Αναφορές στην ιστορία του αμερικανικού εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος
Του Γιώργου Κασαμπαλάκου – μέρος α’
Η ιστορία του αμερικανικού εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος μοιάζει με παραμύθι. Ηρωικές απεργίες, μάχες στρατιωτικού τύπου, εμπνευσμένοι ηγέτες, αλλά και προδοσίες, καταστολή και νεκροί, χρήση απεργοσπαστών – η ιστορία του συνδικαλισμού των ΗΠΑ τα έχει όλα σε τεράστιες ποσότητες.
Τα ηρωικά χρόνια της Ουτοπίας (1805 – τέλος εμφυλίου)
Η πρώτη αναφορά σε απόπειρα συνδικαλισμού στις ΗΠΑ έρχεται από το μακρινό 1805, όταν οκτώ τσαγκάρηδες –μέλη του νεοσύστατου Συνδικάτου των Τσαγκάρηδων της Φιλαδέλφειας– κατηγορήθηκαν για «σύσταση συμμορίας και συνωμοσία με σκοπό τις αυξήσεις μισθών».
Το 1827 έχει καταγραφεί η ομιλία ενός τσαγκάρη προς συναδέλφους του, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Μας καταδυναστεύουν με κάθε ευκαιρία –μοχθούμε παράγοντας αγαθά κάθε είδους για να τα απολαμβάνουν άλλοι, ενώ εμάς μας δίνουν ψίχουλα– και σήμερα, ακόμη και αυτά τα ψίχουλα μας τα δίνουν μόνο αν συμφωνήσουν οι εργοδότες»
(Howard Zinn, Η ιστορία του Λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, σ.248).
Εκείνη την περίοδο, πριν καν ο Μαρξ συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία της ζωής του, οι ιδέες του Ουτοπικού Σοσιαλισμού (Προυντόν, Φουριέ, Οουεν κ.ά.) είχαν απήχηση στα πιο καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα. Το 1829 ο Τζωρτζ Χένρι Εβανς, τυπογράφος και εκδότης της πρώτης ίσως εργατικής εφημερίδας της Νέας Υόρκης, «Workingman’s Advocate», έγραψε τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Εργατών.
Το 1835 στη Φιλαδέλφεια πραγματοποιήθηκε γενική απεργία, υπό τον συντονισμό ανειδίκευτων και βιομηχανικών εργατών, βιβλιοδετών, τεχνιτών κοσμημάτων, μεταφορέων κάρβουνου, κρεοπωλών και επιπλοποιών, με αίτημα την καθιέρωση του δεκάωρου ως ανώτατου ημερήσιου ορίου εργασίας.
Η πιο μαχητική εργατική κινητοποίηση της δεκαετίας ήταν αυτή των υφαντουργών της Φιλαδέλφειας, οι οποίοι όχι μόνο έκαναν απεργία διεκδικώντας μεγαλύτερο μεροκάματο, αλλά επιτέθηκαν στα σπίτια όσων δεν συμμετείχαν.
Η πρώτη αμιγώς γυναικεία κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε από τις μοδίστρες της Νέας Υόρκης, οι οποίες συγκρότησαν τις Ενωμένες Μοδίστρες της Νέας Υόρκης και κατέβηκαν σε απεργία το 1825.
Ένδεκα χρόνια αργότερα, το 1836, οι εργάτριες κλωστοϋφαντουργίας στο Λόουελ της Μασαχουσέτης συσπειρώθηκαν γύρω από την Ενωση Νεαρών Εργατριών, προκειμένου να διεκδικήσουν ανθρώπινες συνθήκες εργασίας καθώς και τη μείωση των ενοικίων στα οικοτροφεία όπου διέμεναν.
Η οικονομική κρίση του 1857 ήταν ισχυρό σοκ για την ανερχόμενη αμερικανική οικονομία. Το ύψος των ημερομισθίων κατέγραψε μεγάλη πτώση, φθάνοντας τα τρία δολάρια για τους άνδρες και το ένα δολάριο για τις γυναίκες. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις ήταν πλέον στοιχεία της καθημερινότητας για τα μεγάλα αστικά κέντρα. Ιδιαίτερα μαχητικές ήταν οι κινητοποιήσεις των μελών της νεοσύστατης Ενωσης Μηχανοτεχνιτών.
Τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ανόδου του συνδικαλιστικού κινήματος διέκοψε ο Αμερικανικός Εμφύλιος (1861-1865). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Εθνικού Συνδικάτου Τυπογράφων, το οποίο αναγκάστηκε να διαλυθεί γιατί όλα τα μέλη του είχαν αναχωρήσει για το μέτωπο. Αλλα νεοσύστατα σωματεία, όπως το Συνδικάτο Κλωστών του Φολ Ρίβερ, εξαϋλώθηκαν κυριολεκτικά στις αιματηρές μάχες. Τα περισσότερα σωματεία υπέστειλαν τη σημαία της διεκδίκησης για να υψώσουν εκείνη της κατάργησης της δουλείας.
Η εποχή της συνδικαλιστικής ανάπτυξης (1865-1905)
Η λήξη του Εμφυλίου σήμανε το νέο κτίσιμο του συνδικαλισμού. Στρατιές ανέργων που εγκατέλειψαν το Νότο και τα κατεστραμμένα εργοστάσιά του, κατέκλυζαν τα μεγάλα αστικά κέντρα του Βορρά. Ενώσεις ανέργων ξεπηδούσαν σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ. Εθνικά κλαδικά σωματεία, όπως το Εθνικό Συνδικάτο Μεταλλουργών και το Σωματείο Βαρελάδων ανασυγκροτήθηκαν, ενώ άλλα, όπως το Εθνικό Συνδικάτο Τυπογράφων, δημιουργήθηκαν πάλι από την αρχή.
Φυσικός ηγέτης των μεταλλουργών και εμβληματική μορφή του αμερικανικού συνδικαλιστικού κινήματος αναδείχθηκε ο Ουίλιαμ Χ. Σίλβις (1828-1869). Υπό την ηγεσία του, το 1866 πραγματοποιήθηκε η πρώτη επιτυχημένη απόπειρα πανεθνικού συντονισμού των ήδη υπαρχόντων κλαδικών συνδικάτων. Η δημιουργία της Εθνικής Εργατικής Ενωσης (National Labor Union/NLU) ήταν η απάντηση των εργατών απέναντι στις αντίστοιχες συσπειρώσεις των βιομηχάνων, όπως η Εθνική Οργάνωση Αμερικανών Κατασκευαστών Ειδών Θέρμανσης και ο Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Χυτηρίων, που προχωρούσαν σε λοκ-άουτ (απεργία εργοδοτών – κλείνουν τα εργοστάσια και δεν επιτρέπουν στους εργαζόμενους να δουλέψουν) προκειμένου να αντιμετωπίσουν το κύμα απεργιών.
Η NLU πρωτοπόρησε δεχόμενη μαύρους στις τάξεις της, αν και επί της ουσίας ελάχιστοι εγγράφηκαν. Το 1873, έπειτα από έξι μόλις χρόνια ζωής, και αφού είχε πεθάνει ο εμπνευστής της, η Ενωση σταμάτησε τη λειτουργία της. Η υπερβολική ταύτισή της με το κίνημα του δολαρίου είχε από καιρό απομακρύνει από τις τάξεις της τα πιο μαχητικά στοιχεία.(1) Ο σπόρος όμως της πανεθνικής οργάνωσης εργατών είχε φυτευτεί.
Τα επόμενα χρόνια, οι εργατικές διεκδικήσεις συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Οργανώσεις εθνοτικού χαρακτήρα, όπως το Αρχαίο Τάγμα της Ιβερνίας, που συσπείρωνε μετανάστες ιρλανδικής καταγωγής, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση μαχητικών απεργιών, όπως εκείνη των ηρωικών ανθρακωρύχων στα ορυχεία της Πενσυλβάνιας, η οποία έληξε με την εκτέλεση είκοσι Ιρλανδών απεργών ανθρακωρύχων.
Οι ιδιοκτήτες ορυχείων, σιδηροδρόμων και κάθε πηγής πλούτου της απέραντης αυτής χώρας, σαν τον Φράνκλιν Μπέντζαμιν Γκόουεν, πρόεδρο της εταιρείας Philadelphia and Reading Railroad, δεν ανέχονταν ηρωικούς απεργούς και αιματοβαμμένες απεργίες που αποτελούσαν ανάχωμα στην κερδοφορία τους. Συχνά χρησιμοποιούσαν ιδιωτικούς στρατούς, όπως οι «Πίνκερτονς», η «Αστυνομία Ανθρακα και Χάλυβα», και η «Αστυνομία των Σιδηροδρόμων», προκειμένου να καταστείλουν κάθε αντίσταση. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιούσαν ως απεργοσπάστες νέους μετανάστες που μόλις έφθαναν στη «γη της επαγγελίας» – τους φόρτωναν στα τρένα με σκοπό να αντικαταστήσουν απεργούς, χωρίς καν οι ίδιοι να το γνωρίζουν τις περισσότερες φορές. Ωστόσο, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που, όταν το κατάλαβαν, ενώθηκαν με τους απεργούς.
