Του Danny Byrne, από το site της CWI (www.socialistworld.net)
Επιμέλεια: Νίκος Κοκκάλης
Η οικονομική κρίση ήταν αναμενόμενο να ρίξει σε τέλμα το πολιτικό κατεστημένο της Ισπανίας. Έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται για μια χώρα με ένα ακλόνητο πολιτικό σύστημα που αντέχει στο χρόνο, αλλά με μια σειρά επαναστάσεις και αναταραχές που συχνά φέρνουν αλλαγές στην πολιτική κατάσταση κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορίας της. Το παρόν Σύνταγμα, οι εδαφικοί διακανονισμοί, το πολιτικό σύστημα και η μοναρχία, είναι προϊόντα μιας βιαστικής και πανικόβλητης διαδικασίας μετάβασης στη «μεταπολίτευση» κατά τη δεκαετία του ’70, μια προσπάθεια της αστικής τάξης να αντικαταστήσει το καθεστώς του Φράνκο, αποφεύγοντας ταυτόχρονα μια επανάσταση. Αυτό που συμβαίνει σήμερα, είναι η αναπόφευκτη αποσύνθεση αυτής της «μεταπολίτευσης» που είθισται να αποκαλείται το «καθεστώς του 1978» (όνομα που πήρε από το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1978).
Τα δύο βασικά κόμματα του συστήματος, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Λαϊκό Κόμμα βλέπουν την υποστήριξη απέναντί τους να μειώνεται, ενώ τα κόμματα που ζητούν το τέλος της μοναρχίας, όπως το Ποδέμος («Μπορούμε») εμφανίζουν σταθερή άνοδο. Ο θεσμός της μοναρχίας βρίσκεται σε κρίση, όπως έδειξε και η βιαστική παραίτηση του βασιλιά Χουάν Κάρλος, προς όφελος του Φελίπε του Στ’. Ο λαός της Καταλονίας διεκδικεί δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία του, με την πλειοψηφία, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, να επιθυμεί απόσχιση από την Ισπανία.
Καταλονία: Απαγόρευση και ακύρωση του δημοψηφίσματος
Μετά την νίκη του «Όχι» στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, μια σειρά ηγετικά στελέχη της ισπανικής κυβέρνησης δήλωσαν την ανακούφιση τους. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία της Σκωτίας, παραλίγο να δημιουργήσουν ένα επικίνδυνο παράδειγμα, το οποίο ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν οι Καταλανοί και οι Βάσκοι.
Ο Ισπανός πρωθυπουργός Ραχόι και οι συνεργάτες του, με την υποστήριξη του «Σοσιαλιστικού Κόμματος», προσπάθησαν να διασφαλίσουν ότι δε θα δινόταν καμία ευκαιρία στους Καταλανούς να προκαλέσουν αντίστοιχες «φασαρίες». Και βέβαια ούτε συζήτηση για δημοψήφισμα. Την ίδια ώρα ωστόσο, εκατομμύρια Καταλανοί διαδήλωναν υπέρ της ανεξαρτησίας τους, απαιτώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, όπως κάνουν τα τελευταία τρία χρόνια, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη διαδήλωση της 11ης Σεπτέμβρη.
Στα τέλη του Σεπτέμβρη ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Πάνω από 80% των βουλευτών στην Καταλανική Βουλή ψήφισαν υπέρ της διενέργειας μιας συμβουλευτικής ψηφοφορίας για την ανεξαρτησία (δεν επρόκειτο καν για δεσμευτικό δημοψήφισμα). Ο πρόεδρος της Καταλονίας ακολούθως, υπέγραψε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η ψηφοφορία θα διεξαγόταν την 9η Νοεμβρίου. Αμέσως μετά, ο Ραχόι και το Υπουργικό του Συμβούλιο, μετά από μια επείγουσα συνεδρίαση ζήτησαν από το Συνταγματικό Δικαστήριο να απαγορεύσει την ψηφοφορία, πράγμα που έγινε μέσα σε λίγες ώρες.
