι απαραίτητο να μην παύει να επικαλείται κανείς αυτή την οραματική εκφορά), πάνω σε δυο βασικούς άξονες -όπως τότε έτσι και σήμερα- περισσότερο επίκαιρους από ποτέ: ένα πρόγραμμα ρήξης με βασικά στοιχεία (α) τη διαγραφή του επονείδιστου χρέους· (β) την εθνικοποίηση των τραπεζών∙ (γ) τον έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου∙ (γ) μέτρα για την αντιμετώπιση της πιστωτικής ασφυξίας και προετοιμασία για έξοδο από την ευρωζώνη· και (δ) την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας υπό κοινωνικό -συνελευσιακό- έλεγχο και διαχείριση, με ρωμαλέους θεσμούς ελέγχου και λογοδοσίας (που καμιά απολύτως σχέση δεν έχουν, βέβαια, ούτε με τα Golden Boys των κρατικών διοικήσεων που γνωρίζουμε, ούτε με τα κρατικοσοσιαλιστικά κακέκτυπα), ως προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας -όλοι βέβαια παράγοντες που, για να τελεσφορήσουν απαιτούν το διεθνιστικό ορίζοντα: την άμεση -ει δυνατόν οργανική και οργανωτική- σύνδεση με τα διεκδικητικά κινήματα του ευρωπαϊκού χώρου και ευρύτερα.
Ο δεύτερος άξονας ήταν, και ασφαλώς παραμένει, οργανωτικός: Ότι απαρέγκλιτη προϋπόθεση για να τελεσφορήσει ένα τέτοιο εγχείρημα είναι η εσωτερική δημοκρατία: όχι ηγεμονισμοί, όχι καπελώματα, όχι γραφειοκρατικές πρακτικές -ειδικά τώρα, μετά την καταστρεπτική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα: διάλογος, σεβασμός στην άλλη άποψη, σοβαρές συστηματικές διαδικασίες, που πρέπει να τηρούνται πάντα και χωρίς κανενός είδους εξαίρεση και χωρίς κανένα «δικαιολογητικό» πρόσχημα. Και βέβαια η συζήτηση για το τι ακριβώς είναι αυτό το αιτούμενο -η δημοκρατική εσωτερική λειτουργία- και πώς θεσμοθετείται στο εσωτερικό ενός μετώπου (αλλά και μιας οργάνωσης) είναι μια συζήτηση που μένει να γίνει. Πρόκειται πάντως για διάσταση που σε καμιά περίπτωση δεν είναι απλή τελετουργική υπόμνηση (σαν κι αυτές που ρουτινιάρικα και ανεπίγνωστα αναμασούν άνοες και άπειροι της δήθεν Αριστεράς): θέλει εγγυήσεις, ρήτρες, κανόνες, ώστε όλων η φωνή να ακούγεται και να εκπροσωπείται, και όλοι να μπορούν να συνδιαμορφώνουν τις αποφάσεις.
Από την κομβική ημερομηνία της 17ης Ιούλη, η Συνέλευση προχώρησε και, με το διττό της -πολιτικό και οργανωτικό- πνεύμα προχώρησε την επιρροή της σε χώρους, σε φορείς και σε πόλεις (ως σήμερα 13 τον αριθμό). Με το ίδιο πνεύμα, με ρηξιακή προγραμματική προοπτική και καταστατικά δημοκρατική οργάνωση, πρέπει τώρα να λάβει υπόψη της τα νέα δεδομένα της περιόδου και να σχεδιάσει τις επόμενες δράσεις της. Υπάρχει βέβαια στη συγκυρία ένα στοιχείο που δεσπόζει, υπάρχει η Λαϊκή Ενότητα (εφεξής ΛΑΕ).
ΙΙΙ
Η Συνέλευση 17 Ιούλη ασφαλώς παρακολουθεί με ενδιαφέρον την ίδρυση αυτού του φορέα. Αποτελεί άλλωστε στοιχείο μιας διαδικασίας που με την ενεργοποίησή μας και αυτή επεδίωξε: την ενσυνείδητα πολιτική απάντηση στο καταφανώς πολιτικό κενό που δημιούργησε η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Στο πλαίσιο αυτό, και εν αναμονή των εξελίξεων, προκύπτουν ορισμένες σκέψεις-προτάσεις που όμως θα πρέπει να θεωρηθούν και προκλήσεις.