Το 1877 σφραγίστηκε με τη συμμαχία των βιομηχάνων του Βορρά με τους μεγαλοκτηματίες του Νότου, για την ανάδειξη του ρεπουμπλικάνου Χέιζ στη θέση του προέδρου των ΗΠΑ, με τις ψήφους των δημοκρατικών μελών του Κογκρέσου από τον Νότο. Τη χρονιά εκείνη ξέσπασε μεγάλη οικονομική κρίση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι σιδηρόδρομοι μετατράπηκαν σε πεδία μάχης ανάμεσα στους εργοδότες και τους κάθε μορφής στρατούς τους και στους εξαθλιωμένους απεργούς που αρνούνταν να δεχθούν περικοπές. Στο Μάρτινσμπεργκ της Δυτικής Βιρτζίνια, στη Βαλτιμόρη, στο Πίτσμπουργκ, στη Φιλαδέλφεια κ.α., απεργοί πλαισιωμένοι από τις γυναίκες και τα παιδιά τους προκαλούσαν με τη μαχητικότητά τους την οργή των μεγάλων εφημερίδων, όπως της «New York Sun» που κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο:
«Δώστε μολύβι αντί για ψωμί στους πεινασμένους απεργούς».
Μια νέα εργατική οργάνωση συσπείρωσε γύρω της μέλη και ελπίδες, κατορθώνοντας να καλύψει το κενό που άφησε η διάλυση της NLU. Οι Ιππότες της Εργασίας (Knights of Labor) ιδρύθηκαν το 1869 και εξαπλώθηκαν με γοργούς ρυθμούς σε όλες τις ΗΠΑ. Το 1880 αριθμούσαν περί τα 28.000 μέλη, ενώ το 1886 είχαν αυξηθεί στα 700.000 μέλη. Αδιαφιλονίκητος ηγέτης τους ήταν ο Τέρενς Πάουντερλι (1849-1924) ένας μάλλον συντηρητικός άνθρωπος που παρέμεινε στη θέση του, παρότι συχνά αποκήρυσσε τις κινητοποιήσεις που καθοδηγούντο από τους Ιππότες.
Τραστ και δημιουργία της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας
Η οικονομική κρίση του 1877 και το ξεπέρασμά της έφεραν μια νέα πραγματικότητα: τα τραστ και τα μονοπώλια.
Τεράστιες επιχειρήσεις του ίδιου αλλά και διαφορετικών κλάδων συνενώνονταν προκειμένου να επιβληθούν στον ανταγωνισμό και να εξουσιάσουν το εργατικό κίνημα. Ένας τέτοιος ιδιοκτήτης τραστ και «αφεντικό» των σιδηροδρόμων, ο Τζέι Γκουλντ, είχε δηλώσει ότι θα μπορούσε να προσλάβει τη μισή εργατική τάξη και να τη βάλει να σκοτώσει την άλλη μισή. Τη χρονιά εκείνη, τo 1877, πραγματοποιήθηκαν απεργίες των εργαζομένων στις σιδηροδρομικές εταιρείες του.
Η απάντηση των Αμερικανών εργαζομένων ήλθε με την πραγματοποίηση ενός μεγάλου και διαχρονικού οράματος των πρωτοπόρων στη συγκρότηση του συνδικαλισμού στις ΗΠΑ: την ίδρυση μιας παναμερικανικής εργατικής ομοσπονδίας, μιας οργάνωσης για όλους τους Αμερικανούς εργάτες.
Ετσι, το 1881 ιδρύθηκε η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labor/AFL) αρχικά με την ονομασία Ομοσπονδία Οργανωμένων Επαγγελμάτων και Εργατικών Συνδικάτων των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά.
Απαρτιζόταν από ισχυρά πανεθνικά κλαδικά σωματεία, τα οποία διέθεταν τον ικανό αριθμό μελών και την οικονομική ισχύ για να πραγματοποιούν μεγάλες και δυνητικά νικηφόρες κινητοποιήσεις.
Η AFL κατάφερε να συσπειρώσει τους ειδικευμένους εργάτες, με όπλα τη μαχητικότητα και τον ηρωισμό των μελών και των στελεχών της. Ο αυστηρός κλαδικός διαχωρισμός, από την άλλη, επέτρεψε την κυριαρχία μιας συντεχνιακής αντίληψης στις τάξεις της. Στα πρώτα χρόνια της ζωής της, στο τιμόνι της AFL βρέθηκαν αξιοσέβαστα στελέχη, όπως ο Αντολφ Στράσερ, ο Πίτερ Μαγκουάιρ και ο Σάμιουελ Γκόμπερς.