Η απαγόρευση της ψηφοφορίας δεν αποτέλεσε έκπληξη για κανέναν, μιας και είχε ανακοινωθεί εδώ και μήνες. Το Σύνταγμα του 1978 είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείει κάθε δυνατότητα έκφρασης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση.
Έτσι, το βασικό ερώτημα που προκύπτει για όσους στην Καταλονία θέλουν να ασκήσουν αυτό το δικαίωμα, είναι το εξής: πως μπορεί να χτιστεί ένα κίνημα τόσο ισχυρό ώστε να μπορέσει να σπάσει τα νομικά όρια του Συντάγματος του 1978;
Καμία εμπιστοσύνη στα κόμματα του κατεστημένου
Οι πρόσφατες κινήσεις της CiU («Σύγκλιση και Ένωση») της κυβερνητικής συμμαχίας της Καταλονίας, έχουν σε μεγάλο βαθμό απαντήσει το ερώτημα. Είναι απόλυτα καθαρό ότι δεν έχουν καμία πρόθεση ούτε να χτίσουν, ούτε να ηγηθούν ενός τέτοιου κινήματος. Όσο προβλέψιμη ήταν η απαγόρευση της ψηφοφορίας από την ισπανική κυβέρνηση, άλλο τόσο αναμενόμενη ήταν και η υποχώρηση του CiU που τελικά την ακύρωσε. Ο «Επαναστατικός Σοσιαλισμός» (αδελφή οργάνωση του «Ξ» στην Ισπανία) είχε ανοιχτά προειδοποιήσει για αυτή την εξέλιξη από την ημέρα που ανακοινώθηκε το σχέδιο για το δημοψήφισμα.
Φαίνεται ότι η καταλανική κυβέρνηση θα προσπαθήσει να σώσει τα προσχήματα αντικαθιστώντας το σχεδιαζόμενο δημοψήφισμα με ένα «ανεπίσημο», οργανωμένο από εθελοντές, που δεν θα είναι δεσμευτικό. Για ένα μεγάλο κομμάτι των Καταλανών, αυτό ισοδυναμεί με ανοιχτό ξεπούλημα του αγώνα τους.
Η συμμαχία CiU αποτελεί την παραδοσιακή πολιτική επιλογή των εθνικιστών Καταλανών επιχειρηματιών. Πριν στραφεί στο κίνημα για την ανεξαρτησία, ήταν η μαριονέτα των ισπανικών κυβερνήσεων της λιτότητας και είχε κάνει αναρίθμητες συμφωνίες με το Λαϊκό Κόμμα, στηρίζοντας τις περικοπές σε δικαιώματα και υπηρεσίες. Ως εκ τούτου το γεγονός ότι αρνείται να εναντιωθεί στη «νομιμότητα» του συντάγματος του 1978 δεν αποτελεί έκπληξη. Ούτως ή άλλως, οι πολιτικοί του πρόγονοι ήταν οι ίδιοι που συμμετείχαν στη διαμόρφωση και την ψήφιση του Συντάγματος της Ισπανίας, με βάση το οποίο απαγορεύτηκε το δημοψήφισμα.
Η άρνηση των κομμάτων του κατεστημένου στην Καταλονία να δώσουν μάχες ενάντια στον ισπανικό καπιταλισμό δεν είναι μόνο ζήτημα θέλησης ή ηθικής: είναι ενδεικτικό στοιχείο των ταξικών αντιφάσεων που βρίσκονται στη βάση του εθνικού προβλήματος. Οι πλούσιοι και οι μεγαλοεπιχειρηματίες της Καταλονίας δε βλέπουν για τους ίδιους μια βιώσιμη εναλλακτική έξω από τα όρια του ισπανικού καπιταλισμού, του οποίου εξάλλου αποτελούν κομμάτι.
Μόνο οι εργαζόμενοι και τα κατεστραμμένα μεσαία στρώματα της καταλανικής κοινωνίας έχουν πραγματικό συμφέρον στον αγώνα για πλήρη δημοκρατικά και εθνικά δικαιώματα. Με αυτή την έννοια, είναι η ίδια η εργατική τάξη που πρέπει να μπει στην ηγεσία του αγώνα.