Είναι καταρχάς αυτονόητο ότι βασική πρόκληση για τη ΛΑΕ είναι να εκπέμψει έναν λόγο γνήσια ριζοσπαστικό (στο πλαίσιο αυτού που η Συνέλευση της 17ης Ιούλη αποκαλεί «μεταβατικό πρόγραμμα»: ένα πρόγραμμα που, εκκινώντας από τις άμεσες ανάγκες της κοινωνίας, θα προωθεί τη συνείδηση των «από κάτω» εξηγώντας πως, στις περιστάσεις, ακόμα και η πιο μικρή μεταρρύθμιση απαιτεί ρήξη με το καπιταλιστικό συστημικό πλαίσιο, και μάλιστα σε διεθνιστική προοπτική (στη βάση της κατανόησης πως ό,τι επιδιώκεται για τον ελληνικό χώρο μπορεί να τελεσφορήσει μόνο στο βαθμό που θα πυροδοτεί και εμπρόθετα θα προκαλεί την ενεργοποίηση όλων όσων το προηγούμενο διάστημα -στην Ευρώπη και ευρύτερα- κινητοποιήθηκαν στο πλευρό της ελληνικής προσπάθειας ρήξης με το νεοφιλελεύθερο μονόδρομο.
Τεράστιος προγραμματικός (αλλά και «επικοινωνιακός») κίνδυνος είναι η διολίσθηση σε έναν «κουρασμένο εθνισμό»: στην περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα (εθνική ανεξαρτησία, αξιοπρέπεια κτλ.) και σε ένα σκεπτικό σταδιακών αλλαγών (υπεράσπιση του Συντάγματος, σεβασμός και προάσπιση του κοινοβουλευτισμού κτλ.). Πρόκειται για σημείο εξαιρετικής σημασίας, για κίνδυνο που δεν είναι βέβαιο ότι η ΛΑΕ έχει ως σήμερα αντιμετωπίσει με επάρκεια (λ.χ., αποκαλεί το πρόγραμμά της δημοκρατικό-πατριωτικό -ενώ δεν είναι τέτοιο και δεν πρέπει ως τέτοιο να προβάλλεται).
Συνάγεται επίσης ότι βασική και απαρέγκλιτη πρόκληση-προϋπόθεση επιτυχούς έκφρασης της δυναμικής του ΟΧΙ αποτελεί η δημοκρατική εσωτερική λειτουργία. Μόνον έτσι είναι δυνατόν να βρουν χώρο έκφρασης και δημιουργικής προσφοράς όλα τα πολύμορφα ρεύματα και οι κινηματικές κινήσεις που η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα αφήνει εκτεθειμένα. Και το σημείο αυτό πρέπει και πάλι να τονιστεί, διότι όχι μόνο δεν αποτελεί απλό τελετουργικό συμπλήρωμα μιας γενικής έκκλησης, αλλά -το ακριβώς αντίθετο- συνιστά παράγοντα εκ των ων ουκ άνευ για μια επιτυχή πορεία. (Δεν είναι, λ.χ., δυνατό να παίρνονται αποφάσεις από μικρές ομάδες οι οποίες στη συνέχεια θα τις περιφέρουν για απλή επικύρωση -ό,τι δηλαδή γινόταν και επί ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι έτσι δυνατόν να βρουν ρόλο και να εισφέρουν δυναμική στο νέο εγχείρημα είτε οι οργανώσεις, είτε βεβαίως οι πολλοί ανένταχτοι οι οποίοι σήμερα αναζητούν πολιτική στέγη.) Συνάγεται λοιπόν ότι η ΛΑΕ, έχει μπροστά της την τεράστια πρόκληση της εσωτερικής δημοκρατικής λειτουργίας -μια πρόκληση που και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε, αλλά την αθέτησε και την παραχάραξε με τα σημερινά τραγικά αποτελέσματα.
