Από την πρώτη στιγμή, η Δύση (ΝΑΤΟ, ΗΠΑ, ΕΕ κλπ) είδε τον πόλεμο στην Ουκρανία σαν μια ευκαιρία να επιφέρει ένα καίριο πλήγμα στη Ρωσία και να τη θέσει «εκτός παιγνιδιού». Ξεκίνησε την πιο μεγάλη μεταφορά όπλων (Financial Times, 10.03.2022) από το τέλος του πρώτου ψυχρού πολέμου (το 1991, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ) και μίλαγε για ένα πόλεμο μεγάλης διάρκειας. Ας μην ξεχνάμε τις δηλώσεις του Τζέιμς Σταυρίδη, διοικητή του ΝΑΤΟ από το 2009 έως το 2013, ο οποίος στις 6 Μαρτίου δήλωσε ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν «μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα που συνέβη ποτέ στη συμμαχία του ΝΑΤΟ».
Όπως γράψαμε σε προηγούμενα άρθρα, επιδίωξη των δυτικών δυνάμεων ήταν να παγιδέψουν τη Ρωσία σε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή στην οποία είχε βρεθεί η Σοβιετική Ένωση στο Αφγανιστάν. Να προκαλέσουν μια διαρκή αιμορραγία για τη Ρωσία, και στο οικονομικό επίπεδο και σε επίπεδο ανθρώπινων ζωών, ελπίζοντας πως όχι μόνο θα έχανε τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά κι ότι αυτό θα προκαλούσε κρίση στο εσωτερικό και πτώση του καθεστώτος του Πούτιν. Διχογνωμίες στο Δυτικό στρατόπεδο υπάρχουν και διευρύνονται (όπως αναπτύσσεται στη συνέχεια) αλλά σ’ αυτή τη φάση παραμένει η κυρίαρχη πολιτική με βασικούς υποστηριχτές της τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Με τα σημεία αυτά καταπιανόμαστε πιο αναλυτικά στο άρθρο «Ουκρανία: ένας μακρύς ενδοϊμπεριαλιστικός πόλεμος, μια νέα διεθνής κατάσταση», όπου και εξηγούμε πως η αισιοδοξία της Δύσης ότι θα επέφερε στη Ρωσία μια ήττα ανάλογη της ήττας της Σοβ. Ένωσης στο Αφγανιστάν δεν πατούσε σε στέρεο έδαφος. Κι ότι αντίθετα θα μπορούσε να βρεθεί η ίδια παγιδευμένη σε ένα πόλεμο που θα επέφερε τεράστιο οικονομικό κόστος για την ίδια.
Διάψευση Δυτικών ελπίδων
Καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία κοντεύει να κλείσει 4 μήνες (όταν γράφεται το άρθρο έχουν περάσει 110 περίπου μέρες) ένα κύμα τεράστιας ανησυχίας κατακλύζει τις χώρες της Δύσης (και την ουκρανική κυβέρνηση). Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως μερικά από τα πιο σοβαρά επιτελεία των Δυτικών χωρών βρίσκονται στα όρια του πανικού. Κι αυτό για διάφορους λόγους.
Κατ’ αρχήν δεν μπορέσανε να απομονώσουν τη Ρωσία. Η Κίνα παραμένει σταθερά στο πλευρό της, παρά τις αφελείς προσπάθειες της Δύσης να σπάσει τη συμμαχία τους. Το σύνολο της Αφρικής, το σύνολο της Λατινικής Αμερικής και ο συντριπτικός όγκος των χωρών της Ασίας, αρνούνται να πάρουν την πλευρά του Δυτικού μπλοκ. Στην πραγματικότητα απέναντι στη Ρωσία δεν είναι «όλος ο πλανήτης», είναι κατά βάση οι ΗΠΑ και η Ευρώπη.
Δεύτερο, η ελπίδα των Δυτικών ότι ο ουκρανικός στρατός θα μπορούσε να σταματήσει την επέλαση του ρωσικού στρατού αποδείχτηκε μη ρεαλιστική.
