Ασφαλώς το κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς μέχρι σήμερα ήταν η παράλληλη κυκλοφορία στις κινηματογραφικές αίθουσες της Αμερικής και άλλων χωρών, της Barbie, της Γκρέτα Γκέργουιγκ (Greta Gerwig) και του Οπενχάιμερ (Oppenheimer) του Κρίστοφερ Νόλαν (Christopher Nolan). Οι δύο ταινίες έκοψαν εκατομμύρια εισιτήρια παγκοσμίως και μονοπώλησαν την κινηματογραφική συζήτηση για μεγάλο διάστημα.
Η Barbie και ο «επιδερμικός» φεμινισμός
Πρώτα από όλα, δύο λόγια για την Barbie, η οποία έφτασε στη χώρα μας καταμεσής του καλοκαιριού και ήδη τη στιγμή που γράφεται το άρθρο έχει κόψει περίπου 500.000 εισιτήρια στις αίθουσες της χώρας. Παρακολουθούμε την καθημερινότητα στον Κόσμο της Barbie (Barbieland) όπου κάθε μέρα είναι μέρα γιορτής, χαράς κι ευτυχίας. Κάθε μέρα μια επανάληψη, χωρίς στεναχώριες και λύπες όπως είναι λίγο πολύ ο κόσμος που φτιάχνουν τα παιδιά τις στιγμές που παίζουν με κούκλες (ή όπως θα έπρεπε να ήταν).
Παρόλα αυτά, κάποιες ανεξήγητες ανησυχίες καταλαμβάνουν τη στερεοτυπική Barbie και δημιουργείται ένα ρήγμα μεταξύ του πραγματικού κόσμου και της Barbieland και η Barbie πρέπει να μεταβεί στον πραγματικό κόσμο ώστε να αποκαταστήσει την ισορροπία.
Η ταινία μιλάει για τον καπιταλισμό, μιλάει για την πατριαρχία, τον φεμινισμό, για τη θέση της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία αλλά και την κοινωνία τη στιγμή που κατασκευάστηκε η Βarbie ως παιχνίδι κι όλο αυτό το κάνει με χιούμορ, με ποπ αναφορές και αυτοαναφορικότητα. Ταυτόχρονα όμως, μοιάζει να θέτει η ίδια όρια στον τρόπο που το κάνει λες κι αποτελεί μία δημιουργία της Μattel (της κατασκευάστριας εταιρίας του παιχνιδιού) και όχι της σκηνοθέτριας και σεναριογράφου.
Δεν εμβαθύνει σε σημεία τα οποία η ίδια θέτει όπως ο φόβος του θανάτου, το άγχος της καθημερινότητας, ο καταναλωτισμός. Αλλά και τα άλλα που ήδη αναφέρθηκαν και που η ίδια φαίνεται να θεωρεί κομβικά, τα αναφέρει χωρίς να μπορεί να μπει στην ουσία τους. Τελικά οι σχέσεις εξομαλύνονται, η τάξη στον κόσμο της Barbie αποκαθίσταται, η ματσίλα υποχωρεί, η στερεοτυπικη Barbie μετατρέπεται σε συνηθισμένη Barbie και τα φεμινιστικά μανιφέστα καταλήγουν να μοιάζουν περισσότερο με ευχολόγια παρά με πρόκες στο πατριαρχικό οικοδόμημα.
Παρόλα αυτά το πρόσημο της ταινίας είναι θετικό. Μοιάζει ήδη αδιανόητο και υπέρβαση το πως η ιστορία ενός από τα διασημότερα παιχνίδια εντάσσεται σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν αρθρώνοντας λόγο αντικαπιταλιστικό και αντιπατριαρχικό.