Οι εργαζόμενοι μπροστά στον αγώνα
Αμέσως μετά την ακύρωση του δημοψηφίσματος, ο Επαναστατικός Σοσιαλισμός ανέφερε μεταξύ άλλων σε ανακοίνωση του:
«Μια ενδεχόμενη ανακήρυξη ανεξαρτησίας από την καταλανική βουλή ακούγεται σαν μια ιδιαίτερα μαχητική και ριζοσπαστική λύση, ωστόσο εάν δεν συνοδεύεται από τη μαζική κινητοποίηση των φτωχών και των εργαζομένων που θα την υπερασπιστούν, θα μείνει κενό γράμμα. Σε όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων για την ανεξαρτησία, έχουμε ακούσει πολλές ριζοσπαστικές δηλώσεις στη βουλή, αλλά ελάχιστα έχουν γίνει στην κατεύθυνση των πραγματικών αλλαγών.
Αν θέλουμε να αντισταθούμε στο Συνταγματικό Δικαστήριο και την ισπανική κυβέρνηση, πρέπει να βασιστούμε στις δικές μας δυνάμεις, τις δυνάμεις των εργαζομένων, που πρέπει να κινητοποιήσουμε και να οργανώσουμε. Οι εργατικές οργανώσεις, τα κοινωνικά κινήματα, η Αριστερά και τα συνδικάτα, θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα κοινό μέτωπο που θα οργανώσει τον αγώνα στο δρόμο και τους χώρους εργασίας.
Η ιδέα ενός «εθνικού» μετώπου με τα κόμματα της λιτότητας θα πρέπει να απορριφθεί άμεσα από την Αριστερά. Ο βασικός σύμμαχος του καταλανικού λαού, δεν μπορεί να είναι το καταλανικό κεφάλαιο, αλλά οι εργαζόμενοι στην υπόλοιπη Ισπανία, ενωμένοι στον αγώνα για μια σοσιαλιστική και διεθνιστική εναλλακτική στην καπιταλιστική κρίση».
Η πραγματική λύση του προβλήματος μπορεί να προέλθει μόνο από ένα κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας ολόκληρης της Ισπανίας, που θα μετατρέψει τους αγώνες για την αυτοδιάθεση και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας σε «σημαία» ενός διεθνούς αγώνα για μια νέα κοινωνία.
Ο δικομματισμός σε κρίση
Η σήψη του μεταπολιτευτικού συστήματος της Ισπανίας, αντανακλάται και στην ιστορική κρίση του δικομματισμού. Στα χρόνια της οικονομικής ανάπτυξης και της σταθερότητας, το Λαϊκό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα απολάμβαναν από κοινού της υποστήριξης του 80% του εκλογικού σώματος. Στις Ευρωεκλογές του Μαΐου δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν ούτε το 50%! Στις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν, τα ποσοστά τους έπεσαν κάτω από 40%. Αυτό, για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, είναι ένα από τα πιο ανησυχητικά φαινόμενα της κρίσης.
Η εναλλαγή μεταξύ των δύο κομμάτων στην εξουσία ήταν το βασικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι καπιταλιστές για να διατηρήσουν την δύναμη τους από την δεκαετία του ’70. Όσο μισητό και να γινόταν ένα από τα δύο κόμματα, ερχόταν το άλλο για να πάρει τη θέση του. Σήμερα αυτή η σταθερότητα ανήκει στο παρελθόν. Εάν αύριο γίνονταν εκλογές κανένα από αυτά τα δύο κόμματα δεν θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση από μόνο του. Πιθανά να ήταν αναγκασμένα να συγκυβερνήσουν δημιουργώντας έναν «μεγάλο συνασπισμό». Αυτή η αβεβαιότητα και η αστάθεια είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το Ποδέμος αποτελεί έναν μεγάλο πονοκέφαλο για το σύστημα.