Στην πρώτη φάση του πολέμου η Ρωσία επιχείρησε να εισβάλει από όλες τις κατευθύνσεις περιμένοντας προφανώς την κατάρρευση και παράδοση της κυβέρνησης Ζελένσκι. Έπεσε έξω. Με την ενθάρρυνση και τον εξοπλισμό των Δυτικών ο ουκρανικός στρατός σταμάτησε την προέλαση προς την πρωτεύουσα Κίεβο, καθώς και στα δυτικά και βόρεια, και ανάγκασε τον ρωσικό στρατό σε υποχώρηση με σοβαρές απώλειες. Όμως στις ανατολικές και νότιες περιοχές, Λουχάνσκ, Ντονέτσκ, Μαριούπολη, Χερσώνα κλπ, η ρωσική προέλαση συνεχιζόταν. Μετά δε τις ήττες της πρώτης φάσης η επικέντρωση του ρωσικού στρατού στα ανατολικά και νότια του επέφερε πολύ σημαντικά κέρδη.
Η Ρωσία έχει καταλάβει πάνω από το 20% των ουκρανικών εδαφών, σύμφωνα με επίσημη παραδοχή του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι, και προχωρά αργά αλλά σταθερά, ισοπεδώνοντας στο δρόμο της τα πάντα. Σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις Ουκρανών αξιωματούχων, η Ουκρανία χάνει περίπου 1.000 στρατιώτες την ημέρα, που είτε σκοτώνονται είτε τραυματίζονται σοβαρά και τίθενται εκτός μάχης.
Τα δυτικά έντυπα, που μέχρι πρόσφατα γράφανε διθυράμβους για τον ηρωισμό του ουκρανικού στρατού (όπως και των ουκρανών Ναζί…) και μιλούσαν εντελώς απαξιωτικά και χωρίς αίσθηση ισορροπιών, παρομοιάζοντας τον ρωσικό στρατό σαν «χάρτινη τίγρη», αρχίζουν να αναφέρονται σε λιποταξίες και χαμηλό ηθικό στον ουκρανικό στρατό καθώς και σε καρατομήσεις από τον Ζελένσκι αξιωματικών του στρατού και αξιωματούχων του κράτους… λόγω «ανικανότητας»! Αναγνωρίζουν ταυτόχρονα ότι ο ρωσικός στρατός έχει κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές και δεν μπορεί, προς το παρόν τουλάχιστον, να τον σταματήσει ο ουκρανικός.
Με αυτά τα δεδομένα, σ’ αυτή τη φάση του πολέμου, όσο αυτός συνεχίζεται η Ουκρανία θα χάνει εδάφη.
Η πραγματικότητα είναι πως η Δύση δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να παράσχει όλο και περισσότερα και ισχυρότερα όπλα στην Ουκρανία επιδιώκοντας από το καλοκαίρι και μετά (γιατί χρειάζεται χρόνο η μεταφορά του οπλισμού) να μπορεί η Ουκρανία να καθηλώσει τον ρωσικό στρατό με στόχο να προκαλέσει τη μόνιμη «αιμορραγία» που προαναφέραμε. Όμως εδώ προκύπτουν οι επιπτώσεις στις οικονομίες της Δύσης που δημιουργούν γι’ αυτούς μια κατάσταση «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».
Παρόλα αυτά, παρά τις συνέπειες για τη Δύση με τις οποίες καταπιανόμαστε στη συνέχεια, το ενδεχόμενο της μαζικής αποστολής ακόμα περισσότερου και ισχυρότερου οπλισμού στην Ουκρανία (ειδικά από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία) είναι για την άμεση περίοδο το πιθανότερο – παρότι είναι ξεκάθαρο πως η Ρωσία δεν έχει ακόμη ρίξει στον πόλεμο όλη την πολεμική της ισχύ. Δεν αναφερόμαστε σε πυρηνικά αλλά σε συμβατικά όπλα, ακόμα μεγαλύτερης καταστροφικής ισχύος από αυτά που έχει χρησιμοποιήσει μέχρι τώρα (δείτε απόσπασμα από ΝΥΤ στη συνέχεια).