Οπενχάιμερ: πολλά σημαντικά ζητήματα χωρίς την απαραίτητη ανάλυση
Ο Οπενχάιμερ έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα στα μέσα Αυγούστου και ήδη έχει κόψει 350.000 εισιτήρια. Πρόκειται για τη βιογραφία του πατέρα της ατομικής βόμβας σκηνοθετημένη από τον Κρίστοφερ Νόλαν σε σενάριο του ίδιου και διασκευή της βιογραφίας «Αμερικάνος Προμηθέας» των Κάι Μπερντ (Kai Bird) και Μάρτιν Τζέι Σέργουιν (Martin J. Sherwin).
Οι τρεις ώρες της περνάνε χωρίς να καταλάβεις πότε πέρασαν, αλλά βγαίνοντας νιώθεις ότι έχεις φάει ένα «εγκεφαλικό ξύλο», πράγμα που συνηθίζει να ρίχνει ο Νόλαν στις ταινίες του. Μιλάμε για τρεις ώρες όπου δέχεσαι καταιγισμό πληροφοριών γύρω από ποικίλα θέματα τα οποία είχαν άρρηκτη σχέση με τη ζωή του φυσικού αλλά που 80 χρόνια μετά, δε λένε σίγουρα τόσα πολλά στα εκατομμύρια θεατών της ταινίας.
Ονόματα φυσικών, ατομική φυσική, Μακαρθισμός, συνδικαλιστική δράση στην Αμερική του 1940, ορόσημα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και ζητήματα όπως τα όρια της επιστήμης ή το που σταματάει η επιστήμη και που αρχίζει η πολιτική εκμετάλλευση της, περνάνε με τρομερή ταχύτητα μπροστά από τα μάτια μας και βουίζουν στα αυτιά μας χωρίς να προλάβουμε να επεξεργαστούμε την ουσία όλων αυτών. Θα ήταν καλύτερα να έβγαινε σε δύο μέρη ή έστω να γινόταν μίνι σειρά, θα έχανε ο κινηματογράφος αλλά θα κερδίζαμε ουσία σε ένα αρκετά μεγάλο γνωσιακό φάσμα.
Η ταινία όμως είναι πολύ καλή, το πρόσημο είναι κι εδώ θετικό. Η πρόσληψη από τους θεατές θριαμβευτική κι αυτό γιατί ο Νόλαν, μέσα σε ένα πυκνό σύμπαν πληροφοριών φτιάχνει μια βιογραφία με «νολανική» αφήγηση, μια βιογραφία μακριά από τη συνήθη γραμμική αφήγηση. Κι έτσι καταφέρνει και δημιουργεί σασπένς αλλά και σε δεύτερο βαθμό φτιάχνει έναν ήρωα που μοιάζει σε οσιομάρτυρα, η κλασική περίπτωση ενός εθνικού ήρωα που η πατρίδα του τον προδίδει, αφήγημα κατανοητό και εύληπτο για όλους.
Τα όρια του «αντικαπιταλισμού» στον εμπορικό κινηματογράφο
Πάμε τώρα στο κοινό σημείο των δύο ταινιών, σε ένα σημείο το οποίο βρίσκεται όλο και συχνότερα μπροστά μας τα τελευταία χρόνια. Αυτό, είναι η εκφορά αντικαπιταλιστικού πολιτικού λόγου χωρίς ριζοσπαστικότητα. Οι δύο ταινίες μιλάνε για σημαντικότατα ζητήματα. Μιλάνε για την πατριαρχία, τον φεμινισμό, τον ναζισμό, το ψυχροπολεμικό κυνήγι μαγισσών, την επιστήμη, το σύστημα, αλλά μιλάνε γι’ αυτά χωρίς να μιλάνε ουσιαστικά γι’ αυτά, περισσότερο φλυαρούν. Πέρα από τις δύο ταινίες, αυτό είναι ένα στοιχείο που παρατηρούμε όλο και συχνότερα.