Από που έρχεται το «Ποδέμος»;
Το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και τους δυο βασικούς εκπροσώπους του συστήματος, αποτυπώθηκε καθαρά για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του κινήματος των «Αγανακτισμένων» το Μάη του 2011. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, το «Ποδέμος» έχει σε μεγάλο βαθμό εισχωρήσει σε αυτό το κενό, παίρνοντας κεντρική θέση στο πολιτικό προσκήνιο. Συνδυάζει ένα πρόγραμμα αρκετά παρόμοιο με αυτό της «Ενωμένης Αριστεράς» (το ισπανικό αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ) με μια σκληρή φρασεολογία καταγγελίας της «κάστας», δηλαδή της πολιτικής ελίτ που κυριαρχεί σε όλα τα μεγάλα κόμματα, τα οποία υπηρετούν τα ίδια συμφέροντα.
Το ερώτημα που προκύπτει, είναι πώς κατάφερε το «Ποδέμος» να δυναμώσει τόσο σύντομα, δεδομένης της ύπαρξης, αλλά και της μέχρι πρότινος πολλά υποσχόμενης ανόδου της «Ενωμένης Αριστεράς».
Κατά την διάρκεια του κινήματος των «Αγανακτισμένων» τα κόμματα της Αριστεράς, και ειδικότερα η «Ενωμένη Αριστερά», είχαν μια χρυσή ευκαιρία να το αξιοποιήσουν για το χτίσιμο μιας μαζικής επαναστατικής εναλλακτικής.
Αυτό θα σήμαινε την πραγματικά δημοκρατική λειτουργία του κινήματος, βασισμένη στις αποφάσεις των συνελεύσεων των «Αγανακτισμένων» και των κοινωνικών κινημάτων. Αυτές είναι εξάλλου και οι καλύτερες παραδόσεις του ισπανικού εργατικού κινήματος. Επίσης θα σήμαινε τη στροφή στην πάλη για τη δημιουργία μιας νέας Αριστεράς, ικανής να αποτελέσει πραγματική απειλή για το σύστημα.
Ωστόσο, παρά τη σκληρή μάχη στις γραμμές του κινήματος και της Αριστεράς για μια τέτοια στροφή, οι παλιές μέθοδοι των συνεργασιών με τα κόμματα της λιτότητας συνεχίστηκαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η εμπλοκή εκπροσώπων της «Ενωμένης Αριστεράς» στο πρόσφατο σκάνδαλο διαφθοράς που έχει να κάνει με την κατάρρευση της τράπεζας «Bankia», είναι ένα ακόμη παράδειγμα των έργων και των ημερών της διεφθαρμένης γραφειοκρατίας που συνεχίζει να καθοδηγεί το εργατικό κίνημα της Ισπανίας. Το σπάσιμο αυτής της κυριαρχίας είναι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Αν και το πρόγραμμα του δεν είναι πιο αριστερό απ’ αυτό της «Ενωμένης Αριστεράς», το «Ποδέμος» δεν «κουβαλάει» τις ίδιες «αποσκευές». Αν και δεν είναι οργανικά συνδεδεμένο με το κίνημα των «Αγανακτισμένων», το «Ποδέμος» μιλάει τη γλώσσα του, ενώ έχει δώσει στο κίνημα μια πολιτική έκφραση, που από μόνη της αποτελεί ένα βήμα μπροστά σε σχέση με τις «αντικομματικές» διαθέσεις που συνήθως χαρακτηρίζουν αντίστοιχα κινήματα.
«Ούτε αριστερά, ούτε δεξιά»; Η ανάγκη για ένα επαναστατικό πρόγραμμα
Ταυτόχρονα η στάση του «Ποδέμος» που συνοψίζεται στο ηχηρό μήνυμα «ήρθαμε για να κερδίσουμε», αποτελεί μια φρέσκια πνοή γι’ αυτούς που έχουν απογοητευτεί από τους ηγέτες της «Ενωμένης Αριστεράς», των οποίων η μόνη φιλοδοξία είναι να λειτουργήσουν ως μειοψηφία σε κυβερνήσεις υπό την ηγεσία του «Σοσιαλιστικού Κόμματος».