Μπορεί να υπάρξει ειρήνη;
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο ουκρανικός στρατός καταφέρνει και περιορίζει τη ρωσική επέλαση μέσα στους επόμενους μήνες, ή αν απλά η Ρωσία σταματήσει από μόνη της την επέλαση γιατί δεν ενδιαφέρεται να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία αλλά μόνο τις ρωσόφωνες περιοχές, που θα ήταν και το λογικό με μια έννοια (ο πόλεμος βέβαια έχει τη δική του λογική και έτσι δεν μπορούν να γίνουν ακριβείς προβλέψεις – δες σχετικό άρθρο εδώ) ο ρωσικός στρατός θα έχει καταλάβει ένα 25% περίπου ή περισσότερο της Ουκρανίας. Τι θα γίνει τότε;
Η ουκρανική κυβέρνηση δεν πρόκειται με κανένα τρόπο να δεχτεί την παραχώρηση αυτών των εδαφών στη Ρωσία. Και η Δύση δεν πρόκειται να πιέσει την Ουκρανία να υπογράψει κάτι τέτοιο. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να περιμένουμε ειρήνη μέσα στο επόμενο διάστημα, αλλά αντίθετα θα επικρατήσει μια εμπόλεμη κατάσταση μεγάλης έντασης και για απροσδιόριστο χρόνο.
Ο Ζελένσκι, που από γελωτοποιός έχει μετατραπεί σε ήρωα στη Δύση και φαίνεται πως έχει πάρει πολύ σοβαρά αυτό τον ρόλο, επιμένει πως ο πόλεμος δεν θα σταματήσει μέχρι η Ουκρανία να πάρει πίσω όχι μόνο το Λουχάνσκ, το Ντονέτσκ τη Μαριούπολη κλπ αλλά και την Κριμαία. Κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε παραλογισμό – αλλά σε ένα σύστημα που είναι εξ ορισμού παράλογο δεν μπορείς να περιμένεις λογική.
Τέτοιου είδους σχέδια, όπως αυτά στα οποία αναφέρεται ο Ζελένσκι, όχι μόνο κινούνται στα όρια του εντελώς απίθανου αλλά σημαίνουν ένα ατελείωτο λουτρό αίματος. Από τη στιγμή που καταλάβει τα εδάφη που θέλει (ή μπορεί) η Ρωσία, θα τα οχυρώσει και από την επίθεση θα περάσει στην άμυνα. Το έργο του ουκρανικού στρατού ο οποίος θα είναι κάτω από αυτές τις περιστάσεις ο επιτιθέμενος, θα είναι εξαιρετικά πιο δύσκολο από ότι είναι σήμερα – γιατί η επίθεση απαιτεί μεγάλη υπεροπλία σε σχέση με τον αμυνόμενο. Οι πιθανότητες να καταφέρει κάτι τέτοιο ο ουκρανικός στρατός είναι εξαιρετικά περιορισμένες και οι Δυτικοί το ξέρουν. Ξέρουν επίσης πως αν ο Πούτιν βρεθεί αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο ήττας, είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιήσει «τακτικά πυρηνικά όπλα» (μικρής δηλαδή ισχύος, που μπορούν να καταστρέψουν μερικά τετράγωνα αλλά όχι ολόκληρες πόλεις).
Τα διλήμματα των Ιμπεριαλιστών της Δύσης
Το ερώτημα που αρχίζει να τίθεται από πολλούς Δυτικούς αναλυτές, είναι πόσο συμφέρει τη Δύση να συνεχίζεται αυτός ο πόλεμος. Είναι πια καθαρό ότι υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες στις γραμμές τους τις οποίες μάλιστα δεν προσπαθούν να τις κρύψουν.