Συμπερασματικά, απαιτείται η γρήγορη πλήρωση των προϋποθέσεων για επαρκή κάλυψη του πολιτικού κενού που δημιούργησε η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει κανείς εδώ να σταθεί -με έμφαση και επιμονή- στις προϋποθέσεις: στο πρόγραμμα ρήξης και στην εσωτερική δημοκρατική λειτουργία, που μόνο αυτή μπορεί να δώσει στο νέο εγχείρημα την κινηματική ζωντάνια και τη δυναμική που απαιτούν οι περιστάσεις -ειδαλλιώς, με τρόπο αρνητικό (καθόλου ευχάριστο, πλην απαραίτητο), ελλοχεύουν οι κίνδυνοι της αρχηγικής και γραφειοκρατικής ομφαλοσκόπησης, σε συνδυασμό με μια ρουτινιάρικη προγραμματική άπνοια που, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα απειλήσει τη ΛΑΕ με αφλογιστία. Στις περιστάσεις που βιώνουμε, ελλοχεύουν λοιπόν κίνδυνοι σοβαροί που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθούν, αναδύονται όμως και προκλήσεις μεγάλες, χωρίς καμιά υπερβολή ιστορικές.
Με τις ενωτικές της δράσεις και παρεμβάσεις της, η Συνέλευση της 17ης Ιούλη αποσκοπεί στην πολιτική και κινηματική ενεργοποίηση που στις μέρες μας γίνεται περισσότερο απαραίτητη από ποτέ. Το επόμενο διάστημα πολλαπλασιάζει τις παρεμβάσεις μας σε γειτονιές, σε χώρους δουλειάς και σε τοπικές πρωτοβουλίες και εγχειρήματα -πάντα αποσκοπώντας στην πολιτική και κινηματική ενεργοποίηση ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα, τον υπαρκτό δηλαδή καπιταλισμό.
Η κινηματική ενεργοποίηση είναι βέβαια κάτι που βρίσκεται στο μυαλό όλων όσων κατανοούν τη συγκυρία, όμως στις προεκλογικές περιστάσεις που διανύουμε συχνά διαφεύγει την προσοχή μας (ενώ δεν πρέπει). Οι νέοι αντιμνημονιακοί αγώνες δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει, είναι όμως βέβαιο ότι στο αμέσως επόμενο διάστημα θα τείνουν, για άλλη μια φορά, να δώσουν τον τόνο στα πολιτικά τεκταινόμενα και πάραυτα να πολιτικοποιηθούν.
Καταληκτικά, είναι χρήσιμο να στρέψουμε το βλέμμα μας στο άμεσο μέλλον -όχι ένα μέλλον που αδιευκρίνιστο χάνεται στον ορίζοντα, αλλά ένα μέλλον που είναι ήδη σχεδόν εδώ, μπροστά μας, άμεσο και χειροπιαστό.
Ό,τι σήμερα διαμορφώνεται και οικοδομείται αποτελεί παρακαταθήκη για τις μάχες που αναπόφευκτα έρχονται ως απόρροια των αδιεξόδων του καπιταλισμού της καταστροφής. Το Μνημόνιο 3 που έχει επιβληθεί στα λαϊκά στρώματα, αυτή η νέα καταλήστευσή τους για να σωθούν οι τραπεζίτες, εκτός από αδιέξοδο, είναι και μη πραγματοποιήσιμο. Καμιά μνημονιακή κυβέρνηση, όποια και αν είναι η σύνθεσή της, δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Μπαίνουμε, ως εκ τούτου, σε μια περίοδο έντονων συγκρούσεων και απότομων αλλαγών. Έτσι σκεπτόμενοι πρέπει να δούμε και το εγχείρημα της 17ης Ιούλη: ως ενός πολιτικά και προγραμματικά ενσυνείδητου ενωτικού διαβήματος που, τόσο στο αμέσως επόμενο διάστημα, όσο και μεσο-μακροπρόθεσμα (και ας υπενθυμιστεί ξανά πως αυτό «μεσο-μακροπρόθεσμα» δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά βραχύ), επωμίζεται έναν εξαιρετικά σημαντικό, έναν κυριολεκτικά ιστορικό ρόλο και βέβαια όλες τις απορρέουσες ευθύνες…