Από το Σικάγο στο Πούλμαν
Τα προηγούμενα χρόνια, μέσα από την Εθνική Εργατική Ενωση αλλά και τους Ιππότες της Εργασίας, η ανάγκη των εργατών για μείωση του απάνθρωπου ωραρίου εργασίας είχε αναδειχθεί ως το βασικότερο αίτημα του εργατικού κινήματος.
Στο συνέδριο της Ομοσπονδίας που διεξήχθη το 1884 αποφασίστηκε ομόφωνα να πραγματοποιηθούν συγκεντρώσεις σε όλη την επικράτεια την 1η Μαΐου του 1886, για την καθιέρωση του οκταώρου.
Η διαδήλωση στο Σικάγο ήταν ογκωδέστατη και ειρηνική, προς απογοήτευση των φανατικών της καταστολής του συνδικαλιστικού κινήματος. Τις επόμενες ημέρες όμως, με αφορμή το εργοδοτικό λοκ-άουτ στο εργοστάσιο θεριστικών μηχανών McCormick η Aστυνομία σκότωσε έξι εργαζομένους.
Στη συγκέντρωση της πλατείας Χέιμαρκετ, που διοργανώθηκε ως διαμαρτυρία για τις δολοφονίες, εκτοξεύθηκε μια βόμβα προς την Αστυνομία, κάτι που σχεδόν σίγουρα παρότι όχι αποδεδειγμένα αποτελούσε προβοκάτσια. Αμέσως άρχισαν πυροβολισμοί προς όλες τις κατευθύνσεις, με τελικό απολογισμό δεκάδες νεκρούς (εκ των οποίων επτά αστυνομικοί) και εκατοντάδες τραυματίες.
Τέσσερις από τους ηγέτες των εργατών, οι Πάρσονς, Σπις, Φίσερ και Ενγκελ, απαγχονίστηκαν ύστερα από μια δίκη-παρωδία που ξεσήκωσε έντονη διεθνή κατακραυγή.
Τα επόμενα χρόνια σηματοδότησαν μια μικρή βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Το 1890 οι αυξήσεις στους μισθούς των συνδικαλισμένων εργατών έφθασε το 20,9%. Η μέση εργάσιμη εβδομάδα μειώθηκε από 60 ώρες το 1880 σε 58,4 το 1890, ενώ οι συνδικαλισμένοι εργάτες εργάζονταν 7,8 ώρες λιγότερες την εβδομάδα σε σχέση με τους μη συνδικαλισμένους.
Την περίοδο εκείνη αναδείχθηκε η ηγετική φυσιογνωμία του Γιουτζίν Ντεμπς (1855-1926). Από μικρός δούλεψε στα τρένα ως θερμαστής και στη συνέχεια ως λογιστής. Ωστόσο, οι πολιτικές του αντιλήψεις μεταβλήθηκαν σταδιακά. Αν και στις θρυλικές απεργίες στους σιδηροδρόμους, το 1877, είχε πάρει αρνητική θέση, με την πάροδο των χρόνων ο στόχος του Ντεμπς έγινε συγκεκριμένος: η δημιουργία ενός πανεθνικού σωματείου των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους. Έτσι, στις 20 Ιουνίου 1893 ιδρύθηκε το Αμερικανικό Συνδικάτο Σιδηροδρόμων (American Railway Union/ARU) με πρόεδρο τον ίδιο. Παρότι η δημιουργία του σωματείου αποτέλεσε τεράστια επιτυχία, υπήρχαν σημαντικές «αδυναμίες». Η μεγαλύτερη ήταν ο αποκλεισμός των μαύρων εργατών από τις τάξεις του.
Το ARU δοκίμασε την αντοχή του επιχειρώντας απεργία στην εταιρεία Pullman Palace Car Company, στην πόλη Πούλμαν του Ιλινόις. Εκεί, 5.000 εργάτες αποτελούσαν τους κατοίκους-«δουλοπάροικους» του ιδιοκτήτη Τζωρτζ Πούλμαν, ο οποίος θησαύριζε τόσο από τα υψηλά ενοίκια όσο και από τα τρόφιμα, το νερό και το ρεύμα, τα οποία χρέωνε πανάκριβα στους χαμηλά αμειβόμενους εργάτες του, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζει τα κέρδη του.