Κι ο λόγος που οι Δυτικοί είναι διχασμένοι δεν είναι τόσο το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, που όσο συνεχίζεται αυτό το λουτρό αίματος θα μετριούνται σε εκατοντάδες χιλιάδες κι όχι σε δεκάδες όπως σήμερα. Εξάλλου στον πόλεμο του Ιράκ το 2003 οι νεκροί έφτασαν το 1.000.000 σύμφωνα με υπολογισμούς, αλλά καθόλου δεν ίδρωσε το αυτί των Δυτικών υπερασπιστών «της ελευθερίας και της δημοκρατίας». Αν πάμε πιο πίσω θα δούμε τις θηριωδίες των Ευρωπαίων καπιταλιστών στις αποικίες όπου απλά δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν το τι γινόταν… Ακόμα και όταν είχαμε μπει στον 20ο αιώνα ο Λεοπόλδος ο Β’ του Βελγίου δολοφονούσε 10.000.000 (δέκα εκατομμύρια – δεν είναι λάθος τα μηδενικά) κατοίκους του Βελγικού Κογκό, προφανώς για να τους «εκπολιτίσει»! Ή μήπως να θυμίσουμε το τι συνεχίζει να συμβαίνει στην Παλαιστίνη εδώ και ένα περίπου αιώνα;
Αυτό που άμεσα πονάει τους Δυτικούς αφορά την οικονομία. Το κόστος αυτού του πολέμου για τη Δύση και συνολικά για την παγκόσμια οικονομία είναι τεράστιο.
Η διεθνής οικονομία βρίσκεται στη διαδικασία μιας πολύ σοβαρής οικονομικής κρίσης. Οι οικονομίες των πλούσιων βιομηχανικών χωρών μπαίνουν σε μια φάση στασιμοπληθωρισμού, δηλαδή μια κατάσταση στην οποία υπάρχει ψηλός πληθωρισμός και στασιμότητα της οικονομίας ή ύφεση, ταυτόχρονα. Αυτό είναι ότι χειρότερο για την σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος και για τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων/πολυεθνικών.
Παράλληλα οι φτωχές χώρες του πλανήτη οδηγούνται σε ένα νέο κύκλο εφιαλτικών συνθηκών, με χρεοκοπίες και εκτίναξη της φτώχειας και της πείνας – τουλάχιστον 40 χώρες υπολογίζεται να βρεθούν σε κατάσταση επισιτιστικής κρίσης. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Πορτογαλία) κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με μια νέα κρίση χρέους, καθώς τα επιτόκια δανεισμού από κοντά στο 0% που ήταν μέχρι πριν μερικές βδομάδες βρίσκονται σήμερα κοντά στο 4-5%.
Σ’ αυτή τη συγκυρία η Δύση έχει να αντιμετωπίσει δυο εξαιρετικά δυσεπίλυτα προβλήματα.
Το πρώτο είναι πως ό,τι μέτρα οικονομικής πολιτικής και αν δοκιμάσει να πάρει για να σταθεροποιήσει την καπιταλιστική οικονομία, οι εξελίξεις του πολέμου μπορούν να τα ανατρέψουν.
Στην τελευταία της ανακοίνωση στις 9 Ιούνη, με την οποία ανάγγειλε (σε δύο δόσεις, μία άμεσα και μία το Σεπτέμβρη) αυξήσεις επιτοκίων της τάξης του 0,75%, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σημείωσε πως στο «απαισιόδοξο σενάριο» η τιμή του πετρελαίου μπορεί να φτάσει τα $175 το βαρέλι (από $100 στο βασικό της σενάριο) και του φυσικού αερίου τα 250 € η μεγαβατώρα (από 80€ στο βασικό σενάριο). Όταν οι τιμές της ενέργειας κινούνται σε τέτοια ύψη καμία οικονομική πολιτική από τη μεριά των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη δεν μπορεί να σώσει τις οικονομίες τους από την κρίση.
Το δεύτερο είναι πως οι Δυτικές χώρες έχουν ήδη εξαντλήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα οικονομικά εργαλεία/πολιτικές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη ύφεση, γιατί τα χρησιμοποίησαν ήδη στη διεθνή κρίση του 2008-9 και στην κρίση του 2020 που πυροδοτήθηκε από τον κορονοϊό.