Οι καλλιτέχνες μοιάζουν να αφουγκράζονται τα λάθη του συστήματος, μοιάζουν να καταλαβαίνουν ότι τα αδιέξοδα του καπιταλισμού είναι πιο εμφανή από ποτέ. Μιλάνε γι’ αυτά γιατί ο κόσμος θέλει να δει στο μεγεθυντικό φακό της τέχνης όλα τα προβλήματα. Το ζήτημα είναι ότι γίνεται με εμπορικούς όρους, που έχει σαν συνέπεια ο καπιταλισμός να μένει στο απυρόβλητο.
Αμέτρητες εμπορικές επιτυχίες μοιάζουν πιο πολιτικές από αυτές του παρελθόντος, μοιάζουν να μιλούν τη γλώσσα της αμφισβήτησης του σήμερα και του χθες αλλά δεν την κατανοούν, δεν την αφομοιώνουν, περισσότερο αποφασίζουν να ντύσουν τις κούκλες στη βιτρίνα τους και να φτάσουν ως εκεί, ούτε σπιθαμή παραπέρα. Πέρα από τις δύο ταινίες που αναφέρθηκαν, η «επιδημία» αγγίζει την παραγωγή σε όλα τα μήκη και πλάτη, πιάνοντας φυσικά και τις σειρές.
Το Casa de Papel με το Bella Ciao και τα ακίνδυνα δυναμιτάκια κατά των τραπεζών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το Squid Game στο οποίο εξαθλιωμένοι πάμφτωχοι δέχονται να πάρουν μέρος σ’ ένα παιχνίδι θανάτου στο οποίο θα επιβιώσει μόνο ένας με αντίτιμο ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, αλλά και στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο που παραδοσιακά είχε άλλες ταξικές ανησυχίες θριάμβευσε πέρυσι το Τρίγωνο της Θλίψης του Σουηδού Ρούμπεν Όστλουντ (Ruben Östlund) το οποίο ήταν ένα ποτ πουρί αντισυστημικών κλισέ που κατέληξε να εξισώνει εργάτες και αφεντικά.
Το φαινόμενο του πολιτικού λόγου χωρίς το ριζοσπαστισμό, που τονίζει τα λάθη και τα αυτογκόλ του συστήματος χωρίς την αντιπαραβολή της αξίας του συλλογικού έναντι του ατομικού, χωρίς την ανάδειξη της αλληλεγγύης, χωρίς μιας προσπάθειας ακόμα και στρεβλής να πει κάποιος, «οκ αυτό δεν δουλεύει αλλά, τι πρέπει να κάνουμε;», δημιουργεί μια εντεινόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα και η συμμετοχή στη διαδικασία της θέασης κάνει τον κόσμο να αρκεστεί σε ένα μπράβο ωραία τα λέει, πάμε όμως τώρα σπίτι μας, τέλειωσε.
«Και τι θέλεις; Πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο;», μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος. Όχι η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο αλλά δεν θέλουμε η τέχνη να λειτουργεί και σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης.
Έχουμε αρκετή οργή μέσα μας, αρκετό θυμό, δεν είναι δουλειά της τέχνης να αλλάξει τον κόσμο αλλά ούτε να κάνει ανθρώπους να πιστέψουν ότι καλλιτεχνικές καταγγελίες μπορούν να φέρουν τον θάνατο του τέρατος.
Από την άλλη όμως, δεν είναι όλη η τέχνη έτσι.
Ο Κεν Λόουτς (Ken Loach) διαλέγει να δείξει πως με την αλληλεγγύη μπορούμε να πάρουμε ανάσες, αλλού πως με την οργάνωση μπορούμε να πετύχουμε και νίκες. Πάλι δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά είναι διαφορετικό απλά να αναθεματίζεις κι είναι διαφορετικό να μιλάς και για τον δρόμο που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο καλύτερο μέλλον. Τον δρόμο της πολιτικής οργάνωσης, τον δρόμο της αλληλεγγύης, τον δρόμο της δράσης.