Το ερώτημα του πως θα χτιστεί ένα νικηφόρο κίνημα, πως θα αλλάξει η κυβέρνηση και το σύστημα, είναι ο πυρήνας των προβληματισμών και των συζητήσεων γύρω από την «Ενωμένη Αριστερά», το «Ποδέμος» και άλλους χώρους. Η συνδυασμένη δύναμη του «Ποδέμος», της «Ενωμένης Αριστεράς», και άλλων μικρότερων δυνάμεων φτάνει σήμερα στις δημοσκοπήσεις το 30%. Αυτή η εξέλιξη είναι πολύ σημαντική, μιας και κάνει εφικτή την πιθανότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που θα δώσει νέα τροπή στην πολιτική κατάσταση της χώρας.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, η γρήγορη άνοδος του «Ποδέμος», έχει οδηγήσει στην αναπόφευκτη πίεση να «στρογγυλέψει» τις θέσεις του, με την ηγεσία του να έχει δυστυχώς υποκύψει. Το «Ποδέμος» διαβεβαιώνει τα ΜΜΕ ότι ως κυβέρνηση δεν έχει πρόθεση να συγκρουστεί με το σύστημα και ότι το κόμμα δεν είναι «ούτε αριστερό, ούτε δεξιό». Οι θέσεις για άρνηση πληρωμής του χρέους έχουν αποσιωπηθεί, και αντικατασταθεί από μια πιο «ήπια» θέση, σύμφωνα με την οποία το χρέος θα πρέπει να αποπληρωθεί, αλλά αφού πρώτα «γίνει έλεγχος και επαναδιαπραγμάτευση» με την Τρόικα.
Το πρόγραμμα του «Ποδέμος», όπως και αυτό της «Ενωμένης Αριστεράς» και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, περιλαμβάνει βασικά αιτήματα που έχει ανάγκη η ισπανική κοινωνία όπως η απαγόρευση των εξώσεων, το εγγυημένο εισόδημα κ.α. Ωστόσο, μέσα στα πλαίσια της κρίσης και της λιτότητας που επιβάλλεται από την ΕΕ, μια κυβέρνηση που θα εκλεγεί βάσει ενός τέτοιου προγράμματος δεν θα έχει το περιθώριο να το εφαρμόσει, δεδομένου ότι θα βρίσκεται μέσα στον ζουρλομανδύα της επιβαλλόμενης λιτότητας.
Θα υποχρεωθεί να επιλέξει ανάμεσα σε αυτές τις πολιτικές και την παραμονή στην Ευρωζώνη και θα απειληθεί με οικονομικό σαμποτάζ, έξοδο κεφαλαίων κοκ. Αυτός ο εκβιασμός μπορεί να απαντηθεί μόνο στη βάση μιας επαναστατικής σοσιαλιστικής πολιτικής. Η εθνικοποίηση κάτω από κοινωνικό και εργατικό έλεγχο των τραπεζών, και η θέσπιση ενός κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο θα μπορούσε να αποτρέψει τη φυγή κεφαλαίων και να επιτρέψει την μη πληρωμή των χρεών, έτσι ώστε να επενδυθούν δισεκατομμύρια στην πραγματική ανάπτυξη, με δουλειές και ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης.
Η επιβολή ενός πλάνου παραγωγής, βασισμένου στο δημοκρατικό εργατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής από την κοινωνία, μπορεί να δώσει πίσω σε εκατομμύρια ανθρώπους αξιοπρεπείς δουλειές, με ανθρώπινες συνθήκες εργασίας. Θα μπορούσε να γίνει ένας φάρος για τους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη, ιδίως στον Ευρωπαϊκό Νότο και την Ιρλανδία, χτίζοντας τη βάση για μια εναλλακτική κοινωνία σε όλη την Ευρώπη.
Ο «Επαναστατικός Σοσιαλισμός» παλεύει για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, συνεργαζόμενος με την «Ενωμένη Αριστερά», το «Ποδέμος» και άλλους σχηματισμούς. Ένα μέτωπο αυτών των οργανώσεων με δημοκρατική λειτουργία, οργανωμένο σε χώρους εργασίας και γειτονιές, εξοπλισμένο με ένα πραγματικά σοσιαλιστικό πρόγραμμα, θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για μια κυβέρνηση των εργαζομένων, των φτωχών, της νεολαίας, των καταπιεσμένων στρωμάτων της ισπανικής κοινωνίας, οδηγώντας τη σε νέους αγώνες για την τελική ανατροπή του συστήματος.