Σε συνθήκες ύφεσης η λελογισμένη πολιτική είναι να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες και να μειωθούν τα επιτόκια έτσι ώστε καταναλωτές, επενδυτές και κυβερνήσεις να έχουν φθηνό χρήμα για να ρίξουν στις οικονομίες. Αυτές τις πολιτικές εφάρμοσαν και το 2008-9 και το 2020-21. Το φθηνό (πάμφθηνο κατ’ ακρίβεια, με επιτόκια στο 0% ή και αρνητικά) χρήμα της προηγούμενης περιόδου όμως, μαζί με τα πρωτοφανή σε καιρό ειρήνης δημόσια ελλείμματα και χρέη που δημιούργησαν για να αποφύγουν τις χειρότερες συνέπειες των προηγούμενων δύο οικονομικών κρίσεων, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την επιστροφή του πληθωρισμού. Τα λοκντάουν της πανδημίας, η κρίση στην ενέργεια και μετά ο πόλεμος, έδωσαν περαιτέρω ώθηση στον πληθωρισμό και ταυτόχρονα γονάτισαν τις οικονομίες. Έτσι φτάσαμε στον πιο ψηλό πληθωρισμό εδώ και 40 χρόνια και στον στασιμοπληθωρισμό που αποτελούσε χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’70.
Αυτός ο συνδυασμός υποχρεώνει τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους να προχωρήσουν σε περιστολή δαπανών και σε αυξήσεις επιτοκίων για να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό. Αυτές οι πολιτικές είναι το ακριβώς αντίθετο από αυτό που θα ήθελαν να μπορούσαν να κάνουν για να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη. Έτσι σπρώχνουν τις οικονομίες πιο βαθιά στην ύφεση. Το αδιέξοδο στην πολιτική της Δύσης μεγαλώνει και μαζί τους και οι εσωτερικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Στην αρχή οι Δυτικοί προσπάθησαν να εμφανίσουν ένα αρραγές μέτωπο (κι ακόμα προσπαθούν στο βαθμό του δυνατού) αλλά οι διαφωνίες δεν άργησαν να βγουν στην επιφάνεια.
Οι πρώτες διαφωνίες φάνηκαν καθαρά όταν ο Ζελένσκι κατάγγειλε δημόσια τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν ότι του ζήτησε να αποδεχθεί την παραχώρηση εδαφών στη Ρωσία για να υπάρξει τερματισμός του πολέμου.
Η δεύτερη ηχηρή διαφοροποίηση ήρθε από τον περιβόητο εγκληματία πολέμου, πρώην υπουργό εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ. Ο Κίσινγκερ, που παραμένει ένας από τους πιο οξυδερκείς εκπροσώπους των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, μιλώντας στο Νταβός στο δεύτερο 15ήμερο του Μάη αλλά και σε συνεντεύξεις που ακολούθησαν, είπε με τον πιο καθαρό τρόπο ότι πρέπει να γίνουν εδαφικές παραχωρήσεις από την Ουκρανία για να υπάρξει ειρήνη ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση.
Ακόμα και ο Πάπας Φραγκίσκος, σε ομιλία του στις 13.06.2022, αφού απότισε φόρο τιμής στον ηρωισμό των Ουκρανών που αντιστέκονται, έριξε σαφείς ευθύνες στη Δύση για την πρόκληση του πολέμου, ασκώντας κριτική στο «ΝΑΤΟ που γαύγιζε στις πύλες της Ρωσίας».
Ο διεθνής τύπος είναι γεμάτος πια με αναφορές που αποκαλύπτουν τις αντιθέσεις που υπάρχουν.
Σε πρόσφατο άρθρο των Τάιμς της Νέας Υόρκης (ΝΥΤ) υπάρχει πλήρης διαφοροποίηση από το κυρίαρχο δυτικό αφήγημα:
«Η Ρωσία μπορεί να είναι πεσμένη, αλλά δεν είναι εκτός παιχνιδιού…
»…ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επηρεάσει ελάχιστα τις πλέον καταστροφικές στρατιωτικές δυνατότητες της Ρωσίας… τα ενοποιημένα αεροπορικά και βαλλιστικά συστήματα, τα ηλεκτρομαγνητικά όπλα, τα αντιδορυφορικά συστήματα και το ποικίλο πυρηνικό οπλοστάσιο. Οι δυνατότητες αυτές, έχουν μείνει σχεδόν άθικτες κατά τη διάρκεια του πολέμου…».