Στην πόλη απαγορευόταν ο συνδικαλισμός και οι δημόσιες συγκεντρώσεις. Ωστόσο, οι εργάτες του Πούλμαν οργανώθηκαν στο ARU και ξεκίνησαν την απεργία τον Μάιο του 1894, η οποία αμέσως κηρύχθηκε παράνομη. Απεργοσπαστικοί μηχανισμοί στήθηκαν για να την κάμψουν, και τελικά τερματίστηκε άδοξα καθώς οι μαύροι εργάτες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, αποδεικνύοντας το τεράστιο λάθος της μη εγγραφής τους στα μητρώα μελών του σωματείου. Οι απεργοί μπήκαν στη «μαύρη λίστα»(2) και ο Ντεμπς στη φυλακή, όπου εκεί ασπάστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες, την ώρα που γινόταν ίνδαλμα για εκατομμύρια εργάτες στους σιδηροδρόμους αλλά και αλλού.
Η περίοδος αυτή ήταν η εποχή των μεγάλων ηττών για το εργατικό κίνημα.
Το 1901, 62.000 απεργοί χαλυβουργοί νικήθηκαν στα εργοστάσια της US Steel, ο εργοδοτικός Εθνικός Σύνδεσμος Μετάλλου διέλυσε την πανεθνική απεργία 58.000 μηχανουργών, ενώ οι «Επιτροπές Επαγρύπνησης»(3) έσπαγαν τα γραφεία των συνδικάτων. Δεν έλειψαν όμως και οι μεγάλες επιτυχίες. Η απεργία των μεταλλωρύχων του Κολοράντο διήρκεσε 16 μήνες, και κατά τη διάρκειά της αναδείχθηκε η μεγάλη μορφή του Μπιγκ Μπιλ Χέιγουντ (1869-1928), ηγέτη της Δυτικής Ομοσπονδίας Μεταλλωρύχων (Western Federation of Miners) ο οποίος θα διαδραμάτιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στο εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, το αμερικανικό συνδικαλιστικό κίνημα φανέρωνε ολοένα και περισσότερο τις αντιφάσεις του. Ένα στρώμα ειδικευμένων και σχετικά καλοπληρωμένων εργατών συνυπήρχε με πλήθος ανειδίκευτων και μαύρων, οι οποίοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Όμως η συντριπτική πλειονότητα των ανειδίκευτων εργατών δεν ήταν συνδικαλισμένοι και η AFL δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό, επαναπαυόμενη στην αύξηση των μελών της (το 1904 αριθμούσε 1.500.000 μέλη).
Τα διευθυντικά της στελέχη πληρώνονταν αδρά και «έκαναν μεγάλη ζωή» παίζοντας γκολφ με μέλη της κυβέρνησης. Την αναπλήρωση του ρόλου της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας ανέλαβαν οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου (Industrial World Workers/IWW).
Αύριο η συνέχεια
Σημειώσεις
-
Το κίνημα του δολαρίου (1868-1888) ήταν το μαζικό αίτημα για τη διατήρηση της νομισματικής κυκλοφορίας των χαρτονομισμάτων που είχαν εκδοθεί από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και που δεν ανταποκρίνονταν σε αντίστοιχη ποσότητα χρυσού, προκειμένου να στηριχθεί οικονομικά ο κατεστραμμένος Νότος αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Το κίνημα γιγαντώθηκε, απέκτησε φιλολαϊκά χαρακτηριστικά και έφθασε μέχρι την ίδρυση κόμματος, του Greenback Labor Party.
-
Οι «μαύρες λίστες» και τα «κίτρινα συμβόλαια» ήταν βασικά εργαλεία των εργοδοτών. Στις πρώτες, που διακινούντο πανεθνικά, αναγράφονταν τα ονόματα όλων όσοι συμμετείχαν σε συνδικάτα, ώστε να μην δέχεται κανένας να τους προσλάβει. Τα δεύτερα ήταν οι υπογεγραμμένες διαβεβαιώσεις των εργαζομένων πως δεν θα εγγραφούν σε σωματείο, προκειμένου να προσληφθούν.
-
Ετσι ονομάζονταν οι ομάδες «αγανακτισμένων» πολιτών που στρατολογούσαν οι βιομήχανοι για να κτυπήσουν μια απεργία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων επρόκειτο για κακοποιά στοιχεία, μέλη εγκληματικών οργανώσεων που δεν είχαν ιδεολογική τοποθέτηση. Υπήρχαν όμως και ακροδεξιά στοιχεία, μέλη οργανώσεων όπως η Κου Κλουξ Κλαν.