»Προς το παρόν, τα χρηματοκιβώτια της ρωσικής κυβέρνησης παραμένουν γεμάτα. Οι μηνιαίες εξαγωγές της, σύμφωνα με εκτιμήσεις, αυξήθηκαν περισσότερο από 60% τον Απρίλιο σε σχέση με ένα χρόνο πριν.»
Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς (Financial Times) δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να μασήσουν τα λόγια τους σε τίτλο με άρθρο
«Oι διχόνοιες στη Δύση απειλούν το μέλλον της Ουκρανίας».
Το Liberal.gr υποχρεώνεται να αναγνωρίσει ότι:
«Στο εσωτερικό της [Ευρωπαϊκής] Ένωσης, υπάρχει μία κόπωση για την εξέλιξη του πολέμου».
Στον απόηχο αυτών των εξελίξεων είχαμε και τη διαφοροποίηση του πρώην πρωθυπουργού της ΝΔ Κώστα Καραμανλή από τις πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τις οποίες άφησε να εννοηθεί ότι κακώς η Ευρώπη ακολουθεί τις επιλογές των ΗΠΑ.
Τα αδιέξοδα στην πολιτική της Δύσης είναι πολύ μεγάλα και οι αντιθέσεις ανάμεσα στους πρωταγωνιστές αδύνατο να σπρωχτούν κάτω από το χαλί.
Η Αριστερά είναι η μεγάλη απούσα
Η κρίση με την οποία είναι αντιμέτωπο το σύστημα είναι τεράστια και πολυεπίπεδη. Είναι οικονομική, γεωπολιτική, κοινωνική. Σε κανένα επίπεδο το καπιταλιστικό σύστημα δεν έχει λύσεις στα προβλήματα που προκύπτουν. Είναι μια εποχή τεράστιας αστάθειας, που δεν πρόκειται να ξεπεραστεί ακόμα και αν ή όταν τελειώσει ο πόλεμος της Ουκρανίας γιατί στο υπόβαθρο όλων αυτών βρίσκεται και η αντιπαράθεση ΗΠΑ – Κίνας (με τους συμμάχους τους) για την ηγεμονία στην παγκόσμια οικονομία.
Σ’ αυτές τις συνθήκες θα χρειαζόταν μια (μαζική) Αριστερά που να είναι έτοιμη να συνδέσει την πάλη για τα καθημερινά και άμεσα προβλήματα με την πάλη για την ανατροπή του συστήματος. Που να παλέψει ενάντια στην ακρίβεια, ενάντια στο χτύπημα του βιοτικού επιπέδου και των δικαιωμάτων, ενάντια στον πόλεμο και τους ιμπεριαλιστές και των δύο στρατοπέδων, ενάντια στην πείνα και τις χρεοκοπίες που θα σαρώσουν ξανά δεκάδες χώρες, ενάντια στον σεξισμό, την Ακροδεξιά και τους Ναζί, ενάντια στο νέο κύκλο καταστροφής του περιβάλλοντος· και που να συνδέσει αυτή την πάλη με τον αγώνα για μια εναλλακτική κοινωνία, χωρίς εκμετάλλευση και ανισότητες, δημοκρατική και ελεύθερη, σοσιαλιστική με την πραγματική έννοια του όρου.
Αυτή, η επαναστατική, διεθνιστική, μαζική Αριστερά είναι η μεγάλη απούσα στη σημερινή ιστορική συγκυρία. Το καθήκον κάθε σοβαρής οργάνωσης στην αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι να συζητήσει σοβαρά και στο εσωτερικό της και με τις άλλες οργανώσεις που κινούνται σε παρόμοιο μήκος κύματος, το πώς θα πραγματοποιηθεί αυτός ο στόχος.
Σημ: μπορείτε να δείτε τις προτάσεις μας για τον πόλεμο και τα καθήκοντα της Αριστεράς στα ακόλουθα άρθρα: